Κεφάλαιο 6°
«Η Βεατρίκη ειμ' εγώ η αποστέλλουσά σε
εκ τόπου έρχομαι, προς ον ποθώ
νά επιστρεψω
ο έρως με παρώτρυνε και να λαλώ με κάμνει.»
Θεία ο κωμωδία.
Άσμα δεύτερο.
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν αφηνιασμενο και ανοίγοντας τα μάτια, πετάχτηκε ολόκληρη. "Όχι όχι οχι. Δε μπορεί να μου συμβαίνει εμένα αυτό! Ανάθεμα!" τίναξε να σκεπάσματα, έπιασε ότι βρήκε μπροστά της και σε τρία λεπτά, έτρεχε στους κήπους του πανεπιστημίου.
Ξημερώματα κοιμήθηκε.
Η βροχή τη προηγούμενη μέρα όχι απλά δεν κόπασε καθόλου αλλά οι ειδήσεις συνέστησαν στους κατοίκους να παραμείνουν σπίτια τους με αποτέλεσμα να κολλήσει μέχρι αργά το βράδυ στο σπίτι του Λίαμ. Όταν την γύρισε στην εστία ήταν ήδη μια η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Η μία κουβέντα έφερε την άλλη και κατέληξαν να μιλούν ώρες ατελείωτες για παμπάλαια συναρπαστικά κείμενα καθώς και για τους άσημους συγγραφείς πίσω από αυτά και να κάνουν θεωρίες χωρίς σταματημό.
Η ουσία όμως ήταν πως η Άλισον είχε ήδη αργήσει κατά πολύ. Το μυαλό της εστίαζε μονάχα στο ρολόι που το κοιτούσε κάθε τρεις και λίγο μέχρι που μπήκε στη σχολή και έτρεξε σφαίρα στην αίθουσα.
Φτάνοντας έξω σταμάτησε. Έστρωσε τα μαλλιά της, έπιασε τη χαμένη της ανάσα και χτύπησε.
"Περάστε!" η διαπεραστική του φωνή προκάλεσε σύγκριο στα μέσα της.
"Χίλια συγνώμη κύριε καθηγητά" ήταν οι πρώτες της κουβέντες και μπαίνοντας έτρεξε γρήγορα στη θέση της
"Η αργοπορία δεσποινίς Μπλέικ δεν είναι ένα χάρισμα που εκτιμώ στους μαθητές μου!" Ο κύριος Σμιθ έστεκε μπροστά της με σάρκα και οστά. Φορούσε τα γυαλιά του, το κοστούμι του και είχε εκείνο το παγόβουνο για πρόσωπο.
"Λυπάμαι πολύ. Δε θα επαναληφθεί"
"Λυπάστε... Τι ιδιόρρυθμη έκφραση!" σχολίασε υποτιμητικά "Κανονικά δε θα έπρεπε να σας δεχτώ"
"Ωραία. Να φύγω τότε!" η Άλισον αντέδρασε ενστικτωδώς πιάνοντας τη τσάντα της.
"Και καλά θα κάνετε!" της είπε αυστηρά "Εδώ δεν είναι καφετέρια! Επιτελούμε έργο! Έχουμε σκοπό!"
Είχε γίνει στόχος δεκάδες ματιών και η συμπεριφορά του, την έκανε να νιώσει ακόμα πιο άσχημα. Σηκώθηκε και περπάτησε σθεναρά ως τη πόρτα ρίχνοντας του παράλληλα ένα άγριο βλέμμα
"Μετά το πέρας του μαθήματος στο γραφείο μου!" τον άκουσε να λέει καθώς τον προσπέρασε και βγαίνοντας έκλεισε ελαφρώς πιο δυνατά τη πόρτα.
Ήθελε τόσο να τον βρίσει μα σφράγισε τα χείλη της και κατευθύνθηκε προς το κυλικείο. Ήξερε ακριβώς το λόγο της αργοπορίας της και παρόλα αυτά, ήταν τόσο επικριτικός μαζί της που την εξόργισε.
