Κεφάλαιο 41
《Εύη;》Ακούει την γεμάτη έκπληξη φωνή του Αλέξη και τον κοιτάζει με ντροπή. 《Τι θες εσύ εδώ;》
《Νομίζω πως ξέρεις πολύ καλά Αλέξη, δεν χρειάζεται να το κρύβω πια. Δεν μπορώ να σε αφήσω να πας εκεί. Είναι ο πατέρας του παιδιού μου και τον αγαπάω πολύ για να τον αφήσω να φύγει, να πάει στην φυλακή. Έχει κάνει λάθη αλλά δεν φταίει αυτός!》 Ο θυμός ξυπνά στις φλέβες του Αλέξη και δεν διστάζει να σηκώσει το όπλο του.
《Σου έχει κάνει πλύση εγκεφάλου;》 Ουρλιάζει. 《Παραλίγο να σε σκοτώσει, κατέστρεψε την ζωή σου, σε πήρε μακριά από την οικογένεια σου, σε βίασε και εσύ λες πως τον αγαπάς; Πώς δεν έχει κάνει τίποτα! Πως δεν φταίει αυτός επειδή σε άφησε έγκυο; Εύη.. σκέψου λογικά..》 Η Εύη κοιτάζει κάτω και δάκρυα απειλούν να ξεφύγουν από τα μάτια της.
《Τα έκανε όλα αυτά.. αλλά τα έχει ζήσει κι αυτός.. μην του κάνεις κακό.》 Λέει κλαίγοντας πια η νεαρή κοπέλα. Ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να καταλάβει την αγάπη που τρέφει για αυτόν τον άντρα. Όλοι την κρίνουν χωρίς να προσπαθούν να μπουν στην θέση της.
《Εύη.. σε παρακαλώ συγκεντρώσου.. και εσύ τα έχεις περάσει αυτά αλλά δεν τα κάνεις σε άλλους! Άσε με να τον πιάσω. Στην φυλακή δεν θα αποτελέσει κίνδυνο. Θα τον βλέπεις όποτε θες, το παιδί θα τον βλέπει όποτε θέλει..》 Τα γόνατα της Εύη λυγίζουν και κάθεται στο χώμα κλαίγοντας. Πώς μπορεί να θεωρεί την φυλακή ένα αξιοπρεπές περιβάλλον για να βλέπει το παιδί της τον πατέρα του;
《Μην τον σκοτώσεις.. μην τον πιάσεις. Δεν του αξίζει.》 Ψιθυρίζει.
《Εύη δεν είμαι δολοφόνος!》 Πηγαίνει και κάθεται δίπλα της. Τα χέρια του σκουπίζουν τα δάκρυα της και τοποθετεί μία σγουρή μαύρη τούφα πίσω από το μικρό αυτί της.《Σε νοιάζομαι. Μετά τα χθεσινά σε θεωρώ φίλη μου. Γι' αυτό σε συμβουλεύω πως αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει να μεγαλώσει παιδί. Αν του κάνει κακό; Αν το χτυπήσει;》
《Ποτέ δεν θα έκανε κακό στο ίδιο του το παιδί ηλίθιε!》 Ουρλιάζει με όλη την δύναμη της φωνής της. Είναι δυνατόν να τον θεωρεί τόσο ψυχοπαθή και τρελό; Σε κανέναν δεν αξίζει αυτή η αντιμετώπιση.
《Και πως το ξέρεις; Πώς είσαι τόσο σίγουρη;》 Την κοιτάζει στα μάτια λαμβάνοντας ένα ψυχρό βλέμμα γεμάτο πόνο.
《Δεν είναι το τέρας που όλοι νομίζετε! Είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος που ψάχνει λίγη αγάπη. Δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Βαθιά μέσα του φοβάται, αγωνιά και κλαίει, νοιάζεται, ενδιαφέρεται και αγαπά. Απλά δεν τον γνωρίζετε όπως τον γνωρίζω εγώ. Αξίζει να ζει ελεύθερα και με την βοήθεια ειδικών θα προοδεύσει, θα γίνει καλά ξανά. Θα μάθει Αλέξη. Θέλει να μάθει. Θέλει να αλλάξει. Θέλει να κρατήσει στα χέρια του το παιδί του χωρίς να του κάνει κακό. Θέλει να γίνει σωστός πατέρας ακόμα και αν δεν ξέρει πως. Είναι.. είναι αθώος. Δεν καταλαβαίνει το κακό που κάνει. Δεν έχει σκοτώσει ποτέ του!!》 Δακρύζει διαρκώς και κοιτάζει στα μάτια τον Αλέξη ο οποίος την κοιτάζει απογοητευμένος. Πώς μπορεί να είναι τόσο απαθής;
《Όμως πρέπει να τιμωρηθεί για όλα αυτά που έχει κάνει. Έχει σκοτώσει άλλους ανθρώπους, έχει κλέψει τις ταυτότητες τους. Εύη μακάρι να ήταν όλα τόσο εύκολα. Η αγάπη και ελπίδα πεθαίνουν τελευταίες αλλά σε παρακαλώ σκέψου λογικά. Έχει μάθει από μικρός να είναι ψυχρός, να σκοτώνει και να βγάζει την τρέλα του σε άλλους. Πιστεύεις ότι θα αλλάξει εξαιτίας του παιδιού; Επειδή σε αγαπάει; Πιστεύω πως μόνο εσύ τον αγαπάς γιατί όπως είπες δεν ξέρει τι είναι αγάπη. Αυτός μπορεί να σε χτυπήσει επειδή σε αγαπάει. Δεν ξέρεις πως αντιδρά ο καθένας.. αυτό το παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει σε τέτοιο περιβάλλον..》 Της λέει ήρεμα πλέον ο Αλέξης ενώ της χαϊδεύει τα μαλλιά. 《Βαθιά μέσα σου το ξέρεις αυτό. Σημασία έχει να το παραδεχτείς. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που θα ήθελαν να μείνουν μαζί σου, να σε παντρευτούν και να μεγαλώσουν μαζί σου αυτό το παιδί. Αλλά εσύ επιλέγεις τον πιο ακατάλληλο. Φοβάμαι για σένα!》 Η Εύη νεύει καταφατικά και αφήνει έναν αναστεναγμό απελπισίας. Τα χέρια της μεταφέρονται στην πλάτη του και τον σφίγγει στην αγκαλιά της.
