Κεφάλαιο 37
120 ώρες πριν το τέλος.
Η Ιφιγένεια τριγυρίζει αγχωμένη στον βρώμικο χώρο της αποθήκης. Το αίμα της τρέχει μέσα στις φλέβες της και η ίδια νιώθει την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Ο Νέιθαν δεν έχει εμφανιστεί εδώ και πολλές ώρες κάτι που κάνει την Ιφιγένεια να αγχώνεται για το δικό της μέλλον. Το κάθε λεπτό μοιάζει με αιώνας, τα πάντα γύρω της κινούνται αργά και ο ύπνος δεν θέλει να την βοηθήσει να ξεχαστεί για λίγο. Δεν θέλει να αφήσει το μυαλό της να πάει στην οικογένεια της, φοβάται μην κλάψει για χιλιοστή φορά.
Της λείπει ο αδερφός της, ο υπερπροστατευτικός χαρακτήρας του με τον οποίο την έκανε να νιώθει πιο ασφαλής. Της λείπει η γλυκιά μαμά της η οποία πάντα την βοηθούσε όταν είχε ένα θέμα ασχέτως που την κρατούσε μακριά της με κάθε ευκαιρία. Της λείπει η Πηνελόπη, οι καυγάδες, τα πειράγματα τους.. της λείπει ακόμα και ο μπαμπάς της ο οποίος ήταν μακριά της και δεν την θεωρούσε κόρη του.
Αν καταφέρει να βγει ζωντανή από εδώ έχει βάλει ως προτεραιότητα να γνωρίσει τον αστυνομικό, τους ανθρώπους που θα καταφέρουν να την εντοπίσουν διότι μόνη της δεν θα καταφέρει και πολλά.
Το στομάχι της παραπονιέται έντονα ενώ το ξερό στόμα της ξεκινά επανάσταση αναγκαζοντας την να πονάει κάθε λίγο.
Ζει ένα μαρτύριο. Ζει σε μια κατάσταση η οποία την τυραννάει. Και για όλο αυτό ευθύνεται ένας άντρας ο οποίος έχει καταστραφεί από τον ίδιο του τον πατέρα. Και πως ξέρει πως και ο πατέρας του Νέιθαν δεν έχει πάθει το ίδιο από τον δικό του;
Αυτός ο κύκλος της βίας συνεχίζεται και δεν διακόπτεται πουθενά. Όλοι τον συνεχίζουν και τον διατηρούν με πάθος και τόλμη. Γιατί να μην είσαι εσύ αυτός που θα κάνεις την διαφορά; Που θα αρνηθείς, θα πεις όχι στην συνέχεια, όχι στην εξάπλωση αυτής της τρέλας! Καθημερινά η βία εισβάλλει στην ζωή μας όλο και περισσότερο. Περνά από δίπλα μας, μας κοιτάζει, κάποιες φορές μας χαιρετά, άλλες φορές πάλι θέλει να έρθει μαζί μας, να μας μιλήσει, να γίνει φίλη μας, κολλητή μας, ένα μας. Και εμείς; Εμείς τι κάνουμε σε αυτή την καθημερινή τραγωδία; Την αφήνουμε να κάνει ό,τι θέλει. Και ας μας επηρεάζει, και ας ελέγχει τις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους και ας μας αναγκάζει να δείχνουμε πιο μικρόψυχοι και ψυχροί. Αγαπάμε την βία γιατί μόνο αυτή μας βρήκε μια γρήγορη λύση στις αντιπαραθέσεις μας. Τιμάμε την βία και την φωνάζουμε όταν τα βρίσκουμε σκούρα γιατί ξέρουμε πως θα έρθει. Ο καθένας έχει την δική του βία.
Έτσι και ο Νέιθαν, η Ιφιγένεια, η Εύη.. όλοι μας χρησιμοποιούμε την βία όπως μας χρησιμοποιεί και αυτή. Σαφώς δεν πρόκειται για εκμετάλλευση διότι και αυτή μας χρησιμοποιεί. Δείχνει το πρόσωπο της μέσα από μας και λέει αυτά που σε άλλες περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να πει.
Εσύ πως ονομάζεις την δική σου βία; Ο Νέιθαν την φωνάζει λύτρωση, η Ιφιγένεια έκτακτη ανάγκη, ο Αλέξης προϋπόθεση, η Ηλέκτρα εχθρό. Βαθιά μέσα μας όλοι έχουμε ονομάσει την δική μας βία.
