Κεφάλαιο 38
114 ώρες πριν το τέλος
Είναι νωρίς το πρωί και η Ηλέκτρα στρώνει την τραπεζαρία με προσοχή και αγάπη. Το μυαλό της γυρνά στα παλιά και συγκινείται με την εξέλιξη της ζωής της. Τέσσερις μήνες πριν ήταν χαρούμενη, είχε έναν άντρα που την αγαπούσε και τρία παιδιά υγιή που την εμπιστευόταν και της έδειχναν την αγάπη τους με κάθε ευκαιρία. Αν και γνώριζε πως η αγάπη που έτρεφε προς τον άντρα της ήταν καθαρά ανθρώπινη και όχι ερωτική. Δυστυχώς ο έρωτας τους είχε παρακμάσει πολύ νωρίς χωρίς αυτό να σημαίνει πως το μίσος και η αδιαφορία φώλιασαν στις καρδιές τους. Τουλάχιστον όχι και στις δύο πλευρές. Τώρα, όμως, έχει καταντήσει να είναι χωρισμένη με έναν βίαιο γιο, μία κατεστραμμένη κόρη και άλλη μία εξαφανισμένη ενώ ο σύζυγος της την παράτησε με ευκολία στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της.
Τελικά δεν είναι όλοι για τα δύσκολα. Για την ακρίβεια κάποιοι είναι τόσο δειλοί που με την πρώτη ατυχία, με το πρώτο εμπόδιο τα παρατάνε και προσπαθούν να εξαφανιστούν, να κρυφτούν για να μην αντιμετωπίσουν την δυσκολία λες και η ζωή δεν είναι δύσκολη από μόνη της. Λες και αυτός δεν είναι ο σκοπός της ζωής. Μα για ποιον λόγο να ζεις αν δεν θες να παλέψεις; Αν αφήνεις αυτούς που αγαπάς στην τύχη επειδή εσύ δεν έχεις το θάρρος, την θέληση να βοηθήσεις; Βέβαια δεν είναι σωστό να κατακρίνουμε κάποιον αν δεν ξέρουμε την ιστορία του, τα βάσανα του και τις άτυχες στιγμές της ζωής του. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για τα δύσκολα και δεν έχουν όλοι τόσο ισχυρή θέληση.
Το ένα ποτήρι της πέφτει και καθώς βλέπει αυτή την κίνηση δεν κάνει τον κόπο να το πιάσει, της φαίνεται μάταιο να προσπαθήσει. Έχει αρχίσει να γίνεται σαν τον πρώην σύζυγο της μόνο που αυτή δεν κάνει βήματα πίσω για να αποφύγει τα κοψίματα των γυαλιών. Αυτή μένει εκεί και δέχεται τις συνέπειες της πράξης της.
《Μαμά είσαι καλά;》 Ρωτά αλαφιασμένη η Πηνελόπη καθώς μπαίνει φουριόζα στο δωμάτιο. Τα μαλλιά της είναι ατημέλητα, και το πρόσωπο της μισοβαμμένο* σωστή αμφίεση για τα καρναβάλια όπως συνήθιζε να αποκαλεί την Ιφιγένεια.
《Απλώς έσπασε, αυτό είναι όλο.》 Συνεχίζει να στρώνει το τραπέζι με την ίδια προσοχή, τοποθετεί πέντε πιάτα, πέντε ποτήρια, πέντε μαχαιροπίρουνα, πέντε κουτάλια, πέντε πετσέτες. Κάθε μέρα κάνει την ίδια κίνηση, δεν δέχεται πως ο αριθμός σε αυτό το τραπέζι έχει αλλάξει και ποτέ δεν θα το δεχτεί.
《Γύρισε ο Έκτορας χθες τελικά;》 Ρωτάει η κοπέλα μαζεύοντας τα σπασμένα κομμάτια με προσοχή και τα πετάει μέσα στην σακούλα.
《Γύρισε και έφερε και μία κοπέλα μαζί του. Που να ακούσεις τι έγινε. Ο Αλέξης παραλίγο να πιάσει τον άντρα που πήρε την αδερφή σου. Εκείνος απήγαγε τον αδερφό σου και την κοπέλα και να ναι καλά η Εύη που βοήθησε να έρθουν πίσω. Ο Θεός να την ευλογεί!》 Δάκρυα χαράς πέφτουν στο πρόσωπο της μετά από καιρό και η Πηνελόπη χαμογελάει και μόνο στην συγκινητική της θέα. Η μαμά της θα είναι για πάντα η δική της ηρωίδα.
《Αυτό που κανείς μας δεν μπορεί να καταλάβει είναι το πως αυτός ο άντρας γνωρίζει την κάθε μας κίνηση. Ό,τι και να σκέφτεται η αστυνομία εκείνος το γνωρίζει και σκέφτεται ήδη την αντεπίθεση..》Η Ηλέκτρα φέρνει στο τραπέζι καφέ, χυμό και γάλα αν και ο νους της είναι κοντά στην κόρη της.
