Ο γάμος
<Λίζα ξύπνα!!!> Φώναζε ο μικρός πάνω στο κρεβάτι.
<Χρήστο παράτα με!> Είπα και τον σκούντηξα να φύγει.
Όλη τη νύχτα δεν είχα κοιμηθεί. Οι ευκαιρία μου να το σκάσω είχε βγάλει φτερά και είχε πετάξει μακρυά.
<Λίζα σήκω ρε κορίτσι μου. Ήρθε η ημέρα του γάμου σου και ακόμα κοιμάσαι> Μπήκε μέσα η μάνα μου μαζί με όλο μου το σόι.
<Ποιος είπε ότι κοιμήθηκα?> Και αμέσως πετάχτηκε η θεία μου η Σόνια.
<Όλες την νύχτα πριν το γάμο δεν κοιμόμαστε καρδούλα μου> Και μου έπιασε το πιγούνι. <Έχουμε την περιέργεια πως θα είναι η πρώτη νύχτα του γάμου μας και το...>
<Θεία!!!! Είναι ο μικρός εδώ!> Πρόλαβα και την σταμάτησα πριν πει αυτό που ήθελε.
<Όσο για αυτό μικρή μου δεν χρειάζεται να ανησυχείς> Είπε η μαμά μου και έκλεισε το μάτι στις θείες μου.
<Γιατί το μετρήσατε κιόλας?> Και ακούστηκε από όλες το ιιιιι.
<Λίζα ντροπή!> Είπε η γιαγιά μου.
<Εγώ φταίω? Που ξέρουν τι έχει?>
<Δεν το ξέρουμε!> Μου φώναξε η μαμά μου. <Αλλά είτε είναι μικρό είτε μεγάλο αυτός θα βρει τον τρόπο να σε..>
<φΤΆΝΕΙ!!!! Όλοι έξω τώρα! Θα ετοιμαστώ μόνη μου!> Φώναξα και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να τις βγάλω όλες έξω.
<Λίζα περίμενε θέλω να σε βοηθήσω!> Είπε η μαμά μου προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου για να μείνει μέσα
<Όχι όλοι έξω!> Είπα και μόλις την έβγαλα έξω και έκλεισα την πόρτα.
<Αουυυφφφ!> Είπα και έπεσα μπροστά στην πόρτα μαζεύοντας τα πόδια μου στην αγκαλιά μου.
<Δύσκολο το να παντρεύεσαι εεε?> Με ρώτησε ο Χρήστος.
<Εδώ είσαι εσύ?> Ρώτησα και τον είδα να σηκώνεται από το κρεβάτι και να με πλησιάζει.
<Ναι. Νομίζω πως χρειάζεσαι λίγη βοήθεια> Είπε και κάθισε δίπλα μου.
<Μια χαρά τα καταφέρνω και μόνη μου>
<Το βλέπω!> Είπε και έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι.
<Τι είναι αυτό?> Τον ρώτησα και μπροστά μου είδα ένα κόσμημα που το βάζεις στα μαλλιά.
<Ξες ο μπαμπάς είναι πολύ χάλια που το πήρες τόσο...>
<Λογικό είναι! Δεν σου ανακοινώνουν κάθε μέρα ότι παντρεύεσαι!>
<Ναι δεν λέω, αλλά κατάλαβε ότι θέλει το καλό μας και...>
<Χρήστο μην κάνεις πιο σκατά την ημέρα!>
<Πήγαμε και το πήραμε μαζί. Τώρα που θα φύγεις από το σπίτι θέλω αυτό θέλω να φύγεις πιο όμορφη από ποτέ και θέλω να φοράς κάτι που θα έχω διαλέξει εγώ για εσένα>
<Είσαι πολύ μεγάλο παλιόπαιδο!> Του είπα και αμέσως τον έβαλα στην αγκαλιά μου.
