23. ΒΙΒΛΙΟ ΣΚΙΩΝ
Η συνάντηση με τους κυνηγούς μου πήρε περισσότερο χρόνο από όσο υπολόγιζα. Χρειάστηκε αρκετή πειθώ κι από πλευράς μου και από τον Νόα να τους πείσουμε να σταματήσουν το ψάξιμο. Όταν μάλιστα τους ανακοίνωσα τα νέα πλάνα του Ντέμιεν για υποταγή λυκάνθρωπων, έγινε ακόμα πιο δύσκολο. Ωστόσο, μετά από πολύωρη παράθεση επιχειρημάτων, όπως το ότι τους χρειαζόμουν στο πλευρό μου συγκεντρωμένους σε ένα μόνο ζήτημα, μπορέσαμε να τους αποτρέψουμε από το να συνεχίσουν το ψάξιμο.
Ο Λουκ δεν αποτελούσε πλέον άμεση απειλή για το άνω βασίλειο μου, καθώς ήταν μακριά από τον Νέιθαν. Όταν και αν γυρνούσε τότε θα έστρεφα ξανά την προσοχή μου σε αυτόν. Προς το παρόν όμως κι αυτός αλλά κι ο Ζάβιερ με την Λίζα δεν θα αποτελούσαν τις προτεραιότητες μου για τις ερχόμενες μέρες, μέχρι βέβαια να πράξουν μια παρανομία. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο γι' αυτούς άλλωστε.
Στην Μόιρα λοιπόν επέστρεψα μετά τα μεσάνυχτα και κυκλοφορούσα στο παλάτι σαν τον κλέφτη για να μην με ακούσει κανείς. Δεν ήταν μυστική η αποψινή μου συνάντηση, αλλά ήμουν πολύ κουρασμένη για να δίνω αναφορές. Ανέβηκα τις σκάλες όσο πιο αθόρυβα γινόταν έχοντας τα παπούτσια μου στο χέρι για να περισσότερη ησυχία. Στον διάδρομο δεν φαινόταν κανείς και το δωμάτιο μου ακουγόταν ήρεμο. Ευτυχώς δεν με περίμεναν οι φίλοι μου με σκοπό να με ανακρίνουν για έναν ακόμα καβγά που είχα με την Κέιζα. Αυτό ειδικά δεν ήθελα να το συζητήσω όσο ξεκούραστη και να ήμουν, αλλά κάτι μου έλεγε πως δεν θα το απέφευγα και πολύ εύκολα. Είχα πλησιάσει κατά πολύ την πόρτα όταν κάποιος ψιθύρισε το όνομα μου και τινάχτηκα σαν ελατήριο σαστισμένη.
«Συγγνώμη», γέλασε χαμηλόφωνα ο Ντιμίτρι. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω.»
«Δεν πειράζει», απάντησα μόλις η ανάσα μου επέστρεψε στο φυσιολογικό ρυθμό της. «Γιατί είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα;»
«Δεν είχα ύπνο», ανασήκωσε τον ένα του ώμο. «Και σε περίμενα να γυρίσεις. Η Μέλανη μου είπε ότι είχες συνάντηση με τον Νόα απόψε.»
«Με τους κυνηγούς», διευκρίνισα. «Για το θέμα του Λουκ. Έλα μέσα. Μην μιλάμε στον διάδρομο.»
Προχωρήσαμε μέσα στο δωμάτιο μου κι αφού άφησα τα πράγματα μου στο κρεβάτι μου καθίσαμε στον καναπέ. Ένιωσα μια οικογενειακή θαλπωρή βλέποντάς τον απέναντι μου έτσι ήρεμο και χαλαρό. Μου θύμισε βράδια στην Σεβίλλη, που καθόμασταν ξάγρυπνοι πίνοντας ένα ζεστό ρόφημα και συζητώντας για την ζωή μας, κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Με εξαίρεση τον τόπο και την απουσία κάποιου ροφήματος, η τωρινή στιγμή δεν διέφερε από τις προηγούμενες. Αυτά άλλωστε ήταν δευτερεύοντα. Σημασία είχε η ποιότητα της κατάστασης, κι όχι τα αγαθά.
«Λοιπόν», σήκωσε το ένα του πόδι ακουμπώντας το στον καναπέ «Πώς πήγε;»
Εγώ είχα ξαπλώσει ανακαθισμένη με τα χέρια μου τυλιγμένα στα γόνατα μου. «Καλά», του απάντησα κάπως αβέβαιη. «Δεν ήταν και πολύ πρόθυμοι να σταματήσουν να τον ψάχνουν, αλλά δεν είχαν κι άλλη επιλογή.»
«Κοίτα σε», χαμογέλασε «Νταμπίρ και βρικόλακες κάτω από τις διαταγές σου. Ποιος να το φανταζόταν!»
«Όποιος ήξερε την αλήθεια», αποκρίθηκα.
«Ο Νόα τι έχει να πει για όλα αυτά;»
«Δεν πιστεύει ότι ο Ντέμιεν μπορεί να υποτάξει τους λυκάνθρωπους», έγειρα προς το πίσω ακουμπώντας το χέρι του καναπέ «Ούτε εγώ το πιστεύω. Είναι πιστά πλάσματα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κερδίσεις την πίστη τους.»
«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Ντιμίτρι κι έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεπτόμενος ψηλαφίζοντας τα χείλη του με τον δείχτη του. Ήταν χαρακτηριστική κίνηση, όταν τον απασχολούσε κάτι. «Φαίνεσαι να λαμβάνεις υπόψη σου την γνώμη του Νόα.»
«Στην συγκεκριμένη περίπτωση ταυτίζεται με την δική μου. Όπως και σχεδόν σε όλα», ψέλλισα. «Ξέρω ότι έχουμε ένα παρελθόν, αλλά έχει γίνει ο πιο αφοσιωμένος μου σύμβουλος στο θέμα του Κάτω Κόσμου.» Μασούλησα το εσωτερικό των χειλιών μου και έσμιξα τα φρύδια μου. «Πιστεύεις ότι σπιλώνω την μνήμη των γονιών μου με το να συνεργάζομαι μαζί του;»
«Όχι», μου απάντησε χωρίς να ψεύδεται. «Ο Νόα ήταν εξ αρχής πιόνι του Ντέμιεν κι όχι σύμμαχός του. Όταν είδε πιο καθαρά τα πράγματα, κατάλαβε με ποιανού το μέρος πρέπει να είναι. Από την στιγμή που το έκανε αυτό, δεν σε έχει προδώσει.»
«Είναι αλήθεια», ένευσα «Έχει αλλάξει πολύ. Και ως προς την στάση του απέναντι μου. Κάποτε με κοιτούσε αφ' υψηλού, επειδή με θεωρούσε ένα κατώτερο νταμπίρ. Τώρα όμως με σέβεται και αν όχι σαν ανώτερη του, σίγουρα με βλέπει ως ίση του. Έχει σταματήσει να με λέει κι Εύα.»
«Όταν σε φώναζε με το μεσαίο σου όνομα ήταν εχθρός σου», είπε. «Μπορεί ο τρόπος με τον οποίο σε αποκαλεί να μην έχει μεγάλη σημασία, αλλά δείχνει πως πράγματι δεν σε αντιμετωπίζει, όπως παλιά. Ξέρει ότι είσαι η σωστή επιλογή.»
Εγώ μισόκλεισα τα μάτια μου σε αυτά του τα λόγια. «Το λες αυτό, επειδή είμαστε οικογένεια.»
