~59~

~
«μήπως με γνωρίζεις;»

Επιμένει και νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν καθώς παρατηρώ το μπερδεμένο βλέμμα του. Πιέζω τον εαυτό μου να μην ξεσπάσει ακόμα και αν νιώθω πως οι ερωτήσεις του είναι σαν ξυράφια που γδέρνουν τα σωθικά μου.
"ναι, σε ξέρω καλύτερα απ ότι μπορείς να φανταστείς."

«δεν είναι οτι σε ξέρω και τόσο καλά.» του λέω αποφεύγοντας τα μάτια του.

«σιγουρα; γιατί..» κάτι πάει να πει αλλά τον διακόπτω.

«Jimin δεν θέλω να συνεχίσω αυτήν την κουβέντα.»  του λέω ενοχλημένη ενώ βγάζω το κασκόλ του για να του το δώσω.

«πες μου, θέλω να ξέρω.»  επιμένει ενώ προσπαθεί να μην εκνευριστεί.

«Jimin θέλω να γυρίσω πίσω.»  του λέω απότομα.

Αποφεύγω το βλέμμα του για να μην προσέξει πως τα μάτια μου γυαλίζουν από τα δάκρυα που απειλούν να εμφανιστούν. Αν ήξερα ότι θα μου έκανε τέτοιες ερωτήσεις δεν θα ερχόμουν ποτέ εδώ. Με την άκρη του ματιού μου μπορώ να δω ότι τραβάει τα μαλλιά του αναστατωμένος προς τα πίσω ενώ με κοιτάει.

«καλώς.»  μου πετάει κοφτά και μου δίνει το κράνος τους.

Ανεβαίνουμε στην μηχανή χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα και βάζει μπρος. Σε όλη την διαδρομή δεν μίλησε κανένας μας. Άφησα τα δάκρια μου ελεύθερα να τρέξουν στο πρόσωπο μου σιωπηλά όση ώρα οδηγούσε. Ένιωθα το κορμί του κάτω από τα χέρια μου στρεσαρισμένος και σφιγμένο. Δεν υπήρχε κάποιο  νόημα για να του πω κάτι το οποίο δεν θυμόταν.

Μου ζήτησε να του δείξω το σπίτι μου για να με πήγαινε έως εκεί σκεπτόμενος πως ήταν αργά, όμως δεν ήθελα. Του είπα να με αφήσει στο μαγαζί κι έτσι και έκανε. Του έδωσα το κράνος στα χέρια και τον άφησα χωρίς καν να τον κοιτάξω. Ξεκίνησα να προχωράω ενώ ένιωθα ότι τα μάτια του ήταν επάνω μου, άργησε μερικά λεπτά μέχρι να ξανά βάλει μπρος και να φύγει.
...
Μπήκα στο σπίτι βγάζοντας τα παπούτσια μου, όταν κατάλαβα πως δεν ήμουν μόνη. Η Βιολέτα καθόταν στο σαλόνι μαζί με τον Μάξ και παρακολουθούσαν μια ταινία στην τηλεόραση μέχρι που με αντιλήφθηκαν.

«γύρισες;»  με ρώτησε κεφάτη «άργησες σήμερα.»  διαπίστωσε λίγο πριν προσέξει το βλέμμα μου.

Σηκώθηκε όρθια και με πλησίασε βιαστικά «τι σου συμβαίνει;»  με ρώτησε αναστατωμένη.

Είμαι σίγουρη πως έδειχνα χάλια. Σκεπτόμενη πως σε όλη την διαδρομή μέχρι το σπίτι δεν έπαψα να κλαίω ούτε για ένα λεπτό. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη του χολ, τα μάτια μου ήταν κόκκινα και πασαλειμμένα από την μάσκαρα. Δεν μου φάνηκε περίεργο το ότι με κοιτούσαν τρομαγμένοι οι περαστικοί στον δρόμο.

«Σαμάνθα όλα καλά;»  με ρωτησε ο Μάξ από τον καναπέ ενώ με κοιτούσε περίεργος.

«είμαι πολύ κουρασμένη, θα πέσω για ύπνο.» 