Πήρε ένα καφέ, ένα κουλούρι και κάθισε σε ένα από τα άδεια τραπεζάκια. Οι περισσότεροι είχαν μάθημα εκείνη την ώρα και επικρατούσε ηρεμία.
"Αλαζόνα!" της ξέφυγε πίνοντας τη πρώτη τζουρα απο το καφέ της. "Μετά το πέρας του μαθήματος στο γραφείο μου!" κορόιδεψε τα λόγια του έξαλλη.
Δεν ήθελε να πάει. Ένιωθε ότι θα κατέληγε σε καταστροφή.
Το κινητό της χτύπησε και βγάζοντας το είδε μήνυμα από τη Κλάρα.
"Δεν σε είδα σήμερα. Έχω καλά νέα! Η Ορόρα συνήλθε!"
"Δόξα το Θεό..." ψέλλισε αφήνοντας τον εαυτό της να χαρεί
"Πάμε να τη δούμε το απόγευμα; Επιτρέπεται;" Της απάντησε
"Δυστυχώς όχι ακόμα. Αύριο όμως σίγουρα. Θα το κανονίσουμε"
"Ευχαριστώ Κλάρα! Τα λέμε όταν τελειώσεις αν είναι"
Έβαλε το κινητό στη τσάντα και κοίταξε το ρολόι. Σε δεκαπέντε λεπτά το μάθημα τελείωνε. Δεν ήξερε αν ήθελε να πάει μα έπρεπε. Αναρωτήθηκε τι θα αντιμετωπίσει μένοντας μόνη μαζί του. Εχοντας αποκτήσει μια οικειότητα τη προηγούμενη μέρα, δεν ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της.
Ίσως εκείνος μπορούσε να τα διαχωρίσει άψογα αλλά ο αυθορμητισμός της, φάνηκε και λίγη ώρα πριν. Δεν κατάφερε να ελέγξει τη γλώσσα της πράγμα σπάνιο για εκείνη.
Το κουδούνι έδωσε το έναυσμα ότι τα μαθήματα έληξαν και η Άλισον σηκώθηκε πριν μαζευτεί κόσμος στη καφετέρια.
"Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει..." μονολογησε και κίνησε προς τα γραφεία. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναπάει. Δεν χρειάστηκε. Οι καθηγητές είχαν συγκεκριμένες αίθουσες για να μιλούν μόνοι με τους μαθητές αν ήταν ανάγκη και πάντα βρισκόταν εκεί με τη διδα Φέργκους όταν έπρεπε να ρωτήσει κάτι ή αν εκείνη ήθελε να της ανακοινώσει κάτι σχετικό με τη φοίτηση της.
Η Άλισον έφτασε στον όροφο. Δεξιά και αριστερά σε έναν μακρύ διάδρομο υπήρχαν τεράστιες ανάγλυφες πόρτες. Το πανεπιστήμιο μετρούσε αιώνες λειτουργίας και παρά το σκοπό της επίσκεψης της εκεί, έμεινε για λίγο να θαυμάσει την αρχιτεκτονική. Ο όροφος έμοιαζε ανέγγιχτος από παρεμβάσεις ανά τα χρόνια.
"Δεσποινίς Μπλέικ;" τη προσοχή της τράβηξε η καθηγήτρια της μουσικής. "Τι θα θέλατε εδώ;"
"Καλημέρα κυρία Άντερσον. Με κάλεσε ο καθηγητής Σμιθ... Άργησα και..."
"Αααα ωραία. Κατσαδα δηλαδή" Η Άντερσον ήταν πάντοτε κοντά στους μαθητές της. Ήταν αρκετά νεαρή και εκείνη και η Άλισον πάντα ένιωθε άνετα μαζί της.
"Στο βάθος του διαδρόμου δεξιά. Το τελευταίο γραφείο" της έδειξε και με ένα ντροπαλό χαιρετισμό η Άλισον προχώρησε. Έφτασε ως τη πόρτα και κοντοσταθηκε.
"Δε θα σε φάει. Στη τελική, εκείνος φταίει" έδωσε ένα μπουστ στον εαυτό της και χτύπησε.