«Το λέω επειδή το πιστεύω», τσίμπησε το μάγουλο μου. «Αλλά κι αν δεν το πίστευα δεν είμαι ηλίθιος να εκνευρίσω ένα νταμπίρ με συσσωρευμένη μαγεία φωτιάς.»
«Είναι πράγματι μια έξυπνη κίνηση», ένευσα κι εκείνος γέλασε.
Γρήγορα όμως σοβάρεψε κι ένα ίχνος μελαγχολίας δέσποσε στην έκφραση του. «Είδες τον Ίγκορ σήμερα;»
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν τον έχω δει από την πρώτη μας συνάντηση. Και δεν έχει επιδιώξει μια δεύτερη.»
«Αν το κάνει;»
«Αν το κάνει», σύρθηκα πιο κοντά του ανεβάζοντας τα πόδια μου πάνω στα δικά του «θα βρεθώ μαζί του, όπως το επιθυμεί. Θέλω να είμαι κοντά στον στρατό μου, να νιώθουν ότι αξίζει να πολεμήσουν μαζί μου. Αλλά αν μου ζητήσει κάποιο αντάλλαγμα δεν πρόκειται να του το δώσω.»
«Ορόρα», η βαριά του προφορά ήχησε σαν μελαγχολική μελωδία στα αυτιά μου και τα μαύρα του μάτια συνάντησαν τα δικά μου. «Δεν χρειάζεται να με προστατεύεις από την αλήθεια.»
«Σε προστατεύω από έναν βρικόλακα», πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα από τα δικά του. «Αν έκανα πράγματι αυτό που λες δεν θα μάθαινες ποτέ για τον Ίγκορ. Πράττω, όπως ακριβώς έπραξα και με την Μόνι. Μέχρι που μια μέρα η περιέργεια της να δει τον Νόα, της έδωσε το κουράγιο να τον αντικρίσει. Αν ποτέ αισθανθείς το ίδιο, θα σε βοηθήσω και με το παραπάνω. Αλλά θα το κάνω για σένα κι όχι για εκείνον.»
Εκείνος ένευσε αργά και χαμήλωσε το βλέμμα του στα ενωμένα μας χέρια. «Δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να τον δω.»
«Δεν πειράζει», του απάντησα. «Δεν είσαι υποχρεωμένος.»
«Πρέπει να σου πω κάτι», ανασήκωσε τα μάτια του και για μια στιγμή ανησύχησα, μήπως μου έλεγε κάτι δυσάρεστο. «Ο Κάρτερ», ξεκίνησε «μου ζήτησε να γίνω κουμπάρος του.»
«Ω», κατάφερα να πω.
Δεν ήμουν ιδιαίτερα σίγουρη αν αυτό που μόλις είχα ακούσει ήταν δυσάρεστο ή μέτριας σημασίας. Το βέβαιο ήταν πως δεν επρόκειτο για κάτι ευχάριστο. Τίποτα που να είχε σχέση με τον γάμο του Κάρτερ και της Κέιζα δεν ήταν ευχάριστο. Ήταν εμετικό και αποκρουστικό, όπως ακριβώς η ιδέα αυτών των δυο μαζί.
«Κι εσύ τι του απάντησες;»
«Ότι αν δεν είσαι εντάξει με αυτό δεν μπορώ να το κάνω», αποκρίθηκε.
Κλασικός Ντιμίτρι. Προτού πάρει μια απόφαση σκεφτόταν εμένα.
«Εσύ θέλεις;», τον ρώτησα κοιτάζοντας τον εξεταστικά.
«Θα ήταν πολύ καλύτερα αν η νύφη ήταν διαφορετική. Αλλά θέλω να σταθώ δίπλα του», έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς στα πλάγια. «Αν φυσικά δεν έχεις κι εσύ πρόβλημα.»
«Ντιμίτρι», γέλασα πνιχτά. «Αυτό που θέλω είναι να μην νιώθεις δέσμιος μου. Μπορείς να γίνεις ο κουμπάρος του κι ο φρουρός του», πέρασα το χέρι μου γύρω από τον σβέρκο του και μας έφερα κοντά «Αλλά ποτέ δεν θα γίνεις ο Ντιμίτρι που είσαι για μένα.»
«Είναι αδύνατο έτσι κι αλλιώς», χαμογέλασε.
«Το ξέρω», είπα. «Σου υπόσχομαι ότι δεν θα επιτρέψω σε τίποτα να προσπαθήσει να μπει ανάμεσα μας.»
«Ούτε εγώ», τύλιξε τα χέρια του γύρω μου κλείνοντας με σε μια ζεστή αγκαλιά.
«Λοιπόν, τι λες; Είσαι να κοιμηθείς απόψε εδώ; Έτσι, να θυμηθούμε τα παλιά.»
«Ναι», μου απάντησε ενθουσιασμένος και με σήκωσε στα χέρια του σαν να ήμουν ένα κομμάτι φτερό.
Η συντροφιά του Ντιμίτρι εκείνο το βράδυ ήταν μεγάλο αγαθό. Μετά από τις ψεύτικες ικεσίες του Τζον, την γλοιώδη φιλικότητα της Κέιζα και τους ένθερμους βρικόλακες να βρουν έναν λυκάνθρωπο, πιθανόν για να τον κόψουν κομματάκια, το πιτζάμα πάρτι με τον Ντιμίτρι φάνταζε όαση. Κοιμηθήκαμε ελάχιστα, καθώς είχαμε ανοίξει το βιβλίο σκιών και πειραματιζόμουν όλο το βράδυ, με τον Ντιμίτρι να με παρακολουθεί με δέος. Αν δεν έκλειναν τα μάτια μου από την κούραση θα ξενυχτούσα για να διαβάσω όλο το βιβλίο.
Εκεί μέσα υπήρχαν κυριολεκτικά θαύματα. Ξόρκια και οδηγούς για την μαγεία, και όλα αυτά αποκλειστικά για το στοιχείο της φωτιάς. Η κάθε σελίδα του ήταν το διπλάσιο εφόδιο από ένα ολόκληρο βιβλίο γενικής μαγείας. Επρόκειτο για το προσωπικό μου ευαγγέλιο. Είχα αποστηθίσει αρκετές σελίδες και είχα δοκιμάσει τρόπους εκτέλεσης μαγείας χωρίς να σπαταλάω μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Μπορούσα να εξωτερικεύσω φλόγες από τους καρπούς και τα δάχτυλα μου ήρεμα και χωρίς την βοήθεια κάποιου έντονου συναισθήματος. Διάβασα ξόρκια επούλωσης, ή ψευδαίσθησης. Το στοιχείο μου είχε την ικανότητα να υπνωτίσει κάποιον και να με βοηθήσει να εισβάλλω στο μυαλό του παίζοντας παιχνίδια. Μια παρόμοια δύναμη είχαν κι οι βρικόλακες, μόνο που εκείνοι έπρεπε να ήταν σε σωματική επαφή με το θύμα τους. Εμένα μου αρκούσαν τέσσερις στίχοι κι είχα τον πλήρη έλεγχο του άλλου. Ήταν πολλά εκείνα τα ξόρκια που φάνταζαν χθόνια εκ πρώτης όψεως, αλλά είχαν αμυντικό χαρακτήρα. Υπήρχε η υποσημείωση πολλές φορές για ανάγκη ξεκούρασης και αποχής από την μαγεία για κάποιο χρονικό διάστημα μετά από ορισμένα ξόρκια, οπότε ήξερα ποια ήταν τα λιγότερο και περισσότερο επικίνδυνα. Για να ήμουν όμως απόλυτα σίγουρα έβαζα σελιδοδείκτες στο καθένα, ανάλογα με την δύναμη και την ενέργεια που χρειαζόταν για παν ενδεχόμενο.