Τους λέω με ένα χαμόγελο που με δυσκολία μπορούσα να δείξω κατευθυνόμενη προς το δωμάτιο μου.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και έμεινα για λίγο ακίνητη, να προσπαθώ να επεξεργαστώ όσα συνέβησαν απόψε.
Μου φέρθηκε τόσο όμορφα σήμερα που με έκανε να θυμηθώ της μέρες που είχα την ευκαιρία να τον βλέπω σχεδόν καθημερινά. Με έκανε να νιώσω όπως όταν ήμασταν μαζί. Τα λόγια του έπαιζαν διαρκώς σαν κασέτα στο μυαλό μου. Με πλήγωνε πολύ αυτή η κατάσταση πράγμα που δεν άντεχα πλέον. Δεν μπορούσε να συνεχιστεί όλο αυτό, έπρεπε επιτέλους να προχωρήσω και να τον κάνω στην άκρη, αλλιώς θα με τρέλαινε.

"Ίσως έπρεπε να δώσω μια ευκαιρία στον Μπεν."

Αναλογίστηκα καθώς έβγαζα τα ρούχα μου για να μπω για μπάνιο.
...
Της επόμενες δύο μέρες ένιωθα πως ο Θεός έπαιζε μαζί μου και με της αποφάσεις μου. Δεν γίνεται να μου το έκανε αυτό. Γιατί συνέχιζε να εμφανίζετε μπροστά μου; μα όπου και να πήγαινα τον έβλεπα, στην δουλειά, στο σουπερμάρκετ ακόμα και μπροστά στο σπίτι μου.
"Από ποιον έμαθε που μένω;"

Ο Μπέν αυτές της μέρες είχε πάρει άδεια λόγω του ότι είχε αρρωστήσει, πράγμα που περίμενα κι εγώ από στιγμή σε στιγμή. Ένιωθα τα κόκαλα μου να πονάνε και πολλές φορές κρύωνα χωρίς λόγο.
...
Σήμερα μετά την δουλειά είχα το πρώτο μου μάθημα στην σχολή και μπορώ να πω πως ένιωθα ικανοποιημένη, κι από τους καθηγητές όπως και από τους συμμαθητές μου. Όλοι τους έδειχναν πολύ συμπαθητικοί και ευχάριστοι άνθρωποι.
Η πρώτη μέρα ξεκίνησε με θεωρία και ιστορία της μουσικής, που ακόμα και αυτά μου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον.

Είχε πάει ήδη εννιά το βράδυ όταν σχόλασα από τα μαθήματα. Βγαίνοντας έξω τα έβλεπες όλα λευκά, τα κλαδιά των δέντρων, της οροφές των κτηρίων καθώς και οι δρόμοι που είχαν στρωθεί με ένα παχύ στρώμα χιονιού. Το σπίτι μου ήταν αρκετά λεπτά μακριά από την σχολή, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να περιμένω το λεωφορείο.

Στην στάση περίμενα μαζί με μια κοπέλα που άκουγε μόνη της μουσική. Είχα παρατηρήσει πως η θερμοκρασία είχε πέσει απότομα, ανέπνεα και μπορούσα να διακρίνω την ανάσα μου στον κρύο αέρα, ενώ η μύτη μου είχε γίνει κόκκινη από την ψύχρα. Ένιωθα πολύ κουρασμένη για να περιμένω για το επόμενο λεωφορείο, πράγμα που με έκανε να περπατάω ανυπόμονα πάνω κάτω στην στάση μήπως και ζεστάνω το κορμί μου.

Τότε ένα γνώριμο αμάξι σταμάτησε μπροστά μου και κατέβασε το παράθυρο του συνοδηγού. Εσκυψα χαμηλά ώστε να μπορέσω να τον κοιτάξω.

«σου έλειψα.»  μου είπε ενώ χαμογελούσε, γιατί χαμογελούσε;

«πάλι εσύ;»  του είπα ενοχλημένη στην ιδέα πως δεν με άφηνε ήσυχη αυτές της μέρες.

«κάνει κρύο, μπες μέσα να σε πάω στο σπίτι.»  μου πρότεινε ευγενικά.

«δεν χρειάζεται, θα περιμένω το λεωφορείο.»

