Μια στιγμή μπορεί να διαρκέσει από ένα λεπτό μέχρι μία ολόκληρη μέρα. Είναι καθαρά υποκειμενική η διάρκεια της. Ένας τρίτος μπορεί εύκολα να προσδιορίσει τον χρόνο της θέτοντας τα απαραίτητα όρια. Για εκείνον όμως που την ζει η διαδικασία δεν είναι τόσο απλή.
Όταν το τηλέφωνο του σπιτιού χτύπησε και μου ανακοινώθηκε το τροχαίο των γονιών μου, ένιωσα πως η απόσταση από την έπαυλη μέχρι το νοσοκομείο ήταν η ίδια με εκείνη της Σεβίλλης και του Πόρτλαντ. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πολύ λιγότερη. Οι ώρες που πέρασαν μέχρι να αποδεχτώ το γεγονός ότι είχα χάσει
την μητέρα μου ήταν μόλις έξι. Εγώ όμως νόμιζα πως περίμενα να ακούσω την καρδιά της μια ολόκληρη μέρα. Όσο ο πατέρας μου βρισκόταν σε κόμμα ένιωθα πως ο χρόνος στον έξω κόσμο προχωρούσε. Μου φαινόταν λες και ήμουν ένας βράχος μέσα σε κινούμενο ποτάμι. Εκείνο έρεε και ακολουθούσε την πορεία του αλλά εγώ απλώς ήμουν στην μέση, χωρίς να αλλάζει τίποτα όσον αφορά εμένα. Μέχρι που έχασα και τον πατέρα μου και τότε ο χρόνος πάγωσε. Τα πάντα γύρω μου σταμάτησαν να κυλάνε. Ήταν λες και το ποτάμι έπαψε να ρέει και με συντρόφευε στην αδράνεια μου.
Μια παρόμοια αδράνεια με είχε καταβάλλει και τώρα. Ήθελα πολύ να κουνηθώ, να φωνάξω, να τρέξω, αλλά το σώμα μου δεν υπάκουγε. Είχα μαρμαρώσει και ένα μούδιασμα ανέβαινε από τα πόδια μου για να με τυλίξει. Πάλευα με όλη μου την δύναμη να μην αφήσω τον Μάικλ να πέσει από τα χέρια μου. Φοβόμουν πως θα χτυπούσε το κεφάλι του. Ένας φόβος αβάσιμος την στιγμή που μόλις είχε ξεψυχήσει. Για την ακρίβεια είχαν περάσει αρκετά λεπτά από την τελευταία του πνοή. Το σώμα του είχε ήδη αρχίζει να παραδίνεται στην ψύχρα του θανάτου. Παρ' όλα αυτά μου φαινόταν πως έκλεισε τα μάτια του πριν από ένα δευτερόλεπτο.
Δεν ήξερα πόση ώρα είχα μείνει μέσα στο γραφείο με τον Μάικλ νεκρό και τον Τζέισον αναίσθητο δίπλα μας. Μου πήρε αρκετές στιγμές για να συνειδητοποιήσω πως ο Τζέισον δεν είχε συνέλθει ακόμα. Πόσο δυνατά να τον είχα χτυπήσει άραγε; Μήπως τον είχα σκοτώσει; Δεν θα με πείραζε... Το ξέρω πως αυτό με κάνει κακιά και άκαρδη. Όμως κι αυτό που έκανε κι εκείνος δεν ήταν κακό κι άκαρδο; Είχε σκοτώσει κάποιον, μια αθώα ψυχή. Ο Μάικλ ήταν ο γιος ενός πατέρα, ο ξάδερφος ενός βασιλιά, ο φίλος μου, το μοναδικό νταμπίρ από την Μόιρα που ερχόταν να με δει κάθε χρόνο. Ποιος του είχε δώσει το δικαίωμα να σηκώσει το όπλο και να του αφαιρέσει την ζωή;
Το στήθος μου με πόναγε τόσο δυνατά που μου κοβόταν η ανάσα. Δεν μπορούσε το μυαλό μου να χωνέψει αυτό που είχε συμβεί. Δεν ήθελα να πιστέψω πως είχε χαθεί ένας ακόμα. Κι ο Μάικλ δεν ήταν μονάχα ένας ήρωας μια μάχης ή ένας ακόμα συγγενής μου. Ήταν πολλά παραπάνω. Είχε αγνή καρδιά και πάντοτε τις καλύτερες προθέσεις. Ήταν ανιδιοτελής και ποτέ του δεν έλειπε από το πλευρό εκείνων που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Τώρα όμως έλειπε. Ήταν στην αγκαλιά μου, αλλά όχι πραγματικά.
Ήξερα πως είχε χαθεί από κοντά μου. Δεν είχα την άρνηση, όπως με την μητέρα μου. Μου ήταν όμως πολύ δύσκολο να του φερθώ σαν ένα απλό πτώμα. Θα μπορούσα να τον είχα αφήσει και να τρέξω στον Κάρτερ ή τον Σκοτ, αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του με τον Τζέισον. Τι άλλο θα μπορούσε να του κάνει; Και πάλι ο Τζέισον ήταν δολοφόνος. Δεν σκεφτόμουν καν ότι όταν θα συνερχόταν θα προσπαθούσε ξανά να με σκοτώσει. Αυτό που σκεφτόμουν ήταν ότι έπρεπε να τον προστατέψω. Μπορεί να του έκανε κακό ακόμα και τώρα που είχε πλέον πεθάνει. Ήταν επίσης πολύ κρύος, κάτι που ήταν αναμενόμενο. Τον έσφιγγα για να τον ζεστάνω. Φανταζόμουν πως θα τουρτούριζε και τον έφερα όσο πιο κοντά μου γινόταν για να μην νιώθει άβολα από την χαμηλή του θερμοκρασία. Έδιωξα από το πρόσωπό του μια τούφα και χάιδεψα το μάγουλο του για να δώσω λίγη από την θερμότητά μου. Το δικό μου σώμα είχε πάρει φωτιά και ένιωθα τον σβέρκο μου να ιδρώνει. Η ζέστη ήταν ασφυκτική, αλλά ο Μάικλ κρύωνε και δεν γινόταν να τον αφήσω.
«Μεγαλειοτάτη», μια αντρική φωνή ακούστηκε σχεδόν ψιθυριστή.
Το ένστικτό μου με πρόσταξε να προστατέψω τον Μάικλ και τον έσπρωξα ακόμα πιο κοντά μου. Δεν σήκωσα το βλέμμα μου να δω ποιος ήταν. Είχα πεισθεί πως επρόκειτο για απειλή.
«Μεγαλειοτάτη», επανέλαβε εκείνος και γονάτισε μπροστά μου.
Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Σπένσερ, τον αρχηγό της βασιλικής φρουράς. Δεν ήταν κάποιος κίνδυνος τελικά. Ο Σπένσερ δεν θα έκανε κακό στον Μάικλ, ούτε και σε μένα.
«Πρέπει να τον αφήσεις», μου είπε στοργικά και έκανε να με ακουμπήσει αλλά τραβήχτηκα προς τα πίσω. «Έφυγε...»
Μια λέξη του ήταν αρκετή για να χτυπήσει σαν κεραυνός το μυαλό μου.