Στις τελευταίες σελίδες υπήρχαν ιδιαίτερες ικανότητες που θα μπορούσε να έχει ένα νταμπίρ με την μαγεία της φωτιάς κι ένα από αυτά ήταν κι η τηλεμεταφορά. Ωστόσο, υπογραμμιζόταν πως αυτές δεν είχαν καμία σχέση με την μεγάλη ιδιαιτερότητα που είχε κάθε νταμπίρ με μαγεία. Ήταν απλώς δευτερεύοντες δυνατότητες και κάθε στοιχείο μπορούσε να έχει πάνω από μία τέτοιες. Τελικά η Μέλανη είχε δίκιο. Ο διακτινισμός δεν αποτελούσε την μεγάλη μου δύναμη, όπως ήταν για εκείνη ο σεισμός. Και δυστυχώς μέσα σε αυτό το βιβλίο δεν έγραφε πουθενά τον τρόπο να το ανακαλύψω.
Ωστόσο, είχε και οδηγίες για την υποβολή. Κάθε βέβαια βιβλίο σκιών διέθετε τέτοιες παραγράφους, γιατί αν και φαινόταν μια απλή διαδικασία σε σχέση με τα ξόρκια δεν ήταν καθόλου. Αποζητούσε μεγαλύτερη ενέργεια για να μπορέσει η σκέψη και ουσιαστικά η διαταγή να περάσει στον υποβαλλόμενο και να τον κυριεύσει, μην αφήνοντας τον να αντιδράσει. Εγώ μέχρι στιγμής είχα δύο υποβολές στο ιστορικό μου, αλλά η αδρεναλίνη της στιγμής και τα αρνητικά συναισθήματα δεν μου είχαν επιτρέψει να το εξακριβώσω από μόνη μου. Θυμάμαι πάντως πως είχα φριχτό πονοκέφαλο, όταν κατάφερα να πέσω για ύπνο.
Μέσα σε μερικές ώρες ένιωθα άλλο νταμπίρ χάρις το βιβλίο σκιών. Αισθανόμουν πιο σίγουρη για τον εαυτό μου και την δύναμη μου. Την είχα μάθει πολύ καλύτερα σε σχέση με τα βιβλία του παλατιού. Κι εκείνα ήταν χρήσιμα για εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, αλλά η ειδίκευση απαιτούσε πιο δραστικά μέτρα, όπως το δώρο του Κάρτερ. Ακριβώς αυτή η απουσία τέτοιων βιβλίων από το παλάτι, με έκανε να αποφασίσω να συνεχίσω το έργο της Μπερενγκάρια και να προσθέσω τέτοιο υλικό στα ράφια της βιβλιοθήκης. Αν πράγματι ήθελα η Μόιρα να είναι το μεγαλύτερο πολιτισμικό κέντρο των νταμπίρ, έπρεπε να ενισχύσω τις προσφορές της.
Σχεδόν αποκοιμήθηκα με το βιβλίο μου στην αγκαλιά μου. Με είχε καταβάλλει μάλιστα τόσο πολύ που ονειρεύτηκα να το διαβάζω και να κάνω πειράματα στον πύργο του παλατιού. Η τοποθεσία με παραξένεψε, αλλά όταν ξύπνησα σκέφτηκα πως το υποσυνείδητο μου θα είχε τους δικούς του λόγους γι' αυτή την επιλογή. Ίσως να είχα δει κάτι την προηγούμενη φορά που είχα βρεθεί εκεί ψάχνοντας φόρεμα για την προκήρυξη σχετικό με την μαγεία ή με τον οίκο μου. Δεν θα έχανα και τίποτα να ψάξω. Προς το παρόν άλλωστε η μέρα μου ήταν ελεύθερη.
Για αρχή θα απολάμβανα ένα ήσυχο πρωινό στους κήπους μαζί με την Μόνι, τον Σκοτ και τον Αλφόνσο. Ή έτσι πίστευα. Η Μέλανη είχε ενημερώσει την Μόνι και τον Σκοτ για τις νέες εξελίξεις κι η Μόνι δεν έπαυε να φλυαρεί γι' αυτό. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που η Μέλανη ήταν άφαντη σήμερα το πρωί.
«Έπρεπε να μας το είχες πει», επέμεινε. «Τι πάει να πει αποφοίτηση και πάρτι; Αυτά έχουν μεγαλύτερη σημασία.»
«Πρώτον πάρε μια ανάσα», έριξα λίγο νερό στο ποτήρι της γιατί σίγουρα θα είχε στεγνώσει το στόμα της από το λογύδριο. «Δεύτερον σεβάστηκα τις λίγες ώρες εφηβείας που σας είχαν μείνει.»
Εκείνη στράφηκε στον Σκοτ με κατσουφιασμένο ύφος. «Εσύ δεν λες τίποτα;»
«Τα έχεις πει όλα εσύ», της απάντησε γελώντας.
«Η Ορόρα έχει δίκιο», με υπερασπίστηκε ο Αλφόνσο. «Ήταν κρίμα να βουτηχτείτε ξανά στον βούρκο τρεις ώρες μετά την αποφοίτηση σας.»
«Το λες αυτό, γιατί εσύ τα έμαθες αμέσως», έκρωξε η Μόνι.
Εκείνος σάστισε και με κοίταξε με τα μπερδεμένα του καστανά μάτια. «Τώρα η Μόνι έχει δίκιο.»
Εγώ μισόκλεισα τα μάτια μου σε αυτή την καθόλου βοηθητική του εξομολόγηση.
«Ναι, αλλά για τον Τζον τώρα το έμαθα», αποκρίθηκε προσπαθώντας μάταια να συνεχίσει την υπεράσπιση μου.
«Κανείς δεν νοιάζεται για τον Τζον», ανασήκωσε τους ώμους του ο Σκοτ.
«Σταματήστε να με χτυπάτε», είπε δυνατά ο Αλφόνσο και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.
«Μόνι», πήρα τον λόγο «απλώς δεν ήθελα να σας τα φορτώσω όλα αμέσως μετά την αποφοίτηση. Στο κάτω – κάτω όπου να' ναι θα χριστείς σύμβουλος. Γιατί βιάζεσαι;»
«Βιάζομαι, γιατί νοιάζομαι», μου απάντησε. «Και είμαι ήδη σύμβουλος σου. Μην περιμένεις τις εβδομήντα δύο ώρες μέχρι την επισημοποίηση να μου φερθείς ανάλογα.»
«Έλα εντάξει», ο Σκοτ πέρασε το χέρι του γύρω της ωθώντας την μακριά μου, καθώς ήταν έτοιμη να με δαγκώσει. «Δεν θα το ξανακάνει. Έτσι, Ορόρα.»
«Όχι, μπαμπά», στριφογύρισα τα μάτια μου «Το έμαθα το μάθημα μου.»
«Είχες κάποια καινούρια προσθήκη στον στρατό σου;», με ρώτησε ο Αλφόνσο, μόλις η Μόνι ηρέμησε.
«Όχι, δυστυχώς», του απάντησα αλείφοντας μαρμελάδα σε μια φρυγανιά μου. «Αλλά ο Νόα μου είπε πως σήμερα κι αύριο θα συναντούσε μερικούς πιθανούς στρατολογούμενους.»
«Καλό αυτό», αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Ελπίζω να μην έχουν κι αυτοί παιδιά στην Μόιρα», γέλασε δυνατά.
Οι υπόλοιποι δεν το βρήκαμε καθόλου αστείο και τον παρακολουθούσαμε απορημένοι βλέποντας τον να έχει ξεκαρδιστεί. Είχε πει και καλύτερα.