Του είπα κοφτά ενώ γύρισα από την άλλη για να κάτσω στο παγκάκι της στάσης. Άνοιξε την πόρτα του και βγήκε έξω. Τον είδα να βγάζει μια μικρή κουβέρτα από το πίσω κάθισμα και να με πλησιάζει. Τον κοιτούσα ντροπιασμένη όταν πρόσεξα πως η διπλανή μου μας παρακολουθούσε έκπληκτη.
Ήρθε μπροστά μου και τύλιξε την κουβέρτα γύρω από την πλάτη μου.

Τα χέρια του άγγιξαν τους ώμους μου και με σήκωσαν όρθια ενώ τον χάζευα χωρίς να μπορώ να μιλήσω. Γιατί συνέχιζε να μου φέρεται έτσι;

«δείχνεις να έχεις πυρετό.»  μου είπε ενώ άγγιξε τα ζεστά μάγουλα μου σκεπτικός «σε παρακαλώ μπες στο αμάξι.»  με κοίταξε στα μάτια και μπορούσα να καταλάβω πως ανησυχούσε.

Ένιωθα όντως να κρυώνω υπερβολικά πολύ, οπότε δεν είχα άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσω . Με έβαλε στο αμάξι του μπροστά και έσκυψε για να μου δέσει την ζώνη. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται και την καρδιά μου να χάνει μερικούς χτύπους, μόλις το πρόσωπο του βρέθηκε αρκετά κοντά στο δικό μου ώστε να μπορέσω να μυρίσω το άρωμα του και την μυρωδιά από το αντρικό σαμπουάν στα μαλλιά του.

Ασφάλισε την ζώνη και για μια στιγμή με κοίταξε στα μάτια. Πρόσεξα ότι μια ρυτιδια είχε σχηματιστεί στο κούτελο του, καθώς με παρατηρούσε μπερδεμένος. Γιατί με κοιτούσε έτσι;

«μην το κάνεις αυτό.»  του είπα καθώς πήρα ενοχλημένη το βλέμμα μου από πάνω του.

«ω, συγνώμη.»  μου είπε ενώ στάθηκε όρθιος ώστε να κλείσει την πόρτα.

Μπήκε μέσα στο αμάξι και έβαλε μπρος.

«συγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση, δεν θα ήθελα να ενοχληθεί το αγόρι σου εξαιτίας μου.»  μου είπε με έναν τόνο ειρωνείας στα λόγια του.

Γύρισα και τον κοίταξα με σηκωμένο φρύδι, πράγμα που το αντιλήφθηκε. Γιατί πίστευε πως έχω αγόρι; μήπως; μήπως νόμιζε πως ο Μπέντζαμιν ήταν ο σύντροφος μου;

Ένιωθα κάπως κολακευμένη στην ιδέα πως μπορεί να σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Αυτό σήμαινε πως με σκεφτόταν όντως όπως μου είχε πει;

Πρόσεξε ότι χαμογελούσα «ω.»  ξεφώνησε ξαφνικά αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω «πρέπει να έχεις ανεβάσει πολύ πυρετό.»  διαπίστωσε ανήσυχος «τα μάγουλα σου είναι υπερβολικά κόκκινα.» 

Κάλυψα αμέσως τα μήλα του προσώπου μου με τα χέρια μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο νιώθοντας το στήθος μου να καίει από το ποσο έντονα χτυπούσε η καρδιά μου. Τον άκουσα να γελάει σιγανά πράγμα που με έκανε να σκεφτώ ότι με πείραζε.

Πέρασαν λίγα λεπτά ώσπου φτάσαμε μπροστά στο κτήριο όπου εμένα. Έσβησε την μηχανή κι εγώ κατέβηκα βιαστικά από το αμάξι λίγο πριν έρθει προς το μέρος μου. Έβγαλα την κουβέρτα από πάνω μου και την άφησα πάνω στο κάθισμα.

«σε ευχαριστώ που με έφερες.»  του είπα ευγνώμων πριν κατευθυνθώ προς την πόρτα της εισόδου.

«Σαμάνθα;»  με διέκοψε απότομα και εγώ γύρισα από την άλλη για να τον κοιτάξω «θα μπορούσα να σου μιλήσω για λίγο;»  με ρώτησε διστακτικά ενώ κοιτούσε τα διαμερίσματα από πάνω μας.

Είχε πολύ κρύο και έδειχνε να τρέμει κι ο ίδιος, οπότε σκέφτηκα να τον καλέσω να έρθει επάνω.