Ανασήκωσα αργά το βλέμμα μου και έριξα τα μάτια μου στα δικά του. «Έφυγε», επανέλαβα τα λόγια του, θέλοντας να πείσω τον εαυτό μου να δεχτεί την νέα πραγματικότητα.
Ο Σπένσερ έσμιξε τα φρύδια του. «Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ.»
Εγώ ξεροκάταπια και κοίταξα τον Τζέισον. «Αυτός το έκανε. Αυτός τον σκότωσε.»
«Άφησε το πάνω μου», μου απάντησε. «Τώρα πρέπει να πας στο νοσοκομείο. Ο βασιλιάς κι ο φρουρός Γουίτμορ κατευθύνονται εκεί για να νοσηλευτούν. Πρέπει να είσαι μαζί τους.»
Ο Κάρτερ κι ο Σκοτ. Είχαν τραυματιστεί κι εκείνοι από τους δράστες της σημερινής τραγωδίας.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου για να ρίξω μια ακόμα ματιά στον θνήσκοντα Μάικλ. «Θα τον προσέχεις;»
Ο Σπένσερ έσφιξε τα χείλη του και με κοίταξε λες κι άρχιζα να τα χάνω. Ήξερα πως δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για τον Μάικλ. Όμως δεν ήθελα να του φερθούν απότομα. Ήταν νεκρός και επρόκειτο για ένα άψυχο σώμα, αλλά όταν τον κοίταζα δεν γινόταν να τον αντιμετωπίσω ως μια σορό.
«Μην ανησυχείς», μου είπε τελικά. «Πήγαινε τώρα.» Έπειτα έκανε ένα νεύμα σε τρεις ακόμη φρουρούς, οι οποίοι ήταν μαζί του και στεκόντουσαν πίσω περιμένοντας τις επόμενες εντολές του αρχηγού τους.
Με πολύ δισταγμό παρέδωσα το σώμα του Μάικλ στον Σπένσερ, ο οποίος μόλις έφευγα από τα γραφεία ήξερα ότι θα τον άφηνε κάτω μέχρι να τον αναλάβει κάποιος άλλος, για να επικεντρωθεί στον δολοφόνο του. Εκτίμησα όμως το γεγονός πως μέχρι να απομακρυνθώ δεν έκανε την παραμικρή κίνηση και διέταξε τους άλλους να σηκώσουν τον Τζέισον.
Από τα γραφεία βγήκα με αργά βήματα και με ακόμη πιο αργά προχώρησα προς την έξοδο. Περνώντας από το σημείο που ο Κάρτερ είχε σωριαστεί αιμόφυρτος ένιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται. Εκείνος δεν βρισκόταν εκεί, αλλά στο νοσοκομείο. Ήταν μια ανακούφιση, καθώς υπήρχε ελπίδα να γίνει καλά. Η περιοχή ωστόσο ήταν ποτισμένη με το αίμα του και για μερικά δευτερόλεπτα ήμουν έτοιμη να θρηνήσω κι εκείνον. Η σκηνή του τραυματισμού του άρχισε να εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου κι αυτή την φορά άκουγα τον Κάρτερ να φωνάζει βοήθεια. Αυτό ήταν οι ενοχές μου, επειδή τον είχα αφήσει και δεν έμεινα κοντά του. Κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου διώχνοντας αυτή την ανάμνηση και συνέχισα την πορεία μου.
Τα βήματα μου επιβράδυναν όσο έφτανα στην έξοδο. Σκεφτόμουν τι θα έλεγα στον Σον, όταν τον έβλεπα. Πώς θα έλεγα στην Μέλανη ότι έχασε έναν ακόμα συγγενή; Ο Κάρτερ μόλις θα συνερχόταν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μία ακόμη απώλεια. Μπορούσα να ακούσω ήδη τον θρήνο τους κι αδυνατούσα να προχωρήσω. Από ένα σημείο και μετά το βάδισμά μου έγινε απλά μηχανικό. Ευχόμουν τώρα να υποτροπίαζε το πόδι μου και να έπεφτα κάτω, για να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσω την συνέχεια. Όμως και ένα σπασμένο κόκαλο πώς θα με προστάτευε από το πένθος στο οποίο θα βυθιζόταν η πόλη για μία ακόμη φορά;
Το φως του ήλιου άρχισε να γίνεται όλο και πιο δυνατό. Σε λίγο είχα περάσει το κατώφλι της εξώπορτας και αντίκρισα το προαύλιο του λυκείου, το οποίο έσφυζε από φρουρούς, μαθητές σοκαρισμένους και τους γονείς τους να τους αγκαλιάζουν κλαίγοντας ανακουφισμένοι. Οι οικογένειες κάποιων μαθητών δεν κατοικούσαν στην Μόιρα, αλλά είχαν πληροφορηθεί για το συμβάν και τηλεφωνούσαν στα παιδιά τους για να σιγουρευτούν πως ήταν εντάξει.
Έψαξα μέσα στο πλήθος για τους φίλους μου, αλλά μπόρεσα να δω μόνο τον Τσέις μέσα στην σφικτή αγκαλιά των γονιών του. Η μητέρα του είχε δακρύσει κι ο πατέρας του συγκρατούσε τα δικά του δάκρυα με νύχια και με δόντια. Η Λόρα δεν καταλάβαινε πολλά, αλλά το όλο κλίμα την άγχωνε κι ο Τσέις προσπαθούσε να την καθησυχάσει.
«Ορόρα!», η φωνή του Ντιμίτρι τράβηξε το βλέμμα μου από την οικογενειακή στιγμή του Τσέις. «Ω, Θεέ μου, είσαι καλά», τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω μου και με έσφιξε στην αγκαλιά του.
Μπορούσα να νιώσω την καρδιά του να βροντοχτυπάει στο στήθος του. Δεν ήθελα ούτε να φανταστώ πως ένιωθε από την στιγμή που του τηλεφώνησα μέσα στον πανικό μέχρι τώρα που με έβλεπε.
Η αγκαλιά του ήταν κάτι που είχα μεγάλη ανάγκη. Πέρασα τα χέρια μου γύρω από την μέση του και έσφιξα τα χείλη μου συγκρατώντας τα δάκρυά μου.
«Ήρθα με βοήθεια μόλις μου τηλεφώνησες», μου είπε σπρώχνοντάς με πίσω για να με επεξεργαστεί. «Ο Κάρτερ κι ο Σκοτ είναι στο νοσοκομείο. Εσύ χτύπησες; Δικό σου είναι αυτό το αίμα;»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου κι έστρεψα αλλού το βλέμμα μου μόλις είδα τον Αλφόνσο, τον Ενρίκε και τον Σον να μας πλησιάζουν.
Η στιγμή είχε έρθει. Δεν μπορούσα να του πω ψέματα. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Όπου να' ναι οι φρουροί θα έβγαζαν τον Μάικλ έξω κι όλοι θα έβλεπαν πως είχε πεθάνει.
