24. ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

«Σε παρακαλώ, μην με σκοτώσεις. Σε παρακαλώ.»

Η κοκκινομάλλα μαθήτρια συνέχισε να ουρλιάζει και να εκλιπαρεί για την ζωή της, όσο ο στυγνός κατά συρροή δολοφόνος την πλησίαζε με το μαχαίρι του να στάζει από το αίμα του τελευταίου θύματος του. Όλα έδειχναν πως δεν υπήρχε σωτηρία για αυτή. Όσο δυνατά και να φώναζε κανείς δεν μπορούσε να την ακούσει. Στα γαλανά της μάτια φάνηκε η λεπίδα του εγχειριδίου, το οποίο ταξίδεψε πάνω στο λαιμό της από την μία άκρη στην άλλη.

«Μα πόσο γελοίο», αποκρίθηκε ο Τσέις κουνώντας το κεφάλι του. «Πραγματικά περίμενε ότι θα την λυπηθεί μόνο και μόνο επειδή τον παρακάλεσε; Έχει δει πολλούς δολοφόνους να το κάνουν αυτό;»

«Τσέις είναι απλά μια ταινία», του απάντησε η Μέλανη χωρίς να παίρνει τα μάτια της από την οθόνη.

Από όταν έφυγε η Σειρήνα δεν τον είχαμε αφήσει στιγμή μόνο του. Ειδικά εγώ με την Μέλανη περνούσαμε και τα βράδια μας μαζί, ως οι εργένηδες της παρέας. Συζητούσαμε για το μέλλον και βλέπαμε ταινίες στο δωμάτιο μου, κατά προτίμηση θρίλερ. Αποφεύγαμε οτιδήποτε θα περιλάμβανε ρομάντζο και έρωτες, καθώς κανένας μας δεν ήταν σε θέση για τέτοια μελό. Η ζωή μας έφτανε και μας περίσσευε.

«Θα πρέπει όμως να υπάρχει και κάτι ρεαλιστικό», αντιτάθηκε εκείνος.

«Ο Τσέις έχει δίκιο», πήρα το μέρος του μασουλώντας από το αλμυρά σνακ που είχαμε απλώσει πάνω στο κρεβάτι μου. «Σε όλη την σκηνή ήταν ξαπλωμένη και φώναζε βοήθεια. Αν πράγματι ήθελε να σωθεί ας έτρεχε.»

«Μάλλον η ηθοποιός δεν κοιμήθηκε με τον σκηνοθέτη για να την αφήσει τελικά να ζήσει», ανασήκωσε τους ώμους της η Μέλανη. «Και τέλος πάντων είναι απλά μια ταινία», επανέλαβε.

«Αυτό που δεν μου αρέσει καθόλου στα θρίλερ», συνέχισα να εξωτερικεύω τις κοινωνικές μου ανησυχίες «είναι η χαζή νοοτροπία να μπαίνεις στο στόχαστρο του δολοφόνου μόλις χάσεις την παρθενιά σου. Γιατί αυτό το γεγονός να σε προστατεύει ακόμα κι αν είσαι ένας ξιπασμένος, τριχωτός νταής κι αν είσαι υπόδειγμα μαθητού να σκοτώνεσαι από την πρώτη σκηνή επειδή τόλμησες να κάνεις σεξ;»

«Είναι θέμα αγνότητας», μου απάντησε η Μέλανη. «Τόσα θρίλερ έχεις δει. Δεν το έχεις καταλάβει;»

«Το έχω καταλάβει και με ενοχλεί.»

Ο Τσέις γέλασε πνιχτά και βούτηξε ένα πατατάκι. «Το λες επειδή αν παίζαμε σε θρίλερ θα πέθαινες μέσα στα πέντε πρώτα λεπτά.»

«Βλέπετε;», τον υπέδειξα με το χέρι μου. «Γιατί το κρεβάτι μου να κρίνει την έκβαση της ζωής μου;»

«Ίσως οι δολοφόνοι να τους λυπούνται και να τους αφήνουν λίγο ακόμα χρόνο για να απολαύσουν τις χαρές της ζωής», αποκρίθηκε η Μέλανη. «Στο κάτω – κάτω κατά μέσο όροι οι παρθένοι του πρώτου μέρους έχουν χάσει την αγνότητα τους στο δεύτερο, και πεθαίνουν.»

«Ζουν όμως περισσότερο», παρατήρησα. «Τέρμα. Πρέπει να υπάρχει ισότητα ακόμα και στις δολοφονίες.»

«Μην ανησυχείς», ο Τσέις χτύπησε μαλακά τον ώμο μου «Στην πραγματική ζωή δολοφονούνται όλοι ανεξαρτήτως αγνότητας.»

«Αν τελειώσατε, μήπως μπορούμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε την ταινία;», μας ρώτησε η Μέλανη. «Απέχουμε μόνο δυο φόνους μέχρι το τέλος.»

«Φόνους μη παρθένων», μουρμούρισα κι απέφυγα το πλάγιο, απειλητικό βλέμμα της Μέλανη.

Συνεχίσαμε, λοιπόν, την ταινία μέχρι το τέλος της και έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην σχολιάσω. Το πάθαινα γενικά σε όλες τις ταινίες και αδυνατούσα να κρατήσω την γνώμη μου για τον εαυτό μου. Ωστόσο, δεν ήθελα να εξαγριώσω την Μέλανη γιατί με απειλούσε με το χειρότερο τρόπο: θα σηκωνόταν στην μέση της νύχτας και θα μου έτρωγε ό,τι σοκολατένιο είχα αφήσει στο ψυγείο της κουζίνας του παλατιού. Δεν ήθελα να το διακινδυνέψω.

«Λοιπόν», ξεκίνησε ο Τσέις μετά το τέλος της ταινίας. «Τι θέλετε να δούμε τώρα;»

Η Μέλανη σήκωσε στα χέρια της την κασετίνα με τα DVD και ψαχούλεψε για κάποιο νέο φιλμ. «Για να αποφύγουμε γλυκανάλατους ρομαντισμούς, αλλά και για να ανεβάσουμε το επίπεδο μετά από αυτό που είδαμε, τι θα λέγατε για δράματα εποχής; Με λίγη ιστορία μέσα.»

«Πας καλά;», έκρωξε ο Τσέις. «Για να πετάγεται η Ορόρα σε κάθε σκηνή και να λέει αυτό δεν έγινε ακριβώς έτσι και ότι τα ρούχα ή η εμφάνιση των ηθοποιών είναι ανακριβή;»

Εγώ αναφώνησα έκπληκτη σε αυτή την κατηγορία. «Πότε το έκανα αυτό;»

«Σε κάθε ιστορικό δράμα που έχουμε δει μαζί», μου απάντησε ο Τσέις κι έπειτα στράφηκε στην Μέλανη. «Άλλο», έκανε ένα νεύμα με το χέρι του.

«Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ;», πρότεινε η Μέλανη. «Το ξέρω ότι είπαμε όχι αγαπησιάρηκες, αλλά είναι το αγαπημένο μου βιβλίο», πετάρισε τις βλεφαρίδες της παιχνιδιάρικα για να μας πείσει.

«Για να μας λες τότε εσύ πως έγιναν τα πράγματα στο βιβλίο», της απάντησε ο Τσέις.

«Ε διάλεξε εσύ», έριξε την κασετίνα στα πόδια του.

«Εγώ λέω ότι είδαμε αρκετά για απόψε και να κοιμηθούμε», είπα. «Είναι ήδη δύο κι αύριο έχουμε ξενύχτι έτσι κι αλλιώς.»

