~58~

~
Λίγο πριν φτάσω στην δουλειά μου έλαβα ένα μήνυμα από το αφεντικό μου.

"Δέσποινας Μπράουν, σας ζητώ συγνώμη που δεν επικοινώνησα μαζί σας νωρίτερα, όμως βρισκόμουν εκτός χώρας. Θα ήθελα, αν φυσικά έχετε χρόνο, την επόμενη βδομάδα να βρεθούμε για να κανονίσουμε τα διαδικαστικά της πρόσληψης σας. Ίσως την επόμενη Παρασκευή το απόγευμα θα μπορούσαμε να πάμε για φαγητό και να συζητήσουμε." ξανά κοίταξα το μήνυμα για να βεβαιωθώ πως διάβασα σωστά. Για φαγητό;

"Θα αδημονώ για την απάντηση σας. Έως τότε δουλέψτε σκληρά."

Για φαγητό; ξανά επανέλαβα στο μυαλό μου. Δεν ένιωθα καθόλου άνετα να βγω για φαγητό με έναν άντρα που δεν γνώριζα. Σίγουρα θα ήταν επαγγελματικό το ραντεβού, όμως και πάλι το έβρισκα υπερβολικό από μέρους του.

Αποφάσισα να το σκεφτώ λίγο πριν του απαντήσω, αυτήν την στιγμή όμως έμπαινα στο μαγαζί οπότε επέλεξα να του στείλω μήνυμα αργότερα.

Αμέσως μόλις με χτύπησε η γλυκιά μυρωδιά από τα τσουρέκια και της κανέλας, ένιωσα πολύ ωραία. Χαιρέτησα τους συνεργάτες μου ευδιάθετη και αφού άφησα στην άκρη τα προσωπικά μου αντικείμενα ξεκίνησα την δουλειά.

Με τον Μπέν ανταλλάξαμε πολύ λίγες κουβέντες λόγω του ότι είχε αρκετή δουλειά από νωρίς. Ο καιρός ήταν ζεστός σήμερα και πολύς κόσμος είχε βγει με της οικογένειες και τους φίλους τους για μια βόλτα. Ωστόσο η δουλειά τελείωσε αρκετά νωρίς, έτσι θα μπορούσα να τελειώσω γρηγορότερα με της δουλειές του μαγαζιού και να γυρίσω νωρίς σπίτι μου για να κοιμηθώ. Ένιωθα τόσο κουρασμένη και αδύναμη που δεν κοιμήθηκα καθόλου καλά εχθές το βράδυ. Υπέθεσα πως μάλλον την άρπαξα πάνω στην μηχανή.

Από νωρίς είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος, σταδιακά, αντανακλώντας της χρυσές ακτίνες του πάνω στο τζάμι του μαγαζιού που προσπαθούσα να καθαρίσω εδώ και αρκετή ώρα. Μπόρεσα να δω πάνω από τα χαμηλά κτήρια τον ουρανό. Είχε καλυφθεί από πυκνές μαύρες μάζες σύννεφων, όπου διέκρινα ξεκάθαρα να αντανακλά μια κοκκινωπή ανταύγεια.

Φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι τόσο όσο έπρεπε, ενώ παρατηρούσα τα σπουργίτια που είχαν μαζευτεί στο δάπεδο ώστε να ψάξουν για τροφή.

"Πόσο ομορφο." σκέφτηκα χαμογελώντας.

Λίγο πριν ο ήλιος βουτήξει μέσα στην θάλασσα, άναψαν τα φώτα της πόλης δίνοντας αποχρώσεις του μπλε, του κόκκινου και του κίτρινου, δίνοντας έτσι μια ιδιαίτερη ομορφιά στην απογευματινή οπτική γωνία της.

«μάλλον θα χιονίσει.» διαπίστωσε η Άννα, η συνάδελφος μου, η οποία παρατηρούσε τον ουρανό.