Η Ιφιγένεια σε μια προσπάθεια της να σηκωθεί λιποθυμάει. Το θέμα είναι να καταφέρει να επανέλθει γρήγορα. Εξάλλου έχουμε ακόμα εκατόν είκοσι ώρες και ούτε λεπτό για χάσιμο.
[...]
Στο μεταξύ ο Νέιθαν ξυπνά μετά την λιποθυμία του στο σπίτι του φίλου του. Το κεφάλι του το νιώθει βαρύ και αγγίζει το αίμα στο πίσω μέρος το κεφαλιού του. Έχει ξεραθεί και είναι καλυμμένο με μία γάζα. Αυτό είναι κάτι που θα τον καθυστερήσει πολύ. Ειδικά τώρα που η αστυνομία πλησιάζει όλο και πιο πολύ, οφείλει να τελειώσει με την υπόθεση πιο γρήγορα.
Τώρα όλα πηγαίνουν πίσω εξαιτίας του. Οι συνεργάτες του το μόνο που μπορούν να του εγγυηθούν είναι μια ασφαλή διέξοδο από την πόλη. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Πρέπει πρώτα να τελειώσει με την Ιφιγένεια και έπειτα να φύγει μακριά. Ίσως να καταφέρει να ζήσει με την Εύη και να συντηρήσει μία οικογένεια. Οι ειδικοί θα τον βοηθήσουν και ο ίδιος βαθιά μέσα του γνωρίζει πως δεν θα κάνει κακό στο παιδί του. Ειδικά αν είναι κορίτσι. Έχει λάβει λάθος πατρικά πρότυπα αλλά έχει υποσχεθεί πως ποτέ δεν θα δώσει και εκείνος τα ίδια.
Σηκώνεται στα δύο του πόδια και αγνοεί την ζαλάδα. Στο τραπέζι βρίσκει ένα πιάτο ζεστό φαγητό και το καταβροχθίζει σε δευτερόλεπτα. Η αίσθηση του ζεστού και νόστιμου σπιτικού φαγητού να πηγαίνει στο στομάχι του, του θυμίζει την παλιά του ζωή.
Δάκρυα κυλούν στα μάτια του. Πόσο του έχει λείψει η πραγματική αγάπη και το ενδιαφέρον των άλλων. Πώς έγινε έτσι; Να φοβάται τον εαυτό του, να φοβάται να αγαπήσει, να δεθεί. Να θεωρείται επικίνδυνος για το ίδιο του το παιδί. Για μια αθώα ψυχή..
Όμως ό,τι αρχίζει πρέπει να τελειώνει. Η Ιφιγένεια θα τελειώσει. Και ας είναι το τελευταίο του θύμα ή η τελευταία του πράξη. Ας είναι το τέλος της ζωής του. Δεν τον ενδιαφέρει πραγματικά. Έχει μάθει πως μόνο ένα τέλος μπορεί να οδηγήσει σε μία νέα αρχή.
Βάζει το δερμάτινο μπουφάν του και τα άνετα παπούτσια του. Βγαίνει έξω και εξαιτίας του κρύου κουμπώνει το τζάκετ του ως πάνω. Επιλέγει τους πιο απόμερους δρόμους, ενώ το χέρι του τρέμει είτε από φόβο είτε από το κρύο.
Κινείται τόσο γρήγορα που φαίνεται ίδιος με σκιά. Ελπίζει πως η μικρή του φίλη να μην τον περιμένει νεκρή, διότι αυτό θα ήταν ένα πλήγμα στην καριέρα του ως απαγωγέας. Είναι σχεδόν σίγουρος πως δεν της άφησε ούτε νερό, ούτε φαγητό πριν φύγει. Μέσα του ανησυχεί πολύ για την νεαρή κοπέλα, την λατρεύει με έναν άρρωστο τρόπο και δυσνόητο σε πολλούς.
115 ώρες πριν το τέλος
Ο ήλιος κάνει την εμφάνιση του σιγά σιγά, οι ακτίνες προσπαθούν να υπερισχύσουν του κρύου και ο πόλεμος τους έχει αρχίσει. Τα πάντα φαίνονται πιο αισιόδοξα το πρωί. Εκτός από τις σκέψεις του Νέιθαν οι οποίες είτε είναι βράδυ είτε είναι πρωί είναι μαύρες σαν το έβενος.
