Κεφάλαιο 4ο

Φτάνει στο σπίτι της ιδρωμένη και κουρασμένη. Χτυπάει την πόρτα με δύναμη ενώ τοποθετεί το χέρι της στην πλευρά της καρδιάς της.

Αναγκάστηκε να τρέξει τόσο δρόμο μόνο και μόνο επειδή νόμιζε πως κάποιος την παρακολουθούσε.

"Είμαι απίστευτη. Ακόμα και την σκιά μου φοβάμαι" χασκογέλασε και ξανά χτύπησε την πόρτα. Δεν μπορεί όλο και κάποιος θα είναι μέσα στο σπίτι.

Η Ιφιγένεια σαν χαρακτήρας δεν έχει καθόλου υπομονή. Επίσης είναι αρκετά ονειροπόλα.

Μετά από λίγο ανοίγει την πόρτα η Πηνελόπη και την κοιτάζει ειρωνικά.

《Επ φρικιό πως και δεν είσαι σε κάποιο καφέ; Αχ ξέχασα δεν έχεις λεφτά. Χάρηκες που είδες την φίλη σου; Αχ ξέχασα δεν έχεις!》 Η φωνή της στάζει ειρωνεία και υπεροψία.

Η Ιφιγένεια είναι γεμάτη θυμό με την στάση της αδερφής της προς αυτήν. Γνωρίζει πως πιο σκληρά της έχει φερθεί η οικογένεια της παρά οι συμμαθητές  της στο σχολείο.

Γι' αυτό απλώς προσπερνάει την αδερφή της και ανεβαίνει στο δωμάτιο της αγνοώντας τις φωνές της μαμάς και του αδερφού της. Κλείνεται στο δωμάτιο και πετάει την τσάντα της στο πάτωμα. Κάθεται βιαστικά στο κρεβάτι και επιτέλους απελευθερώνει τα καυτά δάκρυα που κρατούσε μέρες τώρα μέσα της.

Κλαίει για την οικογένειά της, για το σχολείο, για τον εαυτό της. Ντρέπεται γι' αυτό που έχει γίνει και που είναι τόσο αντικοινωνική. Ντρέπεται για το γεγονός ότι δεν έχει ούτε μια φίλη να πει όλα αυτά που αισθάνεται. Ντρέπεται που η ίδια της η αδερφή την αντιμετωπίζει με τόσο μίσος.

Δεν της έχει κάνει κάτι. Πάντα έμενε μακριά από εκείνη όταν έπαιζε με τις φίλες της ή όταν έβγαινε βόλτες. Απλά δεν καταλαβαίνει τι της έχει κάνει.

Φέρνει τα γόνατα μπροστά της. Κουράστηκε. Κουράστηκε να προσπαθεί να είναι η τέλεια κόρη. Και να είναι τελικά το αντίθετο.

Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί όλοι της φέρονται με τόση κακία. Γιατί οι άνθρωποι την αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο.

Σκουπίζει βιαστικά τα μάτια και ανοίγει το παράθυρο. Μυρίζει τον φρέσκο αέρα και διώχνει τις σκέψεις από το μυαλό της.

Ίσως μία βόλτα να της έκανε καλό. Ανοίγει την πόρτα και κατεβαίνει σαν σίφουνας τα σκαλιά.

《Φεύγω!》Λέει αδιάφορα και δεν περιμένει για να ακούσει την απάντηση. Τρέχει στον δρόμο. Τρέχει ανάμεσα από ανθρώπους και αμάξια. Η καρδιά της έχει γίνει χίλια κομμάτια.

"Θέλω να αλλάξω. Θέλω να γίνω κάποια άλλη. Να πονέσω. Να νιώσω τον πόνο για να αγνοήσω οτιδήποτε άλλο" Δεν μπορεί να κάνει θετικές σκέψεις.

Συνεχίζει να τρέχει ώσπου πέφτει πάνω σε κάποιον. Σηκώνει αργά το κεφάλι της ενώ τα μάγουλα της έχουν αρχίσει να φλέγονται.

Κοιτάζει το όμορφο, αυστηρό του πρόσωπο. Τα γένια του και τα καστανά μαλλιά του.

《Σ-Συγγνώμη κύριε..》Ψελλίζει ντροπαλά και κατεβάζει ξανά το κεφάλι.
《Όλα καλά. Απλά πρόσεχε ναι; Δεν μου φαίνεσαι καλά.》Της απαντά με ενδιαφέρον ενώ πηγαίνει λίγο πιο πίσω για να την επεξεργάζεται ολόκληρη. Είναι γλυκιά, νέα, μόνη.

《Ο-όλα καλά κ-κύριε.》Μα γιατί τραυλίζει, απορεί και ίδια με τον εαυτό της. Ποτέ ξανά δεν είχε νιώσει έτσι.

