Κεφάλαιο 58
24 ώρες μέχρι το τέλος - 17:00 μ.μ.
Η Ιφιγένεια παρατηρεί τα πάντα γύρω της χωρίς να καταλαβαίνει ή να θυμάται που βρίσκεται. Κοιτάζει για λίγο τον ανοιχτό χώρο από πελώρια και γέρικα δέντρα και νιώθει στο χέρι της την μεταλλική πλευρά του όπλου και τότε θυμάται. Αναμνήσεις έρχονται στο νου της από την προηγούμενη πράξη της και θυμάται ξεκάθαρα πως κατέφυγε στο δάσος για ασφάλεια. Όμως πόσο ασφαλής είναι σε μια τεράστια έκταση που δεν γνωρίζει καθόλου;
Οι γονείς της της απαγόρευαν να πηγαίνει στο δάσος καθώς ήταν γεμάτος κινδύνους και θεωρούσαν πως δεν ήταν προσβάσιμο μέρος για ένα παιδί. Έχει απρόσιτα μέρη και όπως αποδείχθηκε τρελαμένους δολοφόνους. Αν δεν τους άκουγε πάντα, τώρα θα ήξερε πως να φύγει από εκεί. Δάκρυα συσσωρεύονται στα μάτια της. Τρόμος κυριαρχεί στην καρδιά της και σύγχυση στο μυαλό της. Φοβάται επειδή εξαγρίωσε έναν δολοφόνο, φοβάται επειδή είναι μόνη της μέσα σε ένα δάσος και σιγά σιγά σκοτεινιάζει. Σκοτεινιάζει και δεν θα αργήσουν να επιστρέψουν οι τρομεροί εφιάλτες που βλέπει ακόμη και όταν είναι ξύπνια. Έχει γίνει παρανοϊκή, βλέπει παντού αίματα, πτώματα, τον Νέιθαν να της χαμογελάει με ένα σαδιστικό χαμόγελο ενώ αυτή υποφέρει. Βλέπει ανθρώπους πυροβολημένους στο κεφάλι, βλέπει αυτό το απαίσιο σίδερο, νιώθει το νερό να την πνίγει, το χέρι του να πέφτει με φόρα πάνω στο κορμί της και να την χτυπά ώσπου αυτή να λιποθυμά.
Το μόνο σίγουρο είναι πως χρειάζεται βοήθεια από γιατρούς αλλιώς θα ζει μέσα στην τρέλα, δεν θα μπορέσει ποτέ της να ενταχθεί στην κοινωνία αν καταφέρει και ζήσει, αν καταφέρει να ξεφύγει από τον εγκληματία. Το μέλλον της κρίνεται από τα χέρια της αστυνομίας. Από το μέλλον άγνωστων ανθρώπων. Τι και αν θέλουν και αυτοί να της καταστρέψουν την ζωή; Όλοι πλέον είναι κακοί και απάνθρωποι.