«Είσαι καλά;», με ρωτούσαν οι τρεις τους. «Χτύπησες;»
«Ο Μάικλ;», με ρώτησε ο Σον γεμάτος αγωνία. «Γιατί δεν βγήκε ακόμα;»
Δάγκωσα το κάτω χείλος μου, καθώς μερικά δάκρυα άρχισαν να στάζουν από τα μάτια μου. Τα λόγια δεν μπορούσαν να βγουν από το στόμα μου. Αλλά δεν υπήρχε λόγος να προσπαθήσω. Ο Σον δεν άργησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Το πουκάμισο μου ήταν λουσμένο με αίμα, κι όχι δικό μου. Ήμουν ήδη αρκετά κλαμένη και την στιγμή που με ρώτησε για τον γιο του δεν πήρε άμεση απάντηση. Τα σμαραγδένια του μάτια άστραψαν. «Ορόρα, γιατί δεν μου απαντάς; Πού είναι ο Μάικλ;»
Κούνησα αργά το κεφάλι μου. «Λυπάμαι», κατάφερα να πω.
«Όχι», απάντησε γρήγορα. «Μάικλ», άρχισε να φωνάζει και έτρεξε μέσα στο σχολείο.
«Σον, περίμενε», είπα, αλλά είχε ήδη χαθεί από το οπτικό μου πεδίο.
Τον ακολούθησα μαζί με τους υπόλοιπους όσο έτρεχε ψάχνοντας και φωνάζοντας απεγνωσμένα για τον γιο του. Η φωνή του έσβηνε από το τρέξιμο και τον φόβο του για τον Μάικλ. Σταμάτησε λίγο έξω από την τραπεζαρία βλέποντας τους φρουρούς του Σπένσερ να κουβαλάνε τον γιο του.
«Μάικλ», ψιθύρισε κλαψουρίζοντας.
Ο Ντιμίτρι κι ο Αλφόνσο αναφώνησαν αλλά έμειναν ήσυχοι. Οι φρουροί ακούμπήσαν τον Μάικλ μαλακά κάτω και ο Σον γονάτισε δίπλα του.
«Αγόρι μου», ψέλλισε και τον περιεργάστηκε μισοκλείνοντας τα μάτια του για να εμποδίσει τα δάκρυα να ξεχυθούν. «Άνοιξε τα μάτια σου.»
Εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου κι άρχισα να κλαίω χαμηλόφωνα αντικρίζοντας αυτή την εικόνα. Μόλις πριν από λίγο είχα δει δύο γονείς να κλαίνε χαρούμενοι κι ανακουφισμένοι, καθώς ο γιος τους είχε επιζήσει από τους πυροβολισμούς. Τώρα έβλεπα μπροστά μου έναν πατέρα να κλαίει για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Η καρδιά μου σκίστηκε στα δύο μόλις ένας λυγμός δραπέτευσε από το στόμα του Σον.
«Γιε μου, σε παρακαλώ», συνέχισε. «Άνοιξε τα μάτια του. Σε παρακαλώ. Μάικλ!», ούρλιαξε το όνομα του κι η φωνή του έστειλε ρίγη σε όλη μου την ραχοκοκαλιά.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον Μάικλ κι άρχισε να σπαράζει στο κλάμα συγκινώντας όλους τους μάρτυρες. Ο Ντιμίτρι με έσπρωξε πάνω του και ένιωσα τα δάκρυα του να τρέχουν πάνω στο κούτελο μου. Κανένας μας δεν μπόρεσε να μην συγκινηθεί από τον θρήνο ενός πατέρα.
Έμεινε εκεί να κλαίει με τον Μάικλ για αρκετή ώρα. Δεν μπορούσαμε να τους χωρίσουμε. Είχαν ήδη χωριστεί. Ο Ντιμίτρι δεν με άφησε να αντικρίζω άλλο αυτή την εικόνα. Με ώθησε μακριά τους ενώ ο Αλφόνσο κι ο Ενρίκε έμειναν εκεί, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
«Εγώ φταίω», μουρμούρισα καθώς περπατούσαμε.
Ο Ντιμίτρι γύρισε να με κοιτάξει σμίγοντας τα φρύδια του. «Μην το λες αυτό.»
«Αυτή είναι η αλήθεια», απάντησα γρήγορα. «Έπρεπε να είχα αντιμετωπίσει τον Τζέισον μόνη μου. Αν δεν άφηνα τα συναισθήματά μου να με παραλύσουν ο Μάικλ δεν θα χρειαζόταν να με προστατέψει.»
«Ορόρα», με σταμάτησε και με γύρισε ώστε να είμαστε αντικριστά. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα, αλλά τα συγκρατούσε. Και το λίγο που είχε κλάψει πριν μερικά δευτερόλεπτα ήταν αρκετά. Τώρα θα φρόντιζε εμάς και θα θρηνούσε τον φίλο του στις σκιές μακριά από το καθήκον. «Δεν φταις εσύ. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Ο Μάικλ σε προστάτεψε γιατί σε αγαπούσε και δεν θα άφηνε ποτέ να σου συμβεί τίποτα. Και σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να νιώθεις ένοχη γι' αυτό.»
Τα λόγια του είχαν μια δόση αλήθειας. Αλλά οι ενοχές ήταν σαν δηλητήριο. Την στιγμή που άρχιζαν να κυλάνε μέσα σου, δεν υπήρχε επιστροφή. Κι εγώ ήμουν ένα άτομο που εύκολα ένιωθα ενοχές ακόμα και για τα πιο μικρά πράγματα.
«Πώς θα το πω στην Μέλανη και στον Κάρτερ;», τον ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
«Θα το κάνω εγώ», μου απάντησε και πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του. «Κάνε μου όμως την χάρη και πάμε να ξεκουραστείς. Είχες μια δύσκολη μέρα.»
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Θέλω να με πας στο νοσοκομείο, να δω τον Κάρτερ και τον Σκοτ.»
Εκείνος το σκέφτηκε λίγο.
«Σε παρακαλώ», αναστέναξα. «Θέλω να είμαι δίπλα τους. Πάμε.»
«Εντάξει», μου απάντησε. «Ό,τι θέλεις εσύ.»
Του ένευσα χαμογελώντας κάπως αδύναμα και πήραμε τον δρόμο για το νοσοκομείο.
Με κρατούσε στην αγκαλιά του με το χέρι του περασμένο γύρω μου. Μου ψιθύριζε λόγια παρηγοριάς, αλλά όχι εκείνα που σε έκαναν να βυθίζεσαι στην στενοχώρια πιο πολύ. Μου έλεγε πως τώρα θα είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά μου υπενθύμιζε πως θα είχα εκείνον να μου κρατάει το χέρι, όπως σε κάθε δυσκολία. Αυτό μου γαλήνευε την ψυχή. Δυσκολίες και καλές στιγμές θα υπήρχαν πάντοτε. Κάποιος όμως να τις περνάει μαζί σου δεν ήταν τόσο βέβαιο. Η σιγουριά που μου προσέφερε αυτή την στιγμή και κάθε στιγμή ο Ντιμίτρι ήταν πολύτιμη.
Φτάνοντας στο νοσοκομείο αντικρίσαμε έναν μικρό πανικό. Οι τραυματίες ήταν μόνο δύο, αλλά αρκετοί γονείς είχαν φέρει τα παιδιά τους για να σιγουρευτούν πως δεν είχαν κάποια σωματική βλάβη. Ήταν ελαφρώς υστερική αυτή η πράξη, αλλά δεν τους κατηγορούσα πλήρως. Θα είχαν φρικάρει με αυτό που έγινε και ήταν λογικό να υστεριάζουν που και που. Μακάρι κι ο Σον να μπορούσε να είναι σε μια τέτοια κατάσταση από αυτή που ήταν τώρα.
