Κεφάλαιο 35
Η Εύη μόλις άκουσε την κραυγή κατάλαβε πως πρόκειται για τον Νέιθαν. Χωρίς να χάνει χρόνο, γεμάτη αγωνία για τον αγαπημένο της ξεκίνησε να τρέχει μέσα στο δάσος αγνοώντας τον πόνο που της προκαλούσε το μωρό μέσα της.
Βασισμένη στις αισθήσεις της και την μνήμη της προσπαθεί να θυμηθεί από που ακούστηκε εκείνη η τρομαγμένη, απελπισμένη και άκρως τρελαμένη κραυγή που βγήκε από το στόμα του Νέιθαν.
Δεν έπρεπε να τον αφήσει ποτέ. Έπρεπε να μείνει δίπλα του και να τον στηρίξει. Ο Νέιθαν είναι άλλοτε σαν μικρό παιδί - αθώο, αβοήθητο, συγχωρητικό- και άλλοτε ένας στυγνός εγκληματίας ο οποίος είναι αμετάβλητος, τρελός, ψυχασθενής. Προσπερνά μικρούς θάμνους και αφού σκύβει προκειμένου να περάσει από κάτι κλαδιά βρίσκει τον Νέιθαν λιπόθυμο, πεσμένο πάνω στα βράχια άγαρμπα.
《Αγάπη μου..》 Ψιθυρίζει τρομαγμένη η Εύη και προσπαθεί να σηκώσει τον Νέιθαν μάταια. Τον πιάνει από το χέρι και τον σέρνει προς τον θάμνο ενώ στα μάτια της έχουν συγκεντρωθεί πολλαπλά δάκρυα κυρίως από τον πόνο. Τον τοποθετεί ανάσκελα και σκουπίζει το αίμα του με το χέρι της. Τα αισθήματα της για τον Νέιθαν δεν μπορούν να αλλάξουν από στιγμή σε στιγμή, πόσο μάλλον τώρα που βλέπει τον πατέρα του παιδιού της αβοήθητο μέσα σε μια λίμνη αίματος.
《Είμαι εδώ Νέιθαν.. πρέπει να συνέρθεις.. Νέιθαν ξύπνα μωράκι μου σε παρακαλώ..》 Η Εύη δακρύζει ασταμάτητα ενώ ταρακουνάει το σώμα του απαγωγέα της. 《Δεν γίνεται να παραδώσεις τα όπλα τόσο εύκολα. Σε ξέρω εσένα, είσαι μαχητής. Είσαι ο μαχητής μου. Έχεις έναν στόχο, θα ήταν ειρωνικό αν δεν τον πετύχαινες εσύ, ο πιο δυνατός και ο καλύτερος δολοφόνος...》 Τα δάκρυα της πολλαπλασιάζονται και βρέχουν το πρόσωπο του, τα ρούχα του, το έδαφος.
《Μωρό μου μην κλαις..》 Η βραχνή του φωνή, την ξαφνιάζει και την κάνει να βγάλει έναν αναστεναγμό ανακούφισης και να τυλίξει τα χέρια της γύρω του. 《Σε ευχαριστώ που γύρισες σε μένα..》 Ψιθυρίζει αδύναμα.
《Πρέπει να γυρίσω.. ο Αλέξης με ψάχνει και είμαι σίγουρη ότι ανησυχεί, ξέρει πως είμαι έγκυος και θέλει να με στηρίξει και πολύ μάλιστα.》 Χαμογελάει πλατιά καθώς χαϊδεύει τα μαλλιά του. 《Θα πάρω τηλέφωνο έναν συνεργάτη σου και θα φύγω εντάξει;》
Το χέρι του τυλίγει το σώμα της και το άλλο κατευθύνεται στην κοιλιά της. 《Ναι αλλά.. μία μέρα θα φύγουμε μαζί και θα αλλάξω.. αλήθεια.. θα με αλλάξεις εσύ, θα με δει ειδικός. Μόλις τελειώσω με την Ιφιγένεια ναι;》 Η Εύη τον κοιτάζει έκπληκτη και μέσα της ένα αίσθημα χαράς γεννιέται μέσα της.