Εκείνος τελικά σοβάρεψε, καθώς δεν υπήρχε ανταπόκριση στο 'αστείο' του.
«Ήταν κι ο Χουάν μαζί με τον Νόα;», με ρώτησε η Μόνι.
«Πάντα είναι μαζί», της απάντησα.
Με ένα πλάγιο βλέμμα την είδα αρκετά σκεπτική και δεν μπόρεσα να μην απορήσω για το τι την προβλημάτιζε.
«Γιατί ρωτάς;»
Εκείνη ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της και τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. «Δεν σου φαίνεται περίεργο αυτό; Που είναι δηλαδή συνέχεια μαζί.»
«Όχι», της απάντησα. «Αλλά μάλλον φαίνεται σε σένα.»
«Να», έσπρωξε τα μαλλιά της προς τα πίσω «μου φαίνονται πολύ κοντά.»
«Είναι πολύ κοντά», αποκρίθηκα. «Συνεργάζονται τέσσερα χρόνια.»
«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ ότι», καθάρισε τον λαιμό της και άρχισε να ψάχνει τα κατάλληλα λόγια. «Αναρωτιόμουν δηλαδή, μήπως η σχέση τους δεν είναι μόνο επαγγελματική.»
«Προσπαθεί να σε ρωτήσει αν τα έχουν», είπε ο Αλφόνσο διαβάζοντας τις αβεβαιότητες που είχε εκφράσει μέχρι στιγμής η Μόνι.
Εγώ γέλασα σε αυτή την σκέψη και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Είναι και οι δυο ετερόφυλοι. Για τον Χουάν στο εγγυούμαι εγώ.»
Ο Αλφόνσο μόρφασε, αλλά δεν το σχολίασε προς ανακούφιση μου.
«Ήταν πάντως μια εύλογη απορία», απολογήθηκε η Μόνι.
«Δεν έχεις άδικο», συμφώνησα. «Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που είναι τόσο κοντά. Ο Νόα νοιάζεται για τον Χουάν, αλλά δεν τον βλέπει ερωτικά. Αντίθετα μέσω αυτού εξωτερικεύει το πατρικό του ένστικτο. Ουσιαστικά ο Χουάν είναι το υποκατάστατό σου.»
«Και πιστεύεις ότι είναι καλός», δίστασε πριν ολοκληρώσει την πρόταση της «καλός πατέρας απέναντι του;»
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής τον τελευταίο χρόνο έχουν αλλάξει κι οι δυο προς το καλύτερο. Πρόκειται για μια σχέση αλληλεξάρτησης κι αλληλεπιρροής.»
«Άλλαξε χάρις την δική σου επιρροή», αντιτάθηκε εκείνη.
Η χρήση του ενικού μαρτυρούσε πως δεν την αφορούσε καθόλου ο Χουάν, αλλά ο Νόα. Το είδος του ενδιαφέροντος της όμως δεν ήταν ξεκάθαρο, ούτε καν σε εκείνη.
«Άλλαξε, γιατί τον έπεισα πως στο τέλος δεν έχει σημασία πως θα φαίνονται στα δικά μου μάτια οι πράξεις του, αλλά στα δικά σου. Ήταν ένα δυνατό επιχείρημα για αυτόν», έγειρα το κεφάλι μου στα πλάγια «Και δεν άργησε να το αποδεχτεί.»
«Σκέφτεσαι να του δώσεις ευκαιρία;», ρώτησε ο Αλφόνσο.
Η Μόνι το σκέφτηκε αρκετά. «Δεν ξέρω», απάντησε τελικά. «Απλώς οι τόσες υπηρεσίες που σκίζεται να προσφέρει στην Ορόρα έχουν μεταβάλλει την άποψη μου γι' αυτόν. Δεν μοιάζει και για το απόλυτο τέρας που πίστευα ότι ήταν.»
«Ποτέ δεν του ήταν», της είπα. «Απλώς έκανε κάποιες λάθος επιλογές.»
«Το έχεις συζητήσει με την Σάρα;», την ρώτησε ο Σκοτ χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη της.
«Όχι», ξεφύσησε «φοβάμαι ότι θα θυμώσει.»
«Ανοησίες», κούνησα το κεφάλι μου. «Αν δεν εμπιστευτείς την μητέρα σου για κάτι τόσο σοβαρό, ποιον θα εμπιστευτείς;»
«Υποθέτω πως έχεις δίκιο», μουρμούρισε.
Σύντομα έκανε κι η Μέλανη την εμφάνιση της, η οποία έμοιαζε εξαντλημένη. Σωριάστηκε κυριολεκτικά δίπλα από τον Αλφόνσο βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Τα μαλλιά της ήταν ελαφρώς ανακατωμένα και μου φάνηκε πως εντόπισα ίχνη σκόνης στο γιακά της.
«Από οικοδομή έρχεσαι;», απόρησε ο Αλφόνσο περιεργαζόμενος την.
«Σχεδόν», απάντησε ασθμαίνοντας. «Είχα υποσχεθεί στον Τσέις να μαζέψω εγώ τον κοιτώνα του, δεν θυμάστε;»
Ναι, πράγματι το είχε κάνει με αντάλλαγμα να μας φέρει ο Τσέις πρωινό. Στην αρχή δεν πίστευα πως θα την άφηνε πράγματι να το κάνει, αλλά τελικά μια χαρά μπόρεσε.
«Καημένη», κούνησε το κεφάλι του ο Σκοτ.
«Κι ακόμα δεν έχω τελειώσει», έγειρε μπροστά και κοίταξε τον Σκοτ ικετευτικά. «Θα με βοηθήσεις;», κλαψούρισε.
«Θα σε βοηθήσω», γέλασε.
«Σ' ευχαριστώ», χαμογέλασε κι έπειτα επέστρεψε στην ξαπλωτή της στάση. «Επίσης, στον δρόμο συνάντησα την μητέρα της Σειρήνα. Μου είπε πως θα φύγει απόψε.»
«Τι;», απόρησε η Μόνι.
«Μα δεν θα έφευγε στο τέλος της βδομάδας;», την ρώτησα.
«Από ότι φαίνεται όχι», μας απάντησε. «Απόψε πετάει για Λος Άντζελες.»
«Ο Τσέις λέτε να το ξέρει;», ρώτησε ο Σκοτ.
«Πιθανόν», απάντησε η Μόνι. «Γι' αυτό θα έμενε μαζί της όλη μέρα σήμερα.»
«Και σε εσάς γιατί να μην πει την αλήθεια;», ρώτησε ο Αλφόνσο.
«Μάλλον θέλει να αποφύγει τα αντίο», του απάντησε η Μέλανη.
«Παιδιά», πήρα τον λόγο «κατανοώ την απόφαση της, αλλά δεν μπορούμε να την αφήσουμε να φύγει έτσι.»
Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και από τις εκφράσεις τους κατάλαβα πως συμφωνούσαν μαζί μου.
«Δεν θα την αφήσουμε», είπε η Μόνι. «Έμαθες τι ώρα φεύγει η πτήση της;», ρώτησε την Μέλανη.
«Στις εννιά», μας απάντησε.
«Ωραία», ένευσα. «Ραντεβού όλοι μαζί στην είσοδο στις επτά και μισή.»