Μακάρι να έμενε για πάντα παιδί, να ζούσε μέσα στην δική της αφέλεια, στον δικό της ονειρικό κόσμο με πρίγκιπες και ουράνια τόξα, να τους έβλεπε όλους σαν καλούς ανθρώπους που θέλουν να την βοηθήσουν. Όμως μεγάλωσε και προσγειώθηκε απότομα. Έπεσε από το ροζ σύννεφο που ζούσε, της διέλυσαν το παλάτι που το είχε χτίσει με κόπο και αγάπη μέσα σε μια στιγμή. Για την ακρίβεια όλο αυτό το έκαναν η αλήθεια, η κακία, η πονηριά και η τρέλα. Αλλά αυτή δεν κατάφερε ούτε να τις αντιμετωπίσει αλλά ούτε και να τις κρατήσει κακία. Γιατί η αθωότητα και η αγνότητα δεν έφυγαν ποτέ από κοντά της. Πλέον όμως δεν μπορεί να πει το ίδιο. Αυτή τις άφησε. Πλέον είναι ολομόναχη και έχει αφήσει ανοιχτό το μονοπάτι σε όλους τους παλιούς της εχθρούς. Η τρέλα και η παράνοια στέκονται δίπλα της και την αγγίζουν, της μιλούν και αυτή δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Άθελα της μιλάει μαζί τους και παρασύρεται. Το φως μέσα της σβήνει. Το σβήνουν όλοι. Δεν μπορεί να το κρατάει. Όχι πια. Οι προσπάθειες της τελείωσαν. Πρέπει να παραδοθεί. Αυτό θέλουν πια οι καινούργιες της φίλες. Θέλουν να γίνει μία από αυτές. Όπως και ο Νέιθαν. Ούτε αυτός γεννήθηκε με κακία και παράνοια. Να όμως που τις απέκτησε. Και τώρα ήρθε η σειρά της να τις αποκτήσει. Και δεν το αρνείται. Δεν μπορεί. Επειδή θέλει! Ω ναι διάολε, θέλει τόσο πολύ να γίνει μία από αυτές. Το θέλει τόσο πολύ που δεν γνωρίζει αν το φως μπορεί να γεννηθεί ξανά.
Ένα υποχθόνιο χαμόγελο γεννιέται στα χείλη της και τα μάτια της παίρνουν την πιο σκούρη απόχρωση που έχουν πάρει ποτέ. Η Ιφιγένεια δεν υπάρχει πια. Δεν θα είναι ποτέ η ίδια Ιφιγένεια. Και κανείς δεν μπορεί να την πείσει για το αντίθετο.
《Εσύ εκεί! Γύρνα προσεχτικά!》 Η Ιφιγένεια γυρίζει αργά αργά το σώμα της και αντικρίζει δύο γαλάζια μάτια γεμάτα απόγνωση και κούραση. 《Ιφιγένεια;》 Η Ιφιγένεια γελάει και το βάζει στα πόδια.
ΔΙΑΟΛΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ.
Ο άντρας την ακολουθεί φωνάζοντας της κάτι που η ίδια δεν μπορεί να συγκρατήσει. Δεν την νοιάζει κιόλας. Δεν θέλει να τον ακούει. Έχει βαρεθεί να ακούει τους ανθρώπους. Όλοι τους είναι ίδιοι. Ίδιοι με εκείνον που την κατέστρεψε χωρίς να διαφέρουν. Όλοι είναι τέρατα και πλέον ανήκει και αυτή μαζί τους.
《Ιφιγένεια δεν θα σου κάνω κακό! Θέλω να σε βοηθήσω!》 Η φωνή του άντρα όλο και πλησιάζει, πλησιάζει και εισέρχεται βίαια στα αυτιά της.
《Δεν μπορείς να με βοηθήσεις! Κανείς σας δεν μπορεί!》 Οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν, τα πόδια της παραπονιούνται, δάκρυα απειλούν να ξεχυθούν από τα μάτια της. Όμως το τέρας μέσα της έχει ξυπνήσει και δεν πρόκειται να ηρεμήσει εύκολα.
《Ιφιγένεια πρέπει να ηρεμήσεις!》 Ο Αλέξης βάζει τα δυνατά του για να προλάβει την νεαρή κοπέλα αλλά φαίνεται αποφασισμένη να τον κρατήσει σε απόσταση. Ανησυχεί γι' αυτήν. Κατάφερε να απελευθερωθεί από τον απαγωγέα της για να γίνει η ίδια ένα τέρας. Αυτό δεν είναι καλό. Νομίζει πως όλοι είναι εχθροί της.
