Κεφάλαιο 42

92 ώρες πριν το τέλος

Ο Αλέξης παραμένει έξω από την αποθήκη έχοντας στο χέρι του το όπλο του στραμμένο προς την πόρτα της αποθήκης. Παράθυρα σχεδόν δεν υπάρχουν. Μόνο ένα τέρμα ψηλά στην δεξιά πλευρά και ίσως ένα ακόμα από την αριστερή στο ίδιο ύψος με αυτό. Μα φυσικά ο Νέιθαν δεν είναι τόσο επιπόλαιος. Γνωρίζει πως τα παράθυρα είναι εύθραστα και ο πιο εύκολος τρόπος διαφυγής. Όταν όμως τα παράθυρα είναι ψηλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τρόπος διαφυγής.

Από το εσωτερικό της αποθήκης δεν ακούγεται τίποτα. Κυριαρχεί σιωπή, κάπου κάπου δύο χτυπήματα στην πόρτα* τόσο αδύναμα που πρέπει να πλησιάσει πολύ κοντά για να τα ακούσει. Η Ιφιγένεια ζει, το θέμα είναι πως ο Νέιθαν είναι μαζί της και δεν μπορεί να το διακινδυνεύσει. Αν επιτεθεί τώρα που είναι ολομόναχος θα καταλήξουν και οι δύο νεκροί.

Ξαφνικά ένα πυροσβεστικό όχημα σταματάει και ένας κουρασμένος άντρας κατεβαίνει. Φαίνεται να είναι γύρω στα τριάντα καθώς τα μαλλιά του είναι φρέσκα, τα γένια του δεν έχουν καμία άσπρη τρίχα και τα χέρια του είναι γυμνασμένα. Το πρόσωπο του δεν έχει ρυτίδες αν και φαίνεται να έχει περάσει πολλά.

Ο άντρας κοιτάζει μέσα στα πράινα μάτια του Αλέξη και αφού κάνει δύο βήματα του επιτίθεται ξαφνικά. Το χέρι του έδωσε γροθιά στην μύτη του έμπειρου αστυμικού ενώ το πόδι του προσγειώνεται στην κοιλιακή του περιοχή χωρίς οίκτο, ξανά και ξανά. Ο Αλέξης δεν περίμενε το χτύπημα με αποτέλεσμα να πέσει κάτω και να βρει την ευκαιρία ο άντρας να τον σύρει μαζί του ως το πυροσβεστικό όχημα. Παράλληλα χτυπάει το κεφάλι του Αλέξη σε μια πέτρα για να σιγουρευτεί πως θα είναι αναίσθητος μέχρι να τον οδηγήσει στο καταφύγιο.

Την ίδια στιγμή μέσα από την αποθήκη ακούγεται το παρανοϊκό γέλιο του Νέιθαν. Κατάφερε το ακατόρθωτο χρησιμοποιώντας την απέραντη φαντασία του. Την βρώμικη φαντασία του.

Μέχρι και ο σπουδαίος αστυνομικός ξεγελάστηκε από το απάνθρωπο κτήνος. Ο Αλέξης έπεσε θύμα του παιχνιδιού του Νέιθαν. Όλοι παίζουν το δικό του προμελετημένο παιχνίδι. Και μάλιστα κάνουν ολόσωστες κινήσεις για να βγει αυτός νικητής.

[...]

Η Ιφιγένεια ξεφυσάει αγχωμένη. Ο απαγωγέας της γελάει, πίνει μια γουλιά μπύρας και καπνίζει αδιάκοπα. Φαίνεται χαρούμενος μα και συνάμα αγχωμένος με το πρώτο συναίσθημα να υπερτερεί.

《Προς τι η όλη χαρά Νέιθαν; Επειδή κερδίζεις; Σκέφτηκες  κάτι κακό που κατάφερε και πάλι να σε απαλλάξει από το να πληρώσεις τις συνέπειες των πράξεων σου; Γιατί δεν με εκπλήσσει;》Τον κοιτάζει περιφρονητικά και σηκώνεται στα δύο της πόδια με θράσος και τόλμη. Ήρθε η ώρα να πάρει στα χέρια της την κατάσταση.

