Κεφάλαιο 18ο

Η μελωδία του θανάτου πλησιάζει.

Πλέον η Ιφιγένεια είναι κλεισμένη μέσα σε μια σκοτεινή, άδεια αποθήκη χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι. Το μόνο που ψέλλισε ο Νέιθαν ήταν κάποιες βρισιές αναφερόμενος σε κάποιον αστυνομικό με το όνομα Αλέξη.

Πλησιάζουν να τον βρουν. Χρειάζεται κάλυψη. Χρειάζεται βοήθεια από κάπου ή πολύ απλά θα τα καταφέρει μόνος του χρησιμοποιώντας το μυαλό του και την απέραντη κακία του.

Η αποθήκη είναι μεσαίου μεγέθους, γεμάτη έντομα και αράχνες. Μέσα έχει σιτάρι ξεχασμένο, ένα τρακτέρ σκουριασμένο και διάφορα γεωργικά είδη.

《Εδώ κανείς δεν θα σε βρει, δεν θα σε αναζητήσει. Εδώ είμαστε εγώ, εσύ και οι δαίμονες μας. Ο καλύτερος συνδυασμός.》Γελάει χεραίκακα και πετάει την Ιφιγένεια στο τσιμεντένιο δάπεδο.

《Κάνεις λάθος.. δεν θα σταματήσουν να με ψάχνουν, η οικογένεια μου και η αστυνομία θα σε βρουν!》Ξανά απαντά γεμάτη ελπίδα η νεαρή κοπέλα.

《Λυπάμαι Ιφιγένεια. Εγώ νομίζω πως το μοναδικό πράγμα που θα βρεθεί είναι ο πραγματικός εαυτός σου.》Κλωτσάει βιαστικά την μέση της προκειμένου να την κρατήσει στο έδαφος.

Η Ιφιγένεια με κόπο σταματά μια κραυγή πόνου.
《 Συγγνώμη μικρούλα. Να θυμάσαι πως εμείς οι δύο έχουμε πολλά κοινά..》 Ψιθυρίζει στο αυτί της αφού κάνει στην άκρη τα πυκνά σγουρά μαλλιά της.
《Το μόνο κοινό που έχουμε εμείς οι δύο είναι ότι είμαστε άνθρωποι και ότι βρισκόμαστε στο ίδιο δωμάτιο!》Ακούγεται η δυναμική της φωνή.

Όπως αναμενόταν ο Νέιθαν την χτύπησε, ξανά και ξανά, ώσπου τα χέρια του μάτωσαν και η Ιφιγένεια έχασε τις αισθήσεις της.

"Θα την κάνω να το μετανιώσει. Θα νιώσει τι σημαίνει κόλαση, τι σημαίνει να νιώθεις την κακία να γεννιέται και να σου τρώει την ήδη κατεστραμμένη ψυχή" Ένα άκομψο, αμήχανο χαμόγελο βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του, σχηματίζεται στα σκασμένα και ξερά χείλη του τα οποία είναι ελαφρώς λερωμένα από το αίμα της νεαρής κοπέλας.

[...]

Ο Αλέξης παίρνει έναν καφέ και μπαίνει στο περιπολικό. Τρίβει τα μάτια του και αφήνει το χασμουρητό του ελεύθερο. Πλέον δεν κοιμάται τόσο πολύ. Οι ώρες έχουν μειωθεί στις τρεις καθώς δουλεύει ακατάπαυστα με την υπόθεση της Ιφιγένειας.

Έχει πλέον δεθεί με αυτό του θύμα, με την δεκαεξάχρονη κοπέλα και ας μην την ξέρει. Έχει φροντίσει να μάθει τις πιο σημαντικές αλλά και ασήμαντες πληροφορίες, έχει δει βίντεο από τις σχολικές γιορτές, φωτογραφίες από το οικογενειακό άλμπουμ που του έφερε η Πηνελόπη και νιώθει και ο ίδιος το κενό που έχει δημιουργηθεί στην οικογένεια.

