Κεφάλαιο 15°

«Μετέπειτα, καθώς το πυρ κινείται προς τα ύψη,
ως εκ της φύσεως αυτού, πλασθείσης ν' αναβαίνη
εκεί όπου πλειότερον διατηρεί την ύληνˑ
κυριευθείσα, κ' η ψυχή εμβαίνει εις τον πόθον,
όντα ορμήν πνευματικήν, κι' ουδέποτ' ησυχάζει,
έως το αγαπώμενον την κάμη ν' απολαύση»

Θεία κωμωδία ,
Μετάβαση

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

"Ακόμα δε το χωράει ο νους μου..." Η Άλισον ήταν συντετριμμένη. "Μου είπε ότι είχαν βρει ένα πτώμα το οποίο όμως είχε διαλυμένο κρανίο και δεν μπορούσαν να το ταυτοποιήσουν... Την ίδια στιγμή λίγες μέρες αργότερα η Ορόρα δηλώθηκε αγνοούμενη..." Η Άλισον έκλαιγε λέγοντας στο Λίαμ όσα έμαθε από τη Κλάρα και εκείνος καθόταν πλάι της στο καναπέ σιωπηλός. "Έκαναν τελικά τη ταυτοποίηση προχθές... Πόσο σκληρό είναι αυτό θεέ μου..." την έπιασαν οι λυγμοι και εγυρε στην αγκαλιά του μα τα χέρια του, παρέμειναν ανοιχτά. "Ποιον πείραξε; Δε μπορώ να καταλάβω..."

"Ίσως απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή..." της είπε ύστερα από λίγο. "Σταμάτα να κλαίς. Δε θα τη φέρει πίσω..."

"Πως μπορείς και είσαι τόσο ψυχρός μπροστά σε κάτι τόσο απάνθρωπο;!" Εσκουξε και σηκώθηκε

"Απάνθρωπη είναι η ίδια η ζωή!" της απάντησε αμέσως και εκείνη τον κοίταξε απογοητευμένη. Ο Λίαμ ξεφυσησε και τη πλησίασε "Με συγχωρείς. Εντάξει;" έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και εκείνη ένιωσε το παράπονο να σκάει μέσα της.
"Γιατί δεν πας να ξαπλώσεις λίγο; Θα ετοιμάσω εγώ το δείπνο σήμερα"

"Δεν χρειάζεται ..." απάντησε λυπημένα "Θα το ετοιμάσω εγώ. Να κάνω κάτι γιατί θα τρελαθώ αλλιώς..."

"Όπως αγαπάς..." πήγε στη κουζίνα και εκείνος κάθισε στη πολυθρόνα και άναψε ένα τσιγάρο σκεπτικός...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Την ίδια στιγμή
Νότια Καρολίνα, Κολούμπια.

"Μπαμπά; Γιατί πρέπει να φύγεις πάλι;" η μικρή τον αγκάλιασε παραπονεμένη "Υποσχέθηκες φέτος πως θα έμενες σπίτι τις γιορτές!"

"Λυπάμαι μικρή μου... Δυστυχώς ο μπαμπάς έχει δουλειά. Σου υπόσχομαι όμως να κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να μη ξαναφύγω εντάξει;" Η μικρή έτρεξε θυμωμένη στο δωμάτιο της και εκείνος ξεφυσησε

"Να τη προσέχεις Νάντια"

"Ναι κύριε Σμιθ. Μην ανησυχείτε"

"Συγνώμη που σε αναγκάζω να αφήνεις και εσύ τους δικούς σου..."

"Όλα καλά κύριε Σμιθ. Δεν έχω θέμα. Και αυτή η καημένη με ποιον θα περάσει άλλωστε τις γιορτές;"

"Από τότε που πέθανε η γυναίκα μου , τη φροντίζεις. Το εκτιμώ αυτό"

"Δουλειά μου είναι κύριε Σμιθ"

"Όχι Νάντια... Την προσέχεις περισσότερο από όσο μια απλή νταντά. Το βλέπω πάνω της. Δεν γνώρισε μάνα αλλά σίγουρα έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά..."