Την κοίταξα για μια στιγμή και συνέχισα να καθαρίζω, ώσπου πρόσεξα κάτι κρυστάλλινο να πέφτει πάνω στο τζάμι. Για μια στιγμή πίστεψα πως άρχισε να ψιχαλίζει, ώσπου κατάλαβα πως η Άννα είχε δίκιο. Το βλέμμα μου ακολούθησε της κρυστάλλινες νιφάδες να γλιστράνε σαν πούπουλα χορεύοντας στον ρυθμό του αέρα, χαμηλά στον έδαφος. Μα πριν φθάσουν στην γη, τα μάτια μου σταμάτησαν σε μια φιγούρα που στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ παρατηρούσε της χνουδωτές χιονονιφάδες. Το βλέμμα του έφτασε στο ίδιο ύψος με το δικό μου, και τα μάτια μας κλείδωσαν.

"Όπως με την πρώτη βροχή" σκέφτηκα "που ήρθες και με φίλησες, έτσι και με την πρώτη πτώση του χιονιού ξανά εμφανιζόσουν μπροστά μου, φέρνοντας με αντιμέτωπη με τα αισθήματα μου για εσένα.
Ήσουν τόσο όμορφος, με το λευκό  ζιβάγκο σου, το μακρύ πλεκτό κασκόλ που σου ζέσταινε τον λαιμό και το πιγούνι σου, ενώ φορούσες την μακριά καφετί καμπαρντίνα σου που αναδείκνυε την προσεγμένη, κομψή σιλουέτα σου, που με έκανε να μην μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Για μια στιγμή η ματιά σου στράφηκε στον δρόμο για να τον ελέγξεις, πριν τον περάσεις και έρθεις προς το μέρος του μαγαζιού. Το βήμα σου ελαφρύ και ταυτόχρονα σίγουρο που έκανε κάθε νεαρή γυναίκα να σε κοιτάξει."

Πήρα τα μάτια μου από πάνω του και συνέχισα το καθάρισμα ώσπου η θολή φιγούρα του σταμάτησε στην άλλη μεριά της τζαμαρίας για να με κοιτάξει. Απέφυγα να τον αντικρίσω προσποιούμενη πως είχα πολύ δουλειά, όμως επέμενε να με κοιτάει με αυτό το στραβό χαμόγελο του που μου ήταν αδύνατον να αντισταθώ. Μα τι ήθελε επιτέλους; τι γύρευε εδώ;

Κοίταξα για μια στιγμή την Αννα με αγανάκτηση.

«Άννα επιστρέφω αμέσως.»

Μου ένευσε μπερδεμένη λίγο πριν βγω έξω από το μαγαζί και τον πλησιάσω με σταυρωμένα τα χέρια, νιώθοντας έξαλλη μέσα μου που με στοίχειωνε με τέτοιο τρόπο.

Με κοίταξε «εσύ δεν είσαι η;» με ρώτησε ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί.

«όχι.» του είπα κοφτά κάτι που δεν φάνηκε να τον ενόχλησε, το αντίθετο μάλιστα. Τον έκανε να γελάσει.

«σωστά, εσύ είσαι.» διαπίστωσε με ένα ικανοποιημένο βλέμμα.

Τον κοίταξα καχύποπτα «τι θέλεις εδώ;» τον ρώτησα δήθεν ενοχλημένη «με παρακολουθείς;»

Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή στην σκέψη και μόνο πως υπήρχε περίπτωση να ήρθε για εμένα εδώ.

Με κοίταξε για λίγο σκεπτικός «δεν ήξερα ότι απαγορευόταν να περάσω από εδώ.» είπε σαρκαστικά ενώ παρατηρούσε το μαγαζί «στο κάτω κάτω.» έσκυψε το βλέμμα του και με κοίταξε «εσύ με παρατηρούσες προηγουμένως. Δεν φταίω εγώ που ενδιαφέρθηκα να μαθω τον λόγο.»