"Περάστε" η ίδια ψυχρή και άψυχη φωνή.
"Με ζητήσατε" μπήκε μέσα και στάθηκε στη πόρτα . Καθόταν στο γραφείο του κοιτώντας κάτι χαρτιά και ούτε σήκωσε το βλέμμα του πάνω της. Η Άλισον έμεινε για δύο ολόκληρα λεπτά στατική ώσπου η υπομονή της άρχισε να εξαντλείται.
"Κλείστε τη πόρτα δεσποινίς Μπλέικ και καθίστε" της είπε λίγο πριν ανοίξει το στόμα της και τα κάνει όλα χειρότερα. Έδειχνε τόσο ξενικός. Είχε δίκιο τελικά όταν της είπε χθες ότι πάντα ξεχώριζε τις περιστάσεις.
Έκλεισε τη πόρτα και όπως της ζήτησε κάθισε.
"Κάθε αργοπορία κοστίζει βαθμούς δεσποινίς Μπλέικ" ήταν τα πρώτα του λόγια καθώς σήκωσε επιτέλους το βλέμμα του πάνω της.
"Με συγχωρείτε. Σας εξήγησα ότι δε θα επαναληφθεί" του απάντησε ακριβώς στον ίδιο τόνο με εκείνον.
"Καλως. Προς το παρόν έχετε μείον τρεις βαθμούς από το τελικό σας αποτέλεσμα"
"Αυτό είναι ανήκουστο!" Η Άλισον σηκώθηκε έξαλλη . Ποτέ δεν είχε πάρει αρνητικούς βαθμούς.
Ο Λίαμ σηκώθηκε και εκείνος με τη σειρά του. Έβγαλε τα γυαλιά , έκανε το γύρω του γραφείου και στάθηκε ένα μέτρο μακριά της.
"Με αμφισβητείτε δεσποινίς Μπλέικ; Στο χέρι σας είναι να κερδίσετε ξανά τους βαθμούς! Ήμουν σαφέστατος στους κανόνες του μαθήματος μου!"
Ήθελε απλά να τον χτυπήσει. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Εσφιγγε τα χείλη της για να μη πει κάτι που θα μετάνιωνε ενώ εκείνος κοιτούσε αδιάφορα. Κενά θα τολμούσε κανείς να πει.
"Μια φορά άργησα! Μια!" ύψωσε ελαφρώς το τόνο της
"Καμιά θα ήταν η σωστή απάντηση!" Της αντιγυρισε και η Άλισον έσφιξε τη τσάντα της. Η εικόνα να του τη πετάει στο κεφάλι πεταριζε σαν ταινία μπρος τα μάτια της.
"Θα τους πάρω πίσω τους βαθμούς! Τους αξίζω! Και αυτό είναι άδικο!" γύρισε για να φύγει μα πιάνοντας το χερούλι, η παλάμη του εκτοξεύθηκε δυνατά πάνω στη πόρτα και εκείνη έκλεισε δυνατά.
"Σας έδωσα άδεια να φύγετε δεσποινίς Μπλέικ;" Στεκόταν πίσω της μα η Άλισον δε τόλμησε να γυρίσει. Είδε το χέρι του να κατεβαίνει προς το πόμολο, έπιασε το κλείδωμα της πόρτας και γύρισε το συρτή. Ένα βήμα... Δύο ... Και το κορμί του ακούμπησε το δικό της. "Η γλώσσα σας μεγάλωσε ή είναι ιδέα μου;" τα χέρια του άγγιξαν τη μέση της και η Άλισον πανιασε. Η καρδιά της αμέσως χτύπησε δυνατά. Όχι μόνο από θυμό αλλά και από ένταση. "Κάτι ρώτησα" ένιωθε τα άκρα του να χαϊδεύουν τους μηρούς της και ύστερα να σταματούν στην άκρη της φούστας της. Χαμήλωσε το πρόσωπο του στο λαιμό της , ανασηκωσε τη φούστα της και άσκησε πίεση στα κόκαλα της μέσης της τόση ώστε το κορμί της να πιεστεί πάνω στο δικό του.