《Θα περιμένω εντάξει;》 Απαντά ήρεμα εκείνη και παίρνει το τηλέφωνο του Νέιθαν, πληκτρολογεί ένα μήνυμα σε έναν πιστό συνεργάτη του και σηκώνεται όρθια. 《Θα έρθει σε λίγο, εγώ πρέπει να φύγω.. θα φροντίσω ο Αλέξης να μην σε βρει.》 Ο Νέιθαν νεύει καταφατικά και την παρατηρεί να φεύγει μακριά του με ένα αληθινό και γεμάτο έρωτα χαμόγελο.
Ίσως να της είπε και ένα ψέμα το οποίο η Εύη δεν κατάλαβε εκείνη την στιγμή. Αυτοί οι δύο δεν είναι ούτε πρωταγωνιστές σε ταινία, ούτε χαρακτήρες βιβλίου για να αλλάξει τόσο εύκολα ο Νέιθαν με την βοήθεια ειδικών ή με τον έρωτα της. Θα προσπαθήσει χωρίς όμως να είναι βέβαιος για την κατάληξη του. Δεν είναι απλώς ένα κακό αγόρι που τον αλλάζει ο έρωτας της πριγκίπισσας του. Εδώ είναι η πραγματικότητα! Ο Νέιθαν το έχει καταλάβει αλλά δεν μπορεί να βλέπει την Εύη να πονάει με εκείνον. Ένα τόσο καλό και αγγελικό πρόσωπο να πονάει και να στεναχωριέται εξαιτίας του μίσους που είχε και έθρεψε στην καρδιά του για χρόνια. Αυτή η κακία τον άλλαξε και τον μετέτρεψε σε έναν τρελό εγκληματία, σε έναν άνθρωπο που δεν έχει τύψεις για τις πράξεις του. Αν είχε τώρα θα είχε αυτοκτονήσει ή θα είχε κάνει μια προσπάθεια να διορθώσει το λάθος του. Αν είχε νιώσει ποτέ τύψεις θα είχε αλλάξει πιο εύκολα.
Αλλά είναι καταδικασμένος. Το μυαλό του έχει αποδεχθεί τον καινούργιο τρόπο ζωής του και τον έχει συνηθίσει με ευκολία.
Με μία κίνηση ο Νέιθαν προσπαθεί να σηκωθεί αλλά ο πόνος στα πλευρά του τον βεβαιώνει πως κάτι δεν πάει καλά.
[...]
Η Εύη τρέχει μέσα στο δάσος προσπαθώντας να βρει μια έξοδο, όμως η νύχτα άπλωσε τα δίχτυα πάνω από την πόλη και έτσι η νεαρή κοπέλα έχει εγκλωβιστεί στον λαβύρινθο των δέντρων. Η κοιλιά της την ενοχλεί διαρκώς και το κεφάλι της είναι 'βαρύ'. Οι ανάσες της πλέον δεν βοηθούν την κατάσταση, ίσα ίσα την κάνουν να αγχώνεται περισσότερο.
Ο Αλέξης δεν φαίνεται πουθενά και αυτό που την κάνει να φοβάται είναι το κρύο που έχει. Το κινητό της δεν έχει κάρτα ενώ η μπαταρία της τελειώνει - αυτά παθαίνει κανείς όταν δεν είναι διατεθειμένος να δώσει τα απαραίτητα χρήματα για να μπορεί να μιλήσει με κάποιον.