<Αν θες να μην τους εκνευρίσουμε και ειδικά τον κουνιάδο μου θα ήταν καλύτερο να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι>
<Ότι πεις εσύ!> Είπα και τον φίλησα γλυκά στο κεφαλάκι. <Βγάλε το νυφικό προσεκτικά χωρίς να τσαλακωθεί και εγώ πάω να κάνω μπάνιο>
Αφού μου κούνησε θετικά το κεφάλι σηκώθηκα και πήγα να κάνω ένα μπάνιο με αιθέρια έλαια.
.
.
.
.
<Μπορείς να το κουμπώσεις?> Τον ρώτησα καθώς τον είδα να παιδεύεται.
<Θα τα καταφέρω μην ανησυχείς> Είπε και ακούστηκε ο ήχος ότι κούμπωσε>
<Επιτέλους!> Είπα και πήγα να φορέσω τα λευκά τακούνια.
<Λίζα είσαι υπέροχη!> Είπε και τον είδα με ανοιχτό το στόμα.
<Όχι αρκετά> Έκανα παύση και πήγα κοντά του. <Νομίζω ότι λείπει κάτι> Και έσκυψα για να μπορέσει να μου βάλει το κοκαλάκι.
<Ναι έχεις δίκιο. Τώρα είσαι πανέμορφη!> Τον άκουσα να λέει και τον πήρα ακόμη μια αγκαλιά.<Δεν θα βάλεις το τούλι?>
<Ναι τώρα θα το βάλω!> Είπα και πήγα να το πάρω.
<Λίζα?>
<Ορίστε>
<Έτσι και σε πληγώσει να έρθεις να μου το πεις αμέσως!>
<Μην αγχώνεσαι εγώ θα είμαι αυτή που θα τον πληγώσω πρώτη> Έβαλα το τούλι και προχώρησα στην πόρτα. <Πάνε ετοιμάσου για να φύγουμε> Είπα και άνοιξα την πόρτα.
Κατέβαινα τα σκαλιά σιγά σιγά και μόλις άκουσαν τα τακούνια μου όλοι μαζεύτηκαν να με δουν.
<Κορίτσι μου είσαι κούκλα!> Ακούστηκε η φωνή της μαμάς μου και πριν φτάσω στο τελευταίο σκαλί πήγα να πέσω.
<Ήσυχα κουμπαρούλα!> Με έπιασε κάποιος και γύρισα να τον κοιτάξω. <Θα μας πέσεις και μετά ποιος ακούει τον άλλο> Και έβαλε το χέρι του πίσω από την πλάτη μου για να με οδηγήσει στο σαλόνι.
<Και εσύ ποιος είσαι?>
<Κολλητός, συνέταιρος του άντρα σου και κουμπάρος σου> Είπε και με έβαλε να κάτσω στον καναπέ.
<Αααα μάλιστα! Χάρηκα για την γνωριμία κύριε...> Και τον άφησα να συμπληρώσει, όμως μου έβγαλε το παπούτσι. <Τι κάνεις???>
<Φίλιπ χάρηκα και εγώ για την γνωριμία κουμπαρούλα, αλλά τώρα πρέπει να τηρήσουμε τα έθιμα, γιατί αλλιώς θα αργήσουμε> Είπε και έβγαλε το πορτοφόλι από την τσέπη του. <Πόσο μεγάλο σου είναι το παπούτσι?> Με ρώτησε και όλοι οι συγγενείς μου μαζεύτηκαν να μας δουν.
<Δεν είναι καθόλου μεγάλο είναι ακριβώς στα μέτρα μου!> Είπα και πήγα να το ξαναβάλω όμως μου το τράβηξε.
<Όχι δεν είναι! Αφού το βλέπω ότι σου είναι μεγάλο!> Και έβγαλε δύο πεντακοσάευρα και τα έβαλε μέσα στα τακούνια>
<Δεν πας καλά μου φαίνεται! Μια χαρά μου είναι και πάρε...> Όμως το χέρι του με έπιασε και με τράβηξε κοντά του ώστε να τον ακούσω.