Η Πηνελόπη τον επισκέφθηκε λίγο μετά τα χαράματα με μάτια πρησμένα από το κλάμα κρατώντας ένα μικρό οικογενειακό άλμπουμ που περιείχε φωτογραφίες της Ιφιγένειας από την βρεφική ως την τωρινή της ηλικία.

Η Πηνελόπη, λοιπόν, τον βρήκε να κοιμάται επάνω στο γραφείο, ακουμπισμένο στις πληροφορίες για την υπόθεση της αδερφής της.

Η κοπέλα το μόνο που ζήτησε ήταν να του μιλήσει και του εκμυστηρεύτηκε όλες τις ενοχές της. Την κακομεταχείρηση, την κακία και τα νεύρα που έβγαζε χωρίς λόγο στην Ιφιγένεια.

Δεν θα ξεχάσει ποτέ τα τελευταία της λόγια που με πάθος και συγκίνηση εξέφρασε: "Βρες την! Σε ικετεύω. Βρες την για να το διορθώσω"

Πλέον εκτός από καθήκον είναι καθαρά προσωπική επιτυχία, είναι ένας σκοπός, ένας στόχος που έχει βάλει κρυφά. Μια υπόσχεση που έδωσε στην Πηνελόπη μα και στον εαυτό του, κρυφά από όλους, λίγες στιγμές αργότερα.

Με βάση τις πληροφορίες που έχει για τον Νέιθαν από την Εύη, για ένα μπορεί να είναι σίγουρος: ότι ο Νέιθαν έχει ένα μοτίβο, ένα πρόγραμμα και ένα χρονοδιάγραμμα το οποίο μειώνεται κάθε στιγμή που περνά.

Βέβαια σημείωσε μια επιτυχία. Βρήκε τον λόγο που ο Νέιθαν επέλεξε την Ιφιγένεια. Η Ιφιγένεια, λοιπόν, όπως και η Εύη αλλά και η προηγούμενη κοπέλα είχαν τρομερά χαμηλή αυτοπεποίθηση, είχαν κακιές σχέσεις με την οικογένεια τους και δεν είχαν κοινωνική ζωή είτε στο σχολείο είτε στα social media.

Αν δεν καταφέρει να σώσει την Ιφιγένεια - κάτι το οποίο δεν θέλει ούτε να φαντάζεται - θα μπορέσει να εντοπίσει ευκολότερα το επόμενο θύμα και να το προστατέψει από τις άγριες διαθέσεις αυτού του διαταραγμένου ανθρώπου.

Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα σταματήσει τόσο εύκολα να προσπαθεί.

Κοιτάζει το ρολόι του και πίνει μια γουλιά από τον καφέ του. Δεν ξαφνιάζεται καθόλου που μέσα στο περιπολικό μπαίνει η Εύη.

《Έτοιμη;》Την ρωτά ξερά. Χωρίς να λάβει απάντηση ξεκινά το αυτοκίνητο και ρίχνει μια λοξή μάτια στην κοπέλα δίπλα του.

《Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Πέρασαν χρόνια, ήμουν ταραγμένη, η μνήμη μου είχε καταστραφεί. Απλά έχω μια αίσθηση.》Τυλίγει τα χέρια της γύρω από το σώμα της και κλείνει τα μάτια της φανερά αγανακτησμένη. Εκτός όμως από την αγανάκτηση υπάρχει και η αίσθηση της άρνησης. Λες και η νεαρή κοπέλα δεν θέλει πραγματικά να βοηθήσει τους αστυνομικούς.

《Λυπάμαι που τα περνάς ξανά αυτά.》 Αφού την κοιτάζει και καταλαβαίνει πως όλα είναι εντάξει βγάζει από το ντουλάπακι του αυτοκινήτου έναν χάρτη.

《Σημείωσε μου την διαδρομή. Ό,τι θυμάσαι. Ίσως κάποια στοιχεία, τα δέντρα ας πούμε.. οτιδήποτε. Οτιδήποτε μας οδηγήσει σε αυτόν.》Λέει νευρικά και μειώνει ταχύτητα.