Περνάει την γωνία και παρατηρεί ότι άνθρωποι έχουν βγει στους δρόμους για να πάνε στις δουλειές του. Δαγκώνει το χείλος του με νεύρο και έπειτα τρέχει απέναντι με σκοπό να χωθεί στον χωματόδρομο πριν προλάβει κάποιος να τον δει.
《Ε φίλε!》 Του φωνάζει κάποιος πριν προλάβει να εξαφανιστεί από το οπτικό του πεδίο. Ο Νέιθαν χάνοντας ένα χτύπο της καρδιάς του γυρνά προς αυτόν.
《Παρακαλώ;》 Γυρνάει προς αυτόν με μια φυσιολογική έκφραση στο πρόσωπο του.
《Γιατί πας από εκεί;》 Τον ρωτάει μπερδεμένα. 《Εννοώ πως είναι επικίνδυνα τέτοια ώρα, τέτοιο καιρό. Μήπως συμβαίνει κάτι νεαρέ;》 Τα μάτια του κοιτούν εξεταστικά το σώμα του από την κορυφή ως τα νύχια.
《Εγώ.. ψάχνω την αδερφή μου!》 Απαντά και καλά λυπημένος ο Νέιθαν και αναγκάζει ένα δάκρυ να τρέξει στο μάγουλο του.
《Ψάχνεις την αδερφή σου; Ω κατάλαβα. Είσαι ο Έκτορας.. εμ.. λυπάμαι πολύ για την κατάσταση..》 Μια σταγόνα βροχής προσγειώνεται με φόρα στο πρόσωπο του πιο στυγνού απαγωγέα.
《Δεν πειράζει. Όμως αν μου επιτρέπετε να πηγαίνω.. Έχω πολλή δουλειά.》 Ο άντρας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και ψιθυρίζει κάτι καθώς απομακρύνεται.
Ο Νέιθαν χώνεται στον χωματόδρομο και εφόσον αλλάζει πολλά στενά φτάνει στο παλιό του σπίτι. Με προσεκτικές κινήσεις και χωρίς να πιαστεί από τις κάμερες τρέχει και συνεχίζοντας έτσι βγαίνει από την πόλη. Κρύβεται πίσω από ένα δέντρο και πιάνει το τραύμα του στον αυχένα του. Έπειτα σκύβει και σκάβει για λίγο στο χώμα ωσότου αποκαλύψει μια πλαστική σακούλα με φαγητά διαρκείας όπως και ροφήματα.
Αφού βάζει το χώμα όπως ήταν εξ αρχής, πηγαίνει στον τελικό δρόμο. Τον δρόμο προς την αποθήκη. Αφού ξεκλειδώνει, μπαίνει μέσα και αντικρίζει την λιπόθυμη Ιφιγένεια. Τρέχει κοντά της και την βάζει με προσοχή στην αγκαλιά του. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και φιλάει το μέτωπο της ενώ τα δάκρυα του ποτίζουν τα κάτασπρο πρόσωπο της. Ψιθυρίζει ακατάπαυστα το όνομα της και κάτι άλλα λόγια που δεν βγάζουν νόημα. Σκόρπιες λέξεις, κομμένες, σπασμένες όπως η καρδιά του.
Παίρνει το νερό από την σακούλα και βρέχει το στόμα της κοπέλας, ενυδατώνοντας τα άλλοτε κόκκινα χείλη της. Δεν την αφήνει από την αγκαλιά του, κοιτάζει το πρόσωπο της επίμονα και κάπου κάπου την βρέχει ενώ νιώθει την καρδιά του να πονάει επειδή δεν ξυπνά.
《Ξύπνα και σου υπόσχομαι πως όλα θα τελειώσουν》 Ψιθυρίζει.
Μα αγαπητέ μου Νέιθαν έχουμε ακόμα εκατόν δεκατέσσερις ώρες πριν το τέλος. Μην βιάζεσαι. Θα το απολαύσουμε όλοι μαζί.
Αυτά για σήμερα❤
Ελπίζω να σας άρεσε και αυτό το κεφάλαιο ❤
Γράψτε μου τι σας άρεσε και τι όχι😊
Συγχαρητήρια στην Ολλανδία ❤ #Eurovision2019
Byee
💞 ΙΝΑ💞
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top