«θέλεις μήπως να πιείς λίγο τσάι;» τον ρώτησα αμήχανα.

Μου χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ανοίξα την πόρτα και αφού κλείδωσε το αμάξι του ανεβήκαμε πάνω στο σπίτι.

Όταν μπήκα μέσα διαπίστωσα πως η Βιολέτα έλειπε, κι ευτυχώς δηλαδή αλλιώς θα σκεφτόταν διαφορά αν με έβλεπε ότι είχα έρθει με τον Jimin.

«πολύ όμορφο σπίτι.»  τον ακούω να λέει ενώ βγάζει τα παπούτσια του.

«σίγουρα δεν είναι σαν το δικό σου.»  ψέλλισα χαμηλόφωνα περισσότερο στον εαυτό μου πάρα στον ίδιο, σκεπτόμενη το ποσό ακριβό έδειχνε το δικό του σπίτι.

«τι;»  με ρώτησε σκεπτόμενος πως είπα κάτι που δεν μπόρεσε να ακούσει καλά.

«ευχαριστώ λέω.»  του απαντάω και κατευθύνομαι προς την κουζίνα για να βάλω να ζεσταθεί λίγο νερό «βολέψου.»  του είπα δείχνοντας του τον καναπέ στο μικρό σαλόνι.

«ευχαριστώ.»  μου λέει χαμογελώντας ενώ πλησιάζει τον καναπέ για να κάτσει.

Ετοιμάζω δύο κούπες τοποθετώντας τα φίλτρα τσαγιού μέσα και μόλις είναι έτοιμο το νερό τα γεμίζω μέχρι επάνω. Παίρνω της κούπες στα χέρια μου και πηγαίνω προς το μέρος του. Του δίνω την μια στο χέρι λίγο πριν κάτσω στον καναπέ, αρκετά μακρυά του.
Δείχνει κάπως νευρικός και έξω από τα νερά του καθώς πίνει το τσάι του σιωπηλός ώσπου με κοιτάει.

«συγνώμη.» 

Μου λέει απότομα και παραλίγο να πνίγω «για πιο πράγμα;»

«δεν έπρεπε να σε ρωτήσω τίποτα της προάλλες, φαντάζομαι πως αν σε γνώριζα νωρίτερα θα ήταν λίγο κακό το να σε έχω ξεχάσει.» διαπίστωσε ενοχλημένος.

Αποφεύγω τα μάτια του ενώ μου ξεφεύγει ένα ειρωνικό γελάκι «λίγο κακό;» τον ρωτάω κάπως ειρωνικά, άθελά μου «σκληρό να λες.»  τα τελευταία λόγια βγαίνουν σαν ψίθυρος από τα χείλη μου, όμως είμαι σίγουρη πως με άκουσε.

«απλά ήθελα να ζητήσω συγνώμη που επέμενα έτσι, για αυτό και προσπαθώ εδώ και δύο μέρες να σου μιλήσω.»  μου λέει ήρεμα ενώ με κοιτάει.

«ναι φυσικά, για ποιον άλλον λόγο;»  του λέω και αυτήν την φορά τον κοιτάω «μην ανησυχείς δεν πίστεψα κάτι διαφορετικό.»  του απαντάω ενώ προσπαθώ να κρύψω την ενόχληση μου.

Ξεφυσάει αναστενάζοντας «απλά μερικές φορές με κοιτάς με έναν τρόπο που..»  σπάει για λίγο και κοιτάει την κούπα στα χέρια του άβολα «με έναν τρόπο που μου λέει πως σε έχω πληγώσει.» 

Καταλαβαίνω ότι ντρέπεται να με κοιτάξει. Έχω στερέψει από λόγια, δεν έχω ιδέα τι να του απαντήσω σε αυτό. Δεν έχει άδικο, είναι μια αλήθεια, όμως τι μπορώ να του πω. Κι αν τον αναστατώσω με τα λόγια μου ενώ δεν έχει αναρρώσει ακόμα; όχι δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο, αυτήν την στιγμή προέχει η ψυχική ηρεμία του. Αν μάθαινε όλα όσα συνέβησαν εκείνους τους μήνες και πως κατέληξε έτσι, σίγουρα θα ταραζόταν.