《Είχε ένα διώροφο σπίτι απέναντι.. νομίζω σε χρώμα γκρι, ή κίτρινο.. μπορεί και σομόν. Ενώ από την αριστερή πλευρά ήταν ένα άσπρο χαμηλό σπίτι χτισμένο με τσιμέντο. Τα δύο αυτά σπίτια χώριζε ένας φράχτης και ένα μικρό δέντρο. Στα δεξιά του σπιτιού ήταν δρόμος ενώ από την πίσω πλευρά μία μεγάλη έκταση χωραφιών. Πρέπει να καλλιεργούνταν συχνά. Οι ήχοι των μηχανημάτων με κρατούσαν ξύπνια τα βράδια.》

Ο νεαρός αστυνομικός σημειώνει με προσοχή και επιμέλεια τα λόγια της Εύης. Παράλληλα ψάχνει μέσω μιας εφαρμογής του λάπτοπ την προσωμοίωση της πόλης.

《Είμαστε σε καλό δρόμο. Έχω αποκλείσει αρκετές οδούς. Περιέγραψε μου το σπίτι, τον δρόμο, και λίγο πιο περιγραφικά το απέναντι κτήριο.》Η Εύη πιάνει το κεφάλι της και μορφάζει κουρασμένα.

《Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν πρόσεξα το σπίτι απ' έξω. Ίσως γιατί δεν πρόλαβα, ίσως γιατί δεν ήθελα να αντικρίσω τα βασανιστήρια μου. Την δική μου κόλαση. Τον δικό μου δαίμονα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν.. ήταν η σιδερένια πράσινη καγκελόπορτα. Την πόρτα με τα σκαλιστά τριαντάφυλλα, τις καρδιές. Την πόρτα την οποία έκλεισα δυνατά πίσω μου όταν μου δόθηκε η άδεια να φύγω. Και το παράξενο πεζοδρόμιο από κάτω.. ήταν βαμμένο κόκκινο. Κόκκινο σαν αίμα. Και μόλις σήκωνες το κεφάλι στην ευθεία παρακολουθούσες μία γκρεμισμένη κολώνα στην άκρη του σπιτιού. Στήριζε την πόρτα.. την πόρτα του διπλανού σπιτιού.》Από τα μάτια της πέφτουν μερικά δάκρυα και τα χέρια της τρέμουν καθώς χαϊδευει τον χάρτη.

《Εντάξει το βρήκα!》Ψιθυρίζει με μια χαρούμενη χροιά ο αστυνομικός. Ένα ελπιδοφόρο χαμόγελο στολίζει τα χείλη του αλλά αμέσως εξαφανίζεται. Κοιτάζει ντροπιασμένα την Εύη και εντελώς ξαφνικά απλώνει το χέρι του προς το μέρος της. Το τοποθετεί επάνω από το δικό της.

《Σε ευχαριστώ πολύ. Είναι δύσκολο και το καταλαβαίνω απόλυτα. Κάνε λίγη υπομονή.》Μαλακώνει την φωνή του και της χαμογελάει γλυκά.

《Ευχαριστώ.. για.. τις συμβουλές.》Χαμογελάει όσο πιο πειστικά μπορεί και το βλέμμα της ξαναγυρίζει στο τοπίο.

《Θα την βρούμε. Είμαστε πολύ κοντά. Θα την βρούμε και τότε θα τον βάλω στην φυλακή. Θα πάρεις την εκδίκηση που σου αξίζει.》Η Εύη κουνάει θετικά το κεφάλι της.

《Ας ελπίσουμε πως είναι όπως τα λες.》Μουρμουρίζει πιεσμένα.

Αυτά για σήμερα❤

Καταρχάς να πω πως στο βιβλίο υπάρχουν χιλιάδες ανατροπές γι'αυτό δεν θέλω να είστε σίγουροι για τίποτα😈.

Έχω γράψει ως το κεφάλαιο είκοσι εννιά.

Γράψτε μου την γνώμη σας για το κεφάλαιο.

Ελπίζω να σας άρεσε❤

❤ Ina❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top