Κεφάλαιο 34

Ο Αλέξης με γρήγορες κινήσεις τρέχει προς τον Νέιθαν και τον πιάνει απροετοίμαστο.

《Ακίνητος!》 Ουρλιάζει ο Αλέξης ενώ στρέφει το όπλο προς αυτόν. Οι κόρες των ματιών του Νέιθαν μεγαλώνουν, ο φόβος μέσα του κυριαρχεί αλλά κυριαρχεί επίσης και η στυγνή μορφή του δολοφόνου, ενός τέρατος που θα επιβιώσει επειδή αυτό θέλει.

Έτσι ο Νέιθαν ελευθερώνει το όπλο του από το εσωτερικό του αντιανεμικού τζάκετ  του και το στρέφει από μακριά στην Εύη η οποία δεν έχει καταλάβει τίποτα καθώς είναι χαμένη στον δικό της, κατεστραμμένο κόσμο.

《Αν τολμήσεις να κάνεις το οτιδήποτε θα την σκοτώσω!》Ψελλίζει ύπουλα ο τρελός άντρας και ένα χαιρέκακο χαμόγελο εμφανίζεται στα ζουμερά χείλη του.

《Είσαι τόσο τρελός ώστε να σκοτώσεις το ίδιο σου το παιδί;》Ρωτάει ξαφνιασμένος ο Αλέξης με μια έκφραση απορίας να εμφανίζεται στις άκρες του προσώπου του.

《Είμαι διατεθειμένος να κάνω τα πάντα προκειμένου να σωθώ εγώ και η δουλειά που κάνω. Επίσης αν με πιάσεις ποτέ, κανείς δεν θα μάθει που είναι η Ιφιγένεια και τότε η νεαρή κοπέλα θα πεθάνει μόνη.》Οι απειλές του Νέιθαν δεν ξαφνιάζουν τον Αλέξη. Όταν όμως μια σφαίρα με ταχύτητα φωτός πηγαίνει προς την Εύη τότε ο Αλέξης σαν ελατήριο τρέχει προς τα εκεί φωνάζοντας το όνομα της νεαρής κοπέλας.

Ο Νέιθαν τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση και φοβισμένος καταφεύγει στον πιο άγνωστο και επικίνδυνο δρόμο.

Τρέχει στο δάσος γεμάτος τρόμο χωρίς να γυρίσει για να δει πως είναι η υγεία της μοναδικής κοπέλας που πίστεψε σε αυτόν, χωρίς να ενδιαφερθεί για την υγεία του αγεννένητου μωρού του που θα μπορούσε να τον έχει ως πρότυπο. Ένα παιδί που θα μπορούσε να πάρει την πιο φωτεινή πλευρά του πατέρα του. Κι όμως προτίμησε το αντίθετο. Προτίμησε τον πιο δύσβατο δρόμο, τον πιο επικίνδυνο αγνοώντας τις συνέπειες των επιλογών του. Η ώρα έχει περάσει αλλά κάτι μέσα του του λέει να μην σταματήσει να τρέχει. Αν και τα πόδια του πονάνε, δεν σταματάει να τρέχει. Ο λαιμός του είναι ξερός και καίει απίστευτα πολύ.

Περνά χιλιάδες πέτρες, κλαδιά και ζωύφια. Τα δέντρα μοιάζουν μεταξύ τους σε σημείο να νομίζει πως κάνει κύκλους. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και ανά πάσα στιγμή υπάρχει περίπτωση να χιονίσει ή να βρέξει. Το χώμα είναι βρεγμένο και το πόδι του βουτάει μέσα στην λάσπη. Μετά από ένα σημείο όλα φαίνονται ίδια.  Τα μάτια έχουν κουραστεί. Το μυαλό του παίζει βρώμικα παιχνίδια. Είναι στην αρχή του δάσους ή στο τέλος του; Μήπως έχει φτάσει ξανά εκεί απ' όπου ήρθε; Μήπως ο Αλέξης είναι εκεί κοντά; Και αν τον πιάσουν; Τι θα απογίνει η Ιφιγένεια; Η δουλειά του θα πάει πίσω, όλοι του οι συνεργάτες θα ανησυχήσουν. Αν δεν προλάβει να φύγει; Όλα είναι μπερδεμένα και ο Νέιθαν βγάζει μία κραυγή απόγνωσης και τρόμου.