Αφού δέχτηκαν όλοι αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την ημέρα μας φυσιολογικά, χωρίς να δώσουμε στόχο σε κανέναν. Η Μέλανη με τον Σκοτ θα πήγαιναν στο σχολείο για να τελειώσουν με τον κοιτώνα του Τσέις, ενώ εγώ θα έπαιρνα το βιβλίο σκιών μου και θα εξερευνούσα τον πύργο. Προς μεγάλη μας απορία ο Αλφόνσο ζήτησε από την Μόνι να μιλήσουν ιδιαιτέρως κι όλοι μας τον κοιτάξαμε περιμένοντας να καταλάβουμε τι την ήθελε.
«Στις δουλειές σας», μας υπέδειξε εκείνος και παίρνοντας την από το χέρι απομακρύνθηκαν από εμάς.
Υποθέτω πως λίγες ώρες υπομονής δεν θα με έβλαπταν. Είχα άλλωστε τον τρόπο να περάσω την ώρα μου. Για καλό και για κακό έβαλα υπενθύμιση στο κινητό μου για να μην ξεχαστώ από την μελέτη και χάσω τον αποχαιρετισμό μου με την Σειρήνα. Ποιος να το φανταζόταν στην αρχή της χρονιάς, πως μια μέρα θα διοργάνωνα έκπληξη για εκείνη στο αεροδρόμιο.
Μπαίνοντας στο παλάτι από μια μπαλκονόπορτα βρέθηκα στον διάδρομο πριν την σάλα του χορού, η οποία ετοιμαζόταν για τις δεξιώσεις που θα φιλοξενούνταν εκεί τις επόμενες μέρες. Ο Κάρτερ με τον Ντιμίτρι και τον Σον, επέβλεπαν τις προετοιμασίες, αλλά σήμερα ήταν μόνο εκείνος. Την ίδια ακριβώς στιγμή που έμπαινα εγώ στο παλάτι, εκείνος έβγαινε από την σάλα και ήρθε κυριολεκτικά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ενρίκε, ο οποίος κρατούσε ένα κουτί με στολίδια. Εγώ κρύφτηκα πίσω από έναν τοίχο, γιατί αν έμπαινα στην παρέα τους θα πιανόντουσαν στα χέρια.
«Μου κόβεις τον δρόμο», άκουσα τον Κάρτερ να του λέει με καθόλου ευγενικό τόνο.
«Έχεις άπλετο χώρο να περάσεις», του απάντησε ο Ενρίκε ψύχραιμα. Ωστόσο, έρεε άφθονη η ειρωνεία στις κουβέντες του.
«Εγώ επέλεξα αυτή την διαδρομή. Αλλά για μία ακόμα φορά μπαίνεις εμπόδιο.»
«Κάτι μου λέει ότι δεν μιλάς για τώρα», είπε ο Ενρίκε.
Κι εγώ αυτό πίστευα.
«Όχι», παραδέχτηκε ο Κάρτερ. «Δεν ντράπηκες να πεις ψέματα ότι κοιμήθηκες με την Ορόρα;»
Τι πράγμα; Ποτέ δεν είχα κοιμηθεί μαζί του. Ούτε καν είχαμε φτάσει τόσο κοντά. Είχαμε μονάχα φιληθεί, αλλά μέχρι εκεί. Ήμουν ένα βήμα πριν βγω και μπω μέσα στην συζήτηση, αλλά η άμεση απάντηση του Ενρίκε με σταμάτησε.
«Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο.»
Εγώ ξεφύσησα ανακουφισμένη. Δεν περίμενα ποτέ από τον Ενρίκε να κάνει κάτι τόσο μικρό κι ευτυχώς δεν με απέδειξε λάθος.
«Μου είπες πως είχες πετύχει τον σκοπό σου», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.
Αναφερόταν εκείνη την φορά που τον είχε χτυπήσει. Ωστόσο, τα λόγια του Ενρίκε ήταν πολύ αβέβαια για να μπορέσει ο Κάρτερ να βγάλει ένα τόσο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Δεν ήμουν σαν κι εκείνον, για να κάνω κάτι τέτοιο!
«Ο σκοπός μου ήταν να την κάνω να ξεχαστεί από σένα έστω και για λίγο», του απάντησε ο Ενρίκε. «Δεν έχω τόσο ρηχά σχέδια για την Ορόρα. Σε αντίθεση με σένα σκοπεύω να την κάνω ευτυχισμένη. Α και παρεμπιπτόντως ακόμα περιμένω μια συγγνώμη για εκείνη την γροθιά.»
«Για το μόνο πράγμα που θα απολογηθώ είναι που δεν το έκανα από την στιγμή που ήρθες στην Μόιρα.»
Ο Ενρίκε γέλασε πνιχτά χωρίς να βρίσκει τίποτα το αστείο στα λόγια του Κάρτερ. «Η Ορόρα έκανε την πιο έξυπνη κίνηση με το να σε χωρίσει.»
Αυτό ήταν πολύ σκληρό και ελαφρώς επώδυνο.
Ο Κάρτερ τον άρπαξε από τον γιακά και τον έσπρωξε πάνω στον τοίχο. Ήμουν σε ετοιμότητα σε περίπτωση που δεν περιοριζόταν μόνο στην επίθεση ρούχων.
«Το καλό που σε θέλω, να σταματήσεις να κυνηγάς την Ορόρα», τον διέταξε μέσα από τα δόντια του.
«Αλλιώς τι;», τον ρώτησε ο Ενρίκε με πολύ προκλητικό ύφος.
«Δεν θα καταφέρεις τίποτα», του απάντησε αφήνοντας τον κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Απλώς θα φας τα μούτρα σου.»
«Πήγαινε στην αρραβωνιαστικιά σου Κάρτερ. Αν θυμάσαι παντρεύεσαι σε ένα μήνα.»
Αυτή η υπενθύμιση ήταν μαχαιριά στην καρδιά μου. Ο Κάρτερ δεν του απάντησε. Είχε μουδιάσει, όπως κι εγώ. Μπόρεσε όμως να συνεχίσει να ρίχνει το οργισμένο του βλέμμα στον Ενρίκε. Εγώ αντίθετα ένιωσα έναν κόμπο να εμποδίζει τους πνεύμονες μου να εισπνεύσουν οξυγόνο.
Σχεδόν βγήκα τρέχοντας στους κήπους και μπήκα ξανά στο παλάτι από την κύρια είσοδο για να μην συναντήσω κανέναν τους. Αυτές τις ώρες που απλώνονταν μπροστά μου ήθελα να τις περάσω μόνη μου με κάτι που θα με χαροποιούσε. Ανέβηκα λοιπόν στο δωμάτιο μου και πήρα το βιβλίο μου κι ένα κερί και κατευθύνθηκα στον πύργο του παλατιού.
Η είσοδος του ήταν στον όροφο των βασιλικών διαμερισμάτων, σε ένα απόμερο που δεν το έφτανε ο ήλιος μπαλκόνι. Η πόρτα έτριξε όταν την άνοιξα χαρίζοντας μου μια ανατριχίλα. Από την στιγμή που μπήκα μέσα ένιωσα σαν να είχα κάνει ταξίδι στον χρόνο. Εκεί μέσα δεν είχε εκσυγχρονιστεί τίποτα. Τα πάντα παρέμεναν μεσαιωνικά, χωρίς ίχνος νεωτερισμού. Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου άφησα το βιβλίο για λίγο κάτω και επικεντρώθηκα στο κερί. Με τον τρόπο που είχα διδαχτεί το δάχτυλο μου φωτίστηκε από μια φλόγα, η οποία άναψε το κερί. Ευχαριστημένη με το πρώτο μου κατόρθωμα σήκωσα το βιβλίο και ανέβηκα την μακριά, κυκλική σκάλα.