"Αν δε γίνομαι αδιάκριτη... Πως πέθανε η κυρία;" ρώτησε και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε αργά

"Στη γέννα" είπε μόνο και ύστερα πήρε τη βαλίτσα του "Θυμάσαι τους κανόνες;"

"Ναι κύριε Σμιθ. Δεν ανοίγω ούτε στον ίδιο το Θεό. Αν νιώσω η δω κάτι περίεργο μπαίνουμε στο δωμάτιο ασφαλείας και μένουμε εκεί μέχρι να έρθετε"

"Και αφού έρθω;"

"Θα σας ανοίξω μόνο αν μου πείτε το σύνθημα ακόμα κι αν μου πείτε ότι το ξεχάσατε...Όσο κι αν με παρακάλεσετε, χωρίς σύνθημα δε μπαίνει κανείς μέσα"

"Άψογα Νάντια. Να μου την προσέχεις..."

"Μην ανησυχείτε κύριε Σμιθ..."

Πήρε τη βαλίτσα κατέβηκε και μπήκε στο αυτοκίνητο. Μένοντας εντελώς μόνος έπιασε  το τιμόνι δυνατά,  το έσφιξε στις γροθιές του και ούρλιαξε...

Πέντε χρόνια πριν
Κεντάκι

"Δεν είναι πανέμορφη Λουκ;"

"Όπως ακριβώς και η μητέρα της..."

"Κόλακας ακόμα και τώρα. Κοίταξε με... Σαν τη τρελή είμαι... Τελικά να γεννήσω σπίτι δεν ήταν καλή ιδέα" αστείευτηκε

"Ούτε να γεννήσεις στο νοσοκομείο ήταν... Τέλος καλό , όλα καλά όμως..."

"Θέλεις να τη κρατήσεις;"

"Όχι αγάπη μου. Είναι τόσο μικρό και εύθραυστο ανθρωπάκι... Φοβάμαι..."

Εκείνη του χαμογέλασε τρυφερά

"Κάποια στιγμή θα το κάνεις Λουκ... Πατέρας της είσαι, έλα..." άπλωσε το μωρό προς το μέρος του και εκείνος πλησίασε και το κοίταξε γεμάτος λατρεία...

"Είναι ειλικρινά σαν όνειρο..." αποκρίθηκε κρατώντας τη στην αγκαλιά του..."Λοιπόν, έλα κράτησε την..Μου ήρθε μια ιδέα!"

"Τι ιδέα;" της έδωσε το μωρό και τη φίλησε

"Θα πάω να μας πάρω χάμπουργκερ και μετά βάλουμε ταινία! Θα ανοίξω το καναπέ στο σαλόνι και τον κανουμε κρεβάτι. Όπως παλιά... Εγώ και εσύ... Μόνο που τώρα θα έχουμε και ένα μικρό τερατακι ανάμεσα μας!"

"Λουκ, μόλις γέννησα" απάντησε χαριτωμένα

"Πέρασαν έξι ώρες αγάπη μου. Θα σε βοηθήσω. Άλλωστε πριν φύγει και ο γιατρός είπε ότι είσαι καλά"

"Εντάξει... Η αλήθεια είναι πως θα το ήθελα πολύ... Αν μου φέρεις και ένα από εκείνα τα υπέροχα κεκάκια που μου αρέσουν θα είσαι τέλειος...."

"Για σένα και τον κόσμο όλο θα φέρω..."

Τη φίλησε και έφυγε...
Πήγε ενθουσιασμένος, πήρε γλυκά, ταινία και χάμπουργκερ και επέστρεψε σπίτι.
Πάρκαρε μα όταν κατέβηκε η καρδιά του σταμάτησε...
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη...

Πέταξε ότι κρατούσε στο δρόμο  και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι.

"Λίντια;!" φώναξε μπαίνοντας μέσα αλλά το μόνο που άκουγε ήταν το κλάμα της κόρης του. Έφυγε σφαίρα στο δωμάτιο και όταν έφτασε, κοκαλωσε στη πόρτα...
Ο κόσμος, σώπασε...
Η ψυχή μαύρισε...
Όλη η ζωή κατέρρευσε μέσα σε μία μόλις στιγμή...