«Συμφωνώ», αποκρίθηκε ο Τσέις.

Αφού συμφώνησε κι η Μέλανη, έκλεισα τα εξώφυλλα και την τηλεόραση και ξαπλώσαμε οι τρεις μας για να μαζέψουμε δυνάμεις. Αύριο η Μέλανη κι η Μόνι θα χρίζονταν επίσημα νέα μέλη του συμβουλίου και θα γινόταν προς τιμήν τους μια μικρή εκδήλωση. Μέχρι και τον γάμο του Κάρτερ θα είχαμε πολλές τέτοιες στο παλάτι. Για τις συμβούλους, για τον αρραβώνα, για την στέψη κι έπειτα για τον γάμο. Προβλεπόταν γιορτινός μήνας στην Μόιρα, αλλά δυστυχώς απουσίαζε η απαραίτητη ευθυμία. Θα ήμασταν άψυχες μαριονέτες, οι οποίες θα παρουσίαζαν ένα σόου για να ευχαριστήσουμε τους τρίτους. Για εμάς όμως δεν θα είχε καμία σημασία αν θα μας έβλεπε το πλήθος ή αν θα μέναμε κλεισμένες στο κουτί μας.

«Τι λέτε να κάνουν τώρα η Μόνι κι ο Σκοτ», αναρωτήθηκε ο Τσέις μόλις είχαμε ξεκουράσει τα κορμιά μας πάνω στο απαλό στρώμα.

«Μπορείς πάντα να κλειστείς στην ντουλάπα του με την Ορόρα και να μάθεις», απάντησε η Μέλανη.

«Καληνύχτα Μέλανη!»

Εκείνη γέλασε ελαφρά με την αντίδραση μου και αφού με καληνύχτισε πιο ευγενικά από μένα, γύρισε πλευρό και αποκοιμήθηκε. Ο Τσέις ακολούθησε αρκετά γρήγορα, ενώ εγώ έμεινα ξύπνια προσπαθώντας να αποδεχτώ τον ατσούμπαλο ύπνο του. Θα ήταν η τρίτη βραδιά που θα ξαγρυπνούσα εξαιτίας του και δεν το άντεχα. Πήρα λοιπόν το μαξιλάρι μου και σωριάστηκα μπρούμυτα στον καναπέ πέφτοντας κατευθείαν σε ένα βαθύ και απολαυστικό ύπνο.

Ήταν από τις λίγες φορές που η σκληρή πραγματικότητα δεν με στοίχειωνε στα όνειρα μου. Έβλεπα κυρίως αναμνήσεις, καθώς η νοσταλγία μου για το παρελθόν είχε αναπτυχθεί με την στέψη να πλησιάζει. Συνεχώς κοιτούσα παλιές φωτογραφίες και βίντεο καμαρώνοντας τον πατέρα μου και τον Κέλλαν στην δική τους στέψη, με αποτέλεσμα να έχω την ίδια εικόνα και στον ύπνο μου. Θα ήταν πολύ όμορφα αν έστω κάποιος από τους δύο ήταν ζωντανός για να μας συντροφεύει σε αυτή την μεγάλη μέρα. Το ιδανικό βέβαια θα ήταν να είχα και τους δυο στο πλευρό μου, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα ουσιαστικά νωρίς το μεσημέρι. Η Μέλανη κι ο Τσέις δεν βρίσκονταν στο δωμάτιο, οπότε δεν με είδαν να πέφτω από τον καναπέ, όταν τεντώθηκα ξεχνώντας ότι δεν ήμουν στο κρεβάτι μου. Είχα γλιτώσει έναν εξευτελισμό για σήμερα ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Όταν ντύθηκα και φτιάχτηκα όπως – όπως, κατέβηκα στο επίσημο καθιστικό, όπου ο Τσέις έδειχνε στους φίλους μας, στον Αλφόνσο και στον Ενρίκε μια φωτογραφία γελώντας μέχρι δακρύων. Μόλις τους πλησίασαν γέλασαν πιο πολύ μεγαλώνοντας την περιέργεια μου.

«Τι είναι τόσο αστείο;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι ελαφρώς φοβισμένη για το τι συνέβαινε.

«Ω, Ορόρα», κούνησε το κεφάλι του ο Σκοτ. «Πού μπορώ να αγοράσω το ίδιο εσώρουχο;»

Ωχ. Τι έβλεπαν;

Βούτηξα αμέσως το κινητό του Τσέις για να δω επιτέλους για ποιο λόγο γελούσαν. Αυτό που αντίκρισα έκανε τα μάγουλα μου να κοκκινίσουν από ντροπή. Ο Τσέις με είχε τραβήξει φωτογραφία όσο κοιμόμουν μπρούμυτα στον καναπέ. Είχε φροντίσει να φαίνεται όλο το πίσω μέρος μου, και το ελαφρώς κατεβασμένο μου σορτς, που αναδείκνυε το όχι και τόσο ενήλικο εσώρουχο μου.

«Ελπίζω να έχεις κάνει την διαθήκη σου», γρύλισα.

Εκείνος γέλασε δυνατά επηρεάζοντας και τους υπόλοιπους.

«Ξαδερφούλα» αποκρίθηκε ο Αλφόνσο παίρνοντας το κινητό του Τσέις στα χέρια του «Καταλαβαίνεις ότι με αυτό σε έχουμε στο χέρι.»

«Είναι ανεκτίμητη», σχολίασε ο Ενρίκε.

«Εγώ προτείνω να την κάνουμε γιγαντοαφίσα», είπε η Μέλανη.

«Ναι», μουρμούρισα «Δίπλα από το πτώμα του Τσέις, από το οποίο θα στάζει κάθε ζωτικό όργανο που δεν έχω κομματιάσει με ψαλίδι.»

Ο Τσέις πήρε μια έκφραση αποστροφής κι οι υπόλοιποι σοκαρίστηκαν ελαφρώς με τα λόγια μου.

«Πρέπει να είσαι πάντα τόσο περιγραφική;», απόρησε ο Τσέις.

«Αρκετά», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο. «Μην κοροϊδεύετε άλλο την Ορόρα. Αυτά είναι προνόμια της στενής οικογένειας.»

«Αυτό είναι άδικο», σχολίασε ο Σκοτ.

Εγώ προσπάθησα να τους αγνοήσω στρέφοντας την προσοχή μου στην Μέλανη και στην Μόνι. «Είστε προετοιμασμένες για σήμερα;»

Εκείνες ένευσαν γρήγορα με τον ενθουσιασμό ζωγραφισμένο σε κάθε γωνία των προσώπων τους.

«Θα γράψουμε ιστορία στο συμβούλιο», αποκρίθηκε η Μόνι απλώνοντας τα χέρια της για να δώσει έμφαση.

«Βασικά μιλούσα για την εκτέλεση του Τσέις, αλλά χαίρομαι που είστε και γι' αυτό έτοιμες»

Εκείνος χαχάνισε και πέρασε το χέρι του γύρω μου σπρώχνοντας με κοντά του. «Μ' αγαπάς και το ξέρεις.»

«Θα πεθάνεις αργά και βασανιστικά, και το ξέρεις», του απάντησα με τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος μου.