Ο Σκοτ κοιμόταν σε ένα δωμάτιο και δίπλα του ήταν η Μόνι κρατώντας του το χέρι. Είχε κάνει μετάγγιση και αποφεύχθηκε κάθε κίνδυνος μόλυνσης. Ο Κάρτερ ήταν ακόμη στο χειρουργείο, όπου η Σάρα μαζί με τους βοηθούς της πάλευαν να τον σώσουν. Είχε χάσει πολύ αίμα και χρειαζόταν να βρεθούν δότες κι εκτός Μόιρας. Εγώ δυστυχώς δεν μπορούσα να του προσφέρω αίμα, γιατί δεν είχα μαγεία. Ο Κάρτερ χρειαζόταν αίμα από νταμπίρ με μαγεία. Δεν είχε τόση σημασία το στοιχείο, όσο οι επουλωτικές ιδιότητες που θα του προσέφεραν. Στην συνέχεια το νέο αίμα θα προσαρμοζόταν στο νέο δέκτη και δεν θα υπήρχε πρόβλημα στην μαγεία του. Αντίστοιχα στα νταμπίρ χωρίς μαγεία, όπως ο Σκοτ, τα κύτταρα με την μαγεία θα έχαναν την ιδιότητά τους μετά την ανάρρωση του σώματος, όποτε δεν θα αποκτούσαν στα καλά του καθουμένου νέες ικανότητες.
Κάθισα στην αίθουσα αναμονής περιμένοντας. Δεν περίμενα μόνο νέα του Κάρτερ. Αυτό που περίμενα κατά κύριο λόγο ήταν να περάσει αυτή η νέα μπόρα, χωρίς να χρειαστεί να συμμετάσχω. Κάτι τέτοιο βέβαια ήταν αδύνατο.
«Θέλεις να σου φέρω κάτι;», με ρώτησε ο Ντιμίτρι.
«Όχι, ευχαριστώ», του απάντησα με το βλέμμα μου καρφωμένο στο πάτωμα.
«Πρέπει να φας κάτι», αποκρίθηκε.
Εγώ δεν του απάντησα. Έμεινα για λίγο σιωπηλή.
«Θυμάσαι την τελευταία φορά που περίμενες στο νοσοκομείο;», τον ρώτησα σκεφτόμενη τους γονείς μου.
«Ναι», μου απάντησε ξεφυσώντας. «Ήσουν σε κόμμα και ο Κάρτερ είχε φρικάρει, γιατί δεν ήξερε πώς να σε ξυπνήσει.»
Εγώ τον κοίταξα ξαφνιασμένη. Είχα ξεχάσει πως κι εγώ είχα βρεθεί εδώ μέσα.
«Δεν εννοούσα τότε», είπα χαμηλόφωνα. «Αλλά λυπάμαι που το πέρασες αυτό.»
«Μην λυπάσαι», έκλεισε το χέρι μου στο δικό του. «Δεν έφταιγες εσύ γι' αυτό», έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς στα πλάγια. «Ούτε και γι' αυτό.»
«Έχω κουραστεί», είπα αποφεύγοντας να θίξω τις ευθύνες μου. «Όλοι οι δρόμοι μου οδηγούν σε ένα νοσοκομείο ή σε ένα νεκροταφείο. Και μετά το σημερινό έχω και από τα δύο.»
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Μάικλ πέθανε», αποκρίθηκε ξεροκαταπίνοντας.
Τον κοίταξα περιμένοντας κάποιου είδους ξεσπάσματος, αλλά παρέμενε ακέραιος. Μπορούσα να καταλάβω όμως ότι του ήταν δύσκολο να συγκρατηθεί.
«Ντιμίτρι», ξεκίνησα και σύρθηκα πιο κοντά του. «Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι. Έχεις κι εσύ δικαίωμα να κλάψεις για τον φίλο σου. Ξέρω ότι πονάς αυτή την στιγμή.»
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα κι έγειρε προς τα πίσω. «Ειλικρινά Ορόρα, είμαι πολύ μουδιασμένος αυτή την στιγμή. Όταν με πήρες τηλέφωνο δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί, αλλά κάτι είχε γίνει. Ενημέρωσα τους φρουρούς και το νοσοκομείο κι ήρθαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Πρώτα βγήκε ο Σκοτ πάνω σε ένα φορείο κι ήταν όλοι εκτός από σένα, τον Κάρτερ και τον Μάικλ. Είχες πει πως είχαν πυροβολήσει και τον Κάρτερ, οπότε δεν ήξερα τι να σκεφτώ», έκανε μια παύση. «Κι από τους τρεις που περίμενα να δω, μόνο δύο είναι ζωντανοί.» Εισέπνευσε και τα μαύρα του μάτια συνάντησαν τα δικά μου. «Χθες το βράδυ του μιλούσα. Κάναμε πλάκα και πριν κοιμηθώ τον είχα δει. Και σήμερα απλά δεν υπάρχει πια.»
«Ντιμίτρι», ξεφύσησα. «Είναι πραγματικά τραγικό», ρουθούνισα και κατέπνιξα έναν κόμπο που μόλις είχε ανέβει στον λαιμό μου.
«Είναι απαίσιο», συμπλήρωσε. «Και δεν υπάρχει επιστροφή. Ας γίνουν τουλάχιστον καλά ο Σκοτ κι ο Κάρτερ και κάτι καλό θα έχει βγει κι από αυτή την μέρα.»
Χάιδεψα με τα ακροδάχτυλα μου την παλάμη του και κοίταξα τριγύρω μου. Η ανάσα μου κόπηκε, όταν αντίκρισα την Μέλανη να με πλησιάζει. Από το ανασηκωμένο της μανίκι είδα πως είχε δώσει αίμα, ή για τον αδερφό της ή για τον Σκοτ.
Εγώ κι ο Ντιμίτρι σηκωθήκαμε αμέσως βλέποντας την.
«Είναι αλήθεια;», με ρώτησε κλαψουρίζοντας.
Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω πως μιλούσε για τον Μάικλ,
Χαμήλωσε το βλέμμα της στο ματωμένο πουκάμισό μου και πήρε μερικές βαθιές ανάσες.
«Είναι αλήθεια», απάντησε μόνη της στον εαυτό της ψιθυριστά.
«Λυπάμαι για την απώλειά σου» της είπα.
Εκείνη ανασήκωσε το βλέμμα της για να με κοιτάξει στα δακρυσμένα μου μάτια, όπως ακριβώς ήταν και τα δικά της. «Την απώλειά μας», με διόρθωσε.
Άνοιξα τα χέρια μου και την έκλεισα στην αγκαλιά μου αφήνοντάς την να κλάψει. Ο Ντιμίτρι ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και την αγκάλιασε κι εκείνος. Για μερικές στιγμές της προσφέραμε ένα ζεστό καταφύγιο για τα δάκρυά της. Ήταν το μόνο που μπορούσαμε να της δώσουμε μια ώρα σαν κι αυτή.
