ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πόσο δύσκολος είναι τελικά ο αποχαιρετισμός και πόσα πρόσωπα έχει; Σε ποιες περιστάσεις εμφανίζεται; Ίσως και να μην έχει ιδιαίτερη σημασία. Σχεδόν πάντα είναι επώδυνος. Κουβαλά μία θλίψη, ένα πλάκωμα στην ψυχή, μάτια δακρυσμένα. Για μία γυναίκα, κάπου στο Βερολίνο που έκλεινε πίσω της την πόρτα του μοναδικού σημείου που είχε θεωρήσει σπίτι της, δίχως να γνωρίζει πως με κάποιον αγαπημένο δεν θα αντάμωνε ποτέ ξανά, ο αποχαιρετισμός  της ζωής φάνταζε δύσκολος. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, αλλιώς θα έμενε να βομβαρδιστεί ή να σφαγιαστεί από τους αντιπάλους. Η Ελένη, με μία αποσκευή λιτή, γεμάτη όμως πλούσιες αναμνήσεις και αγάπη, άφηνε πίσω της ένα τερατώδες Βερολίνο. Για κάτι καλύτερο; Υπήρχε άραγε εκείνη την εποχή το καλύτερο; Κανείς δεν ήξερε. Μονάχα η ελπίδα κρατούσε ακόμη τον κόσμο μακριά από το να παραδοθεί στη τρέλα.

Και τον Στέφανο αυτό τον συγκρατούσε. Η ελπίδα πως θα έσωζε την Αφροδίτη και τον Σάββα. Πως δεν είχαν τελειώσει όλα. Στο πίσω μέρος το αυτοκινήτου, όσο απομακρυνόταν χρονικά από το συμβάν, τόσο πάλευε να απομονώσει το μυαλό του ώστε να μην εισχωρήσουν οι εικόνες, οι τύψεις, το αίμα, οι κραυγές. Το κορμί του Φίλιμπερτ όμως, βρισκόταν στην αγκαλιά του και ο Άρτουρ με το όπλο του Στέφανου στο σβέρκο οδηγούσε σαν παθητικός φυλακισμένος, που του είχαν κλέψει το μυαλό. Ώσπου πάτησε το γκάζι, ο Στέφανος έγειρε πίσω και το αμάξι έτρεξε προς άγνωστη κατεύθυνση.

«Μία στιγμή...»ψέλλισε λαχανιασμένος όταν έφτασαν σε ένα σημείο που έβλεπε χωράφια «Δώσε μου μία γαμημένη στιγμή! Το πτώμα του αδερφού μου κουβαλάω που να πάρει!» τσίριξε και ο Στέφανος του χάρισε χρόνο.

Τον είδε να βγαίνει, να γονατίζει και να κουλουριάζεται κλαίγοντας γοερά. Ήθελε να κλάψει και εκείνος. Ήθελε να ουρλιάξει μέχρι να κοπούν οι φωνητικές του χορδές. Μία ρωγμή σχηματίστηκε στο μυαλό του και αυτή ήταν η αρχή της πτώσης. Τι θα έκανε; Ήταν σε ένα αμάξι, με ένα γκεσταπίτη και την ξαδέρφη του αιχμάλωτη. Ο πανικός πλησίαζε. Μπορούσαν να τη βασανίζουν, να την αγγίζουν. Θεέ μου! Πήγε να μιλήσει, μα δεν τα κατάφερε. Τα λόγια δεν σχηματίζονταν. Ο Άρτουρ κοιτούσε το κενό. Σε κάθε του βήμα, το κουτσό πόδι δεν υπάκουε πια. Σχεδόν σερνόταν.

«Μπες μέσα. Πάμε στη Μέρλιν. Πρέπει...πρέπει να κανονίσω τι θα κάνω με τον αδερφό μου...Με την Αφροδίτη»

«Ο Φίλιμπερτ αγαπούσε την Ελλάδα. Εδώ θα μείνει το σώμα του. Αυτό θα ήθελε» ψέλλισε αδύναμα ο Στέφανος και ο νεαρός ένευσε έπειτα από λίγο. Έτσι ήταν. Ο αδερφός του αγαπούσε την Ελλάδα.