《Αυτοί οι άνθρωποι μητέρα είναι μεγαλωμένοι έτσι. Δεν ζουν το τώρα. Σκέφτονται πάντα το μέλλον, προγραμματίζουν και χάνουν την στιγμή. Η ζωή περνάει από μπροστά τους και δεν καταλαβαίνουν καν τον πολύτιμο χρόνο που χάνουν. Γι' αυτό αν τους ρωτήσεις πως είναι η ζωή τους, δεν θα σου απαντήσουν. Γιατί δεν ζουν. Γιατί δεν ξέρουν τι σημαίνει ζω.》Η Πηνελόπη βοηθάει την μητέρα της και μια νεκρική σιγή απλώνεται ανάμεσα στις δύο γυναίκες.
《Λες να την βρούμε μητέρα; Λες να έρθει πίσω σε εμάς;》 Η Πηνελόπη κοιτάζει την κλειστή τηλεόραση και αμέσως αγκαλιάζει την μητέρα της φανερά αγχωμένη και συγκινημένη.
《Ωωωω τι γλυκό. Οι δύο από τις τέσσερις γυναίκες της ζωής μου αγκαλιά!》 Ακούγεται η φωνή του Έκτορα από την άκρη του δωματίου. Στέκεται δίπλα στην πόρτα και ακουμπά τον δεξί του ώμο επάνω της ενώ πίσω του φαίνεται η Καλλιόπη, ντυμένη πιο όμορφα και λίγο πιο συμμαζεμένη να περιμένει γεμάτη άγχος να μπει στην συζήτηση.
《Σουτ εσύ!》 Η Πηνελόπη τον πλησιάζει και το βλέμμα της δεν αργεί να πέσει στην καινούργια τους φιλοξενούμενη. 《Δεν θα μας συστήσεις την κοπέλα σου;》 Το παιχνιδιάρικο χαμόγελο της φανερώνει τον χιουμοριστικό της τόνο κάτι που αντιλαμβάνεται αμέσως η Καλλιόπη.
《Με λένε Καλλιόπη και είχα την τιμή να περάσω μια βασανιστική μέρα με τον μπουμπούνα αδερφό σου!!》 Οι δύο κοπέλες γελούν και δεν αργεί να γελάσει και η Ηλέκτρα με όλη της την καρδιά.
《Εννοεί ότι πέρασε μια βασανιστική μέρα εξαιτίας της θεϊκής μου εμφάνισης που δεν μπορούσε να αγγίξει. Α και μαμά.. εσύ θα είσαι με το μέρος μου! Είμαι ο αγαπημένος σου γιος!》Παραπονιέται σαν μικρό παιδί γεγονός που κάνει τις γυναίκες του δωματίου να σκάσουν στα γέλια.
《Γελάστε εσείς! Εγώ ξέρω ότι γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος! Άκου εκεί! Αντί να υπερασπιστεί τον γιο της.. τον μοναδικό της γιο!》 Ο Έκτορας κάνει την αρχή και κάθεται στο τραπέζι.
《Και με την ατάκα του το νήπιο ξεκίνησε να τρώει το τραπεζομάντηλο!》 Σχολιάζει η Πηνελόπη και παίρνει θέση απέναντι στον Έκτορα αφήνοντας χώρο στην Καλλιόπη να κάτσει δίπλα του.
Όταν το τραπέζι έχει πάνω του όλα τα φρεσκοψημένα και πεντανόστιμα εδέσματα φτιαγμένα από την Ηλέκτρα, κάθονται στις θέσεις τους και ξεκινούν να τρώνε.
112 ώρες μέχρι το τέλος
Ο Νέιθαν κρατάει στην αγκαλιά του την Ιφιγένεια και προσεύχεται για εκείνη. Τα δάχτυλα του δεν έχουν σταματήσει να χαϊδεύουν το απαλό της δέρμα ενώ η καρδιά του χτυπάει δυνατά.
Κάθε λίγο της ρίχνει νερό σε μια προσπάθεια να την βοηθήσει να ξυπνήσει ευκολότερα. Δεν θα επιτρέψει να είναι ένα θύμα που αυτός σκότωσε! Το μόνο που ήθελε ήταν να αλλάξει τις ιδεολογίες της, να αφυπνήσει την σκοτεινή της πλευρά και να την κάνει να υποφέρει. Η αντιμετώπιση της ήταν κάτι καινούργιο προς αυτόν. Πίστευε πως θα ήταν ήρεμη, άβουλη. Δεν θα αντιδρούσε τόσο άγρια ούτε θα έπαιρνε πρωτοβουλίες. Βέβαια έκανε λάθη κι αυτός με αποτέλεσμα αστυνομία να ανακλύψει πολλά τόσο γι' αυτόν όσο και για τα θύματα του.