Για να με καλοπιάσει ετοίμασε, ή βασικά έβαλε να ετοιμάσουν, ένα πλούσιο πρωινό, ενώ έπλυνε και την Καταλίνα για να το αφαιρέσει από το πρόγραμμα μου. Φαινόταν πρόθυμος να με υπηρετεί όλη μέρα για να μου περάσει ο θυμός, οπότε σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να το εκμεταλλευτώ για να κάθομαι μέχρι το βράδυ. Ωστόσο, όταν δεν είχα με κάτι να απασχοληθώ το μυαλό μου γύριζε στο φιλί μου με τον Κάρτερ στον πύργο του παλατιού. Η ανάμνηση αυτή δεν ήταν καθόλου ευχάριστη παρά το πάθος εκείνης της στιγμής, γιατί συνοδευόταν με την αποκαρδιωτική αλήθεια. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από το γεγονός ότι με αυτό το φιλί ο Κάρτερ κατάλαβε πως η μία για εκείνον ήταν η Κέιζα κι όχι εγώ. Καλύτερα λοιπόν να εξουθενωνόμουν με αγγαρείες για να ξεχαστώ παρά να με υπηρετεί ο Τσέις, μολονότι το δεύτερο ήταν πιο σπάνιο και από την γαλάζια σελήνη.

Η σάλα χορού χρειαζόταν μερικές λεπτομέρειες για να τελειοποιηθεί γι' αυτό και βρήκα εκεί διέξοδο. Ο Κάρτερ μάλιστα δεν είχε φανεί πουθενά, οπότε για τώρα ήμουν εντάξει. Το βράδυ δεν θα ήταν εύκολο να τον αγνοήσω, αλλά θα υπήρχε τόσος κόσμος με τον οποίο θα έπρεπε να ασχοληθώ. Θα μπορούσα να αποφύγω μεμονωμένες στιγμές, που θα οδηγούσαν σε ένα ακόμα παραστράτημα. Για αυτή την ζωή είχα άλλωστε κάνει αρκετά. Ανέβηκα λοιπόν σε μία σκάλα κι άρχισα να ξεκρεμάω τις κουρτίνες για να φαίνεται όλη η καλοκαιρινή Μόιρα από την αίθουσα.

«Περίμενε, περίμενε», άκουσα την φωνή του Ντιμίτρι από πίσω μου. «Να σε βγάλω μια φωτογραφία», έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του κι εγώ αναστέναξα βαθιά.

«Υπάρχει κάποιος στο παλάτι που να μην έχει δει τον πισινό μου;», αναρωτήθηκα απηυδισμένη.

«Αμφιβάλλω», μου απάντησε εκείνος γελώντας.

«Ο Τσέις είναι...», τα λόγια μου πάγωσαν στο στόμα μου μόλις γύρισα για να αντικρίσω τον Ντιμίτρι.

Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του απορημένος με την ξαφνική μου αντίδραση.

«Πού πήγαν τα μαλλιά σου;», τον ρώτησα χαμηλόφωνα.

Αμέσως ψηλάφισε το κεφάλι του τρομαγμένος κι όταν ένιωσε τις τρίχες του ξεφύσησε ανακουφισμένος.

«Ακόμα εδώ είναι», μου απάντησε.

«Κουρεύτηκες;»

Κάποτε τα μαλλιά του έφταναν μέχρι τους ώμους του, όμως τώρα είχαν ψαλλιδισθεί σε ένα κοντό κούρεμα με μία μακριά φράντζα να πέφτει προς τα πίσω με την βοήθεια ζελέ.

«Ναι», μου απάντησε χαμογελώντας. «Είπα να πειραματιστώ.»

«Σου πάει πολύ», αποκρίθηκα. «Σε δείχνει νεώτερο.»

«Εγώ πήγαινα για κάτι πιο μεγαλίστικο», ανασήκωσε τους ώμους του. «Θέλεις βοήθεια με αυτό;», υπέδειξε την κουρτίνα.

«Όχι, τα καταφέρνω», του απάντησα. «Αλλά κάνε μου μια χάρη. Όταν ξαναδείς τον Τσέις πες του ότι δεν θα συνεχίσει να έχει κινητό για πολύ. Ή χέρια. Ή και τα δύο.»

«Εντάξει», ένευσε γελώντας. «Θα τον ενημερώσω.»

Εγώ συνέχισα την δουλειά μου μέχρι να απογυμνώσω κάθε παράθυρο από τις βαριές χειμωνιάτικες κουρτίνες και το φως εισέβαλε μέσα στην αίθουσα σαν χείμαρρος. Κάθε γωνία του δωματίου έλαμψε από τις δυνατές ακτίνες, οι οποίες αποκάλυπταν και την παραμικρή λεπτομέρεια των τοιχογραφιών. Χάζεψα για λίγο τον χώρο, καθώς ποτέ δεν τον είχα παρατηρήσει με τόσο φως να τον αναδεικνύει. Οι ζωγραφιές φάνταζαν ακόμα πιο μεγαλειώδεις και άρχισα να τις επεξεργάζομαι αρκετά σαστισμένη από την τεχνική και την επιλογή χρωμάτων. Εγώ ήμουν ανίδεη στο ζήτημα της ζωγραφικής και το περισσότερο που μπορούσα να σχεδιάσω ήταν έναν καθόλου στρογγυλό ήλιο. Στην σκέψη αυτή το βλέμμα μου σταμάτησε στην τελευταία σκηνή, η οποία δεν ήταν άλλη από την απεικόνιση της μεγάλης μας προφητείας. Την πλησίασα αρκετά για να μπορώ να την διακρίνω όσο πιο καθαρά γινόταν.

Ήταν η πρώτη φορά που την κοιτούσα με την υποψία ότι η βασίλισσα κάτω από τον ήλιο, ήμουν εγώ. Ο σχηματισμός του σώματος της ήταν διαφορετικός από τον δικό μου. Η μέση της ήταν πιο ανοιχτή από την δική μου, ενώ τα ρούχα της παραήταν μεσαιωνικά. Τέτοιες παραδοσιακές φορεσιές είχαν παραμείνει ελάχιστες, ενώ το συγκεκριμένο φόρεμα δεν υπήρχε πουθενά, ούτε καν στον πύργο. Τα μαλλιά της καλύπτονταν από ένα άσπρο πέπλο και πάνω δέσποζε ένα χρυσό στέμμα. Για την ακρίβεια το στέμμα της σειράς μου. Το βλέμμα της ήταν χαμηλωμένο και δεν φαινόντουσαν τα μάτια της. Το ίδιο ίσχυε και για τον βασιλιά δίπλα της, ο οποίος δεν μπορούσα να παραβλέψω το γεγονός ότι είχε ξανθά μαλλιά. Το κορμί του ήταν επίσης τυλιγμένο με μεσαιωνικά ενδύματα, και στο κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο το στέμμα της γενιάς του Γουλιέλμου και επομένως του Κάρτερ. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους μου θύμιζαν τα δικά μας, αλλά έβαλα έναν φραγμό, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως τον κοιτούσα καθαρά υποκειμενικά.

Ο ήλιος και το φεγγάρι ήταν ενωμένα ακριβώς από πάνω τους. Το πρώτο μισό ήταν πάνω από την βασίλισσα και το δεύτερο πάνω από τον βασιλιά. Αυτό επίσης επιβεβαίωνε την θεωρία της Μέλανη, καθώς εγώ ήμουν ο ήλιος κι ο Κάρτερ το φεγγάρι. Εκείνο όμως που κατάφερε να με πείσει ήταν οι προηγούμενοι βασιλείς. Ποτέ μου πριν δεν είχα απαριθμήσει πόσοι πρόγονοι μου ήταν ζωγραφισμένοι εδώ. Οι τοιχογραφίες είχαν ολοκληρωθεί δύο αιώνες νωρίτερα, οπότε και δεν ήταν γνωστοί οι βασιλείς μέχρι εμένα και τον Κάρτερ. Ωστόσο, από ότι φαινόταν για κάποιους ήταν και συγκεκριμένα για το νταμπίρ που συνέχισε το έργο από την Μαργαρίτα και τον Φίλιππο μέχρι σήμερα. Δεν θυμόμουν το όνομα του, αλλά εκείνη την στιγμή δεν με απασχολούσε αυτό.