《Δεν θα μου χαλάσεις την μέρα εσύ! Μπορεί να μην είσαι τόσο έξυπνη αλλά οι φίλοι σου είναι. Και αυτό το παλιοκαθίκι η Εύη είμαι σίγουρος ότι με πρόδωσε! Αλλά ήμουν τόσο σίγουρος γι' αυτό που θα το πληρώσει πικρά! 》Γελάει πίνοντας ακόμη μία γουλιά αδειάζοντας και το πέμπτο κουτάκι μπύρας. Το πετάει στην άκρη και παίρνει ένα καινούργιο κουτάκι.

《Ακούς τι λες; Δεν μπορούμε όλοι να είμαστε πιόνια σου! Δεν παίζουμε παιχνίδι! Δεν μας χειρίζεσαι εσύ! Έχουμε δική μας σκέψη, πράττουμε βάσει των δικών μας συμφερόντων και δεν υπολογίζουμε κανέναν! Άλλωστε.. ούτε εσύ το κάνεις. Για να είσαι καλά εσύ προτιμάς να μην είναι καλά οι άλλοι. Κάποιοι έχουν δική τους βούληση, δικό τους μυαλό και χειρίζονται τα πράγματα καλύτερα από εσένα και την παρέα σου!》Φτάνει μπροστά του περνώντας μέσα από ένα λαβύρινθο αποτσίγαρων και καπνού. Κοιτάζει τα άγρια μεθυσμένα μάτια του με τα δικά της να λάμπουν από οργή και θυμό.

《Μπορεί να μην έχετε κάνει κακό όμως πάντα το σκέφτεστε. Μπορεί να μην θεωρήστε κακοί για άλλους αλλά ο καθένας το βλέπει αλλιώς. Εγώ σας θεωρώ κακούς, ο διπλανός μου το αντίθετο. Αν ήμουν κακός κι εγωιστής θα σας σκοτώνα όλες και πρώτη από όλες την Εύη! Αυτή η.. η πουτάνα!!》 Ουρλιάζει και χτυπάει με νεύρα και δύναμη το πόδι του στο ξύλινο δάπεδο. 《Την άφησα να φύγει! Της υποσχέθηκα ένα μέλλον στο οποίο θα άλλαζα! Και ναι ήμουν διατεθειμένος να προσπαθήσω να αλλάξω. Μπορεί να είμαι τέρας, όπως με αποκαλείς, αλλά έχω μάθει να τηρώ τις υποσχέσεις που δίνω. Θα ήμασταν μια οικογένεια με το παιδί μας. Όλοι μαζί, αγαπημένοι. Αυτό ήθελα πάντα Ιφιγένεια. Να ανήκω κάπου! Και αυτή με πρόδωσε!! Με.. άφησε μόνο και πήρε το πολυτιμότερο πράγματα σε όλη μου την ζωή. Το παιδί μου!》Ουρλιάζει, μιλάει όσο πιο δυνατά μπορεί, χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να ακουστεί. Η απελπισία του, ο πόνος που έκρυβε μέσα στην καρδιά του τόσο καιρό, η αλήθεια που έκαιγε τα σωθικά του, όλα βγαίνουν τώρα στο πιο άδικο, βρώμικο και απειλητικό παιχνίδι σκότους.《Τρέχει σαν σκυλίτσα πίσω από τον αστυνομικό που το παίζει θεός και μάγκας. Αλλά και αυτός είναι πια στα χέρια μου. Και δεν σκοπεύω να τον αφήσω σύντομα ούτε θα ξεφύγει ζωντανός. Είναι ένα τίποτα! Ένα τίποτα γεμάτο αποτυχίες!》Πίνει με μιας όλο το περιεχόμενο του πολλοστού κουτιού μπύρας και έπειτα πετάει το περιτύλιγμα μαζί με τα άλλα.