Όπως και για εμάς, έτσι και για εκείνη ήταν αδιανόητα τα νέα. Δεν είχε δει με τα μάτια της τον Μάικλ, αλλά είχε ακούσει πως είχαν φέρει την σορό του στο νοσοκομείο. Ο Σον δεν είχε φανεί πουθενά. Ο Ντιμίτρι είχε πάει να τον βρει στο νεκροτομείο. Καθόταν δίπλα στον γιο του και αδυνατούσε να δεχτεί ότι τον είχε χάσει. Δεν υπήρχε μεγαλύτερος πόνος για έναν γονιό από το να χάσει το παιδί του. Όσο και να είχαμε πληγωθεί από τον θάνατο του Μάικλ, εκείνος που υπέφερε περισσότερο ήταν ο Σον. Θα του ήταν πολύ δύσκολο να μάθει να ζει χωρίς εκείνον και θα ήταν πολύ επώδυνο να ξυπνάει κάθε πρωί και να πρέπει να αντιμετωπίζει τον χαμό του.
«Πώς έγινε;», με ρώτησε η Μέλανη, όταν μείναμε οι δυο μας, περιμένοντας νέα από το πολύωρο χειρουργείο του Κάρτερ.
Μου ήταν αρκετά δύσκολο να ξαναζήσω τις ώρες εκείνες, όμως είχε κάθε δικαίωμα να ξέρει και πώς έχασε τον ξάδερφό της και πώς τραυματίστηκε ο αδερφός της. Της αφηγήθηκα λοιπόν όσα συνέβησαν από όταν εγώ κι ο Μάικλ φύγαμε από την αίθουσα στην οποία κρυβόμασταν. Υπογράμμισα πως κανένας μας δεν κάλεσε τον Κάρτερ, του οποίου η παρουσία, είχε προβλέψει, ότι θα στοίχιζε κάποιου την ζωή. Και τελικά μία ακόμη φορά το ένστικτό της είχε βγει αληθινό.
«Ήταν λοιπόν μοιραίο», αποκρίθηκε εκείνη, όταν τελείωσα την αφήγησή μου.
Δεν ήξερα τι να απαντήσω σε αυτά της τα λόγια. Ποια ήταν η σωστή απάντηση; Πώς μπορούσα να την καθησυχάσω; Είχε προβλέψει έναν θάνατο, όχι απλά μια απαγωγή ή μια κατάρα.
«Μέλανη, έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί έχεις τόσα... οράματα;» Αυτό ήταν ό,τι πιο διπλωματικό μπορούσα να σκεφτώ για να πω εκείνη την στιγμή.
Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της κι ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της. «Δεν.. δεν ξέρω», μου απάντησε αβέβαιη.
«Σίγουρα έχεις σκεφτεί μια θεωρία.» Γιατί εγώ είχα σκεφτεί μία.
«Όχι», μου απάντησε με φανερή την ανειλικρίνεια στην απάντησή της. «Δηλαδή, ναι, αλλά δεν έχω καταλήξει κάπου.»
«Όταν καταλαγιάσουν όλα αυτά, καλό θα ήταν να το σκεφτούμε μαζί.»
Κατένευσε αργά και χαμήλωσε το βλέμμα της. Μου φάνηκε πως ξεφύσησε κάπως ανακουφισμένη. Υπέθετα πως θα ήταν πολύ τρομακτικό να έχεις μια τέτοια ικανότητα και το κυριότερο να μην υπάρχει μια εξήγηση γι' αυτό. Ήθελα να ασχοληθώ με αυτό το θέμα νωρίτερα, αλλά είχα απορροφηθεί με τον Φερνάντο. Αυτή την φορά δεν θα το έβαζα σε δεύτερη μοίρα, γιατί καταλάβαινα πως χρειαζόταν υποστήριξη.
Μόλις η Σάρα βγήκε από το χειρουργείο, μετά από περίπου μία ώρα, εγώ κι η Μέλανη πεταχτήκαμε σαν ελατήρια.
«Είναι καλά;», την ρώτησα.
Εκείνη περιεργάστηκε τα ρούχα μου. «Εσύ είσαι καλά;»
«Δεν είναι δικό μου αίμα», την διαβεβαίωσα.
«Πώς είναι ο Κάρτερ;», την ρώτησε η Μέλανη.
«Ξεπέρασε τον κίνδυνο», μας απάντησε προς ανακούφισή μας. «Ευτυχώς μπορέσαμε να βρούμε αίμα και για εκείνον και τον Σκοτ.»
«Πότε μπορούμε να τον δούμε;»
«Προς το παρόν κοιμάται», είπε στην Μέλανη. «Λογικά μέχρι το βράδυ θα έχει συνέλθει, αλλά καλό θα είναι να μην κουραστεί πολύ. Ήταν δύσκολη εγχείριση και παραλίγο να τον χάσουμε.»
«Την σφαίρα την αφαιρέσατε;», την ρώτησα.
«Ναι», μου απάντησε. «Το αίμα αυτό είναι του Κάρτερ;»
Κοιτάχτηκα με την Μέλανη για λίγο. Προφανώς δεν ήξερε τι είχε συμβεί, αφού ήταν τόσες ώρες μέσα στο χειρουργείο.
«Συνέβη τίποτα;», μας ρώτησε κι ανασήκωσε το ένα της φρύδι.
«Σάρα», πήρα μια βαθιά ανάσα. «Χάσαμε τον Μάικλ.»
Μας κοίταξε έκπληκτη και για λίγο δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Της ήρθε κι εκείνης πολύ απότομο. Τώρα έμελλε να το ανακοινώσουμε στον Κάρτερ, όταν θα συνερχόταν.
Η Σάρα έλεγξε τον Σκοτ μία ακόμη φορά κι έπειτα κατευθύνθηκε στο νεκροτομείο. Ο Σον αρνούταν να φύγει και να αφήσει τον Μάικλ. Ίσως η Σάρα να τον έπειθε να φύγει από αυτό το μέρος.
Ο Κάρτερ μεταφέρθηκε σε ένα δωμάτιο κοντά στον Σκοτ κι η Μέλανη έμεινε δίπλα του περιμένοντας να ξυπνήσει. Εγώ στεκόμουν στον διάδρομο και έριχνα ματιές μία στον Σκοτ και μία στον Κάρτερ. Η Μόνι δεν έφευγε από το δωμάτιο του Σκοτ. Η μητέρα της την είχε συμβουλέψει να πάει σπίτι να ξεκουραστεί αλλά ήταν ανένδοτη.
Εγώ από την μεριά μου δεν μπορούσα να πάω σε κανενός το δωμάτιο. Ένιωθα τύψεις για ό,τι είχε συμβεί και για την κατάσταση όλων, ψυχική και σωματική. Τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν δεν είχα αφήσει την Λίζα να μείνει εδώ εξ αρχής. Εκείνη έκανε πλύση εγκεφάλου στον Τζέισον και τον Μπεν και κατέληξαν να τρομοκρατούν ολόκληρο το λύκειο.
Η Λίζα... Αυτή η δαιμόνισσα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) είχε καταστρέψει την ζωή μας από την στιγμή που μπήκε σε αυτή κι εγώ την άφησα. Πρώτα πληγώθηκε η Μέλανη κι έπειτα όλοι μας. Βλέποντας τον Σκοτ και τον Κάρτερ να κοιμούνται βαριά και τις ταλαιπωρημένες φίλες μου στα προσκεφάλια τους η οργή καταλάγιασε για λίγο την θλίψη.