<Σκάσε και λέγε πως σου είναι μεγάλο> Μου ψιθύρισε και με άφησε.
<Ακόμα είναι μεγάλο!> Είπα αμέσως και έβγαλε ακόμα δύο ίδια χαρτονομίσματα. <Ουυυ ακόμα ακόμα...> Είπα και όλοι άρχισαν να γελάν.
Έβαλε κι άλλα χαρτονομίσματα όμως εγώ συνέχισα να λέω πως μου είναι μεγάλο.
<Φτάνει ρε κουμπαρούλα θα μου αδειάσεις όλο το πορτοφόλι!> Είπε και όλοι άρχισαν πάλι να γελάν.
<Πάμε να φύγουμε γιατί έχουμε καταντήσει τραγωδία!> Του είπα και τον τράβηξα να φύγουμε.
Στον δρόμο είχα κάτσει στα πίσω καθίσματα και οδηγούσε ο Φίλιπ την πανάκριβη Πόρσε του Τζον.
<Αργήσαμε τα νεύρα μου> Είπε και το γκάζωσε περισσότερο.
<Μπορείς και να μην τρέχεις τόσο>
<Έτσι και δεν είμαστε στην εκκλησία σε δύο λεπτά θα με κρεμάσει>
<Τόσο πολύ θα πρέπει να τον φοβόμαστε?>
<Εσύ όχι, αλλά όλοι οι άλλοι ναι>
<Και γιατί όχι εγώ?>
<Δεν κάνει κακό σε γυναίκες. Τουλάχιστον όχι πολύ> Είπε και άρχισε να τρέχει περισσότερο.
Όσο και να έτρεχε είχαμε αργήσει είδη και το κακό ήταν ότι έστριψε από άλλο δρόμο και χωριστήκαμε από τους δικούς μου, με αποτέλεσμα να φτάσουν εκείνοι πρώτοι και εμείς μετά από ένα τέταρτο γιατί είχαμε κολλήσει στην κίνηση.
<Έλα!> Σήκωσε το τηλέφωνο του ο Φίλιπ. <Σε δύο φτάνουμε> Και άκουσα μέσα από το τηλέφωνο τον Τζον να φωνάζει. <Δώσε κάτι παραπάνω στον παπά για να μην φύγει τι να σε πω!> Το έκλεισε και το πέταξε στο διπλανό κάθισμα.
<Ο Τζον ήταν?>
<Δεν τον άκουσες?>
<Τον άκουσα!> Είπα και χαμηλόφωνα και έκατσα ξανά πίσω.
<Κοίτα είναι πολύ καλός, αρκεί να κάνεις ότι σου λέει> Και έκανε μια παύση. <Απλός είναι ο κύριος τέλειος και θέλει να τα έχει τέλεια>
<Μάλιστα> Και αναστέναξα.
<Όσο για το άλλο κομμάτι...>
<Ποιο κομμάτι?>
<Θέλει παιδιά δεν το ξέρεις?> Με ρώτησε με την απορία στο πρόσωπο του.
<Μα φυσικά τόσο μεγάλος που είναι θα φοβάται μην σταματήσει να του..> Και έβηξε ψέφτικα.
<Σόρρυ που θα σου το πω, αλλά δεν είναι και πολύ ωραίο να το λες αυτό σε έναν μεγαλύτερο του>
<Συγνώμη δεν το ήξερα> Είπα και σταμάτησα. <Βέβαια φαίνεσαι για μικρότερος του!> Είπα για να το σώσω όμως το κοίταγμα από τον καθρέφτη που μου έριξε δεν φάνηκε να πείστηκε.
<Φτάσαμε!> Είπε και κοίταξα γρήγορα έξω από το παράθυρο.