"Η γλώσσα μου είναι η ίδια..." απάντησε με δυσκολία "Οι καταστάσεις αλλάζουν"
"Είστε αναστατωμένη ή είναι ιδέα μου;" το ένα του χέρι γλίστρησε προς τα μπροστά και ψάχνοντας την άκρη από το κιλοτακι της, βυθίστηκε μέσα του. Το κεφάλι της εγυρε αυτόματα προς τα πίσω και ακούμπησε το στέρνο του.
"Λίαμ σταματα" τόλμησε να του πει
"Ποιος Λίαμ δεσποινίς Μπλέικ;" έκανε τον ανηξερο και ύστερα με μια κίνηση , τη γύρισε απότομα, έπιασε τους γοφούς της και τη σήκωσε κόντρα στη πόρτα
"Ανάθεμα σε αν αργήσεις ξανά θα σε κόψω..." της είπε σοβαρός "Το κατάλαβες;" έτσι όπως τη κρατούσε με τα χέρια του στα οπίσθια της, έκανε στην άκρη το κιλοτακι της και χωρίς προειδοποίηση βύθισε μέσα της ένα δάχτυλο. Η Άλισον σπαρταρησε στα χέρια του και τα πόδια της τυλίχθηκαν σαν πλοκάμια γύρω του. "Απάντησε μου" ζήτησε ξεκινώντας να το βγάζει και το βάζει ρυθμικά της.
"Δε ... Δε θα αργήσω ξανά..." του είπε με κομμένη ανάσα
"Δε θα αργήσω ξανά τι;" Το ένα δάχτυλο έγιναν δύο και εκείνη έβγαλε ένα πνιχτο αναφιλητο
"Δε θα ..."
"Ναι...;" Ήταν σίγουρη ότι το απολάμβανε. Μα δεν είχε χρόνο να σκεφτεί κάτι παραπάνω. Ο Λίαμ τη πίεζε, έκανε κύκλους μέσα της και η ένταση του αυξήθηκε. Η ερωτική ατμόσφαιρα ήταν διάχυτη τη προηγούμενα μερα αλλά αυτό ξεπερνούσε ακόμα και την πιο άγρια φαντασία της.
"Δε θα αργήσω ξανά... καθηγητά Σμιθ" κατάφερε και ψέλλισε και εκείνος χαμογέλασε φαρδιά πλατιά... Έβγαλε τα δάχτυλα του από μέσα της, τη κατέβασε απαλά κάτω και επέστρεψε ήρεμος στο γραφείο. Φόρεσε τα γυαλιά του και κάθισε. Η Άλισον ήταν ακομα κολλημένη στη πόρτα και κατακόκκινη.
"Αύριο θελω είκοσι σελίδες ανάλυσης του όγδοου άσματος από τα ποιήματα του Βιργιλιου μέσα στη φυλακή" της ανακοίνωσε ψυχρά. "Και τώρα είστε ελεύθερη δεσποινίς Μπλέικ" ούτε τη κοίταξε λέγοντας τα τελευταία του λογια. Η Άλισον γύρισε, ξεκλείδωσε στα γρήγορα και βγήκε χωρίς δεύτερη σκέψη από το γραφείο.
Κάθε της αίσθηση ούρλιαζε στο κορμί της.
Δεν πίστευε τι ακριβώς έζησε λίγα λεπτά πριν μα το υγρό της εσώρουχο κραυγαζε πως τίποτα δεν ήταν στη φαντασία της.
Νιώθοντας ότι τη κοιτάζουν όλοι, έφυγε με προορισμό την εστία. Έπρεπε να ανασυγκροτήσει πάση θυσία τον εαυτό της και να περάσει στην αντεπίθεση. Ίσως δεν ήταν του στυλ της αλλά αν τόλμησε να σκεφτεί ότι μπορεί να παίξει μαζί της κάποιου είδους φετιχιστικο παιχνίδι, τότε εκείνη, θα τον κέρδιζε...
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top