Βηματίζοντας αργά και με την αμέριστη προσοχή μου στο καλλιτέχνημα μπροστά μου, επεξεργάστηκα τις δυο φιγούρες πριν την προφητεία. Επρόκειτο για δύο άντρες ντυμένους με τα επίσημα βασιλικά τους ενδύματα. Ο ένας ήταν πορφυρά ντυμένος κι ο άλλος έσφυζε από τα σμαραγδένια χρώματα. Δεν μπορούσα να μην δω μέσα τους τον πατέρα μου και τον Κέλλαν. Πριν από εκείνους ήταν ζωγραφισμένοι μια γυναίκα και ένας άντρας με ίδια χρώματα. Η Ελεονόρα κι ο παππούς μου σκέφτηκα. Έπειτα αντίκρισα τον Κορνήλιο και τον Στέφανο και ου το καθεξής. Το μέρος δεν είχε καμία διαφορά με τον διάδρομο των βασιλέων, καθώς έβλεπα μπροστά μου όλους τους μέχρι στιγμής βασιλείς μας.

Όποιος είχε τελειοποιήσει τις τοιχογραφίες δεν περιοριζόταν μονάχα σε ζωγραφικές δεξιοτεχνίες. Θα πρέπει να κατείχε κι άλλες ικανότητες τις οποίες αξιοποίησε στο έπακρον. Ήξερε τι θα συνέβαινε στους επόμενους δύο αιώνες και το αποτύπωσε μέσα στην σάλα δίνοντας στους σύγχρονους του μια γεύση από το μέλλον. Εγώ όμως έβλεπα το παρελθόν και ίσως το άμεσο μέλλον. Το μοτίβο τελικά δεν ήταν καθόλου τυχαίο κι όλα αυτά μου δημιούργησαν μια δυνατή ημικρανία. Το ένστικτο της περιέργειας μου όμως δεν μου επέτρεψε να παρατήσω το ζήτημα τόσο απλά. Για αρχή ήθελα πάση θυσία να θυμηθώ το όνομα του συγκεκριμένου καλλιτέχνη για να τον μελετήσω και να μάθω αν πράγματι μπόρεσε και είδε όλα αυτά που ζωγράφισε ή αν τα άκουσε από κάποιον άλλον. Πάντως σίγουρα δεν ήταν τυχαίες οι επιλογές του.

Εκείνος που ήξερε τα πάντα για τέχνη και ζωγραφική ήταν ο Αλφόνσο. (Εντάξει, κι ο Κάρτερ, αλλά δεν ήμασταν και στις καλύτερες συνθήκες) Ανέβηκα γρήγορα στο δωμάτιο του, όπου με υποδέχτηκε με ένα ακόμα καυστικό σχόλιο για την ρεζιλευτική φωτογραφία μου. Εγώ τον αγνόησα και μπήκα κατευθείαν στο θέμα, γιατί δεν είχα και πολύ χρόνο στην διάθεση μου. Είχαμε και μια υποχρέωση για απόψε.

«Θα είμαι σύντομη και θέλω να κάνεις κι εσύ το ίδιο», ξεκίνησα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου. «Ξέρεις πολλά από τέχνη γι' αυτό και θα ήθελα να μου θυμίσεις το όνομα του ζωγράφου που ολοκλήρωσε τις τοιχογραφίες στην σάλα χορού.»

«Ναι. Χάρι Χιλ. Παρακαλώ.»

Εγώ έσμιξα τα φρύδια μου με την αλλόκοτη απάντηση του.

«Μου είπες να είμαι σύντομος», εξηγήθηκε.

Γέλασα ελαφρά και ένευσα. «Σ' ευχαριστώ. Α και επίσης μίλησα με την Μόνι...»

«Το ήξερα», ξεφύσησε διακόπτοντας με. «Δεν μπορεί κανένας να κάνει μερικές ερωτήσεις από απλό ενδιαφέρον; Απλώς ήθελα να ξέρω το ποιόν της Ιλόνα. Είναι στο συμβούλιο και φίλη της ξαδέρφης μου και δεν γίνεται να μην γνωρίζω πράγματα για εκείνη. Μέχρι στην Βρίλυ ήρθε μαζί μας. Κι αμέσως η Μόνι να το παρεξηγήσει. Δεν είναι κατάσταση αυτή με την καχυποψία σας.»

Σε όλη την διάρκεια της αυτοαποκάλυψης του μασουλούσα τα ούλα μου για να καταπνίξω γέλια. Η Μόνι δεν είχε πει απολύτως τίποτα σεβόμενη το γεγονός ότι προς το παρόν η προσοχή μας ήταν στον Τσέις, αλλά ο Αλφόνσο με διαφώτισε από μόνος του. Φαίνεται ότι εκείνη η βραδιά στο χορό αποφοίτησης έδειξε στον ξάδερφο μου ένα ενδιαφέρον μονοπάτι, το οποίο αγνοούσε μέχρι στιγμής.

«Η Μόνι μου είπε», συνέχισα αυτό που δεν με άφησε να πω προτού αρχίσει να παραληρεί «ότι της έδωσες το κοστούμι σου για την στέψη για να στο στενέψει κι ήρθα να σου πω πως σου βρήκα άλλο, πιο βασιλικό.»

Παρέμεινε ακέραιος παρόλη την αποκάλυψη και αρκέστηκε σε έναν καθάρισμα του λαιμού του.

«Σ' ευχαριστώ», αποκρίθηκε χαμηλώνοντας το βλέμμα του.

Εγώ απλώς ένευσα και δεν συνέχισα το θέμα. Για να μην είχε πει τίποτα προφανώς δεν ένιωθε έτοιμος να το συζητήσει. Θα σεβόμουν την απόφαση του, καθώς δεν ήμουν και σε θέση για σοβαρή συζήτηση. Μετά από την γκάφα του αν άνοιγα το στόμα μου θα λυνόμουν στα γέλια και θα ένιωθε πολύ άσχημα.

Έφυγα λοιπόν για το δωμάτιο μου γνωρίζοντας το όνομα του ζωγράφου και το νέο καρδιοχτύπι του Αλφόνσο κι ετοιμάστηκα για την χρίση της Μέλανη και της Μόνι. Ήθελα να ντυθώ απλά για να μην τραβήξω τα βλέμματα από εκείνες. Φόρεσα λοιπόν μια απλή, μακριά, μπλε τουαλέτα με κοντά μανίκια κι ένα μικρό σκίσιμο στην πλάτη. Τα μαλλιά μου τα μάζεψα σε ένα χαμηλό κότσο και τα στόλισα με ένα κομψό και σεμνό διάδημα. Το δαχτυλίδι της Χόουπ έδενε όμορφα με το ένδυμα μου κάνοντας μια χαμηλή αντίθεση από το χρώμα. Ωστόσο, δεν ήταν και αδιάφορα μεταξύ τους, καθώς το ένα άνηκε στον οίκο των Ριντ και το άλλο των Μάρεϊ. Για να τιμήσω όμως και τον δικό μου, το μικρό ρουμπίνι στο διάδημα μου με βοηθούσε πολύ.