«μην ανησυχείς, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο.»  του λέω αυτήν την φορά πιο ήρεμα «ναι γνωριζόμαστε από πριν, αλλά μόνο και μόνο γιατί ήμασταν στην ίδια σχολή.»  του λέω και νιώθω το στήθος μου να πονάει από τα ψέματα που βγαίνουν με τόση ευκολία από τα χείλη μουΜε κοιτάει ανακουφισμένος  «λυπάμαι που δεν σε θυμάμαι, αλλά χαίρομαι που δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό.» μου απαντάει και γελάει πιο ήρεμος από πριν.


Εν μέρη δεν του είπα ψέματα αλλά ούτε και την αλήθεια. Δεν ήμασταν ποτέ απλά δύο γνωστοί και ούτε θα ήμαστε ποτέ.

Ακούω στην πόρτα το κλειδί λίγο πριν ανοίξει. Κοιτάω για λίγο τον Jimin και ύστερα την Βιολέτα που μπαίνει μέσα χωρίς να μας έχει προσέξει. Ώσπου γυρνάει προς το μέρος μας και μας κοιτάει έκπληκτη.

Μένει για λίγο άφωνη μέχρι που  μας σκάει ένα πλατύ χαμόγελο «πείτε πως δεν γύρισα ποτέ.»  μας λέει βιαστικά λίγο πριν μπει στο δωμάτιο μου και κλείσει την πόρτα πίσω της.

Κοιτάω ντροπιασμένη τον Jimin φοβούμενη για το τι θα σκεφτόταν για την χαζή μου φίλη. Από το βλέμμα της και μόνο κατάλαβα ότι θα πέρασαν χίλιες χαζές ιδέες από το μυαλό της.
Τα μάτια μου στρέφονται πάλι προς το μέρος του, όταν σηκώνεται από τον καναπέ.

«καλύτερα να φεύγω, πήγε πολύ αργά.»  μου λέει λίγο πριν πιεί όλο το τσάι του.

Του χαμογελάω με κατανόηση ενώ τον ακολουθώ μέχρι την πόρτα. Φοράει τα παπούτσια του και βγαίνει έξω λίγο πριν με κοιτάξει.

«χαίρομαι που λύθηκε αυτό το θέμα.»  μου λέει χαμογελώντας «τα λέμε τριγύρω;»  με ρωτάει κι εγώ του γνέφω «καληνύχτα Σάμ.»

«καληνύχτα Jimin.»  του λέω ενώ προσπαθώ να χαμογελάω καθώς τον βλέπω να μπαίνει στο ασανσέρ.

Κλείνω την πόρτα πίσω μου και ακουμπάω την πλάτη μου επάνω της. Φέρνω τι χέρι μου στο στήθος μου και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει με δύναμη. Ανοίγει την πόρτα του δωματίου και βγάζει το κεφάλι της έξω για να επεξεργαστεί τον χώρο. Όταν με βλέπει μόνη μου βγαίνει έξω και με πλησιάζει. Από την έκφραση μου καταλαβαίνει πως μάλλον τα πράγματα δεν ήταν όπως σκέφτηκε στην αρχή. Με τα χέρια της χαϊδεύει τους ώμους μου συμπονετικά ενώ με κοιτάει.

«πως είσαι;»  με ρωτάει ήρεμα ενώ με παρατηρεί.

«χάλια.»  παραδέχομαι ενώ χώνομαι στην αγκαλιά της «πρέπει να έχω πυρετό.»  της λέω τελικά και αυτή γελάει που προσπαθώ να ρίξω το φταίξιμο της αδιαθεσίας μου στο κρύωμα μου.

Αφού τσιμπήσαμε βιαστικά, φεύγω μέσα στο δωμάτιο μου και αφήνω την Βιολέτα να διαβάσει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου όταν θυμήθηκα πως ακόμα δεν είχα απαντήσει στο μήνυμα του αφεντικού μου. Πήρα το κινητό στα χέρια μου και το άνοιξα. Πληκτρολόγησα την απάντηση μου και του την έστειλα. Την επόμενη Παρασκευή μετά το μάθημα θα είχα ελεύθερο χρόνο για να βρεθούμε εάν τον βόλευε φυσικά.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top