Κεφάλαιο 8ο
Περπατά στους δρόμους της πόλης. Ο μαύρος ουρανός στολισμένος με γκρίζα σύννεφα, τα οποία σκεπάζουν τα φωτεινά και λαμπερά αστέρια, δίνουν μία πιο ψυχρή αίσθηση.
Αν και Σεπτέμβριος το κρύο αεράκι φυσάει απαλά παρασύροντας μία ποικιλία μυρωδιών. Τα αυτοκίνητα κινούνται ρυθμικά το ένα πίσω από το άλλο. Διάφορες καφετέριες σφύζουν από κόσμο, τραγούδια και γέλια. Τα μαγαζιά φωτίζουν τις βιτρίνες τους προβάλλοντας τα καλύτερα κομμάτια ρούχων φροντίζοντας να κρύβουν τις τιμές.
Η Ιφιγένεια περπατά στο σπασμένο πεζοδρόμιο προσέχοντας να μην πέσει πάνω σε κάποια πέτρα ή να μην κουτουλήσει σε κάποια κολώνα.
Φρόντισε λίγο πριν να μάθει από την Εύη την διεύθυνση της. Είναι αρκετά μακριά, σε μια απόμακρη γειτονιά. Η γειτονιά αυτή είναι αρκετά κακόφημη καθώς μαζεύονται άνθρωποι που παίρνουν ουσίες και πίνουν αλκοόλ.
Όμως δεν φοβάται. Είπε στην Εύη να την περιμένει στην αυλή της έτσι ώστε να είναι σίγουρη πως θα βρεθεί στο σωστό σπίτι.
Περπατά αμέριμνα στον δρόμο σκεπτόμενη πόσο έχει αλλάξει η ζωή της. Όλα ξεκίνησαν με την Εύη, συνεχίστηκαν με τον Νέιθαν και έφτασε στο σημείο να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.
Είναι ικανοποιημένη με την αλλαγή της και ακόμη πιο ικανοποιημένη για την πρόοδο που έχει σημειώσει.
Στρίβει στην γωνία και παραξενεύεται όταν τα φώτα μειώνουν τον φωτισμό τους. Κοιτάζει ψηλά και δυσανασχετεί διακρίνοντας τρεις σπασμένες λάμπες και αρκετές ακόμα καμμένες.
Ανοίγει τον φακό του κινητού της και συνεχίζει τον δρόμο της. Θυμάται πως πριν λίγο καιρό μόλις έφτανε εννιά ο μαύρος ουρανός δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.
Και να που τώρα, ενάμιση μήνα μετά, νυχτώνει πολύ νωρίς. Επιστρέφουν όλα στην καθημερινότητα. Η ρουτίνα επανέρχεται και όλα κυλούν σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
Η Ιφιγένεια κοιτάζει προσεκτικά τον δρόμο ώσπου νιώθει ένα βλέμμα να την καρφώνει.
Γυρίζει απότομα το κεφάλι της προς κάθε κατεύθυνση ενώ οι χτύποι της καρδιάς της αυξάνονται. Σταγόνες ιδρώτα σχηματίζονται στο μέτωπο της.
Μα τα πόδια της δεν κινούνται. Έχουν κολλήσει στο έδαφος όπως κολλάει η κόλλα το χαρτί.
Αφού περνάνε κάποια λεπτά και δεν έχει παρατηρήσει κάτι διαφορετικό συνεχίζει τον δρόμο της. Αυτή τη φορά φροντίζει να περπατά αθόρυβα ενώ επιταχύνει.
Κοιτάζει ξανά γύρω της μα δεν βλέπει κάτι. Κάθεται στο παγκάκι για να βγάλει τα ακουστικά από την τσάντα της.
《Μικρή!》Η φωνή του Νέιθαν σπάει την σιωπή που έχει απλωθεί σε αυτό το έρημο μέρος.
Η Ιφιγένεια ελαφρώς σηκώνει το κεφάλι της και σχηματίζει ένα απαλό χαμόγελο και τον καρφώνει με το βλέμμα της.
《Νέιθαν.. πως με βρήκες;》Να μια πετυχημένη ερώτηση. Όμως ο Νέιθαν δεν απαντά απλώς την κοιτάζει με ένα εξεταστικό βλέμμα γεμάτο προσμονή.
《Με ακολουθείς;》Με έναν μορφασμό, η Ιφιγένεια σηκώνεται όρθια και τον κοιτάζει έξαλλη. 《Με ποιο δικαίωμα Νέιθαν;》 Σηκώνει το χέρι της μα εκείνος της το κρατά με απίστευτη δύναμη.
《Πες πως λυπάμαι.》Είναι το μόνο που της λέει και με το ελεύθερο χέρι του την πιάνει από το λαιμό.
Η Ιφιγένεια ξαφνιάζεται,όλο το πρόσωπο της έχει πάρει μια σοκαρισμένη έκφραση ενώ το σώμα της έχει παγώσει.
Το χέρι του Νέιθαν την σηκώνει από το έδαφος και αυτό την εμποδίζει να αναπνεύσει. Από το αδύναμο χέρι της πέφτουν τα ακουστικά.