Έτοιμη να είμαι μάρτυρας της επίσημης ενηλικίωσης των δύο μου φίλων κατέβηκα στην αίθουσα των συμβουλίων, όπου θα λάμβανε χώρα η τελετή. Σύντομα γέμισε με τα μέλη του συμβουλίου, τον Κάρτερ, ο οποίος φορούσε το διάδημα των είκοσι δύο καρατιών, την Άννα, τον Αλφόνσο και τον Ενρίκε, φρουρούς έμπειρους, τον Ντιμίτρι αλλά και τον Σκοτ με τον Τσέις. Δεν θα μπορούσαν να λείψουν από αυτή την τελετή. Το ίδιο ίσχυε και για την Σάρα με την Οκτόμπερ, οι οποίες στάθηκαν δίπλα μας, βαθιά συγκινημένες για την Μόνι.

«Πώς αισθάνεστε;», τις ρώτησα χαμηλόφωνα.

«Είμαι τόσο περήφανη για εκείνη», μου απάντησε η Οκτόμπερ.

«Νομίζω ότι θα βάλω τα κλάματα», πρόσθεσε η Σάρα.

Εγώ με τον Κάρτερ γελάσαμε ελαφρά και την καθησυχάσαμε πως μερικά μητρικά δάκρυα δεν θα παρεξηγούνταν. Ήταν κάτι άλλωστε που θα θέλαμε να είχαμε κι οι δυο μας στην δική μας επίσημη χρίση.

Σύντομα οι δυο νεαρές προσθήκες προχώρησαν μέσα στην αίθουσα λαμπρές και απαστράπτουσες με τουαλέτες στις αποχρώσεις των ματιών τους. Η καρδιά μου σκίρτησε αντικρίζοντας τες ένα βήμα πριν την μεγάλη τους στιγμή. Ήθελα κι εγώ να βάλω τα κλάματα από την συγκίνηση μου.

«Μπορούμε να ξεκινήσουμε», ο Σον ως το γηραιότερο μέλος κήρυξε την έναρξη της τελετής κι όλοι μας σηκωθήκαμε όρθιοι. Για την ακρίβεια ο Τσέις, γιατί ήταν ο μόνος που καθόταν.

Η Μέλανη και η Μόνι στάθηκαν μονάχες τους από την μια πλευρά του τραπεζιού, ενώ από την άλλη βρίσκονταν τα υπόλοιπα μέλη. Στην μέση ήταν το τοποθετημένο το βιβλίο των νόμων μας. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα συμβολισμό: Ο όρκος τους πάνω στους νόμους ήταν τα όρια που τους χώριζαν από το να προχωρήσουν στην απέναντι μεριά. Αυτό όμως θα άλλαζε σε λίγα λεπτά.

«Τοποθετήστε τα χέρια σας πάνω στο βιβλίο της νομοθεσίες», συνέχισε την καθοδήγηση ο Σον.

Εκείνες προχώρησαν μπροστά και γονάτισαν με τα χέρια τους πάνω στο βιβλίο.

Η Άννα είχε σταυρώσει τα χέρια της μπροστά από το στήθος και τα μάτια της άστραφταν. «Μοιάζει τόσο πολύ με τον πατέρα σας αυτή την στιγμή», ψιθύρισε στον Κάρτερ κι ένα μελαγχολικό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.

«Μονίκ Αντέλα Τζόνσον», στράφηκε πρώτα στην Μόνι «ορκίζεσαι να υπηρετείς μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του βασιλικού συμβουλίου αυτούς τους νόμους και να θέτεις τις υπηρεσίες σου στο στέμμα, όποτε σου ζητηθεί, πέραν προσωπικών διαφορών και με κάθε δυνατή αμεροληψία;»

«Ορκίζομαι», απάντησε εκείνη.

Η Σάρα αναστέναξε χαρούμενη και περήφανη, ενώ η Οκτόμπερ της έκλεισε το μάτι, μόλις μας έριξε μια κλεφτή ματιά.

«Μέλανη Άνναμπελ Μάρεϊ», ακολούθησε η σειρά της πριγκίπισσας μας «ορκίζεσαι να υπηρετείς μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του βασιλικού συμβουλίου αυτούς τους νόμους και να θέτεις τις υπηρεσίες σου στο στέμμα, όποτε σου ζητηθεί, πέραν προσωπικών διαφορών και με κάθε δυνατή αμεροληψία;»

«Ορκίζομαι», αποκρίθηκε σχεδόν τραγουδιστά.

Ο Κάρτερ δάγκωσε ελαφρώς το κάτω χείλος του κοιτάζοντας όλο καμάρι την μικρή του αδερφή. Μπορεί να ήμουν θυμωμένη μαζί του, αλλά αυτή η στοργική του εικόνα με γαλήνεψε.

«Σηκωθείτε τώρα», είπε ο Σον «Από τώρα και μέχρι την τελευταία σας πνοή ανήκετε στο βασιλικό συμβούλιο. Είθε η θητεία σας να είναι μακρόχρονη και πάνω από όλα να στηρίζεται στην σοφία και την ευφυΐα σας. Ελάτε.»

Οι δυο τους ένευσαν ελαφρά σαν μια υπόκλιση κι έπειτα πήγαν και στάθηκαν δίπλα τους. Πλέον δεν τους χώριζε τίποτα από το συμβούλιο. Τώρα η Μέλανη κι η Μόνι ήταν επίσημα μέλη του.

Τις χαρίσαμε το πιο δυνατό μας χειροκρότημα μεγαλώνοντας την συγκίνηση τους. Κρατιόντουσαν χέρι – χέρι και δεν μπορούσαν να πιστέψουν το νέα τους θέση. Το περίμεναν κι οι δυο τους από το γυμνάσιο και τώρα το όνειρο τους γινόταν πραγματικότητα. Κι η δική τους ευτυχία ήταν και δική μου.

Έπειτα τα διαδικαστικά ήταν απλά και γρήγορα και με μία υπογραφή από μένα και τον Κάρτερ κι εκείνες τις δύο, η επισημοποίησε είχε λήξει. Ακολουθούσε μια μικρή δεξίωση με όλους τους παρευρισκόμενους στην σάλα. Η απουσία των κουρτινών επέτρεπαν το φεγγάρι και τα άστρα να παρουσιάζονται μπροστά μας σαν να επρόκειτο για πίνακα ζωγραφικής. Με την συνοδεία της απαλής μουσικής που προσέφερε η ορχήστρα το τοπίο γινόταν πιο ειδυλλιακό και θα μπορούσε να είχε βγει από κάποια ταινία.

Η Μέλανη κι η Μόνι δέχονταν από όλους συγχαρητήρια με την Σάρα και την Άννα δίπλα τους. Τότε βρήκα την ευκαιρία και απομονώθηκα με την Οκτόμπερ σε μια γωνία θέλοντας να της δώσω κάτι.

«Τώρα είναι δική σου σειρά να διαλέξεις καριέρα», την σκούντηξα μαλακά στον ώμο.

«Αυτό θα είναι δύσκολο», μουρμούρισε.