Γονατίζοντας κοντά στο άψυχο  σώμα του, κράτησε ό,τι βρήκε επάνω του. Ο ουρανός ήταν μουντός, σύντομα θα ξεκινούσε να βρέχει. Σιωπηλοί κοιτάχτηκαν. Ο λόφος είχε θέα την Ακρόπολη. Μαζί αποφάσισαν να θάψουν το κορμί του. Δεν θα άντεχε απλώς να πεταχτεί σε κάποιον ομαδικό τάφο ή στα αζήτητα. Μήτε ήθελε να μεταφέρει το σώμα στο Βερολίνο. Η βροχή ξεκίνησε και εκείνοι με τα χέρια έσκαβαν το μουλιασμένο χώμα. Τα δάκρυα μπερδεύονταν με τα νερά, το κρύο ήταν τσουχτερό. Μόλις τελείωσαν, ο Άρτουρ έσκυψε και φίλησε σχεδόν το χώμα. ΄΄Ήσουν ήρωας. Σκοτώθηκες για όσους αγαπούσες. Όλοι θα ήταν περήφανοι΄΄ σκέφτηκε.

Τότε, ο Στέφανος προχώρησε και άφησε ένα σταυρουδάκι στον μικρό λοφίσκο όπου αναπαυόταν ο Φιλ.

«Αντίο φίλε μου» ψέλλισε, μα οι κεραυνοί κατάπιαν τα λόγια του, η φωνή ταξίδεψε με τον ψυχρό άνεμο.

Πίσω στην οδό Μέρλιν, ο Άρτουρ του ζήτησε να περιμένει στο αυτοκίνητο και να κρυφτεί. Επικρατούσε πανικός, μα στην ερώτησή του για τους αιχμάλωτους δεν γνώριζε κανείς. Αποκαρδιωμένος όφειλε να μεταφέρει τα μαντάτα. Ο Στέφανος ίδιος νεκρός δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Μονάχα πως θα πήγαινε οπουδήποτε για να την βρει. Μόνο αν σκοτωνόταν θα σταματούσε να την ψάχνει.

«Πρέπει να πάω σπίτι. Τι θα πω στο θείο; Τι θα πω στους γονείς μου; Στο Λευτέρη; Τι θα πω Θεέ μου;»

«Θα πάμε μαζί»

Σιωπή. Η γειτονιά του τώρα τον ανατρίχιαζε. Το σπίτι της Αφροδίτης ήταν κλειστό για λίγο καθώς όλοι βρίσκονταν στους δικούς του. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μαζί με τον Άρτουρ. Με αργό βήμα, βρέθηκαν στο δωμάτιό της.

«Κοριτσάκι μου...»ψέλλισε, όταν το βλέμμα του Άρτουρ έπεσε σε μία πρόσφατη ζωγραφιά. Το σκίτσο του έμοιαζε, μονάχα που χαμογελούσε. Ευθύς το άρπαξε και το έκρυψε στη στολή του. Ο Στέφανος απέναντι έβλεπε τα γράμματά της, όταν ακόμη συνομιλούσαν με αυτόν τον παιχνιδιάρικο τρόπο με την Ανδριανή.

Έτοιμοι να φύγουν, σάστισαν όταν στην πόρτα απ' έξω βρήκαν τις οικογένειες.

«Πού είναι η μαμά, θείε; Γιατί κλαίς; Και ο κύρος Άρτουρ κλαίει....Χτυπήσατε;»

Ήταν ο Λευτέρης. Το παιδικό βλέμμα αναζητούσε απαντήσεις. Ο Στέφανος γονάτισε μπροστά του.

«Είσαι ένα γενναίο αγόρι...»κοίταξε τους υπόλοιπους.

«Στέφανε πού είναι η κόρη μου;» ρώτησε ο Παύλος έτοιμος να λιποθυμήσει.

«Θείε...»