Η Ιφιγένεια τον κοιτάζει εμβρόντητη και νιώθει μέσα της κάτι να σπάει, κάτι να σταματά να υπάρχει και να της αφήνει ένα μεγάλο κενό. Αφού καταλαβαίνει πως δεν θα της επιτεθεί, τον αγκαλιάζει σφιχτά τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του.

《Είμαι εγώ εδώ.. είμαι εδώ Νειθ.. δεν θα σε αφήσω και το ξέρεις..》του χαϊδεύει τα μαλλιά ενώ εκείνος κλαίει σαν μωρό στην αγκαλιά της. Για μια στιγμή μόνο τα βλέμματα τους συναντιούνται και καταλαβαίνουν ότι τελικά δεν είναι τόσο διαφορετικοί. Είναι δύο άνθρωποι τόσο ίδιοι που απλώς δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

《Θα με αφήσεις, το ξέρουμε και οι δύο αυτό! Μην προσποιείσαι και εσύ Ιφιγένεια. Σε αυτόν τον κόσμο δεν έχω κανέναν να με αγαπά!》Το βλέμμα του είναι στραμμένο προς τα κάτω.
《Τώρα ακούγεσαι πολύ δυστυχυσμένος και ξέρουμε πως δεν ισχύει. Η Εύη ακόμη και αν σε πρόδωσε, ξέρουμε ότι σε αγαπάει και νοιάζεται για σένα όσο κανέναν άλλο σε αυτόν τον κόσμο. Επίσης είμαι πολύ σίγουρη ότι.. θα κάνεις ένα πανέμορφο, γερό, πανέξυπνο, δυνατό παιδί που θα σου μοιάζει απίστευτα.. και ειλικρινά εύχομαι με όλη μου την καρδιά να καταφέρεις να το μεγαλώσεις εσύ. Αλήθεια πιστεύω πως κρατάς τον λόγο σου και ξέρω πως δεν μοιάζεις σε τίποτα με τον πατέρα σου! Ξέρω πως θα κάνεις το καλύτερο για το παιδί σου και ότι δεν θα διστάσεις να θυσιαστείς για χάρη του. Επειδή είσαι ένας έντιμος και πονεμένος άνθρωπος. Νέιθαν μου κάνεις όσα έκαναν άλλοι σε σένα. Δεν λέω πως δεν έχεις κάνει τίποτα.. πως δεν φταις σε τίποτα.. αλλά μπορώ να σε καταλάβω και να σε συγχωρήσω.》Ο Νέιθαν χαλαρώνει και την κοιτάζει στα μάτια γαλήνια.

Στα μάτια του κυριαρχεί μια ανεξήγητη χαρά, ελπίδα.
《Πιστεύεις σε εμένα;》
《Είναι δύσκολο να το εκφράσω.. αλλά πιστεύω πως κρατάς τον λόγο σου και πιστεύω πως κάποια στιγμή θα προσπαθήσεις και εσύ να αλλάξεις ριζικά με την βοήθεια των ειδικών. Ίσως μέσα από την φυλακή, ίσως από ένα πανέμορφο σπίτι με την γυναίκα και το παιδί σου, ίσως μόνος, ήρεμος σε μια καλύβα.》Ο Νέιθαν την κοιτάζει σαστισμένος, το χέρι του την απομακρύνει από κοντά του και την τοποθετεί στο έδαφος στην άλλη γωνιά.

《Εγώ δεν θα μπω φυλακή. Εγώ δεν θα αφήσω το παιδί μου να μεγαλώσει με την μητέρα του και έναν τυχαίο. Εγώ θα είμαι εκεί για εκείνο για να μην γίνω σαν το τέρας που με μεγάλωσε. Δεν ήθελα οικογένεια, δεν ήθελα να γίνω πατέρας. Φοβόμουν μην γίνω το τέρας που περιλαμβάνει και η λέξη. Τώρα που είναι σίγουρο πως θα γίνω έχω ως στόχο να μην γίνω σαν αυτόν! Να γίνω σωστός και καλός πατέρας..》Τα μάτια του είναι βουρκωμένα και τα οι φλέβες στα χέρια του έχουν πεταχτεί προς τα έξω.