Μπροστά μας φάνηκε η εκκλησία και ένα τσούρμο από κόσμο. Ανάθεμα κι αν ήξερα κανέναν. Υπήρχε ένας διάδρομος με λουλούδια που σε οδηγούσε στα σκαλιά της εκκλησίας και εκεί ακριβώς στεκόταν ο Τζον με μια ανθοδέσμη στα χέρια.
Ο Φίλιπ βγήκε γρήγορα έξω και μου άνοιξε την πόρτα. Με βοήθησε να βγω από το αμάξι.
<Ήρθε η ώρα να σε παραδώσω στον άντρα σου κουμπαρούλα!> Είπε και τύλιξα το χέρι μου γύρω από το μπράτσο του.
<Σίγουρα είναι καλός εε Φίλιπ?> Τα πόδια μου έτρεμαν σε κάθε βήμα μας προς τα σκαλιά.
<Ναι είναι καλός!> Είπε και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά.
Τα παρανυφάκια ήταν κοντά στον Τζον όλα σε σειρά και με περίμεναν.
<Αλήθεια γιατί δεν σε συνόδευσε ο πατέρας σου?> Με ρώτησε και γύρισα να δω που βρισκόντουσαν.
<Μεγάλη ιστορία. Που ίσως και να την ξες> Του απάντησα και σκόνταψα, αλλά με κράτησε σφιχτά και δεν έπεσα.
<Ακόμα κι αν είναι για τον γάμο είναι οικογένεια σου.>
<Σταμάτησε να είναι οικογένεια μου, από τότε που με έδωσε στον φίλο σου> Του είπα και η συζήτηση έληξε.
Είχαμε φτάσει ακριβώς μπροστά του και εκείνος μου έδωσε την ανθοδέσμη, ενώ ο Φίλιπ έλεγε ότι με παραδίδει σε εκείνον και να με προσέχει. Ο παπάς περίμενε εκεί δίπλα και είπε να μου κρατάει το χέρι σε όλη την λειτουργία και μόλις με άγγιξε αισθάνθηκα την καρδιά μου να φτερουγάει. Το άγχος ήταν τόσο μεγάλο, η πίεση ο κόσμος.
<Δεν χρειάζεται να τρέμεις> Μου ψιθύρισε και αρχίσαμε να ακολουθούμε τον παπά.
Μέσα στην λειτουργία είχα ιδρώσει ολόκληρη. Έψαχνα να βρω κάτι που μπορούσε να με απασχολήσει από όλα όσα σκεφτόμουν, αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Ένιωθα πως μου κοβόταν το οξυγόνο και άρχισα να παίρνω πιο βαθιές ανάσες, μέχρι που ένιωσα ένα απαλό χάδι στο χέρι μου. Τον κοίταξα γρήγορα, όμως εκείνος κοιτούσε τον παπά και ήταν σοβαρός. Προφανώς αυτό που ήθελε να μου πει ήταν να σταματήσω και να κάτσω επιτέλους σοβαρή.
Δεν ξέρω αλλά όσο πήγαινε το απαλό του χάδι με ηρεμούσε και άρχισα να παρατηρώ γύρο μου. Οι οικογένεια μου καθόταν από τα δεξιά, αλλά όταν γύρισα στην αριστερή μεριά δεν είδα κανέναν. Που ήταν οι γονείς του?
<Θα προχωρήσεις?> Με έβγαλε από τις σκέψεις μου και ο παπάς με πήρε από το χέρι, για να αρχίσουμε τον Ησαΐα χόρευε.
Το ρύζι άρχισε να πέφτει σαν βροχή πάνω μας και ο Φίλιπ από πίσω σκούντηξε τον ώμο του Τζον για να χαμηλώσει, γιατί δεν τον έφτανε και θα του έπεφτε το στέφανο από τα χέρια.
<Δεν είμαι καλά.> Του είπα, όμως δεν μου έδωσε σημασία. <Τζον σε παρακαλώ σταμάτα τον γάμο.> Τον κοίταξα και τότε ήταν που είδα το άγριο του βλέμμα για ακόμα μία φορά.