《Μην τον πονέσεις εντάξει;》 Ψιθυρίζει αδύναμα ενώ χαϊδεύει το χέρι του. 《Ξέρω πως αν θελήσει και ο Νέιθαν, θα αλλάξει και θα μάθει να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Μέχρι να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να περιορίσουμε κάπως τις παράνομες πράξεις του.》Η Εύη ξεφυσάει και τον κοιτάζει στα μάτια με σιγουριά. Παίρνει μια βαθιά στιγμιαία ανάσα και έπειτα ξεκινάει να μιλά. 《Αν τρέξεις όλο αριστερά θα βγεις στην αποθήκη. Μην του πεις ότι σε βοήθησα. Θα με σκοτώσει. Α και να προσέχεις τους συνεργάτες του. Μπορεί να είναι οπουδήποτε και να σε σκοτώσουν. Έστειλα ένα μήνυμα στον Έκτορα καθώς ερχόμουν, θα έρθει να σε βοηθήσει. Απλά μην τον πονέσεις!》 Ο Αλέξης χαμογελάει και αφού την φιλάει στο κεφάλι σηκώνεται και ακολουθεί τις οδηγίες της.
Κρύβεται πίσω από ένα δέντρο και περιμένει να εμφανιστεί η πολύτιμη βοήθεια του. Θα περιμένει όσο χρειαστεί. Εξ' άλλου αυτός έχει το πάνω χέρι τώρα.
Ο Νέιθαν, όμως, δεν είναι κάποιος τυχαίος. Ίσως να είναι η πρώτη φορά που είναι τόσο κοντά στο να τον πιάσουν αλλά πάντα έχει ένα ακόμη σχέδιο. Ένα σχέδιο το οποίο ξεχωρίζει σε απανθρωπιά και πανουργία, ένα σχέδιο που δεν χωράει σε νου ήρεμου και αθώου ανθρώπου.
Όταν πια όλα είχαν σκοτεινιάσει και ο Έκτορας βρισκόταν μαζί με τον Αλέξη, ο Νέιθαν το έσκασε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε με έναν και μόνο στόχο: να σκορπίσει στους κατοίκους της περιοχής τον πανικό.
98 ώρες μέχρι το τέλος.
Το ρολόι δείχνει δώδεκα τα μεσάνυχτα και ενώ όλοι περιμένουν να ξεκουραστούν, να πέσει η καθημερινή αυλαία και να ταξιδέψουν σε όνειρα και φανταστικούς κόσμους, ουρλιαχτά, κραυγές και κλάματα γεμίζουν κάθε μέρος της πόλης.
Δυνατές φωτιές, πτώματα, σκελετοί, καμμένα αποκεφαλισμένα πρόσωπα κοσμούν τους δρόμους. Οι πόρτες των σπιτιών είμαι βαμμένες με πραγματικό αίμα και όσο το δυνατόν περισσότερα παράθυρα σπάνε.
Η αστυνομία προσπαθεί ελέγξει την κατάσταση και η πυροσβεστική δουλεύει ασταμάτητα χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η Πηνελόπη είναι κρυμμένη σε ένα στενό, πίσω από έναν σιδερένιο κάδο και δάκρυα κυλούν στα μάτια της. Το κινητό της δεν έχει κάρτα και νιώθει αβοήθητη. Οι δικοί της θα ανησυχούν. Τόσο κακό δεν έχει ξανά δημιουργηθεί στην πόλη και ο τρόμος είναι χειρότερος εχθρός από ότι η φωτιά και τα μουχλιασμένα πτώματα. Σε ένα από αυτά έπεσε και η Πηνελόπη και τώρα έχει χάσει κάθε ίχνος ψυχραιμίας.
