Απρόσμενη αλλαγή
Δεν είναι και πολύ εύκολο να σε αναγκάζουν να σβήσεις το παρελθόν και να ξεκινήσεις ξανά από την αρχή. Η όλη αυτή κατάσταση σου προκαλούσε ένα χαοτικό συναίσθημα που δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να το περιγράψει με ακρίβεια.
Η μητέρα μου με έσφιγγε με δύναμη, ενώ εγώ ακόμα προσπαθούσα να συνηδειτοποιήσω όλα όσα γίνονταν. Μου χάιδευε την πλάτη με τα χέρια της και έκλαιγε στον ώμο μου. Άκουγα την φωνή της, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί τα αναφιλητά της με εμπόδιζαν. Ο πατέρας μου στεκόταν ακόμα απέναντι μας και μας κοιτούσε. Τα δάχτυλα του έπαιζαν νευρικά μεταξύ τους. Ο αντίχειρας τριβόταν με τον δείκτη με δύναμη λες και προσπαθούσε να τον σπάσει.
Δεν με είχε συγχωρέσει ακόμα και ούτε θα με συγχωρούσε. Ήμουν το πρώτο του παιδί. Από μικρή έπρεπε να ήμουν η "Κυρία Τέλεια!" να όμως που μεγαλώνοντας όλοι οι κόποι του πήγαν στράφοι. Δεν τον κατηγορώ που δεν μπορούσε να με συγχωρέσει. Οι πράξεις μου δημιούργησαν μεγάλο σκάνδαλο και σίγουρα θα ντρεπόταν για εμένα αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό που μεγάλωσε λάθος το παιδί του.
Και εκεί έρχεται η ώρα που οι ματιές κόρης και πατέρα ενώνονται και αρχίζουν με τα ξίφη τους να πολέμουν. Ο άνθρωπος που φώναζα "μπαμπάκα" και έτρεχα στην αγκαλιά του μόλις έφτανε στο σπίτι από την δουλειά λύγισε και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, όμως δεν τα άφησε ελεύθερα. Τα κρατούσε μέσα του και τα δάχτυλα του τώρα πιέζονταν ακόμα περισσότερο.
Ο Τζον κατευθύνθηκε προς το μπαρ και γέμισε δυο ποτήρια με ένα πορτοκαλί υγρό. Έβαλε παγάκια και αφού ανακάτεψε το ποτήρι του ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο του. Παρατηρούσε τον τρόπο που κοιταζόντουσαν κόρη και πατέρας. Περίμενε να δει αν το αίμα του κυλούσε στις φλέβες της. Αν το παιδί του την είχε κάνει νικήτρια. Δεν είχε σκύψει το κεφάλι, αντιθέτως κάρφωνε τον πατέρα της με ένα βλέμμα που διεκδικούσε την νίκη της χωρίς να έχει απώλειες. Το δεύτερο ποτό ήρθε πολύ γρήγορα, γιατί οι δείκτες του ρολογιού κάνανε την συνηθισμένη τους βόλτα και ποδοπατούσαν τον χρόνο. Έβλεπε ότι κανένας από τους δυο δεν υποχωρούσε κάτι που του προκαλούσε κρύο ιδρώτα. Δεν ήθελε να την δει να χάνει. Είχε περάσει πολλά εξαιτίας όλων και ακόμα περισσότερο από λάθη δικά του. Δεν της άξιζε να χάσει αυτόν τον αγώνα.
<Έπρεπε να επιμένεις!> Είπε ο πατέρας της δίχως κανένα συναίσθημα στην χρειά της φωνής του. <Πρέπει να επιμένεις και όχι να βάζεις την ουρά κάτω από τα σκέλια και να φεύγεις!> Αύξησε τον τόνο της φωνής του, αλλά η Λίζα δεν έδειξε να πτοείται. <Αλλά τώρα βλέπω ότι έμαθες> Είπε και τα πόδια του που ήταν ακίνητα τόση ώρα άρχισαν να κουνιούνται και να την πλησιάζουν.