<Συνέχισε να προχωράς σε λίγο τελειώνουμε> Με πρόσταξε και γύρισα μπροστά μου.
Δεν ξέρω αν το κομμάτι που πατούσε η νύφη τον γαμπρό είχε περάσει, αλλά δεν τον είχα πατήσει και ούτε μπήκα στην προσπάθεια να μείνω συγκεντρωμένη στην λειτουργία. Και ευτυχώς μετά από λίγη ώρα το βασανιστήριο είχε τελειώσει.
<Ελάτε μαζί μου να υπογράψετε> Είπε ο παπάς και εγώ κρατώντας ακόμα τον Τζον από το χέρι πήγαμε στο γραφείο του.
Όταν βγήκαμε έξω από την εκκλησία τα παρανυφάκια άρχισαν να μας πετάνε λουλούδια και εμείς περάσαμε γρήγορα και σταθήκαμε λίγο παραπέρα για να μας χαιρετήσει και να ευχηθεί ο κόσμος.
Μου σύστηνε διάφορους, όμως εγώ δεν μπορούσα να συγκρατήσω ονόματα. Βγαίναμε φωτογραφίες και ήμουν αναγκασμένη να χαμογελάω και να προσποιούμενο την χαρούμενη νύφη. Πάλι καλά όμως ο μισός κόσμος είχε φύγει για το γλέντι και δεν είχαν μείνει πολλοί. Ο φωτογράφος ήρθε και μας ρώτησε να πάμε να βγούμε φωτογραφίες λίγο πιο κάτω σε έναν λόφο με το ηλιοβασίλεμα, όμως αρνήθηκα και είπα να πάμε κατευθείαν στο γλέντι. Ο Φίλιπ έφερε το αμάξι και ο Τζον άρχισε να με τραβάει προς αυτό για να πάμε στο γλέντι.
Μόλις μπήκαμε μέσα έβγαλε έναν δυνατό αναστεναγμό και έβαλε μπρος το αμάξι.
<Πόσες ώρες θα κάτσουμε τώρα εκεί?> Τον ρώτησα κοιτώντας έξω από το παράθυρο.
<Βιάζεσαι για την νύχτα του γάμου?> Με ρώτησε ειρωνικά και εγώ έκανα μια φάτσα αηδίας. <Μην αγχώνεσαι γυναίκα θα φροντίσω να είναι αξέχαστη και όχι έτσι όπως την φαντάζεσαι!> Είπε και στο άκουσμά της λέξης γυναίκα εγώ τινάχτηκα από το κάθισμα και γύρισα να τον αντιμετωπίσω.
<Γυναίκα σου μην τολμήσεις να με ξαναπείς ποτέ!> Και γύρισα πάλι στο παράθυρο.
<Έχω το δικαίωμα να σε λέω και να σε κάνω ότι θέλω τώρα γυναίκα>
<Είπα κάτι! Μην με ξαναπείς άλλη φορά έτσι!> Του φώναξα και αμέσως γύρισε να με κοιτάξει.
<Μάλιστα! Τώρα θα πρέπει να σου μάθω ποιος είναι ο άνδρας ανάμεσα μας!>
<Επειδή έχεις ότι έχεις δεν σημαίνει ότι είσαι άνδρας!>
<Ναι όμως δεν είμαι το κοριτσάκι που κανονίζει να το σκάσει από τις υποχρεώσεις του!> Μου φώναξε και ο καθένας γύρισε στην πλευρά του.
<Δεν είναι υποχρέωση μου>
<Εφόσον το είπε ο πατέρας σου είναι>
<Δεν ζούμε στον 18ο αιώνα!>
<Αχ τελείωνε επιτέλους! Είμαι ο άνδρας σου και είσαι η γυναίκα μου χώνευσε το!>
<Δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ άνδρας μου!>Είπα και δεν το συνέχισε παραπάνω.