Ο Έκτορας, από την άλλη, τρέχει σαν τρελός μέσα στην πόλη ψάχνοντας την αδερφή του. Τα μάτια του είναι κατάμαυρα από τον θυμό αλλά και το μίσος που τον καταβάλει. Είναι σίγουρος ότι όλο αυτό είναι ένας αντιπερισπασμός του Νέιθαν προκειμένου να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί. Οι συνεργάτες του ανέλαβαν την δύσκολη δουλειά όσο εκείνος θα προσπαθήσει να μεταφέρει την Ιφιγένεια. Ο Αλέξης δεν είναι τόσο αφελής, βρίσκεται ακόμα εκεί, άγρυπνος, έτοιμος να τον κατασπαράξει.
《Πηνελόπη!》Ουρλιάζει ο νεαρός άντρας και στο μυαλό του γυρίζει η μορφή της αδερφής του. Ευτυχώς η Καλλιόπη βρίσκεται ασφαλής με την μητέρα του επομένως δεν χρειάζεται να ανησυχεί παραπάνω.
Το τρέξιμο τον έχει κουράσει αλλά δε θα τα παρατήσει ποτέ. Πρόκειται για την αδερφή του. Δεν είναι διατεθειμένος να χάσει μια ακόμα, ένα μέλος της οικογένειας σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από τον ίδιο άνθρωπο. Είναι έξυπνος. Όταν πλησίαζαν να τον βρουν δημιουργούσε αντιπερισπασμούς και αυτό κάνει και τώρα. Κρύβεται πίσω από το δάχτυλο του. Καταφέρνει να ξεφεύγει χρησιμοποιώντας τις επαφές του και την απέραντη κακία του. Το καλό, όμως, πάντα κερδίζει. Έτσι δεν είναι; Έτσι πρέπει να είναι. Σε αυτό βασίζεται η κάθε ελπίδα του.
Κτίρια καίγονται, παιδιά κλαίνε στους δρόμους, σκυλιά ουρλιάζουν, τα πυροσβεστικά πηγαινοέρχονται για να σώσουν όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούν. Κι όμως όλα έχουν τον ήχο του θανάτου. Ένα λεπτό, σφυριχτό ήχο που ανατριχιάζει όσους το ακούνε.
Από μακριά βλέπει την Πηνελόπη να κρατάει στην αγκαλιά της ένα μωρό το οποίο μετά βίας έσωσαν οι πυροσβέστες από την φωτιά πριν καεί το σπίτι του. Δυστυχώς η μητέρα του βρισκόταν μέσα στο κτίριο πριν καταρρεύσει.
Πηγαίνει προς αυτόν και τον κοιτάζει αγχωμένα. 《Δεν μπορώ να το αφήσω εδώ.. όλα είναι πολύ επικίνδυνα. Να το πάρω σπίτι;》 Το μωρό κλαίει δυνατά κοιτάζοντας τον Έκτορα.
《Μου αρκεί που είσαι καλά.. καλύτερα να το πάρεις μαζί μας. Ο Νέιθαν είναι τρελός και απρόβλεπτος.》Της θυμίζει ο μεγαλύτερος αδερφός της και την παίρνει αγκαλιά προσπαθώντας να την καλύψει με το σώμα του. Φοβάται μήπως πάθει κάτι από την φωτιά και τις αναθυμιάσεις.
《Αυτός τα έκανε όλα αυτά; Μα γιατί;》 Κατευθύνονται προς το δάσος που εκεί ξέρουν πως θα είναι ασφαλείς.
《Αντιπερισπασμός. Ήξερε πως πλησιάζαμε. Η Εύη μας βοήθησε. Σταμάτησε να τον προστατεύει με μισή καρδιά. Τώρα στο παιχνίδι είναι ο Αλέξης, η Ιφιγένεια και ο Νέιθαν. Αυτοί οι τρεις μόνο μπορούν να το τελειώσουν. Εμείς πρέπει να περιμένουμε μέχρι κάποιος να κάνει την πρώτη κίνηση. Ας ελπίσουμε πως η αδερφή μας θα βγει ζωντανή από όλο αυτό.》 Φτάνουν σε ένα μικρό κιόσκι και παρατηρούν την πόλη που μεγάλωσαν να καίγεται μπροστά στα μάτια τους.
《Ευτυχώς το σπίτι μας είναι από την άλλη πλευρά..》 Μουρμουρίζει η Πηνελόπη σκεπτόμενη την μητέρα της.
《Θα έλεγα να πάμε προς τα εκεί αλλά παραείναι επικίνδυνο. Ας περιμένουμε εδώ μικρή.》 Ο Έκτορας τυλίγει στην αγκαλιά του την αδερφή του η οποία κρατά γερά το μωρό που σώθηκε από θαύμα από το κέντρο της πόλης.
Όλα είναι τόσο παρανοϊκά. Ποιος θα δώσει το τέλος;
Αυτό ήταν για σήμερα ❤
Ελπίζω να σας άρεσε ❤
Αφήστε μου ένα σχόλιο με την άποψη σας για την ιστορία ❤
Bye❤
🔫INA🔫
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top