Μου είπε χαμογελώντας. Με έκανε να συνειδητοποιήσω πως είχε δίκιο, εγώ τον κοιτούσα επίμονα σαν καμία ανατριχιαστική θαυμάστρια που έβλεπε το idol της.

«επίσης ήρθες στο κλαμπ μου και στους αγώνες που διοργανώνω.» διαπίστωσε γελώντας «μάλλον εσύ με παρακολουθείς, γιατί όπου πάω, "τσουπ" σε βρίσκω μπροστά μου.» γέλασε ζεστά ενώ διασκέδαζε με την όλη κατάσταση.

Άπλωσε το παγωμένο χέρι του και άγγιξε το μάγουλο μου, λίγο πριν τραβηχτώ και τον κοιτάξω έκπληκτη «τι κάνεις;» τον ρώτησα ενοχλημένη.

Γέλασε με έναν ερωτικό τρόπο πριν με κοιτάξει «έχεις γίνει κατακόκκινη.» διαπίστωσε ενώ χάζευε το πρόσωπο μου.

Γύρισα από την άλλη ενοχλημένη ώστε να φύγω βιαστικά από μπροστά του. Φοβούμενη τον ίδιο μου εαυτό πως θα του έδειχνε τα αισθήματα μου. Τα βήματα μου σταμάτησαν στο άκουσμα της φωνής του.

«θα σε περιμένω να σχολάσεις.»

Γύρισα και τον κοίταξα με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα μου.

«τι;»

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χαλάρωσαν λίγο πριν μιλήσει «θέλω να σε ρωτήσω κάτι πολύ σημαντικό.» μου απάντησε ευγενικά.

Μπήκα στο μαγαζί χωρίς να του πω κάτι και συνέχισα την δουλειά μου. Αυτός είχε καθίσει σε ένα παγκάκι πιο πέρα και απολάμβανε το ελαφρύ χιόνι που έπεφτε, δίνοντας μου να καταλάβω πως δεν είχε σκοπό να φύγει. Ποιος του είπε ότι ήθελα να του μιλήσω;

Προσπάθησα να παρατείνω το καθάρισμα, μπας και έφευγε, αλλά που; αυτός καθόταν έξω, υπομονετικά καθώς χάζευε τα μαγαζιά στο γύρω τετράγωνο με το βλέμμα του.
...
Φόρεσα το μπουφάν μου και αφού άρπαξα την τσάντα μου βγήκα για να ψάξω τον Μπέν ώστε να τον ενημερώσω ότι θα έφευγα. Η Άννα είχε μείνει τελευταία. Μου είπε πως ο Μπέν είχε φύγει από νωρίς διότι είχε κάτι δουλειές να κάνει. Της ένευσα ευγνώμων που με ενημέρωσε, κι αφού την αποχαιρέτησα, βγήκα έξω από το μαγαζί.
Μέσα μου ευχόμουν πως είχε κουραστεί και είχε φύγει. Όταν πρόσεξα πως δεν ήταν στο παγκάκι, χαμογέλασα ανακουφισμένη σκεπτόμενη το ζεστό κρεβάτι που με περίμενε στο σπίτι μου.

Η φωνή του με έκανε να αναπηδήσω και να γυρίσω να τον κοιτάξω ενοχλημένη.

«νόμιζες ότι έφυγα;» με ρώτησε σαρκαστικά «δεν με ξέρεις καθόλου καλά.» μου είπε γελώντας.

Όταν πρόσεξε το βλέμμα μου το γέλιο του κόπηκε απότομα.

"Δεν σε ξέρω καθόλου καλά; νομίζεις κύριε Park. Επειδή σε γνωρίζω θα μου φαινόταν περίεργο αν είχες φύγει."

«πολύ καλά.» του είπα τοποθετώντας τα χέρια μου μέσα στης τσέπες μου για να τα ζεστάνω «τι ήθελες να με ρωτήσεις.»

Τον κοίταξα ειρωνικά για να αποφύγω να φανεί η χαρά που ένιωθα κάθε φορά που τον έβλεπα.