Αμέσως τα χέρια του καλύπτουν το στόμα του και κάνει πίσω βήματα ως ότου ακουμπά πάνω σε έναν βράχο. Οι ανάσες εναλάσσονται η μία μετά την άλλη και τα γόνατα του Νέιθαν λυγίζουν και ακουμπούν το βρώμικο έδαφος. Το όπλο δεν βρίσκεται στα χέρια του, δεν έχει όπλο, μα που μπορεί να το έχασε; Ευτυχώς στην αποθήκη έχει ένα ακόμα. Η κραυγή του ήταν δυνατή..και αν τον άκουσε κάποιος;

Όλα πάνε λάθος, την στιγμή που όλα θα έπρεπε να είναι σωστά. Το χέρι του τυλίγει τον αυχένα του και με τρόμο διαπιστώνει πως το κεφάλι του ματώνει. Αλλά δεν έπεσε κάπου.. ή έπεσε και δεν θυμάται τι ακριβώς συνέβη; Τα βλέφαρα του τον βαραίνουν υπερβολικά και όποια αντίστασή του πάει χαμένη. Αποφασίζει να παραδοθεί και να αφεθεί σε ένα προσωρινό ύπνο.

[...]

Ο Έκτορας και η Καλλιόπη ακόμη περιμένουν. Το κρύο είναι ανυπόφορο και αυτό φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο την αδύνατη κοπέλα. 

《Αν κρυώνεις μπορείς να έρθεις πιο εδώ.》 Της απαντά τυπικά ο Έκτορας σπάζοντας την άβολη σιωπή.

《Όλα καλά, σε λίγο θα έρθουν να μας πάρουν από εδώ.》 Απαντά με όσο κουράγιο έχει ενώ τα μάτια της εξετάζουν τον ουρανό.

《Τόσο πολύ με μισείς;》 Ρωτά με μία δόση θλίψης  στην φωνή του πιάνοντας απροετοίμαστη την κοπέλα απέναντι του. 

Εκείνη το σκέφτεται για λίγο. Μόλις βρίσκει την απάντηση τον κοιτάζει μέσα στα μάτια και ξεροκαταπίνει. 《Δεν σε μισώ.. αυτό είναι αδύνατον. Άλλωστε δεν σε ξέρω καν. Απλώς με μπλέκετε σε μία υπόθεση την οποία δεν ξέρω καν. Με άρπαξαν από το σπίτι μου! Ο μπαμπάς μου θα ανησυχεί..》 δακρύζει τρομαγμένη 《ποτέ δεν το έχω σκάσει.. ποτέ δεν έχω βγει έξω ως αργά. Επειδή εκείνη πέθανε.. ενώ εκείνος είναι υπερπροστατευτικός..》 Παίρνει μια βαθιά ανάσα και πνίγει ένα λυγμό. 《Δεν ξέρω καν γιατί σου τα λέω όλα αυτά..》

Ο Έκτορας προσπαθεί να την πλησιάσει όσο πιο πολύ το επιτρέπουν οι αλυσίδες. 《Ο μπαμπάς σου ήξερε τον άντρα που μας έφερε εδώ, κάποιες φορές τον βοηθούσε κιόλας. Δεν φταίει όμως εκείνος. Ο άντρας εδώ.. ο Νέιθαν απαγάγει κορίτσια σαν εσένα και απειλούσε τον μπαμπά σου πως θα πάρει εσένα.》 Της εξηγεί  όσο πιο απλά μπορεί ο Έκτορας.