Τα πάντα γύρω μου ήταν σκοτεινά. Η μόνο πηγή φωτός ήταν το κερί που κρατούσα στα χέρια μου. Επομένως, όπου βρισκόμουν εγώ φώτιζε η περίμετρος μου, ενώ πίσω και μπροστά μου κυριαρχούσε το σκότος. Ήταν λίγο τρομαχτικά, αλλά όταν ανέβηκα ολόκληρη την σκάλα, το μικρό παράθυρο του πύργου συνέβαλε στον φωτισμό. Άφησα το κερί και το βιβλίο στην μέση κι άρχισα να ψάχνω τριγύρω μου. Υπήρχαν πολλά σεντούκια και μερικά χάρτινα κουτιά, μέσα στα οποία υπήρχαν κυρίως ρούχα. Τα ρούχα αυτά βέβαια ήταν μεγάλης ηλικίας κι αποτελούσαν επίσημες φορεσιές των βασιλιάδων μας. Τα υπόλοιπα ήταν κοσμήματα και στέμματα, χαρτιά, κυρίως συμφωνίες, και μερικά ημερολόγια. Ωστόσο, τα είχαμε ελέγξει στο παρελθόν με τον Κάρτερ και δεν ανέφεραν τίποτα για τον Κάτω Κόσμο, οπότε και δεν υπήρχε λόγος να τα ελέγξω ξανά.
Δεν υπήρχε τίποτα που να είχε να κάνει με την μαγεία μου, τελικά. Κάθισα στην μέση ξεφυσώντας απογοητευμένη με την αποτυχία μου. Μπορεί τελικά το όνειρο μου να διάλεξε τυχαία τον πύργο για τις δοκιμές μου. Ίσως από την άλλη να μην ήταν τελείως κατά τύχη. Ο πύργος ήταν ένα απόμερο σημείο του παλατιού και μπορούσα να εξασκώ την μαγεία μου χωρίς να φοβάμαι μήπως γίνω αντιληπτή. Απλώς μεγαλοποίησα την ιδέα που μου ήρθε στον ύπνο μου και έπλασα σενάρια άδικα. Αλλά αφού βρισκόμουν εδώ, γιατί να μην ξεκινούσα την εξάσκηση μου; Πήρα αμέσως το βιβλίο μου κι έψαξα για ένα ξόρκι και σταμάτησα περίπου στην μέση.
«Να καλέσεις μια χαμένη ψυχή», διάβασα δυνατά.
Εγώ θεώρησα πως επρόκειτο για μια νεκρή ψυχή. Αυτό την έκανε και χαμένη. Μπορεί αν το έκανα να έβλεπα κάποιον από την Λίμπο και να τον βοηθούσα να προχωρήσει. Μπορεί να έβλεπα ακόμα και τον Μάικλ. Δεν έχασα χρόνο λοιπόν και με το κερί στο χέρι μου για να παίρνω ενέργεια άρχισα να το διαβάζω.
«Φωτιά της ζωής μου, κυρία δική μου, την βοήθεια σου ζητώ, δούλη ταπεινή.
Να εμφανίσεις εδώ, με τα μάτια μου να δω, την χαμένη του ψυχή.»
Στο νου μου είχα τον Μάικλ, καθώς εκείνον ήθελα να δω. Ολοκληρώνοντας το ψαλτήρι η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε από ένα ελαφρύ αεράκι. Παρέμεινα στην θέση μου κοιτώντας τριγύρω μου περιμένοντας να αντικρίσω τα αποτελέσματα. Πέρασαν αρκετές στιγμές χωρίς να υπάρξει κάποια ένδειξη επιτυχίας και σκεφτόμουν πως ίσως τελικά να μην τα είχα καταφέρει. Δεν απογοητεύτηκα όμως και έκανα να δοκιμάσω ξανά.
«Ορόρα;», άκουσα την φωνή του Κάρτερ και τινάχτηκα βγάζοντας μια κραυγή τρόμου.
«Πώς μπήκες τόσο αθόρυβα;», τον ρώτησα με το χέρι μου στο στήθος μου νιώθοντας την καρδιά μου να σφυροκοπάει.
«Δεν έχω ιδέα πως βρέθηκα εδώ», κοιτούσε γύρω του απορημένος. Έπειτα έστρεψε την προσοχή του σε μένα και τα μάτια του σταμάτησαν στο βιβλίο σκιών μπροστά μου. «Εσύ το έκανες;»
«Από ότι φαίνεται», ξεφύσησα.
Δεν ήταν πλήρης αποτυχία, αλλά εν μέρει. Τον μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν τον Μάικλ. Σκεφτόμουν ολοκάθαρα το πρόσωπο του, αλλά αντί γι' αυτό, εμφανίστηκε μπροστά μου ο Κάρτερ.
«Τι ακριβώς κάνεις;», με ρώτησε κι ήρθε και γονάτισε δίπλα μου. «Να καλέσεις μια χαμένη ψυχή», διάβασε το ξόρκι που είχα μπροστά μου.
«Στην αρχή στόχευα για τον Μάικλ. Τουλάχιστον έπιασα τον οίκο.»
«Δεν νομίζω να εννοεί πεθαμένο», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Αλλιώς θα ήταν στο Απαγορευμένο Βιβλίο κι όχι σ' αυτό.»
«Μάλλον έχεις δίκιο», μουρμούρισα.
Από τον ενθουσιασμό μου δεν σκέφτηκα μια τόσο μικρή λεπτομέρεια με μεγάλη διαφορά στο αποτέλεσμα. Ωστόσο, δεν μπορούσα να παραβλέψω το γεγονός ότι τελικά εμφανίστηκε ο Κάρτερ. Εγώ σκεφτόμουν τον Μάικλ, αλλά αφού δεν μπορούσα να δω κάποιον νεκρό, ήρθε κάποιος ζωντανός κοντινός στο πρόσωπο που καλούσα. Θα μπορούσε όμως να είναι ο οποιοσδήποτε. Κυρίως ο πατέρας του ή έστω η Μέλανη. Γιατί ο Κάρτερ;
«Είσαι λοιπόν μια χαμένη ψυχή;», τον ρώτησα.
Εκείνος είχε τα μάτια του πάνω στο βιβλίο και μετά την ερώτηση μου δίστασε να τα ανασηκώσει. «Υποθέτω», απάντησε σχεδόν ψιθυριστά.
«Τι σε προβληματίζει και δεν μπορείς να βρεις τον δρόμο σου;»
Ανασήκωσε ελαφρά τον ένα του ώμο κι άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο σκιών. «Πολλά. Θα γίνω καλός βασιλιάς;», άρχισε να εξωτερικεύει όλα όσα τον βασάνιζαν. «Θα μπορέσω να κάνω ένα τόσο μεγάλο καλό με την μαγεία μου; Θα σώσω την Ορόρα από τον Κάτω Κόσμο;», πήρε μια βαθιά ανάσα και το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. «Έκανα την σωστή επιλογή;»
Η καρδιά μου σκίρτησε σε αυτό του κοίταγμα. Άραγε να είχε μετανιώσει που διάλεξε την Κέιζα αντί για μένα; Μήπως τα συναισθήματα του για μένα υπερίσχυαν τελικά;
Μου είπε ψέματα, υπενθύμισα στον εαυτό μου προτού ριχτώ στην αγκαλιά του. Ακόμα κι αν αγαπούσε ολοκληρωτικά εμένα δεν μπορούσα να παραβλέψω τα μυστικά και τα ψέματα. Από εκείνον είχα συγχωρέσει τόσα, κι αυτό ήταν ίσως το λάθος μου, που δεν τον σταμάτησε.
«Θα βρεις τις απαντήσεις σου», αποκρίθηκα. «Δεν θα μείνεις για πάντα χαμένος.»