Τα πόδια της διαμαρτύρονται και αποφασίζει να καθίσει κάτω για ένα λεπτό. Άλλωστε ποια δικαιολογία να σκαρφιστεί για να καλυφθεί; Γιατί έφυγε από το αυτοκίνητο; Δεν μπορεί να πει την αλήθεια και έχει συμβιβαστεί με αυτό. Τινάζει το μουδιασμένο πόδι της και καταλαβαίνει πως σπρώχνει ένα όπλο. Το αρπάζει και καθώς το ψηλαφίζει καταλαβαίνει ότι έχουν χαραχτεί πάνω τα αρχικά Γ.Λ.
Η Εύη όμως δεν γνωρίζει κανέναν με αυτό το όνομα. Παρ΄όλα αυτά δεν υπάρχουν και πολλοί στην πόλη που τρέχουν μέσα στο δάσος. Τελικά βάζει το όπλο στην πίσω της τσέπη και σηκώνεται για να βρει μια διέξοδο. Μετρά προσεχτικά τα βήματα της και παρατηρεί - όσο πιο πολύ μπορεί- τα δέντρα γύρω της με σκοπό αν βρεθεί και πάλι σε αδιέξοδο να γυρίσει πίσω.
《Εύη!! Που έχεις πάει; Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω!》 Η μακρινή φωνή του Αλέξη την παρακινεί να τρέξει για να τον βρει. Έτσι τα πόδια αρχίζουν να τρέχουν προς τα εκεί ενώ το μυαλό της είναι κουρασμένο με όλα αυτά.
Καθώς πλησιάζει, βλέπει τον Αλέξη να μιλάει στο τηλέφωνο. Μόλις την βλέπει και εκείνος κλείνει το κινητό και την πλησιάζει.
《Που ήσουν;》 Ρωτά ανακουφισμένα ενώ την αγκαλιάζει αυθόρμητα.
《Ο Νέιθαν ήθελε να μιλήσουμε, με πήγε μέσα στο δάσος και μετά εξαφανίστηκε. Ευτυχώς σε βρήκα.》 Σκαρφίζεται μια ψεύτικη δικαιολογία και με μία διακριτική κίνηση την στιγμή που ο Αλέξης στέλνει μήνυμα, εκείνη πετά το όπλο μακριά.
《Έτοιμη;》 Την ρωτά ενώ τυλίγει τα χέρια του γύρω της.
《Για την ακρίβεια, πανέτοιμη.》 Απαντά για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
[...]
Η Ιφιγένεια τρομοκρατημένη κοιτάζει το πάτωμα. Ο Νέιθαν έχει να την επισκεφθεί μία ολόκληρη μέρα. Την έχει αφήσει χωρίς νερό και φαγητό, την έχει αφήσει μόνη και αβοήθητη. Η πόρτα είναι κλειδωμένη και όπως φαίνεται απ' έξω έχει τοποθετήσει έναν μεγάλο κορμό δέντρου.
Ποτέ ξανά δεν την είχε αφήσει μόνη για τόση ώρα. Αν του συνέβη κάτι, τότε δεν θα την βρουν ποτέ, θα την θεωρήσουν νεκρή και η υπόθεση θα κλείσει χωρίς να έχει πολλά στοιχεία. Ίσως όμως να αντιμετωπίζει δυσκολίες με την αστυνομία και αυτό σημαίνει πως σε λίγο καιρό θα τον βρούνε, αν δουλεύει μόνος και δεν τον καλύψουν οι συνεργάτες του.
Η Ιφιγένεια παίρνει μια βαθιά ανάσα. Θα περιμένει. Θα περιμένει όσο χρειαστεί.
Όταν έρθει εκείνη η στιγμή το παιχνίδι θα είναι ισάξιο. Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει. Σημασία δεν έχει πότε θα τελειώσει, αλλά ποιος θα τον κερδίσει. Ο χρόνος περνά. Μπορείς να μαντέψεις τον νικητή;
Τέλος κεφαλαίου ❤
Ελπίζω να σας άρεσε ❤
Αφήστε ένα σχόλιο με την γνώμη σας καθώς σημαίνει πολλά ❤
❤ INA❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top