Εισέπνευσα βαθιά και έφυγα από το νοσοκομείο. Περπατούσα γρήγορα χωρίς να έχω έναν προορισμό στο μυαλό μου. Ωστόσο, το σώμα μου με οδηγούσε στο παλάτι. Δεν υπήρχε κάποιος εκεί, την στιγμή που σχεδόν όλοι ήταν στο νοσοκομείο, αλλά ίσως γι' αυτόν τον λόγο να κατευθυνόμουν εκεί.
Σταμάτησα στους κήπους και κοίταξα τριγύρω μου εξετάζοντας τον χώρο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων λόγω του αέρα. Ο ήλιος φώτιζε κάθε σημείο των κήπων και ήταν λίγα τα σύννεφα που τον εμπόδιζαν να φανεί καθαρός στην Γη. Προχώρησα ανάμεσα σε μερικούς θάμνους και βρέθηκα σε έναν λαβύρινθο από τριανταφυλλιές, χωρίς μπουμπούκια.
«Λίζα», ούρλιαξα με όλη μου την δύναμη θέλοντας να ακουστώ αν ήταν δυνατόν σε όλη την Μόιρα. «Λίζα», επανέλαβα αυτή την φορά πιο δυνατά ερεθίζοντας τον λαιμό μου. «Εμφανίσου τώρα!»
Γέμισα τα πνευμόνια μου οξυγόνο και κοίταξα γύρω μου μία ακόμη φορά.
«Δεν χρειάζεται να φωνάζεις τόσο δυνατά», την άκουσα από πίσω μου. «Δεν ξέρεις ποιος μπορεί να σε ακούσει», μειδίασε εξοργίζοντάς με περισσότερο.
«Με απειλείς;», γρύλισα. «Τολμάς να με απειλείς μετά από όλα όσα έκανες;»
«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς», ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν από το θυμό και δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Δεν με ένοιαζε αν δεν ήμουν ψύχραιμη. Με ένοιαζε να πάρω απαντήσεις κι έπειτα την δική μου εκδίκηση.
«Δεν ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάω;», αποκρίθηκα μέσα από τα δόντια μου πλησιάζοντάς την. «Δηλητηρίασες τα μυαλά του Τζέισον και του Μπεν και τώρα ένα νταμπίρ είναι νεκρό», άρχισα να ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου. «Ξέρεις πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάω.»
Τα χείλη της συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο. «Έπρεπε να το είχες σκεφτεί αυτό προτού με διώξεις.»
«Θέλεις να μου πεις ότι ήταν σχέδιο τελευταίας στιγμής;», μισόκλεισα τα μάτια μου. «Ξέρω ότι πήγαινες στο δωμάτιο του πριν σε διώξω.»
«Δεν ήταν ακριβώς σχέδιο τελευταίας στιγμής», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Αλλά δεν παύεις να το προκάλεσες.»
«Πες μου γιατί το έκανες», την διέταξα. «Τι περιμένεις να κερδίσεις από αυτό;»
Έγειρε το πιγούνι της μπροστά και με κάρφωσε με τα γατίσια της μάτια. «Συμμάχους.»
«Συμμάχους γιατί;»
«Περιμένεις σοβαρά να σου απαντήσω σε αυτό;», κάγχασε.
Η αντίδρασή της αυτή με τύφλωσε. Πίσω από όλα αυτά κρυβόταν ένα σχέδιο, το οποίο σαφώς ήταν οργανωμένο από την πρώτη φορά που ήρθε στην Μόιρα. Δεν είχε καμία σημασία που κάποιος πέθανε. Για τους δαίμονες ποτέ δεν είχε. Για μένα και για σχεδόν όλη την Μόιρα, αυτός ο θάνατος ήταν μεγάλο πλήγμα και η απάθεια της με έβγαλε εκτός εαυτού.
Την χαστούκισα με όλη μου την δύναμη εκπλήσσοντας την.
«Θα μου το πληρώσεις αυτό», μουρμούρισε ανασηκώνοντας το πρόσωπό της αργά.
«Δεν ξέρω τι σχεδιάζεις και δεν με νοιάζει. Δεν πρόκειται να πετύχεις τον σκοπό σου.»
Εκείνη έσπρωξε τα μαλλιά της πίσω και όρθωσε το ανάστημά της. «Αυτό θα το δούμε», είπε και με αυτά της τα λόγια χάθηκε από μπροστά μου.
Δεν επιχείρησα να την ξαναφωνάξω αν και το ήθελα. Δεν περίμενα ότι θα είχε κάποια προσδοκία. Ειλικρινά πίστευα πως οφειλόταν στην πανουργία και την μνησικακία του είδους της. Από ότι φαινόταν όμως, αποσκοπούσε σε κάτι μεγαλύτερο και φοβόμουν να σκεφτώ τι θα ήταν ακόμα πιο μεγάλο από αυτό που συνέβη σήμερα.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου και επεξεργάστηκα τα ματωμένα μου ρούχα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω να κυκλοφορώ έτσι. Ήμουν ένα τρομακτικό θέαμα και ήδη η τρομάρα είχε τρυπώσει μία ακόμη φορά στην πόλη.
Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και πέταξα τα ρούχα από πάνω μου. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο, παρ' όλο που το σώμα μου έκαιγε από μόνο του. Είχα ξεχάσει τελείως ότι το σπασμένο μου πόδι δεν ήταν και τόσο σπασμένο τελικά, αλλά εξακολουθούσε να είναι στην ανάρρωση. Όσο το καυτό νερό έπεφτε πάνω μου ένιωσα ένα γαργαλητό στο σημείο του τραύματος, γνώριμο. Πάλι εκείνη την στιγμή ήξερα τι συνέβαινε, αλλά μόλις πέρασε πέρασα κι εγώ στην άγνοια. Δεν είχα όμως την διάθεση και το κουράγιο για να επικεντρωθώ σε αυτά. Βγήκα από την μπανιέρα και αφού τύλιξα μια πετσέτα γύρω μου κατευθύνθηκα στον καθρέφτη. Με το χέρι μου σκούπισα την υγρασία από το τζάμι και περιεργάστηκα το πρόσωπό μου. Στα μάτια μου ήταν φανερή η ταλαιπωρία και ο θρήνος. Τα μάγουλα μου ήταν κατακόκκινα κι υπέθεσα πως οφειλόταν στο ζεστό νερό. Χαμήλωσα το βλέμμα μου αδύναμη να αντικρίζω άλλο τον εαυτό μου κι έπειτα έφυγα από το μπάνιο. Έπεσα για λίγο στο κρεβάτι μου, αλλά δεν κοιμήθηκα. Δεν είχα ύπνο. Από την άλλη αναρωτιόμουν πως αν έκλεινα τα μάτια μου και τα ξανάνοιγα ίσως όλα αυτά να ήταν απλά ένα κακό όνειρο. Ίσως να έβλεπα τον Μάικλ μπροστά μου. Την στιγμή όμως που ήταν νεκρός δεν ήταν δυνατόν να τον δω εκτός κι αν... εκτός κι αν βρισκόταν στην Λίμπο! Η ζωή του είχε αφαιρεθεί βίαια κι απότομα κι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα η ψυχή του να ήταν εκεί παγιδευμένη. Θα μπορούσα να τον βοηθήσω και να τον δω για μια ακόμη φορά.