«Μίλα στο ανάθεμα!»ούρλιαξε ο πατέρας του «Είσαι μέσα στα αίματα! Στέφανε...»

«Πήγε στο σπίτι εκείνο του Κάσπαρ...Μας επιτέθηκαν...ο...Φιλ σκοτώθηκε και η...θείε συγγνώμη αλλά την έπιασαν»

Σιωπή πάλι. Εκείνη η αναθεματισμένη σιωπή. Ο Παύλος έπιασε το στήθος του. Ένας φρικτός πόνος τον διαπέρασε. Θα χανόταν....Ο Άρτουρ ως γιατρός έτρεξε ευθύς δίπλα του και ευτυχώς κατόρθωσαν να τον συνεφέρουν.

«Θα την βρούμε» του είπε τρέμοντας «Κύριε....θα την βρω και θα τη φέρω...»

Ο Παύλος δεν τον κοιτούσε καν. Νόμιζε πως έχανε το μυαλό του. Σε όλη αυτή την τραγωδία, κανείς δεν πρόσεξε έναν Κάσπαρ που τρέκλιζε, παραδομένος στην τρέλα. Στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταξε, φτύνοντας με μανία στο χώμα.

«Ήταν και δικός μου αδερφός!» έσπρωξε τον Άρτουρ «Κανείς δεν μου μίλησε και όταν τα έμαθα, δεν ήξερα ούτε ποιος είμαι! Δεν υπάρχω χωρίς τον Φίλιμπερτ! Ορκιστήκαμε πως θα πεθάνουμε μαζί, χέρι-χέρι. Έτσι ήρθαμε στη ζωή! Έτσι θα φύγουμε. Δεν θέλω να ζω άλλο! Όχι χωρίς το άλλο μου μισό!» σήκωσε το όπλο «Το σκέφτηκα καλά. Οι δικοί μου σκοτώθηκαν, οι ξαδέρφες μου αγνοούνται και ένα κομμάτι της ψυχής μου χάθηκε. Τι τη θέλω τη ζωή; Για να πολεμώ για τον ψυχάκια τον Χίτλερ; Στο ανάθεμα!» πήγε να πατήσει τη σκανδάλη και ο Στέφανος τον σταμάτησε στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Μία παραίτηση τον κύκλωσε. Ένα κενό εμφανίστηκε βαθιά μέσα στην καρδιά του και ένας σκοπός. Θα ζούσε για την Αφροδίτη. Θα ζούσε ώσπου να πατούσε ξανά σε αυτήν την αυλή.

Αγαπημένη μου Ανδριανή

΄΄Οι αποχαιρετισμοί είναι δύσκολοι. Σου αφήνουν ένα κενό που δεν μπορείς να αναπληρώσεις. Οι γονείς μου αποχαιρέτησαν τις ρίζες τους και εγώ τη μητέρα μου. Δεν μπορώ να τη φέρω πίσω. Ο μπαμπάς όμως λέει πως τίποτε δεν κρατά για πάντα. Όπως η μέρα διαδέχεται τη νύχτα, σε έναν αέναο κύκλο, έτσι και η χαρά κυνηγά τη λύπη και το αντίστροφο. Θα έρθουν όμορφες μέρες. Θα χαμογελάσουμε και πάλι και αυτή τη φορά θα φτάσει στα μάτια μας. Θα ονειρευτούμε. Τα όνειρα τρέφουν την ελπίδα, δίνουν δύναμη. Μην το ξεχνάς, μη με ξεχνάς.... ΄΄

                                                                                    Σε αγαπώ, Αφροδίτη





Και ναι ολοκληρώθηκε!Πώς σας φάνηκε; Ποιους αγαπήσατε;Εγώ το αγάπησα και πιστεύω με βάση τα όσα έχω στο μυαλό μου, το δευτερο θα το αγαπήσω πιο πολύ. Ευχαριστω τόσο πολύ για την στήριξη και εμεις θα τα λέμε!Έχω αφήσει και έναν Μόρτε εδω! Φιλιά πολλά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top