«Δεν ξέρω», κούνησε το κεφάλι του. «Υπάρχουν μέρες που απλώς δεν έχουν νόημα.»
«Έχω βρεθεί στην θέση σου και ξέρω πως νιώθεις. Και όπως το ξεπέρασα εγώ θα το κάνεις κι εσύ. Θα βρεις το φως μέσα στο τούνελ που περιπλανιέσαι αυτή την στιγμή.»
«Πραγματικά το πιστεύεις;»
Ο πόνος στα μάτια του σχεδόν μα καθήλωσε. Στο πρόσωπο του έβλεπα εμένα πριν από καιρό, όταν νόμιζα πως τα πάντα είχαν χαθεί και δεν υπήρχε μια σανίδα σωτηρίας να κρατηθώ. Ένιωθα μόνη και αβοήθητη κι έφτασα στα άκρα και δεν ήθελα να συμβεί το ίδιο και σε εκείνον.
Αισθανόμουν ασφαλής μαζί του μέσα στον πύργο, οι τοίχοι του οποίου έκλειναν το καθετί απέξω, μακριά μας. Οι φραγμοί μου καταπολεμήθηκαν από την σιγουριά της στιγμής και αποφάσισα να του ανοιχτώ. Δεν ήθελα κανένα μυστικό ανάμεσα μας αυτή την στιγμή, τίποτα που να μπαίνει εμπόδιο. Εκεί έξω είχαμε αρκετά, εδώ μέσα όμως ήθελα να στέκομαι πραγματικά δίπλα του.
«Ήμουν κι εγώ χαμένη, αρκετά πρόσφατα», ξεκίνησα. «Το βάρος του πεπρωμένου μου και όλα όσα έπρεπε να αποδεχτώ καθημερινά με έπνιγαν», το χέρι μου ακούμπησε αντανακλαστικά τον λαιμό μου. «Ήθελα για μια στιγμή να ανασάνω και να καταλαγιάσω για λίγο τον πόνο. Αναζήτησα καταφύγιο σε μέσα καταστροφικά κι άρχισα να γίνομαι κάποια που δεν αναγνώριζα. Έφτασα στο σημείο να κάνω κακό στον εαυτό μου», ο αντίχειρας μου χάιδεψε τον καρπό μου και κατάπια έναν λυγμό θυμούμενη το βράδυ εκείνο που κόπηκα.
«Ορόρα», ψέλλισε ο Κάρτερ σαστισμένος.
«Αλλά η Μέλανη με σταμάτησε», συνέχισα χαμογελώντας για να καταπολεμήσω τα δάκρυα. «Έγινε το στήριγμα μου και μέρα με την μέρα με βοήθησε να βρω τον δρόμο μου. Είμαι σίγουρη πως ο Ντιμίτρι θα χαρεί να γίνει το δικό σου.»
«Εσύ;», με ρώτησε σχεδόν ικετευτικά. «Αν στο ζητούσα, θα γινόσουν;»
«Φυσικά», απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. «Είμαστε οικογένεια.» Αυτό που πραγματικά εννοούσα ήταν : Σ' αγαπάω με κάθε ανάσα που εισέρχεται στο κορμί μου.
Χαμογέλασε αδύναμα και πήρε στα χέρια μου τον καρπό που είχα χαϊδέψει πριν. Τον ψηλάφισε μαλακά με τα δάχτυλα του κι έπειτα τα χείλη του τον περιεργάστηκαν στέλνοντας ρίγη σε όλη μου την ραχοκοκαλιά.
«Υποσχέσου μου πως δεν θα ξαναπληγώσεις τον εαυτό σου», είπε χαμηλόφωνα.
«Το υπόσχομαι», του απάντησα ξέπνοα, καθώς έφερνε το σώμα του επικίνδυνα κοντά μου.
Ήθελα να τον σπρώξω, να τον εμποδίσω να συνεχίσει να με πλησιάζει, όμως η στιγμή με είχε συνεπάρει τόσο που δεν κατάφερα να αντισταθώ. Τα χείλη του ρίχτηκαν στα δικά μου, ενώ τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω μου σπρώχνοντας με κοντά του. Η απόγνωση του φιλιού μαρτυρούσε πόσο κολασμένα το αποζητούσαμε κι οι δύο. Όσο κι αν σκεφτόμουν ότι αυτό που κάναμε ήταν λάθος, αδυνατούσα να τον διώξω μακριά μου. Η θέρμη που ένιωθα πάντοτε με ένα του παθιασμένο φιλί, τώρα ήταν πιο δυνατή. Τον είχα αγκαλιάσει και τον έσπρωχνα επίσης κοντά μου, φοβούμενη πως κι ο αέρας ανάμεσα μας θα μας χώριζε. Όμως αυτό το είχαν κάνει πολλά περισσότερα. Παρέμεινα δέσμια στο άγγιγμα και το φιλί του για μερικές στιγμές ακόμα, μέχρι να κερδίσω τον έλεγχο του εαυτού μου. Έπειτα άρχισα να τον σπρώχνω μακριά μου, αλλά εκείνος δεν σταματούσε. Άρχισε να γίνεται πιο διεκδικητικός μέχρι που αναγκάστηκα να απομακρυνθώ εγώ, για να σταματήσει.
«Δεν μπορούμε», αποκρίθηκα βαριανασαίνοντας.
Εκείνος δεν μου απάντησε. Μονάχα με κοιτούσε με μάτια που άστραφταν από την ομορφιά της στιγμής, και γρήγορα σκοτείνιασαν ξανά συνειδητοποιώντας πως είχα δίκιο.
Ένευσε αργά και κατάφερε να πάρει τα χέρια του από πάνω μου. Αυτή του η γρήγορη απόσυρση σκότωσε και τις τελευταίες μου ελπίδες. Ήταν πολύ σίγουρος για την επιλογή που είχε κάνει τελικά, η οποία ήταν η Κέιζα, κι όχι εγώ. Κάθε φορά που τον έβλεπα να χάνεται όλο και πιο πολύ στο παρελθόν του η καρδιά μου ράγιζε όλο και περισσότερο. Ειδικά τώρα μετά από αυτό το φιλί ήλπιζα πως θα με έσφιγγε στην αγκαλιά του και θα τα παρατούσε όλα για να είναι μαζί μου. Αλλά δεν με ήθελε αρκετά για να κάνει κάτι τέτοιο.
Τα γαλανά του μάτια υγράνθηκαν και πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους αδύναμος να πει το παραμικρό.
«Θα προσποιηθούμε ότι αυτό δεν έγινε ποτέ», πήρα το βιβλίο σκιών στα χέρια μου και σηκώθηκα ισιώνοντας το φόρεμα μου. «Ήταν απλά ένα λάθος της στιγμής.»
Ο Κάρτερ σήκωσε το βλέμμα του για να με αντικρίζει κι ένευσε αργά. Καμία λέξη δεν μπορούσε να βγει από το στόμα του. Κι όμως είχε καταφέρει να πει πολλά και χωρίς κουβέντες.
Εγώ έφυγα γρήγορα από τον πύργο αδύναμη να συνεχίσω να βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Θα χρειαζόμουν αρκετό χρόνο μέχρι να καταφέρω να κερδίσω την ακεραιότητα μου. Τόσοι κόποι που είχα κάνει για να υπάρξει μια ομαλή συνύπαρξη μεταξύ μας μετά τον χωρισμό μας πήγαν στράφι. Δεν έπρεπε να με είχα αφήσει να υποκύψω. Είχα ακούσει μια φορά την καρδιά μου και πληγώθηκα. Πόσες απορρίψεις και κλάματα έπρεπε να ζήσω για να μάθω επιτέλους να μην την υπακούω τυφλά; Ίσως όλη μου η ζωή δεν θα ήταν αρκετή για να μπορέσω τελικά να το πραγματοποιήσω.