Είχε καταφέρει να κερδίσει αυτήν την μάχη με το πείσμα και την δύναμη της. Η Λίζα δεν ήταν ίδια με πριν κάτι που έκανε τον Τζον να ανησυχήσει. Πως θα μπορούσε να κερδίσει αυτός την γυναίκα του πίσω. Όλες οι κινήσεις που είχε σκεφτεί για να την ρήξει πάλι στην αγκαλιά του αντιστοιχούσαν στην παλιά Λίζα. Τώρα πως θα έπρεπε να δράση?
Τα χέρια του πατέρα της σκέπασαν και τις δύο και τις αγκάλιασε σφίγγοντας τες πάνω του. Μόνο τότε η Λίζα άπλωσε τα χέρια της και δέχτηκε την θερμή αυτή αγκαλιά δείχνοντας ότι οι δεσμοί που είχαν σπάσει μεταξύ τους πλέον είχαν ενωθεί.
<Πες μας τι είναι?!> Είπε η μητέρα της ενθουσιασμένη και με τα δάκρυα στα μάτια.
<Δεν ξέρουμε ακόμα. Προτιμώ να το μάθω μία και καλή στην γέννα> Απάντησε η Λίζα και η αγκαλιά άρχισε να σπάει.
<Είχες πολλές αναγούλες και όλα τα σχετικά?> Την ρώτησε και την τράβηξε από το χέρι οδηγώντας την προς τον καναπέ.
<Ναι. Η αλήθεια είναι ότι ταλαιπωρήθηκα λίγο> Είπε και κάθισε στιν καναπέ ενώ ο Τζον έδωσε το άλλο ποτήρι που είχε γεμίσει στον πατέρα της.
<Τότε είναι κορίτσι!> Τον άκουσε να λέει ο Τζον και για λίγο κόντεψε να πνιγεί. <Δεν μπορείς να φανταστείς πως ήταν η μητέρα σου όταν ήταν έγκυος σε εσένα. Συνέχεια έτρεχε στην τουαλέτα με την παραμικρή μυρωδιά. Ενώ στον αδερφό σου ελάχιστα...> Πήγε να συνεχίσει ο πατέρας της, όμως τον διέκοψε η γυναίκα του.
<Πόσο χαίρομαι παιδιά μου που τα ξαναβρήκατε παιδιά μου. Ο Τζον αγόρι μου μπράβο σου που την συγχώρεσες> Είπε η μαμά και πήγα να αντιδράσω, αλλά συνέχισε. <Θα ήταν κρίμα το μωρό να μεγαλώσει με χωρισμένους γονείς. Δεν μπορείς να φανταστείς τι άσχημο είναι!> Τόνισε και το άρπαξε από το χέρι και τον έβαλε να καθίσει δίπλα μου. <Θα πρέπει να ετοιμάσουμε ένα μεγάλο τραπέζι!> Απευθύνθηκε προς τον πατέρα μου. <Πρέπει να το γιορτάσουμε! Ο Θεός έβαλε το χέρι του και τα παιδιά μας φτιάξανε ξανά το σπιτικό τους!> Είπε και πήγε αγκάλιασε τον μπαμπά, ενώ εκείνος έπινε χαλαρός το ποτό του.
<Μαμά περίμενε...> Πήγα να συνεχίσω, όμως ο Τζον με διέκοψε και μου έπιασε το χέρι.
<Μητέρα αυτό που θέλει να πει η Λίζα είναι ότι βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση που κουράζεται πολύ εύκολα. Θα ήταν καλύτερο να οργανώσουμε αυτό το τραπέζι αμέσως μετά τον ερχομό του μωρού. Να μην την επιβαρύνουμε άλλο, γιατί κουβαλάει μεγάλο φορτίο> Είπε και χάιδεψε την κοιλιά μου.
<Έχεις δίκιο αγόρι μου! Και τώρα που το σκέφτομαι μόλις ήρθατε στο σπίτι σας μετά από τον χαμό που έγινε. Και εμείς είπαμε ότι δεν θα κάτσουμε πολύ. Δεν αφήνουμε μόνα τους τα παιδιά?> Ρώτησε τον πατέρα μου και μόλις κοιτάχτηκαν οι γονείς μου χτύπησα το χέρι του Τζον που βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά μου και εκείνος το απομάκρυνε.