《Εσύ που κολλάς σε αυτό;》Ρωτά μπερδεμένη η νεαρή κοπέλα φανερά σαστισμένη από την αποκάλυψη της αλήθειας.

《 Αυτός ο άντρας έχει την αδερφή μου.. ποιος ξέρει τι περνάει στα χέρια του. Προκειμένου να αναγκάσουμε τον μπαμπά σου να μας πει τις πληροφορίες, σε πλησίασα εγώ. Δεν ήξερα πως  αυτός ο τρελός θα μας έβρισκε!! Απορώ πως μας βρήκε..》 Τονίζει με νεύρο ο νεαρός άντρας και ταυτόχρονα κοιτάζει τις μύτες των ποδιών του.

《Λυπάμαι, δεν ήξερα τι περνάς..》 Η νεαρή κοπέλα μαλακώνει τα χαρακτηριστικά της και παρά τον πόνο που της προκαλούν οι αλυσίδες, πλησιάζει τον Έκτορα και χαϊδεύει το απαλό του μάγουλο με στοργή και όχι με οίκτο ή λύπηση.

《Συνεργάζομαι με έναν αστυνομικό ο οποίος ελπίζω να είναι κάπου κοντά, πριν πεθάνουμε από το κρύο.》

《Όλο γκρινιάζεις Ιωάννου!》 Σχολιάζει με χιουμοριστικό τόνο ο Αλέξης καθώς πλησιάζει με ένα σωρό κλειδιά στα χέρια του. 

《Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω συνεργάτη!》 Απαντά γελώντας ο νεαρός.

《Οι κυρίες προηγούνται..》 Ο Αλέξης σκύβει και αφού ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην αλυσίδα της κοπέλας, επιλέγει ένα κλειδί και με επιτυχία ξεκλειδώνει την αλυσίδα. 

《Πως στο καλό το έκανες αυτό;》 Ο Έκτορας τεντώνει τις αλυσίδες προς τον Αλέξη κοιτάζοντας τον   εξεταστικά.

《Είναι να το έχεις.. συνεργάτη!》 Με την ίδια επιτυχία ξεκλειδώνει και την αλυσίδα του Έκτορα.

《Πάμε στο αυτοκίνητο. Η Εύη θα μας περιμένει..》

《Τι την αναφέρεις τώρα αυτήν ρε συ;》  Ο Έκτορας τον κοιτάζει αποδοκιμαστικά και με την Καλλιόπη αρχίζουν να περπατάνε μπροστά.

《 Συνεργάτη από την άλλη!》 Γελάει ο έμπειρος αστυνομικός καθώς τους πλησιάζει.

Καθώς φτάνουν στο αυτοκίνητο συνειδητοποιούν ότι η Εύη δεν είναι μέσα. 

《Που πήγε γαμώτο; Είναι και έγκυος!!》 Ξεσπάει ο Αλέξης αφήνοντας εμβρόντητο τον Έκτορα και την Καλλιόπη.

《Τι είναι;》Ρωτά έκπληκτος ο νεαρός ενώ πλησιάζει τον Αλέξη.

《Πηγαίνετε σπίτι. Εγώ θα την ψάξω. Και είναι διαταγή όχι παράκληση.》 Λέει αυστηρά και οι δυο τους  παίρνουν τον δρόμο του γυρισμού αμίλητοι.

Το δύσκολο δεν είναι να βρεθεί. Είναι να βρεθεί ζωντανή. 

Αυτά για σήμερα

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο θα έμπαινε πολύ νωρίτερα αλλά συνομιλουσα, είχα μάθημα και έπρεπε να κάνω διορθώσεις. Τελικά κατάφερα και το ανέβασα σήμερα

Καλή αρχή

Ελπίζω να σας άρεσε και να αφήσετε ένα σχόλιο που να γράφετε την πραγματική σας γνώμη αλλά και πως θέλετε να εξελιχθουν τα πράγματα

Μπάιι❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top