Σχεδόν πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και φόρεσα μαύρα ρούχα, καθώς ήμουν ξανά σε πένθος. Άφησα το γαλαζοπράσινο ναζάρ μου στην κοσμηματοθήκη μου κι αφού πήρα ένα μαντήλι, πήγα στο νεκροταφείο. Δεν μπορούσα ως γαλαζοαίματη να περπατήσω μεταξύ νεκρών με ακάλυπτο το κεφάλι μου. Αν κι είχα βρεθεί εκεί με ακάλυπτα μαλλιά, εντούτοις δεν ήθελα να συνεχίσω να καταπατάω το πρωτόκολλο. Αφού λοιπόν τύλιξα το μαύρο μαντήλι γύρω από τα μαλλιά μου έφυγα για το νεκροταφείο. Επισκέφτηκα και τους τάφους των γονιών μου, πράγμα που είχα καιρό να κάνω, και κάθισα στην άκρη περιμένοντας τον Μάικλ, ή έστω κάποιο σημάδι από την Λίμπο.
Η ώρα περνούσε, ο ήλιος έδυε, αλλά δεν έβλεπα τίποτα παρά μόνο ταφόπλακες και αγάλματα. Στο μεταξύ προσευχήθηκα να μου δοθεί δύναμη για να προχωρήσω τις επόμενες μέρες με κουράγιο, κυρίως για τον Σον και τα ανίψια του.
Κοιτώντας γύρω μου ψάχνοντας κάτι από τον κόσμο των νεκρών το βλέμμα μου έπεσε στο όνομα Κέλλαν Μάρεϊ. Άραγε πώς θα αντιδρούσε ο Κέλλαν, αν μάθαινε πως ο ανιψιός του πέθανε εξαιτίας μου; Πως ο γιος του κατέληξε στο νοσοκομείο πάλι εξαιτίας μου; Δεν θα ήταν κι ιδιαίτερα επιδοκιμαστικός. Είχα φέρει τον θάνατο όχι μόνο στον Μάικλ, αλλά και σε εκείνους. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι, άλλο. Οι γονείς μου κι οι γονείς του Κάρτερ και της Μέλανη είχαν πεθάνει κι αυτοί εξαιτίας μου. Είχα πάρει πόσες ζωές χωρίς να το καταλάβω εξαιτίας της ανεξήγητης σχέσης μου με τον Κάτω Κόσμο. Ήμουν υπεύθυνη και για τον δικό τους χαμό κι ήταν η πρώτη φορά που το παραδεχόμουν στον εαυτό μου. Το βάρος φυσικά ήταν αβάσταχτο. Τα μάτια μου θόλωσαν από τα δάκρυα που άρχισαν να καίνε τα μάγουλά μου, καθώς κυλούσαν ανεξέλεγκτα.
Έπεσα στα γόνατά μου και ακούμπησα στην άκρη του τάφου των Μάρεϊ, στην πλευρά του Κέλλαν.
«Συγγνώμη», ψέλλισα μέσα από το κλάμα. «Σε παρακαλώ συγχώρεσε με. Δεν το ήθελα. Δεν ήθελα να συμβεί τίποτα από όλα αυτά», κοίταξα την πλευρά της Χόουπ κι έπειτα τους γονείς μου. «Συγγνώμη», επανέλαβα ξανά και ξεκούρασα το κεφάλι μου στην ταφόπλακα, αφήνοντας με να ξεσπάσω για όλα όσα είχα προξενήσει.
Έκλαψα πολύ. Η συνείδηση μου είχε επιβαρυνθεί με τόσα τερατουργήματα. Μπορεί να ήμουν εγώ ο αυτουργός τους, αλλά όποιος εξέταζε το βάθος των καταστάσεων θα έβρισκε εμένα και την μοίρα που με βάραινε από αγέννητη, όπως και του δικού μου παιδιού. Δεν ήθελα να σκεφτώ πως κι εκείνη μια μέρα θα βρισκόταν ίσως πάνω από τον δικό μου τάφο, να κλαίει και να πονάει νιώθοντας τις ενοχές και τον πόνο, που ένιωθα εγώ εκείνη την στιγμή. Ήταν μια κατάρα που θα έδινα τα πάντα για να απελευθερωθώ.
Όταν πλέον δεν είχα άλλα δάκρυα να χύσω και αφού δεν είχα δει τίποτα σχετικό με την Λίμπο, έφυγα από το νεκροταφείο κι επέστρεψα στο νοσοκομείο. Ήθελα να τρέξω σχεδόν στο δωμάτιο του Κάρτερ, αλλά τελευταία στιγμή δείλιασα. Στον δρόμο μου δεν είχα συναντήσει κανέναν και δεν είχα ιδέα αν είχε ξυπνήσει κι αν ήξερε για τον Μάικλ. Τελικά επισκέφτηκα τον Σκοτ, ο οποίος φαινόταν καλύτερα από το πρωί. Δίπλα του ήταν ο Τσέις. Η Μόνι λογικά θα είχε πάει σπίτι της για να ξεκουραστεί. Αντικρίζοντάς με ανασηκώθηκαν και με κοίταξαν συμπονετικά.
«Πώς είσαι;», ρώτησα τον Σκοτ χαμογελώντας χωρίς ιδιαίτερη διάθεση.
«Καλύτερα», μου απάντησε. Το δικό του χαμόγελο ήταν πιο ειλικρινές.
«Εσύ πώς είσαι;», με ρώτησε ο Τσέις.
Προσπάθησα να απαντήσω, αλλά δεν μπορούσα με συντομία να περιγράψω πως ένιωθα. Στο τέλος απλώς ανασήκωσα τους ώμους μου.
Ο Τσέις σηκώθηκε από την θέση του και με γρήγορες δρασκελιές βρέθηκε μπροστά μου. Με έκλεισε στην αγκαλιά του, γεγονός που για λίγα δευτερόλεπτα ήταν μια ανακούφιση.
«Θα το ξεπεράσουμε κι αυτό», μου είπε κρατώντας με από τους ώμους μου.
«Μαζί», συμπλήρωσε ο Σκοτ.
«Το εκτιμώ πολύ παιδιά», τους απάντησα. «Σας ευχαριστώ.»
«Μη μας ευχαριστείς», μου χαμογέλασε ο Σκοτ. «Μπορεί τώρα να μην φαίνεται, αλλά τα πράγματα θα καλυτερεύσουν.»
Πραγματικά τώρα δεν φαινόταν κάτι τέτοιο. Μου ήταν δύσκολο να το δεχτώ,μέχρι και να το φανταστώ. Δεν του έφερα όμως αντίρρηση. Ήταν κι οι δυο τουςπρόθυμοι να μου προσφέρουν την βοήθειά τους και την αγάπη τους και θα ήμουν αχάριστη αν απλώς μουρμούριζα κι έβλεπα το ποτήρι μισό άδειο. Άλλωστε πόσο καιρό θα ήμουν μαζί τους ακόμα; Οι εχθροί μου αυξάνονταν πυρετωδώς και δεν ήξερα από πού θα με χτυπήσουν. Φοβόμουν πως πλησίαζε κι η δική μου σειρά.