"Μη τη πειράξεις..." το μωρό ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα... Τα δαχτυλακια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα και έκλαιγε συνεχώς ενώ η Λίντια ηταν πεσμένη πλάι του... Ο λαιμός της ήταν κομμένος στα δύο και  στα ανοιχτά της μάτια, ακόμα υπήρχαν υγρά δάκρυα...

"Κρυφτουλι τέλος αδερφέ..." Ο Λουκ κοίταξε το χέρι του. Κρατούσε ένα νυστέρι. Έσκυψε πάνω από το μωρό και η καρδιά του σφυροκοπησε στο στήθος. Δεν θα είχε χρόνο να τρέξει. Ο Λίαμ ήταν σε απόσταση αναπνοής. Πήρε το νυστέρι πλησιάζοντας το στο μωρό και γέλασε.

"Σε ικετεύω..." Ο Λουκ έκανε ένα βήμα πιο κοντά και το μωρό κούνησε το ποδαράκι του με αποτέλεσμα να βρει την άκρη από το νυστέρι και να κοπεί. Άρχισε να ουρλιάζει υστερικά και ο Λίαμ σηκώθηκε. "Σε εκλιπαρώ..." Ο Λουκ έπεσε στα γόνατα βλέποντας τον αδερφό του με το νυστέρι έτοιμο να το καρφώσει στο μωρό "Θα κάνω ότι ζητήσεις... Θα πεθάνω αν χρειαστεί. Μόνο μη τη πειράξεις..."

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

"Νομίζω έχεις πιει αρκετά .." της πήρε το ποτήρι αλλά εκείνη το τράβηξε πίσω. "Άλισον..!"

"Μια ζωή έχουμε Λίαμ... Δε θα πάθω κάτι... Πιες και εσύ ένα ποτηράκι"
Αναστεναξε βλέποντας ότι δε βγάζει πουθενά η προσπάθεια του.
"Μόνο ένα... Κάνε μου παρέα..." ήταν λυπημένη και ας ήθελε να κρύψει τη θλίψη της.

"Μόνο ένα και μετά θα πας για ύπνο, σύμφωνοι;"

"Σύμφωνοι..." γέμισαν τα ποτήρια τους και εκείνη του έδειξε τη κενή θέση πλάι της.
"Έλα, η φωτιά είναι τόσο γλυκιά. Δεν σε καίει..." ήταν καθισμένη μπροστά στο τζάκι και εκείνος πιάνοντας τα τσιγάρα του, κάθισε πλάι της.
"Πιστεύεις στο θάνατο Λίαμ;" τον ρώτησε κοιτώντας τις φλόγες

"Δεν έχει σημασία. Το μονο που μετράει είναι ότι είναι υπαρκτός..."

"Είχε όλη τη ζωή μπροστά της..."

"Όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι που πεθαίνουν Άλισον..."

"Μου απαντάς ήρεμα σήμερα..." Του είπε γελώντας τρυφερά

"Δηλαδή;"

"Συνήθως τις Πέμπτες δε μου δίνεις σημασία... Αλλά δε με πειράζει..." συνέχισε ήρεμη "Στην αρχή με πείραζε αλλά τώρα συνήθισα... Θα μου διαβάσεις απόψε;" του ζήτησε και εγυρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του.

"Μα δε σου έχω διαβάσει ποτέ..."

"Κάθε φορά μου διαβάζεις Λίαμ απλώς δε το ξέρεις..." Η Άλισον γύρισε προς το μέρος του, άπλωσε το χέρι της στο μάγουλο του, και χαμογέλασε λυπημένη. "Φίλησε με..." ζήτησε με εκείνον να σμίγει τα φρύδια του "Σε παρακαλώ... Σε έχω ανάγκη" δίχως να το πολύ σκεφτεί, πλησίασε το πρόσωπο της στο δικό του, και ένωσε τα χείλη τους. Χωρίς να βαθυνει το φιλί, απομακρύνθηκε για λίγο, τον κοίταξε σιωπηλή και ύστερα τον φίλησε ξανά. "Μη με κοιτάζεις έτσι... Το μισώ αυτό το κενο σου βλέμμα.." έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο του , χάθηκε για λίγο στα μάτια του και ύστερα τον τράβηξε και τον φίλησε ξανά.