Για το υπόλοιπο της ημέρας προσπάθησα όσο το δυνατόν να κρατήσω την στιγμή μου με τον Κάρτερ για μένα. Αν την εξωτερίκευα κι έβλεπα τα βλέμματα λύπησης των υπολοίπων θα κατέρρεα. Τουλάχιστον τώρα είχα καταπολεμήσει τα δάκρυα και έμενα με ένα συνοφρύωμα κι ένα ακόμη λάβωμα στην ραγισμένη μου καρδιά. Η επόμενη μέρα όμως θα ήταν καλύτερη κι η μεθεπόμενη ακόμα περισσότερο. Μέχρι που η σημερινή θα φάνταζε μια δυσάρεστη ανάμνηση, ανίκανη να με βλάψει. Μπορούσα να με πείσω να μείνω στο φως και να μην συρθώ πίσω στο σκοτάδι και θα το έκανα. Δεν ήθελα να είμαι ξανά η χαμένη ψυχή. Δεν το ήθελα ούτε για τον Κάρτερ. Πίστευα όμως πως μετά το σημερινό θα έβλεπε το τέλος της διαδρομής του.
Η δική μου διαδρομή για σήμερα προέβλεπε το αεροδρόμιο. Στις επτά και μισή ακριβώς οι φίλοι μου, συμπεριλαμβανομένου και του Τσέις ήρθαν στο παλάτι και με το αυτοκίνητο μου πήραμε τον δρόμο για το αντίο στην Σειρήνα. Ο Τσέις πράγματι ήξερε ότι απόψε θα έφευγε και είχε ζήσει έναν επώδυνο αποχαιρετισμό μαζί της πριν μερικές ώρες. Η Σειρήνα θα μας έστελνε γράμμα όταν θα έφτανε ζητώντας συγγνώμη για την αδυναμία της να μας αντιμετωπίσει. Εμείς όμως θα την βγάζαμε από την δύσκολη θέση εμφανιζόμενοι μπροστά της.
«Είσαι καλά;», με ρώτησε ο Σκοτ ψιθυριστά, ο οποίος καθόταν δίπλα μου.
«Ναι», του απάντησα έχοντας την προσοχή μου στον δρόμο. «Καλά είμαι.»
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις ξανά;», ρώτησε η Μόνι τον Τσέις.
Εκείνος ένευσε αργά. «Ήξερα πως αυτή η μέρα θα ερχόταν. Αυτό δεν έπρεπε να το κάνει πιο εύκολο;»
«Δεν υπάρχει τίποτα εύκολο στο αντίο», είπε η Μέλανη σφίγγοντας το χέρι του μέσα στο δικό της.
«Είμαστε μαζί σου φίλε», αποκρίθηκε ο Σκοτ γυρνώντας να τον κοιτάξει.
«Σας ευχαριστώ», απάντησε χαμηλόφωνα.
Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο η Σειρήνα δεν είχε έρθει ακόμα. Ωστόσο, δεν άργησε πολύ. Οι γονείς της την άφησαν στην είσοδο κι εκείνη τους χαιρέτισε καταπίνοντας την συγκίνηση της. Οι δυο τους όμως δεν έκαναν τις ίδιες προσπάθειες με την κόρη τους και χάρηκα που δεν σταμάτησαν να της δίνουν την προσοχή που είχε ανάγκη. Αφού κατάφερε να δραπετεύσει από τις αποπνικτικές τους αγκαλιές προχώρησε μέσα ρουθουνίζοντας. Ο Τσέις την πλησίασε κι εκείνη αναφώνησε έκπληκτη.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;»
Έπειτα προχωρήσαμε κι οι υπόλοιποι κοντά τους μεγαλώνοντας την έκπληξη της.
«Πίστευες στα αλήθεια πως θα σε αφήναμε να φύγεις χωρίς να σε αποχαιρετίσουμε;», την ρώτησα.
«Παιδιά», ξεφύσησε και τα γκρίζα της μάτια υγράνθηκαν.
«Να προσέχεις», την αγκάλιασε πρώτη η Μέλανη. «Μην ξαναγίνεις σκύλα.»
Η Σειρήνα γέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν πρόκειται», την διαβεβαίωσε.
«Καλή τύχη», της ευχήθηκε ο Σκοτ. «Θα την χρειαστείς εκεί έξω.»
«Μη μας ξεχάσεις», αποκρίθηκε η Μόνι, στην δική της σειρά.
«Αυτό κι αν δεν πρόκειται», απάντησε η Σειρήνα με τα δάκρυα να χύνονται από τα μάτια της.
Ήταν πλέον αδύνατον για όλους μας να συγκρατηθούμε κι έκλαιγα ήδη όταν έφτασε η δική μου σειρά να την χαιρετίσω.
«Είμαι σίγουρη ότι θα με κάνεις πολύ περήφανη», την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Θα φροντίζω να μαθαίνω για την πορεία σου.»
Η Σειρήνα μου χαμογέλασε και σκούπισε μερικά δάκρυα της. «Όλα θα είναι εντάξει, Ορόρα. Είσαι ήδη υπέροχη βασίλισσα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα αλλάξει αυτό.»
«Σημαίνει πολλά για μένα αυτό.»
Ο Τσέις προχώρησε και στάθηκε μπροστά της κάνοντας μεγάλες προσπάθειες να μην κλάψει. Εγώ πάντως και τα κορίτσια δεν είχαμε την ίδια δύναμη.
«Το τέλος», είπε γελώντας χωρίς διάθεση.
«Τσέις», εκείνη πήρε τα χέρια του στα δικά της. «Μην εμποδίσεις τον εαυτό σου να ερωτευτεί ξανά. Έχεις πολλή αγάπη μέσα σου κι είναι κρίμα να μην την προσφέρεις και σε κάποια άλλη.»
«Σειρήνα», έκανε να την διακόψει.
«Άκουσε με», συνέχισε εκείνη. «Σ' αγαπάω. Είσαι ο πρώτος μου έρωτας και θα έχεις πάντοτε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Θέλω να είσαι ευτυχισμένος και θέλω να ζήσει την ζωή σου.»
Εκείνος ένευσε αργά δαγκώνοντας το κάτω χείλος του. «Ακόμα κι ο πόνος που νιώθω τώρα δεν είναι αρκετός για να με κάνει να μετανιώσω τον καιρό που σε περίμενα να με κοιτάξεις.»
«Χαίρομαι που το ακούω.»
Οι δυο τους φιλήθηκαν για μια τελευταία φορά προτού η Σειρήνα μας χαρίσει ένα τελευταίο νεύμα και φύγει μακριά μας.
Εγώ στάθηκα δίπλα στον Τσέις σφίγγοντας το χέρι του και παρακολουθώντας μια υπήκοο, μια συμμαθήτρια, μια φίλη να προχωράει στο μέλλον που ανοιγόταν μπροστά της, αφήνοντας πίσω οτιδήποτε είχε να κάνει με την Μόιρα. Ακολουθούσε τα όνειρα της και μια μέρα πίστευα πως η Σειρήνα θα έβρισκε την ευτυχία που της άξιζε, όπως ακριβώς κι ο Τσέις.
«Πέτα μακριά μικρό σπουργίτι», ψιθύρισα κοιτάζοντας την για τελευταίαφορά. «Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε από την φωλιά σου. Ο κόσμος σεπεριμένει.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top