«Ω, γιατί;», έσμιξα τα φρύδια μου.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα ήθελα να γίνω γιατρός σαν την μαμά και να βοηθάω τους κατοίκους της Μόιρα. Από την άλλη σκέφτομαι σοβαρά να ασχοληθώ με την βιολογία. Θα ήθελα να μελετήσω πολύ τα νταμπίρ και κυρίως να ειδικευτώ στο ζήτημα της μαγείας με την μεγαλύτερη φιλοδοξία φυσικά να απαντήσω στο άλυτο ερώτημα πώς στα κομμάτια εμφανίστηκε αυτή η ικανότητα στο είδος μας.»

«Οκτόμπερ»,αναφώνησα. «Αυτό ακούγεται φοβερό. Αν πραγματικά αποφασίσεις το δεύτερο θα χαρώ πολύ να χρηματοδοτήσω τις έρευνες σου.»

Μακάρι πράγματι μια μέρα να δινόταν η απάντηση στο αιώνια αυτό ερώτημα. Η Οκτόμπερ φαινόταν να το έχει σκεφτεί πολύ καλά και η έλξη της στην βιολογία ήταν μεγαλύτερη από ότι στην ιατρική.

«Το ξέρω», χαμογέλασε. «Αλλά αμφιταλαντεύομαι ακόμα.»

«Έχεις ένα χρόνο να αποφασίσεις. Στο μεταξύ», έφερα το χέρι μου μπροστά μέσα στο οποίο κρατούσα έναν φάκελο. «Αυτό είναι ένα δώρο από μένα», τέντωσα το χέρι μου μπροστά προσφέροντας τον.

«Ορόρα», ψέλλισε. «Δεν έπρεπε. Τι είναι;», με ρώτησε την στιγμή που το πήρε.

«Ένα αεροπορικό εισιτήριο για Γαλλία», της απάντησα.

Τα έκπληκτα μάτια της έπεσαν πάνω μου και σταμάτησε από το άνοιγμα του φακέλου.

«Δεν σου έβγαλα επιστροφής», συνέχισα. «Αυτό θα το αποφασίσεις μόνη σου. Εγώ έχω μιλήσει με την θεία μου και τον Γκασπάρ και ανυπομονούν να σε φιλοξενήσουν. Επίσης, το έχω πει και στην μητέρα και στην αδερφή σου, οπότε σε γλίτωσα από τον κόπο να ζητήσεις άδεια.»

«Δεν ξέρω τι να πω», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα.

«Να μην πεις τίποτα. Να βιαστείς να μαζέψεις τα πράγματα σου, γιατί φεύγεις σε τρεις μέρες. Σκέφτηκα ότι μπορεί να θέλεις να είσαι στην στέψη.»

«Φυσικά και θέλω. Ορόρα σε ευχαριστώ πάρα πολύ», τύλιξε τα χέρια της γύρω μου σφίγγοντας με στην γεμάτη ευγνωμοσύνη αγκαλιά της.

«Μην με ευχαριστείς», της απάντησα μόλις απελευθερώθηκα από το άγγιγμα της. «Είναι προφανές ότι η φλόγα μεταξύ σας δεν έχει σβήσει. Ποια είμαι εγώ να μπει εμπόδιο στον έρωτα σας;»

Η Οκτόμπερ έριξε μια ματιά στον Κάρτερ και την Κέιζα, η οποία μόλις είχε έρθει για να δειχτεί σαν ακριβό διαμάντι. Φυσικά με την πρώτη ευκαιρία αναδείκνυε το φανταχτερό δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Ο Κάρτερ δεν φαινόταν το ίδιο ενθουσιασμένος μαζί της, αλλά δεν ήταν και δυστυχισμένος.

«Πραγματικά λυπάμαι που εσύ κι ο Κάρτερ δεν τα καταφέρατε», πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους. «Πίστευα σε αυτή την σχέση κι ας ήταν ξαφνική.»

«Ακριβώς επειδή ήταν ξαφνική δεν κατάφερε να λειτουργήσει», υπενθύμισα στον εαυτό μου κοιτάζοντας τον με την πρώην και νυν αρραβωνιαστικιά του. «Σήμερα όμως είναι η μέρα των κοριτσιών. Δεν θα το χαλάσουμε.»

«Όχι», μου χαμογέλασε και επιστρέψαμε στο πλήθος.

Μόλις η Μέλανη κι η Μόνι σταμάτησαν να πνίγονται από συνεχή συγχαρητήρια και το πεδίο ήταν ελεύθερο της πλησίασα κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση.

«Σύμβουλοι μου», αποκρίθηκα.

«Βασίλισσα μας», απάντησε η Μόνι και ανταπέδωσαν την υπόκλιση.

«Το πιστεύετε;», της ρώτησα τελειώνοντας με τις χαζές επισημότητες.

Εκείνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κούνησαν γελώντας το κεφάλι τους.

«Φοβάμαι πως θα ξυπνήσω και θα βρεθώ στην τάξη με τον Όσκαρ», μου απάντησε η Μέλανη.

Ο Όσκαρ ήταν ο γιος του κύριου Μίλερ και είχε συμβάλλει στην εκπαίδευση των κοριτσιών. Αυτό όμως άνηκε στο παρελθόν, κάτι που δεν παρέβλεψα να αναφέρω.

«Και σήμερα γράφουμε το μέλλον», συνέχισα και τα μάτια μου σταμάτησαν πάνω στην καλλιτεχνική απαθανάτιση της μεγάλης μας προφητείας. «Αυτά τα δύο άλλωστε συγχέονται σε αυτό το δωμάτιο», ψιθύρισα για να μην με ακούσουν.

Η Μέλανη έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα με πρόσεχε, καθώς το βλέμμα της ταξίδευε μέσα στο δωμάτιο, κάτι που δεν παρατήρησα μόνο εγώ.

«Τι κοιτάς εσύ;», την σκούντηξε η Μόνι.

«Τίποτα», απάντησε θέλοντας να το παίξει αδιάφορη, αλλά δεν ήταν και άσος στα ψέματα. Μάλλον δεν είχε κληρονομήσει το χάρισμα όπως ο αδερφός της. «Απλώς δεν μπορώ να συνηθίσω τον Ντιμίτρι με το καινούριο του κούρεμα. Είναι λες κι είναι άλλο νταμπίρ.»

«Δεν άλλαξε και τόσο δραματικά», παρατήρησε η Μόνι. «Αλλά τον προτιμώ περισσότερο έτσι.»

«Κι εγώ», συμφώνησα.

Η Μέλανη συνέχισε να τον παρακολουθεί και μου φάνηκε πως δεν μας είχε ακούσει. Το επόμενο σχόλιο της όμως δεν επιβεβαίωνε κάτι τέτοιο.

«Είναι πολύ σέξι», μουρμούρισε τραβώντας τα σαστισμένα βλέμματα μας.

Φάνηκε να μετανιώνει αμέσως, όχι γι' αυτό που είπε, αλλά για το γεγονός ότι το εξωτερίκευσε. Ωστόσο, αποφάσισε να μην συνεχίσει και άλλαξε το θέμα. Πολύ Αλφόνσο εξέπεμπε σήμερα!

«Κι η δική σου μεγάλη μέρα πλησιάζει», στράφηκε σε μένα. «Πώς νιώθεις γι' αυτό;»

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου ψάχνοντας μια λέξη για να περιγράψω τα συναισθήματα μου. Μία λέξη όμως ποτέ δεν μου ήταν αρκετή.

«Έτοιμη να ιδρώσω σαν τυρί μέσα στην αποπνικτική μου στολή», είπα τελικά.

Οι δυο τους γέλασαν, ενώ η Μόνι μου έτριψε την ράχη συμπονετικά.