Χωρίς να το παρατηρεί ο Νέιθαν την πετάει πάνω στον τοίχο και έπειτα την αφήνει. Εκείνη χάνει την ισορροπία της και πέφτει κάτω.
Παίρνοντας αυτήν την ευκαιρία την χτυπά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της με ένα χοντρό ξύλο. Αυτόματα η Ιφιγένεια χάνει τις αισθήσεις της και το σώμα της βρίσκεται στα χέρια του Νέιθαν.
Την τοποθετεί σε ένα μαύρο βαν ενώ γυρίζει για να πάρει τον σάκο της. Έπειτα μπαίνει στο αυτοκίνητο και φοράει ένα μαύρο καπέλο και ένα μπλε γιλέκο.
Χωίς να χάνει χρόνο βάζει μπρος το αμάξι και με το ελεύθερο χέρι του καθαρίζει το ξύλο χρησιμοποιώντας ένα πανί. Ανοίγει το παράθυρο κι ξεφορτώντεται το ξύλο. Για μια στιγμή κοιτάζει γύρω του για τυχόν αδιάκριτα βλέμματα αλλά κανένα δεν πέφτει στην αντίληψη του.
Αμέσως μετά ανοίγει το ραδιόφωνο και χαλαρώνει κοιτάζοντας τον δρόμο. Η διαδρομή που χρησιμοποιεί είναι περίπλοκη.
Κινείται μόνο δεξιά πηγαίνοντας κάπου κάπου ευθεία. Η ταυτότητα είναι φυσιολογική για να μην τραβήξει την προσοχή.
Αφού πηγαίνει τέσσερις φορές δεξιά ακολουθεί μια ευθεία σύντομη διαδρομή.
Έπειτα στρίβει αριστερά και βγαίνει σε έναν χωματόδρομο. Είναι πλέον έρημα γι' αυτό πατάει το γκάζι στο τέρμα. Σκόνη σηκώνεται και οι ρόδες με κόπο περνούν επάνω από τις μυτερές πέτρες.
Ο Νέιθαν κάνει μια γρήγορη στροφή και βγαίνει και πάλι στην άσφαλτο. Ανοίγει το ντουλάπακι στο αμάξι και παίρνει έναν φάκελο. Με γρήγορες κινήσεις βγάζει μία ψεύτικη ταυτότητα και φοράει τα μαύρα γυαλιά του.
Σταματάει μπροστά από ένα μαγαζί και κατεβαίνει ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου.
Αφού βεβαιώνεται πως όλα είναι καλά εισχωρεί στο εσωτερικό του μαγαζιού. Ένας ηλικιωμένος άντρας κάθεται πίσω από τον πάγκο και ακούει ήρεμα τραγούδια.
Ο Νέιθαν κοιτάζει τα ράφια και παίρνει τα βασικά πράγματα που θα χρειαστούν. Σνακ, νερό, κόλλα, σακούλες, σερβιέτες -ποτέ δεν ξέρεις με την μικρή- και ένα σωρό άλλα πράγματα.
Πλησιάζει το ταμείο και αφήνει τα πράγματα πάνω.
《Καλησπέρα σας. Μήπως έχετε κάποια φάρμακα ή έστω κάτι τέτοιο;》Ο ηλικιωμένος άντρας τον εξετάζει με τα μάτια του και μένει ιδιαίτερα στα μαλλιά του.
《Πάρε αυτά και φύγε.》Είναι το μόνο που λέει και ο Νέιθαν χαμογελάει πλάγια.
Παίρνει τις σακούλες και βγαίνει από το μαγαζί. Ξανά μπαίνει στο βαν και σκέφτεται για λίγο.
《Ν-Νέιθαν;》Ακούγεται η τρομαγμένη φωνή της Ιφιγένειας.
《Όχι ερωτήσεις, όχι φωνές μέχρι να φτάσουμε. Αλλιώς δεν θα είμαι τόσο ευγενικός όσο πριν αγάπη.》Βγάζει ένα όπλο από το ντουλαπάκι και το αφήνει πάνω στο ταμπλό.
《Μάλιστα..》 Είναι το μόνο που λέει και βυθίζεται στην σιωπή της.
《Θα είναι μεγάλη βόλτα.》Ανοίγει ένα πορτάκι και πετάει την σακούλα κρατώντας ένα νερό και ένα κρουασάν. 《Υπομονή αγάπη. Σε λίγες ώρες θα έχουμε φτάσει.》
Εκείνη απλώς ανοίγει το νερό και πίνει το μισό με μια κίνηση. Ένα τρομερά κακό συναίσθημα δημιουργείται μέσα της.
Αυτά για σήμερα❤
Ελπίζω να σας άρεσε❤
Αφήστε μου ένα σχόλιο με τις γνώμες σας για να ξέρω τι να διορθώσω ❤
Ανυπομονώ να κάνουμε παρέλαση αύριο❤ Να τιμήσουμε την Ελλάδα 🔝
🌟Ina🌟
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top