《Νέιθαν.》Της συστήνεται απλώνοντας το χέρι ευγενικά.
《Ιφιγένεια.》Ψιθυρίζει ευγενικά το όνομα της και το χέρι της ακουμπά ελάχιστα το δικό του.

《Πώς και μόνη σου εδώ έξω;》
Διστάζει. Τι να του πει; Ότι δεν έχει φίλες; Ότι η  αδερφή της την έκανε σκουπίδι για ακόμη μία μέρα; Ότι είναι ένα τίποτα;

《Χρειαζόμουν λίγο χρόνο μόνη.》Αποφασίζει να πει τελικά και το βλέμμα της περιπλανιέται στον δρόμο.
《Κατάλαβα. Λοιπόν; Πας κάπου;》Την ρωτάει ευγενικά ενώ ελπίζει σε μια θετική απάντηση.

《Δεν έχω ιδέα σε ποια οδό βρίσκομαι.》Συνειδητοποιεί πανικοβλημένη.

Δεν της έχει ξανά συμβεί αυτό. Πάνω στην σύγχυση της έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφτασε σε ένα άγνωστο μέρος και πλέον μιλάει με έναν γοητευτικό, αφύσικα ευγενικό, άντρα.

Τι συμβαίνει μόλις τώρα; Αντιδρά διαφορετικά, διαλύει την ρουτίνα της, κάνει πράγματα που ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα έκανε πριν.

《Έι χαλάρωσε. Πες μου σε ποια οδό μένεις και μπορώ να σε πάω ως εκεί》Το χαμόγελο του είναι αθώο. Δεν φανερώνει το παραμικρό από τον πραγματικό του χαρακτήρα.

《Όχι.. όχι είμαι καλά. Απλά θα γυρίσω προς..》 ψάχνει κάθε γνώριμη εικόνα μα την ώρα που έτρεχε το μυαλό της ήταν αφοσοιωμένο στον ψυχικό πόνο της και όχι στο τοπίο. 《Προς.. προς τα..》Ο ιδρώτας κυλά στο πρόσωπο της και κλείνει τα μάτια συγχισμένη. Τι στο καλό συμβαίνει μαζί της;

《Μικρή.》Την γυρνάει προς το μέρος του και με τα δάκτυλα του σηκώνει το κεφάλι της έτσι ώστε τα μάτια της να κοιτάζουν τα δικά του. 《Πάρε αναπνοή. Χαλάρωσε. Ηρέμησε.》 Τα λόγια του φτάνουν σαν μελωδία στα αυτιά της.

Παίρνει βαθιές ανάσες κι όμως ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο της. Φοβάται.

《Μικρή ηρέμησε.. Ιφιγένεια.. Κοίτα τι θα κάνουμε. Θα σε πάω ως το σπίτι σου και θα ηρεμήσεις. Σε παρακαλώ ηρέμησε.》Τον κοιτάζει χαμένη. Το σώμα της τρέμει ελαφρώς. Δεν φοβάται αυτόν,  μα φοβάται την αντίδραση της μαμάς της, του μπαμπά της όταν πάει σπίτι.

《Νέιθαν..》Η φωνή της είναι εύθραστη. 《Δεν θέλω να ξανά πάω εκεί μέσα.》Καινούργια δάκρυα κάνουν την εμφάνισή τους 《Ποτέ ξανά.》 Τονίζει με νεύρο.

Ο Νέιθαν την κοιτάζει έκπληκτος. Μια τόσο όμορφη κοπέλα μόνη, χωρίς φίλους που μισεί την οικογένεια της; Ο τέλειος στόχος.

Αν και θέλει να χαμογελάσει ειρωνικά βάζει τα δυνατά του και της χαϊδεύει με στοργή το πρόσωπο. Είναι εξαιρετικά εμφανής η διαφορά ύψους που έχουν.

《Ωραία.. αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό. Όμως αν θες μπορούμε να πάμε για καφέ και να γυρίσεις πιο αργά στο σπίτι σου.》Η Ιφιγένεια το σκέφτεται λίγο και αφού ζυγίζει τις απαντήσεις της του λέει:

《Γιατί όχι;》
Εκείνος της κλείνει το μάτι και την οδηγεί σε μια γωνιακή, χωρίς ιδιαίτερο κόσμο καφετέρια.

Πρώτα πρέπει να μάθει για εκείνη, μετά πρέπει να γίνει φίλος της και τότε να εκπληρώσει τον σκοπό του.

Ανέβασα❤

Αυτα για σήμερα 😄

Αφήστε ένα σχόλιο με την γνώμη σας, βοηθάνε πολύ

Ερώτηση: πως σας φαίνεται μέχρι τώρα η ιστορία;

🌟Ina🌟

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top