«Μπορώ να την αλλάξω αν θέλεις», μου πρότεινε. «Να σου μαζέψω τα μανίκια ή τίποτα τέτοιο.»

«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν θέλω να του κάνω περισσότερες μετατροπές.»

«Να μην είχες τόσο λεπτή μέση», αποκρίθηκε η Μέλανη. «Και δεν θα το άλλαζες καθόλου και δεν θα σε ζηλεύαμε.»

«Συγγνώμη που γεννήθηκα έτσι», απάντησα.

«Συχωρεμένη», είπε η Μόνι κι έπειτα κοίταξε την Μέλανη. «Δεν υπάρχει κάποιος πλάγιος τρόπος», έκλεισε το μάτι της «για να την κάνουμε να νιώσει πιο άνετα;»

Η Μέλανη σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη της και πήρε την σκεπτόμενη έκφραση της. «Κάτι θα κάνουμε.»

«Παιδιά», παρενέβη «Δεν χρειάζεται να σπαταληθεί ενέργεια για κάτι τόσο ασήμαντο.»

Η Μόνι έφερε το δάχτυλό της στα χείλη της υποδεικνύοντας μου να μην μιλήσω άλλο. «Κανείς δεν σε ρώτησε.»

«Μα πως τόλμησα!»

Εκείνες γέλασαν κι έπειτα αναμειχθήκαμε μαζί με τους καλεσμένους. Η παρουσία όλων αυτών με βοήθησε στο να αποφύγω τον Κάρτερ, όλο το βράδυ με τρανή επιτυχία. Κάθε φορά που ένιωθα ότι ήταν έτοιμος να με πλησιάσει σχεδόν έτρεχα στο κοντινότερο μου νταμπίρ και του έπιανα την κουβέντα. Είχα κυριολεκτικά μιλήσει με τους πάντες εκτός από εκείνον. Άλλωστε η Κέιζα ήταν προσκολλημένη πάνω του κι ήταν αδύνατο να μιλήσουμε χωρίς να ανακατευτεί. Έτσι γλίτωνα διπλή αναστάτωση και κέρδιζα διασκέδαση και ψυχαγωγία.

«Έχει φτάσει κι η δική μας μέρα», αποκρίθηκα στον Ντιμίτρι μόλις στάθηκα δίπλα του. «Σύντομα θα σου απευθύνονται κι εσένα με την επίσημη ονομασία σου.»

«Ακόμα και τότε Ντιμίτρι θα με λένε», μου απάντησε.

«Δεν είσαι καθόλου αστείος», μόρφασα. «Ξέρεις», ήπια μια γουλιά από το ποτό μου έχοντας το βλέμμα μου ευθεία μπροστά στην Μέλανη, η οποία μιλούσε με τον Σον και την Άννα «τώρα που δεν υπάρχει κανένας Νέιθαν στην μέση έχεις το πεδίο ελεύθερο.»

Εκείνος δεν δίστασε να ακολουθήσουν τα μάτια του την ίδια πορεία με τα δικά μου και ουσιαστικά την αγκάλιαζε με το πόσο τρυφερά την κοιτούσε. Έλιωνε πραγματικά για χάρη της.

«Γιατί να κοιτάξει εμένα;», αναρωτήθηκε.

«Κι αν σου έλεγα ότι το έχει κάνει ήδη;»

Μισόκλεισε τα μάτια του απορημένος και κατάφερε να πάρει τα μάτια του από πάνω της για να στρέψει σε μένα την προσοχή του. «Τι εννοείς;»

«Λοιπόν», ξεκίνησα κι έκανα μια παύση για να εντείνω την αγωνία του. «Σε βρίσκει πολύ σέξι με το καινούριο σου κούρεμα»

«Εκείνη στο είπε;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

Εγώ έγειρα το πιγούνι μου μπροστά για να μην ακουστώ. «Επί λέξει», του απάντησα.

Το βλέμμα του ταξίδεψε στην Μέλανη κι έπειτα πίσω σε μένα.

«Επιστρέφω αμέσως», μουρμούρισε κι απομακρύνθηκε με γρήγορες δρασκελιές.

Τα βήματα του τον οδήγησαν στην Μέλανη. Μπήκε γρήγορα στην κουβέντα τους, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε εκείνη. Σαν κύριος που ήταν όμως δεν αγνοούσε τους συνομιλητές του. Η Μέλανη φαινόταν να του ρίχνει κλεφτές ματιές παρατηρώντας τον καλύτερα. Δεν άργησε πολύ να ελκυστεί από τον ρώσο σύντροφο μου – αδερφό μου κι ίσως να έπαιξε μεγάλο ρόλο η νύχτα εκείνη έξω από τον κοιτώνα μου που της μίλησε έξω από τα δόντια. Με έναν παρόμοιο τρόπο είχε καταφέρει κι ο Τσέις να κερδίσει την Σειρήνα. Μπορεί ο Ντιμίτρι μέχρι στιγμής να μην της είχε χαλάσει χατίρι, αλλά δεν γύρισε από την άλλη μεριά όταν έσφαλε και της υπέδειξε με στόμφο το λάθος της. Συγκεκριμένα με λίγη αναίδεια κάτι που, ας ήμασταν ειλικρινείς, έκανε ένα καλό αγόρι δέκα φορές πιο ερωτικό. Της έδινα το πολύ έναν μήνα προτού παραδοθεί ολοκληρωτικά στην γοητεία του.

«Αισθάνομαι ότι με αποφεύγεις όλο το βράδυ.»

Κατέπνιξα μια βωμολοχία την στιγμή που η φωνή του Κάρτερ τρύπησε τα αυτιά μου και προσπάθησα να μείνω ακέραιη. Για την ακρίβεια δεν έκανα καν τον κόπο να γυρίσω να του απαντήσω κι έτσι ήρθε και στάθηκε απέναντι μου.

«Ω, Κάρτερ. Δεν σε αναγνώρισα χωρίς την βδέλλα σου.»

Εκείνος γέλασε πνιχτά και δεν μπήκε στον κόπο να υπερασπιστεί την μέλλουσα κυρία Μάρεϊ.

«Προσπαθεί να κάνει φίλους», την υπέδειξε με το βλέμμα του.

Είχε πλευρίσει μερικούς συμβούλους, του νεώτερους, και έκανε αποτυχημένες και γλοιώδες προσπάθειες να συμφιλιωθεί μαζί τους. Σε αυτήν έδινα το πολύ τρεις ώρες να κοιμηθεί και με τους τέσσερις.

«Βλέπεις άλλοι δεν ήταν τόσο πρόθυμοι.»

Αυτό μου ακουγόταν σαν σπόντα. Μάλλον γιατί ήταν.

«Ήρθες εδώ να παραπονεθείς επειδή δεν θέλω να γίνω φίλη με την αρραβωνιαστικιά σου;», τον ρώτησα.

«Όχι», μου απάντησε. «Ήρθα να μάθω γιατί με αποφεύγεις αυτές τις μέρες και απόψε.»

«Δεν σε αποφεύγω», ανασήκωσα τους ώμους μου κι απέφυγα να τον κοιτάξω κατάματα σε αυτά μου τα λόγια. «Απλώς θέλω να συγκεντρωθώ στον Τσέις τώρα που έφυγε η Σειρήνα.»

«Ορόρα», έγειρε το κεφάλι του μπροστά «Δεν είσαι καθόλου καλή στα ψέματα.»