"Έχεις πιει..." έκανε να απομακρυνθεί μα η Άλισον με έναν ελιγμό ανασηκωσε το νυχτικό της  και σκαρφάλωσε πάνω του. "Κατέβα..."

"Όχι απόψε..." Δήλωσε τελεσίδικα και χωρίς να σπάσει την οπτική επαφή, χαμήλωσε σιγά σιγά το κεφάλι της και του χάρισε ένα ακόμα φιλί.

"Άλισον..." ο Λίαμ δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται. Τα φιλιά της έβρισκαν τοίχο. Θαρρείς και φιλούσε ένα πάγο.
Λίγο το αλκοόλ που της έδινε αυτοπεποίθηση, λίγο η θλίψη και λίγο ο θυμός της, έφεραν το μπαμ.

"Ποιο είναι το πρόβλημα σου επιτέλους;!" Έτσι όπως ήταν καθισμένη πάνω του , τον έσπρωξε και εκείνος αυτόματα την έπιασε από τα μπράτσα "Άσε με!" απαίτησε έξαλλη προσπαθώντας να τον χτυπήσει στο στήθος "Ποιο είναι το πρόβλημα σου!!" επανέλαβε "Πες μου που να πάρει!" κραυγασε δυνατά "Πες μου! Πες μου! Πες ..." Έτσι όπως τη κρατούσε σφιχτά, την τράβηξε απότομα προς το μέρος του και τη φίλησε αναγκάζοντας τη να σωπάσει . Το φιλί τους πέταξε σπιθες και βάθυνε αμέσως. Τα χέρια του κατρακύλησαν στη μέση της ενώ τα δικά της τυλίχθηκαν στο πρόσωπο του. Οι ανάσες τους κόπηκαν γρήγορα ώσπου ο Λίαμ τη ξάπλωσε στο πάτωμα και άρχισε να ρουφάει αχόρταγα το λαιμό της. Ένιωθε διαφορετικό το φιλί του... Πάντα τη φιλούσε με πάθος μα τώρα έμοιαζε σαν  να της παίρνει μαζί και τη ζωή.

Έπιασε το νυχτικό της, το έβγαλε από πάνω της και το πέταξε στην άκρη. Τα δάχτυλα του άγγιξαν το μπούτι της και το πίεσαν τόσο δυνατά που άφησαν σημάδια πάνω. Το κορμί της ανασηκώθηκε σαν αντίδραση στο πόνο ώσπου το χέρι του ταξίδεψε πιο βαθιά μέσα στο μηρό της και άγγιξε τη περιοχή της. Η Άλισον άνοιξε τα χειλη της μα εκείνος τα βρήκε , και τα σφράγισε αμέσως. Η γλώσσα του έπαιζε με τη δική της ενώ την ίδια στιγμή τον ένιωσε να πιέζει τα τοιχώματα του κόλπου της. Δεν της έβαλε δάχτυλο ως συνήθως. "Λίαμ.." Είπε ξεψυχισμενα πάνω στο φιλι μα εκείνος με μια απότομη κίνηση μπήκε ολόκληρος μέσα της προκαλώντας το ουρλιαχτό της. Η Άλισον προσπάθησε να τον γραπώσει από τη πλάτη αλλά πριν καν τον αγγίξει σε εκείνο το σημείο, της έπιασε τα χέρια και τρελάθηκε.

"Ιαν..." ψέλλισε φρενιασμενα πάνω στη φωνή της μα εκείνη συνέχισε να βγάζει κραυγές ώσπου με τρεις δυνατές ωθήσεις το κορμί της τελείωσε για εκείνον...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Εξι χρόνια πριν

"Μπαμπακα;" ο Ίαν γύρισε και είδε τον Τζοσουα μαζί με το Λίαμ χεράκι χεράκι.