Η Ιφιγένεια ανοίγει τα μάτια της και παίρνει μια γερή και βαθιά αναπνοή. Τα μάτια του Νέιθαν με μιας φωτίζονται και η καρδιά του χτυπά σε ξέφερνους χαρούμενους ρυθμούς.
Ξαφνικά ο κόσμος χρωματίστηκε ξανά και ο χρόνος συνέχισε να κυλά. 《Σου έφερα να φας..》 Της λέει ήρεμα με φωνή γλυκιά, ίσως για να την καλοπιάσει, ίσως επειδή έχει την ανάγκη να της δείξει το ενδιαφέρον του. Από την σακούλα βγάζει πατατάκια, γλυκά, γλιφυτζούρια, μπισκότα.
Η Ιφιγένεια ξεκινά να τρώει κοιτάζοντας στα μάτια του απαγωγέα της. Δεν νιώθει τίποτα. Ένα κενό υπάρχει μέσα της σκεπτόμενη ότι ήταν τόσο κοντά στον θάνατο αλλά ξαναγύρισε πίσω δύο φορές μέσα σε δύο μήνες. Μπορεί μέσα της να στεναχωριέται που είναι ζωντανή διότι πιστεύει πως το μαρτύριο της συνεχίζεται. Αυτό όμως που δεν ξέρει είναι ότι όλη αυτή η ιστορία θα τελειώσει και αυτή θα πρέπει να παραμείνει ζωντανή για να παρακολουθήσει την εξέλιξη των γεγονότων. Η Ιφιγένεια τελειώνει το φαγητό και επιλέγει να παραμείνει σιωπηλή.
《 Ο Αλέξης πλησιάζει. Η αστυνομία με πλησιάζει, θα με βρει, θα με πιάσει. Όμως να ξέρεις ότι εγώ δεν θα αμαυρώσω το όνομα της οικογένειας μου. Θα το σκάσω με την βοήθεια των συνεργατών μου.》Η τρελή του φωνή ακούγεται και πάλι. Έχει γίνει παρανοϊκός.
Η Ιφιγένεια τον κοιτάζει ψυχρά. 《Δεν αμφιβάλλω. Η Εύη θα καταφέρει να σε σώσει με το διπλωματικό της χαρακτήρα, με τα ψέματα της. Θα γλιτώσεις και θα είσαι ασφαλής σε μια άλλη χώρα και ελεύθερος να συνεχίσεις την ανήθικη "δουλειά" σου όπως εσύ επιλέγεις να αποκαλείς! Πάντα θα γλιτώνεις αλλά θα καταστρέφεις αθώες ψυχές, θα αλλάζεις την ζωή των θυμάτων σου και θα προκαλείς πόνο στις οικογένειες. Μπράβο Νέιθαν. Θα καταφέρεις πολλά στην ζωή σου αν συνεχίσεις έτσι. Κανένας δεν σε υπολογίζει. Δεν έχεις αξία και αν πεθάνεις όλοι θα χαρούν. Ένα τέρας θα αφήσει ήσυχο αυτόν τον κόσμο και κυρίως τις μικρές, αθώες με χαμηλή αυτοπεποίθηση κοπέλες. Γιατί για όλες μας είσαι ένα τέρας. Αν η Εύη δέθηκε μαζί σου, αυτό έχει να κάνει με τα βασανιστήρια που την ανάγκασες να περάσει, με τις απάνθρωπες μα και ταυτόχρονα τόσο γλυκές και φαινομενικά σωστές πράξεις! Δεν λέω ίσως να τα έχεις περάσει και εσύ αλλά θα έπρεπε να το σταματήσεις αυτό!》
Η φωνή της είναι δυνατή, γεμάτη θάρρος, θυμό και θράσος. Ο Νέιθαν σηκώνεται και κοιτάζει με μίσος την Ιφιγένεια. Την χαστουκίζει με όλη του τη δύναμη. Έπειτα το συνεχίζει, ξανά και ξανά.
Χωρίς να το σκεφτεί πολύ ανάβει ένα σπίρτο και το τοποθετεί στην παλάμη της Ιφιγένειας η οποία βγάζει δυνατές κραυγές πόνου. Δακρύζει συνεχώς και κοιτάζει στα μάτια του Νέιθαν τα οποία είναι σκοτεινά, κενά με όλη την τρέλα του κόσμου συσσωρευμένη.
Μέχρι το σπίρτο να καεί εντελώς, ο Νέιθαν χαμογελάει σαρδόνια.
Η Ιφιγένεια δεν μπορεί να αγνοήσει τον πόνο αλλά στο τέλος χαίρεται, μαθαίνει να τον ελέγχει και τελικά συνηθίζει.
Τι μπορεί να γίνει στην συνέχεια άλλωστε;
Οι ώρες είναι αρκετές και έχουμε πολλά να δούμε..
Αυτά για σήμερα ❤
Ελπίζω να σας άρεσε ❤
Αφήστε ένα σχόλιο για να ξέρω αν σας άρεσε ❤
💜INA💜
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top