《Θα γίνεις υπέροχος πατέρας..》Η φωνή της αργοσβήνει με νοσταλγία.
《Σου λείπουν οι δικοί σου;》
《Απλά φοβάμαι πως όταν θα γυρίσω δεν θα βρω μια οικογένεια. Θα βρω κάποια μέλη της οικογένειας μου. Λεπτό με το λεπτό, ώρα με την ώρα το νιώθω όλο παραπάνω, έχω αυτό το συναίσθημα που με τρώει ασταμάτητα.》Δακρύζει καθώς τοποθετεί μια τούφα πίσω από το αυτί της.
《Άρα σου λείπουν..》
《Υπερβολικά πολύ Νέιθαν. Τους έβλεπα κάθε μέρα για δεκαέξι χρόνια. Μπορείς να μου πεις κάτι;》Το κρύο δυναμώνει και ο αέρας χτυπά απαλά τα τζάμια.
《Ακούω και κρίνω.》
《Πότε είναι τα Χριστούγεννα;》
《Σε λίγες μέρες..》

Ξαφνικά αναμνήσεις, γεύσεις, ήχοι, μυρωδιές τρυπούν στο χώρο και κλείνει τα μάτια της σαν να θέλει να τα κρατήσει όλα κοντά της, σαν να θέλει να μείνει εκεί με κάτι φιλόξενο και γνώριμο.

《Τα Χριστούγεννα τα περνούσαμε πάντα σαν οικογένεια. Ήμασταν ενωμένοι.. αφήναμε πίσω όλους τους καυγάδες για μια μέρα και ήταν σαν να ηρεμούσαμε, γεμάτοι αγάπη και καλοσύνη γιορτάζαμε. Μου λείπουν τα Χριστούγεννα μαζί τους απλά! 》
《Θα τα περάσουμε μαζί και θα είναι πολύ καλύτερα! Θα σου φέρω να φας γαλοπούλα, ίσως σου κάνω ένα δώρο. Σίγουρα θα ταξιδέψουμε για να φύγουμε από αυτό το αχούρι και γενικά από την πόλη. Θα είμαστε ελεύθεροι οι δύο μας!》Ξέρει πως δεν θα γίνει κάτι τέτοιο. Ξέρει πως δεν μπορεί να την μεταφέρει τόσο γρήγορα και σίγουρα δεν θα είναι οι δυο τους εφόσον θα ακολουθήσει η Εύη με το παιδί.

Ένα αχνό χαμόγελο στολίζει τα χείλη της ενώ μέσα της γελάει ειρωνικά. 'Οι δύο μας θα είμαστε ελεύθεροι;' Εκείνος ίσως απαλλαγεί από τον τρόμο της αστυνομίας όμως εκείνη δεν θα κοιμηθεί ποτέ ήσυχα, ειδικά αν κοιμάται στο πλευρό του.

《Ακούγεται υπέροχο..》Απαντά με ένα ψεύτικο χαμόγελο, κάτι που περνά απαρατήρητο στον Νέιθαν ή απλώς δεν θέλει να ασχοληθεί άλλο. Είναι υπερβολικά κουρασμένος και μεθυσμένος για να δώσει σημασία στην μικρή του αιχμάλωτη.

Σηκώνεται στα δύο του πόδια, αρπάζει τα τσιγάρα του και συνεχίζει την δουλειά του. Κάπου κάπου ρίχνει μια ματιά και στην Ιφιγένεια δίνοντας της νερό από ένα εμφιαλωμένο μπουκάλι.

Τικ τοκ Νέιθαν! Ουπς σε άγχωσα; Λυπάμαι αλλά.. η ώρα πλησιάζει και η ανυπομονησία μου δεν κρύβεται.

Τέλος κεφαλαίου ❤

Ελπίζω να σας άρεσε

Αφήστε μου ένα σχόλιο με τις σκέψεις και τις υποθέσεις σας ❤

Bye ❤

🌹INA🌹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top