"Άφησε τον" δε φοβήθηκε. Η φωνή του ήταν ψυχρή παρόλο που το άψυχο σώμα της γυναίκας του ήταν πεταμένο παραδίπλα.

"Νόμιζα ότι ήσουν εσύ μπαμπάκα..!"

"Λίαμ!" ο Ίαν τσιριξε σχεδόν το όνομα του.

"Ωωω έλα τώρα... Επειδή γεννήθηκες με τρία λεπτά προβάδισμα νομίζεις ότι έχεις δικαίωμα να μου φωνάζεις; Ειδικά στη κατάσταση σου..." του είπε δείχνοντας του ότι στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μαχαίρι.

Ο Ίαν δεν έχασε οπτική επαφή από τον αδερφό του. Έκανε δύο βήματα και τον κοίταξε πιο έντονα.

"Τζόσουα. Πήγαινε στο δωμάτιο σου"

"Δε το νομίζω να πάει πουθενά.." απάντησε ο Λίαμ "Είχα ανιψάκι και μου το εκρυβες; Δε ντρέπεσαι; Έπρεπε να βάλω κάθε μέσο για να σε βρω δηλαδή; Έτσι κάνουν τα αδέρφια;"

"Λίαμ μα το θεό... Σου δίνω ένα λεπτό να τον αφήσεις... Αν πειράξεις όμως έστω και μια τρίχα του, θα βρεις τέτοιο θάνατο που δε θα σε αναγνωρίζει κανένας... Έγινα κατανοητός;"

"Και το θα κερδίσεις; Ένα νεκρό παιδί, ένας νεκρός αδερφός και εσύ στη φυλακή... Όχι πως δε θα μπεις..." του είπε όλο νόημα δείχνοντας του το πτώμα πίσω του "Ειδοποίησα την αστυνομία. Σε δέκα λεπτά θα είναι εδώ. Θα μπεις φυλακή και μάντεψε με ποιον θα μεγαλώσει ο γιος σου!"

"Μπαμπά; Τι λέει μπαμπακα; Άσε με! Με τρομάζεις!" Ο μικρός προσπάθησε να απελευθερωθεί αλλά ο Λίαμ τον κρατούσε πολύ σφιχτά

"Έφερες αμάξι;" ρώτησε ο Ίαν σοβαρός έχοντας ήδη ζυγίσει τη κατάσταση στο μυαλό του.

"Είδες που βγάζουμε συννενόηση;"

"Μια μέρα, θα σε θάψω τόσο βαθιά στη γη, που θα πας απευθείας στη κόλαση .." Αποκρίθηκε ο Ίαν

"Ναι, για να βρω τη πουτάνα τη μάνα μας..." ο Ίαν έσφιξε τις γροθιές του μα κοιτάζοντας το τρομαγμένο του γιο, προσπάθησε να ημερεψει.

"Τζόσουα; Πήγαινε μαζί του στο αυτοκίνητο. Ο μπαμπάς θα πάρει κάποια πράγματα και θα έρθω σε ένα λεπτό..." είπε προς το μικρό

"Δε θέλω. Σου μοιάζει αλλά τον φοβάμαι μπαμπακα!"

"Δε θα πειράξει ούτε τρίχα από το κεφαλάκι σου... Στο υπόσχομαι"

Ο Λίαμ χαμογέλασε αυταρεσκα και οδήγησε το μικρό προς το αμάξι...
Μόλις ο Ίαν έμεινε μόνος , έσκυψε στο πάτωμα, σήκωσε το σεντόνι, φίλησε στο μέτωπο το νεκρό κεφάλι της γυναίκας του και σηκώθηκε...
Δεν είχε επιλογή και ήξερε καλά πως αν έμπαινε φυλακή, εκείνος θα αναλάμβανε το γιο του... Και αυτό, δε μπορούσε να το επιτρέψει... Καλύτερα να γινόταν ο ίδιος τέρας, παρά να άφηνε το παιδί του σε ένα άλλο....

🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top