Όταν φτάσαμε στην αίθουσα δεξίωσης κόψαμε την τούρτα και χορέψαμε τον πρώτο μας χορό. Δεν ξέρω πόσες φορές τον πάτησα επίτηδες, αλλά θα το μετάνιωνε πικρά που με είχε παντρευτεί. Από την στιγμή που καθίσαμε στο τραπέζι μας άρχισα να κατεβάζω μονορούφι τα ποτήρια με το κρασί. Μπορεί να μου είπαν πόσες φορές να σταματήσω, όμως δεν το έκανα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσει γρήγορα η ώρα μου και να μην καταλάβω τίποτα για την νύχτα που ερχόταν. Κάποια στιγμή μου πήρε το ποτήρι από το χέρι και είπε στους σερβιτόρους να μην φέρουν άλλο κρασί, αλλά εγώ σηκώθηκα και πήγα να χορέψω με τον Φίλιπ και του ζήτησα να πάει να φέρει ένα κρασί για την κουμπαρούλα του. Όταν γύρισα στο τραπέζι με το μπουκάλι στο χέρι και με ένα ειρωνικό χαμόγελο δεν είπε τίποτα, απλός συνέχισε να κοιτά τους καλεσμένους μας.
Προφανώς και είχα μεθύσει, γιατί είχα φτάσει σε σημείο να είμαι ξαπλωμένη στον ώμο του και τον παρακαλάω να φέρει κι άλλο, όμως αυτός δεν πτοούταν. Πάλι καλά όμως του είχα σπάσει αρκετά τα νεύρα για να με πάρει από εκεί και να πάμε στο σπίτι "μας!".
Στο δρόμο δεν είχα βάλει γλώσσα μέσα μου. Τραγουδούσα ότι ήθελα με άλλα λόγια σε άλλο ρυθμό, αλλά πλέον είχε ηρεμήσει και οδηγούσε χαλαρά. Δεν τον άφησα έτσι όμως. Άρχισα να γκαρίζω μέσα στο αμάξι και να γελάω, όμως μόλις πέρασαν τα πρώτα πέντε λεπτά τον άκουσα να ξεφυσάει. Σταμάτησε το αμάξι στην άκρη έσκυψε στο πίσω κάθισμα και μου έδωσε ένα ακόμα μπουκάλι κρασί.
<Στην υγεία σου μωρό μου!> Του είπα και πήγα να πιω όμως είχε τον φελλό.
Προσπαθούσα για πολύ ώρα να το ανοίξω και δεν έκανα φασαρία. Όταν φτάσαμε όμως στο σπίτι και με πήρε αγκαλιά έριξα το μπουκάλι στα πόδια του και εκείνο έσπασε σε χίλια κομμάτια πάνω στα γυαλιστερά σκαρπίνια του. Εγώ άρχισα να γελάω, όσο τον άκουγα να βρίζει από μέσα του. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να ανοίξει την πόρτα, όμως με πήγε στο δωμάτιο μέσα σε δύο λεπτά αφότου είχαμε φτάσει. Με άφησε στο κρεβάτι και εγώ σηκώθηκα για να τον βλέπω. Άρχισε να βγάζει νευριασμένα τα παπούτσια και μόλις είδα τα χέρια του να ξεκουμπώνουν τη ζώνη έπεσα πίσω και φώναξα δυνατά.
<Τώρα μπορείς να με κάνεις ότι θέλεις!> Και μέσα σε ένα λεπτό με είχε πάρει ο ύπνος.
Και να που παντρεύτηκαν! Τι λέτε να γίνει την επόμενη μέρα ή τι λέτε να κάνει ο Τζον? Θα επιχειρήσει να κάνει τώρα την δουλειά του, όσο δεν μιλάει και κοιμάται ή όταν θα είναι ξύπνια? Ψηφίστε και σχολιάστε και γρήγορα θα έρθει η συνέχεια.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top