Η Ιφιγένεια βγάζει μια κραυγή και γυρίζει το σώμα της δεξιά. Τρέχει προς την έξοδο του δάσους. Από εκεί που φαίνεται ο δρόμος, ο κεντρικός δρόμος που φιλοξενεί εκατοντάδες αυτοκίνητα καθημερινά. Η νεαρή κοπέλα δεν μειώνει την ταχύτητα της. Τρέχει ευθεία στον κίνδυνο. 'Καλύτερα νεκρή παρά μέσα σε ένα άσπρο δωμάτιο με γιατρούς' σκέφτεται διαρκώς και αυτό της δίνει κουράγιο. Γυρίζει για λίγο το κεφάλι της αλλά παρατηρεί πως ο αστυνομικός δεν βρίσκεται πλέον πίσω της. Δεν την κυνηγάει. Απλώς την κοιτάζει με μάτια θλιμμένα. Μάτια βουρκωμένα και καρφωμένα στην δικά της.
Ξαναγυρνά το κεφάλι της μπροστά και με τρόμο παρατηρεί τα δεκάδες αμάξια της αστυνομίας να έχουν κλείσει τον δρόμο. Πριν προλάβει να κάνει μεταβολή, δύο αστυνομικοί την πιάνουν και την κρατάνε με όλη τους την δύναμη. Η νεαρή κοπέλα βγάζει κραυγές απελπισίας και πόνου. Η όραση της θολώνει, ο λαιμός της ξεραίνεται, καίει. Νομίζει πως οι φωνητικές της χορδές δεν θα επανέλθουν ποτέ στο φυσικό τους. Δάκρυα την εμποδίζουν από το να ξεχωρίσει τα πρόσωπα μπροστά της. Το σώμα της τρέμει, τα νεύρα της είναι τεντωμένα, βρίσκεται στην τσίτα. Δεν ακούει τις φωνές τους καθώς η δική της καλύπτει τα πάντα. Τα πόδια της δεν την κρατάνε άλλο. Πέφτει κάτω και φέρνει τα γόνατα της μπροστά στο πρόσωπο της. Κλείνει το στόμα της και τα χέρια της επιτίθενται στα μαλλιά της και η νεαρή κοπέλα προσπαθεί να τα ξεριζώσει.
《Ιφιγένεια》 Μια φωνή πολύ οικεία και φιλική φτάνει στα αυτιά της. Η νεαρή κοπέλα όμως δεν κινείται καθόλου. 《Ιφιγένεια κοίτα με..》 Ο Έκτορας τυλίγει τα χέρια του γύρω της αλλά εκείνη προσπαθεί να το ξεφύγει. 《Είμαι ο αδερφός σου..》 Ψιθυρίζει στην νεαρή κοπέλα και μόνο τότε ανοίγει τα μάτια και τον κοιτάζει κατάματα.
《Έκτορα;》Η φωνή της ίσα που ακούγεται, ένα μικρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της.
《Είμαι εδώ. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι.. πάει πέρασε τώρα.》 Την τοποθετεί στην αγκαλιά του και της χαϊδεύει τα μαλλιά με προσοχή.
《Έκτορα σώσε με.. όλοι θέλουν το κακό μου..》 Η Ιφιγένεια ακουμπάει το χέρι του και χαϊδεύει το πιγούνι του.
《Όσο είμαι δίπλα σου, κανείς δεν θα σε βλάψει. Δεν θα τους το επιτρέψω. Τώρα Ιφιγένεια γύρισες σπίτι και αυτό έχει σημασία. Ο μόνος που πρέπει να φοβάται είναι αυτός.》
Τικ τοκ Νέιθαν.
Φοβάσαι;
Θα έπρεπε!
Τέλος κεφαλαίου
Ελπίζω να σας αρέσει❤
Φτάνουμε στο τέλος.
Βρισκόμαστε λίγες ανάσες πριν το μεγάλο φινάλε..
Τι θα γίνει άραγε;
Αφήστε μου ένα 💬 και μην ξεχάσετε να πατήσετε το 🌟.
Bye❤
🌹Ίνα🌹
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top