«Ορόρα», η φωνή της Μέλανη μας τράβηξε την προσοχή.
Ήταν σε χειρότερη κατάσταση από όταν έφυγα από το νοσοκομείο. Φαινόταν φρεσκοκλαμένη κι αρκετά κουρασμένη. Μπορεί και να σωριαζόταν από στιγμή σε στιγμή. Κάπως έτσι θυμάμαι τον εαυτό μου όταν είχα χάσει τους γονείς μου. Έκλαιγα τόσο πολύ που και μόνο αυτό ήταν αρκετό για να με εξουθενώσει. Δεν μου ήταν τότε δύσκολο να καταλάβω ότι είχε δει τον Σον, τον Μάικλ και πιθανόν ο Κάρτερ να είχε μάθει την αλήθεια.
«Ο Κάρτερ σε χρειάζεται αυτή την στιγμή», μου είπε επιβεβαιώνοντας ένα μέρος των σκέψεων μου.
Κοίταξα μία φορά τον Σκοτ και τον Τσέις κι εκείνοι μου ένευσαν αργά. Στην συνέχεια στράφηκα στην Μέλανη και την αγκάλιασα υπενθυμίζοντάς της πως ήμουν και δίπλα σε εκείνη.
Μάζεψα λοιπόν το κουράγιο μου και προχώρησα στο δωμάτιο του Κάρτερ. Στην αρχή σκεφτόμουν πώς θα με αντιμετώπιζε, γρήγορα όμως αναρωτιόμουν πώς θα είχε πάρει την όλη ιστορία. Όταν τον αντίκρισα ήταν πολύ χειρότερα από ό,τι νόμισα.
Μόλις πέρασα το κατώφλι του δωματίου ανασήκωσε το βλέμμα του για να δει ποιος ήταν. Ξεφύσησε ελαφρώς ανακουφισμένος βλέποντάς με.
«Πού είσαι όλο το απόγευμα;», με ρώτησε με μισό παράπονο και μισή ανησυχία.
Ξεροκάταπια επεξεργάζοντάς τον. Ήταν πολύ χλωμός και η φωνή του αρκετά αδύναμη. Τα μάτια του πρόδιδαν το κλάμα του, ενώ μερικά δάκρυα άρχισαν να τα πλημμυρίζουν ξανά. Εκείνος ήταν πιο βέβαιο να σωριαστεί από την Μέλανη.
«Προσπαθούσα», ξεκίνησα κάνοντας μερικά βήματα μπροστά. «Προσπαθούσα νααποδεχτώ την αλήθεια.»
Άρχισα να τρίβω τον πήχη μου άβολα και πάλευα να αποφύγω το βλέμμα του. Τα μάτια του ήταν σαν μαχαιριές σε ανοιχτή πληγή. Δεν ήταν θυμωμένος, ούτε πρόθυμος να με κατηγορήσει. Ήταν όμως στενοχωρημένος και περίμενε να είμαι δίπλα του και να του σταθώ κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Αυτό με έκανε να νιώσω πολύ χειρότερα.
«Δεν ήσουν εδώ και νόμιζα πως κι εσύ είχες πάθει κάτι και δεν μου το έλεγαν», είπε σχεδόν γρήγορα και αναστέναξε. «Σε παρακαλώ μην νιώθεις ένοχη.»
Τα μάτια μου έπεσαν πάνω του σε αυτά του τα λόγια. «Τι σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο;»
«Γιατί μας αποφεύγεις όλους», μου απάντησε. «Δεν σε κατηγορεί κανένας για ό,τι έγινε σήμερα.»
Πίστευα πως είχα κλάψει αρκετά για μια μέρα αλλά τελικά είχα αρκετά περιθώρια για λίγο ακόμα. Και τα δικά μου μάτια άρχισαν να πλημμυρίζουν με δάκρυα κι αυτή την φορά μερικοί λυγμοί προσπαθούσαν να ξεφύγουν από μέσα μου.
«Σε άφησα τραυματισμένο στο έδαφος», αποκρίθηκα.
«Δεν με άφησες», έγειρε ελαφρώς μπροστά. «Δεν έφυγες οικειοθελώς αλλά ακόμα κι αν το έκανες δεν θα σε κατηγορούσα ποτέ. Έπρεπε να φωνάξεις βοήθεια.»
Εγώ κούνησα το κεφάλι μου γρήγορα. «Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου που σε εγκατέλειψα.»
«Ορόρα», ψέλλισε κι άπλωσε το χέρι του. «Δεν με εγκατέλειψες. Έλα κοντά μου.»
Ρουθούνισα και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Ο Μάικλ πέθανε εξαιτίας μου.»
«Ο Μάικλ δολοφονήθηκε», η φωνή του σκλήρυνε αλλά δεν ήταν επιθετική, τουλάχιστον απέναντί μου. «Δεν φταις σε τίποτα εσύ. Χάρις σε σένα ο Σκοτ κι εγώ είμαστε ζωντανοί.»
«Χάρις σε μένα» ειρωνεύτηκα «είστε σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.»
«Μην το βλέπεις έτσι», αντιτάθηκε «γιατί κανείς μας δεν συμφωνεί με αυτό που λες. Τώρα σε παρακαλώ, έλα κοντά μου κι αγκάλιασε με, γιατί σε χρειάζομαι όσο τίποτα άλλο αυτή την στιγμή.»
Ήμουν έτοιμη να συνεχίσω να κατηγορώ τον εαυτό μου, αλλά αυτό θα με έκανε εγωίστρια. Εκείνος με χρειαζόταν κι ας ήμουν ειλικρινής, τον είχα κι εγώ ανάγκη. Με γρήγορα βήματα κάθισα δίπλα του και βύθισα το πρόσωπό μου στο στήθος του. Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και φίλησε το μέτωπό μου.
Κλάψαμε κι οι δυο για τον Μάικλ, αλλά και για την όλη σημερινή τραγωδία.Θα ήταν πολύ δύσκολο να συνέλθουμε όλοι από τον φόβο και την απώλεια που ζήσαμεσήμερα. Ήταν πολύ διαφορετικό από τον Κάτω Κόσμο ή τον Φερνάντο. Έγινε απόκάποιους που δεν το περιμέναμε. Η ανάμειξη όμως ήταν δαιμόνια. Για τουςπερισσότερους αυτό ήταν άγνωστο κι έμεναν μονάχα στο ξέσπασμα δύο μαθητών, τοοποίο επέφερε τον θάνατο μια αθώας ψυχής. Εγώ όμως ήξερα ποιος ευθυνότανπραγματικά και δεν είχα σκοπό να το αφήσω να περάσει έτσι. Όποιος είχεαναμειχθεί θα πλήρωνε το ανάλογο τίμημα. Μπορεί να ήμουν ένα ράκος και να μηνμπορούσα να ανασάνω από το βάρος των ενοχών, αλλά δεν είχα χάσει τελείως τονεαυτό μου. Όταν ο μεγάλος θρήνος θα κόπαζε και θα έπρεπε να επιστρέψουμε στηνκαθημερινότητά μας χωρίς τον Μάικλ, η Λίζα θα έπεφτε στα χέρια του αδερφού της.Του ίδιου ακριβώς δαίμονα που είχε βαλθεί να την σκοτώσει .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top