Εγώ ξεφύσησα. «Τι θέλεις Κάρτερ; Με πόση άνεση πιστεύεις ότι μπορώ να σε αντιμετωπίσω μετά από ...», δίστασα προτού συνεχίσω «αυτό που έγινε στον πύργο;», είπα τελικά.

«Μόνη σου ζήτησες να κάνουμε σαν να μην συνέβη τίποτα», μου απάντησε.

«Ναι, το ξέρω», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Αλλά ήλπιζα ότι θα μου έδινες και λίγο χώρο. Φιληθήκαμε στο κάτω – κάτω», φρόντισα αυτό να το πω σχεδόν ψιθυριστά.

«Νόμιζα πως συμφωνήσαμε να μην αφήσουμε τα προσωπικά μας να μπουν στην μέση.»

«Είπαμε πολλά», άφησα τα χέρια μου να πέσουν στους μηρούς μου. «Κι όλα αυτά θα ήταν πιο εύκολα αν συνειδητοποιούσες ότι όχι μόνο έχουμε χωρίσει αλλά και πως παντρεύεσαι κάποια άλλη.»

«Μόνο αυτό θέλεις να κάνω για να σταματήσεις να απομακρύνεσαι ξανά;»

Το έκανε να ακούγεται σαν να ήμουν εγώ η κακιά της υπόθεσης, λες κι εγώ έφταιγα για το ότι αδυνατούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Αυτό με εξαγρίωσε, αλλά κατάφερα να το δαμάσω. Δεν θα έκανα σκηνή μπροστά στον κόσμο, ούτε θα κατέστρεφα τις στιγμές της Μέλανη και της Μόνι. Δεν θα τον άφηνα επίσης χωρίς εξηγήσεις. Αφού είχε το θάρρος να έρθει να με αντιμετωπίσει θα το έβρισκα κι εγώ.

«Θέλω να σταματήσεις να είσαι μία κρύο και μία ζέστη», ξεκίνησα «Θέλω να σταματήσεις να συμφωνείς πως πρέπει να έχουμε μόνο σχέση συγκυβερνητών και μετά να μου στέλνεις μιχτά σήματα. Από την μία αποδέχεσαι τον χωρισμό μας και προχωράς την ζωή σου και από την άλλη μου λες ότι με αγαπάς, ότι τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, με φιλάς και τρομοκρατείς τον Ενρίκε να σταματήσει να με κορτάρει», στο σημείο που είχαμε φτάσει δεν με ένοιαζε να μάθαινε ότι τους είχα κρυφακούσει. Σε αυτή την πόλη κάτι τέτοιο ήταν καθημερινότητα. «Είναι φανερό ότι δεν ξέρεις τι θέλεις, αλλά εγώ δεν έχω καμία υποχρέωση να μπω στην μέση των μπερδεμένων σκέψεων σου. Άφησε με επιτέλους να συνεχίσω την ζωή μου και σταμάτα να μπαίνεις εμπόδιο. Απλά σταμάτα.»

Ένευσε αργά μόλις τελείωσα με το βλέμμα του κολλημένο στο πάτωμα. Μου ήταν δύσκολο να διαβάσω την έκφραση του, σίγουρα όμως δεν χάρηκε με όσα άκουγε.

«Θέλεις να είσαι με τον Ενρίκε;», με ρώτησε.

«Σοβαρά τώρα;», αναστέναξα. «Από όλα όσα είπα, αυτό κράτησες;»

«Ναι», μου απάντησε. «Γιατί αν το θέλεις θα σταματήσω να τον τρομοκρατώ, όπως λες κι εσύ. Αν όμως δεν θέλεις, οφείλει να πάψει να σε ενοχλεί.»

«Ο μόνος που με ενοχλεί είσαι εσύ. Τους τελευταίους μήνες κάθε συζήτηση μας είναι γεμάτη ένταση. Υποτίθεται ότι θα άλλαζε, αλλά είναι το μόνο στάσιμο μεταξύ μας.»

«Συγγνώμη», αποκρίθηκε. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου.»

Τώρα άρχισα να νιώθω ένοχη για τον τρόπο που του είχα μιλήσει. Ίσως καλύτερα να χαλάρωνα την κουβέντα. Κανένας μας δεν είχε το ψυχολογικό σθένος για έναν ουσιαστικά καβγά.

«Κοίτα», έκανα ένα βήμα μπροστά για να του δείξω πως εξακολουθούσα να νιώθω άνετα κοντά του, όσο μη αληθές κι αν ήταν αυτό «Καταλαβαίνω ότι βρίσκεσαι σε σύγχυση, και θα είμαι δίπλα σου, όπως το υποσχέθηκα. Αλλά μην το εκμεταλλεύεσαι και μην παίζεις άλλο με τα συναισθήματα μου.»

Ο στόχος μου επιτεύχθηκε και φάνηκε πράγματι να ηρεμεί, καθώς οι γωνίες του προσώπου του άρχισαν να χαλαρώνουν.

«Έχεις δίκιο», είπε. «Δεν έχω δικαίωμα να σε τραβάω στο μπέρδεμα μου.»

Για μια στιγμή ξέχασα πού βρισκόμασταν και τους πάντες γύρω μας και έβλεπα μόνο εκείνον μπροστά μου.

«Όλα θα πάνε καλά», έκλεισα τα χέρια μου στα δικά του. «Απλώς πρέπει να το πιστέψεις.»

Χαμογέλασε αδύναμα και έσφιξε τα δάχτυλα μου με τα δικά του. «Θα το ξεπεράσουμε.» Έμοιαζε να προσπαθεί να παρηγορεί περισσότερο τον εαυτό του γι' αυτό και δεν τον διέκοψα. «Όταν όλα αυτά τελειώσουν, τότε πράγματι θα φτιάξουν ξανά τα πάντα.»

«Όταν τελειώσει τι;», τον ρώτησα απορημένη.

Εκείνος όμως δεν μου απάντησε. Η ερώτηση μου ήταν σαν μια απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα. Γούρλωσε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια του και πισωπάτησε αφήνοντας τα χέρια μου.

«Κάρτερ», επέμεινα. «Όταν τελειώσει τι;», επανέλαβα.

Αισθάνθηκα πως ήρθε πολύ κοντά στο να μου απαντήσει. Μπορούσα να δω στα μάτια του πόσο απεγνωσμένα ήθελε να μου μιλήσει. Όμως κάτι τον εμπόδιζε. Μήπως μιλούσε γι' αυτό που τον οδήγησε να μου πει ψέματα και να κρύψει την αλήθεια; Έδιωξα αμέσως αυτή την σκέψη από το μυαλό μου μη θέλοντας να μου δώσω ξανά ψεύτικες ελπίδες. Ήταν κάτι άλλο, έπεισα τον εαυτό μου. Κάτι που τον βασάνιζε, αλλά αδυνατούσε να μου το πει.

«Μπορείς να μου πεις το οτιδήποτε», συνέχισα. «Δεν πρόκειται να σε προδώσω.»

«Το ξέρω», είπε χαμηλόφωνα. «Με συγχωρείς.»

Σαν σίφουνας χάθηκε από την σάλα αφήνοντας με μόνη μου με βλέμματααπορίας να παρακολουθούν την ξαφνική του έξοδο. Ωστόσο, επέστρεψαν γρήγορα στιςπροηγούμενες καταστάσεις τους εκτός από δύο, τρία μαζί με το δικό μου: ΤηςΚέιζα και του Ντιμίτρι. Τελικά όντως είχε να κάνει με τον λόγο που χωρίσαμε.Αλλά δεν θα μάθαινα ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top