<Έχεις δίκιο. Θα τους επισκεφτούμε κάποια άλλη στιγμή όταν τα πράγματα θα είναι πιο ήσυχα> Είπε και έβαλε το χέρι του πίσω από την πλάτη της μητέρας μου και έβαλε το ποτήρι πίσω στο τραπεζάκι. <Σας έχουμε φέρει κάτι κουλουράκια η μητέρα σου τα άφησε στον πάγκο της κουζίνας> Έσκυψε να με φιλήσει και τα ζεστά του χείλη ακούμπησαν το μέτωπο μου. <Φροντισε να την έχεις σαν τα μλατια σου!> Είπε στον Τζον ενώ η μητέρα μου με αγκάλιαζε και είδα τον Τζον να του γνέφει καταφατικά το κεφάλι.
***********************
Μόλις η πόρτα έκλεισε και μείναμε οι δυο μας σηκώθηκα αμέσως από τον καναπέ και του πέταξα ένα μαξιλάρι στην πλάτη.
<Είσαι τρελός? Γιατί τους άφησες να πιστεύουν ότι τα έχουμε βρει?> Φώναξα και ενώ πήγαινε στην κουζίνα σταμάτησε και γύρισε προς την μεριά μου.
<Μόλις τα βρήκατε Λίζα τι ήθελες να πω ότι απλά σε φυλοξενώ και να ξεσπάσει μπόρα ερωτήσεων?> Με ρώτησε και γύρισε ξανά προς την κουζίνα.
<Ναι!> Πήρα ένα βάζω που είχε το τραπέζι μπροστά από τον καναπέ και το πέταξα στα πόδια του κάνοντας τον να χοροπηδήσει. <Προτιμώ να ξέρουν από την αρχή την αλήθεια και όχι να είμαι αναγκασμένει να παίζω θέατρο στους γονείς μου που μόλις ξαναγίναμε οικογένεια!>
<Λίζα πας καλά? Να μου κόψεις τα πόδια θες?> Τι το πετάς αυτό κάτω?!> Ρώτησε αρκετά έξαλλός και άρχισε να έρχεται προς τα εμένα.
<Εσύ ζήτησες να έρθω σπίτι σου. Εσύ είπες ότι είμαστε μαζί. Τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις για τα λάθη σου!> Είπα και άρπαξα το μικρότερο βαζάκι που ήταν σετ με το άλλο.
<Μην τολμίσεις να το πετάξεις!> Είπε κουνώντας το χέρι του, αλλά εγώ το πέταξα ξανά στα πόδια του και εκείνος γύρισε γρήγορα από την άλλη μεριά σκεπάζοντας το πρόσωπο του, για να μην πεταχτεί κανένα κομμάτι γυαλιού. <Τώρα την έχεις βάψει Λίζα!> Φώναξε και άρχισε να κινείται προς τα εμένα.
<Έτσι και με ακουμπήσεις θα ουρλιάξω και όλη η εταιρεία θα σηκωθεί στο πόδι!> Τον απείλησα κουνώντας το δάχτυλο μου.
<Αν σε ακούσουν να με γράψεις!> Είπε και όταν κατάλαβα ότι σοβαρολογούσε για αυτό που είπε πριν πήγα να τρέξω, όμως με ένα μεγάλο διασκελισμό έπιασε τον καρπό μου και με τράβηξε πάνω στο στήθος του. <Για να το κάνω κατανοητό. Κουβαλάς το παιδί μου!> Συλλάβιζε κάθε λέξει. <Δηλαδή θα είσαι παντού μαζί μου. Όπου θες να πηγαίνεις θα έρχομαι και εγώ μαζί σου. Δεν θα κάνεις ότι θέλεις χωρίς την άδεια μου και το καλύτερο φρόντισε να συνεργαστείς με όσα είπα, γιατί μετά από αυτό που έκανες έχω κάθε δικαίωμα να πάρω το παιδί εγώ!> Είπε αγριεμένος και το χέρι μου τον χαστούκισε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
<Τόλμα να σχεδιάζεις να μου πάρεις το παιδί Τζον και σου υπόσχομαι ότι θα σε σκοτώσω!> Είπα τραβώντας το χέρι μου από την λαβή του και πήγα στην κρεβατοκάμαρα του, γιατί ήταν το μόνο μέρος του σπιτιού που ήξερα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top