«όχι εδώ.» μου λέει ενώ παρατηρεί πως έχει πολύ κόσμο για να μιλήσουμε άνετα «πάμε μια βόλτα.»

Μου προτείνει ευγενικά λίγο πριν τον προσπεράσω και ξεκινήσω να περπατάω. Όταν παρατηρώ ότι δεν με ακολουθεί γυρνάω προς το μέρος του για να τον κοιτάξω.

«τι;»

Τον ρωτάω μπερδεμένη ενώ τον παρακολουθώ να με πλησιάζει. Αρπάζει τον καρπό μου και με παροτρύνει να τον ακολουθήσω. Πότε του έδωσα το δικαίωμα να με αγγίξει; ποιος νόμιζε ότι είναι; πάρα της πολλές σκέψεις μου και τον δυσανασχετισμό μου, δεν έκανα κίνηση να απομακρύνω το χέρι μου από το κράτημα του.

Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου ενώ περιμέναμε για να περάσουμε απέναντι. Για μια στιγμή με κοιτάει σκεπτικός.

«τι;» τον ρωτάω ξανά αγχωμένη.

Αφήνει το χέρι μου και κάνει κίνηση να βγάλει το κασκόλ του. Στέκεται μπροστά μου και εγώ τον κοιτάω τρομαγμένη με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Περνάει το κασκόλ γύρω από τον λαιμό μου και το φέρνει μπροστά μου.

«κρυώνεις.»

Μου λέει χαμηλόφωνα καθώς απλώνει τα χέρια του κάτω από τα μαλλιά μου, πράγμα που μου θυμίζει εκείνη την ημέρα στην σχολή. Υπενθυμίζοντας μου πως σε μια σχέση, κάποια πράγματα που μπορούσες να κάνεις και μόνος, πλέον τα έκανες παρέα με τον σύντροφο σου.

Ένιωσα την άκρη των παγωμένων χεριών του να αγγίζει το σβέρκο μου ανατριχιάζοντας με σύγκορμη. Έβγαλε τα μαλλιά μου  από το κασκόλ και τα άφησε ελεύθερα πίσω στην πλάτη μου.

«ορίστε.» μου λέει ευχαριστημένος «αυτό θα σε κρατήσει ζέστη.» μου λέει και χαμογελάει.

Άρπαξε το χέρι μου μόλις του δόθηκε η ευκαιρία, για να περάσουμε τον δρόμο απέναντι. Τον ακολουθούσα από πίσω σιωπηλά, ενώ μύριζα διακριτικά το άρωμα του από το κασκόλ του.

Σταματήσαμε μπροστά στην μηχανή του λίγο πριν σηκώσει την σέλα για να βγάλει το κράνος από μέσα. Γυρνάει προς το μέρος μου και με πλησιάζει.

«τι κάνεις;» τον ρωτάω μπερδεμένη.

«θα πάμε μια βόλτα.» επαναλαμβάνει καθώς τοποθετεί το κράνος στο κεφάλι μου το οποίο γλιστράει εύκολα μιας και ήταν μεγάλο για εμένα. Γιατί νόμιζε πως ήθελα να πάω κάπου μαζί του; ήμουν έτοιμη να παραπονεθώ όταν το πρόσωπο του βρέθηκε πολύ κοντά μου. Τα μάτια του παρακολουθούσαν της κινήσεις του όση ώρα προσπαθούσε να ασφαλίσει το κράνος. Τα μάτια του στρογγυλά και γκρι, τα χείλη του ελαφρώς υγρά, για μια στιγμή με έκανε να γελάσω με το ποσό γλυκός έδειχνε.

Φάνηκε να μην κατάλαβε τον λόγο που τον έβρισκα αστείο, αλλά δεν είπε τίποτα. Με βοήθησε να ανέβω στην μηχανή πριν κάτσει ο ίδιος.

«εσύ δεν θα φορέσεις κράνος;» τον ρωτάω ενώ τον κοιτάω.

«όχι.» μου απαντάει αμέσως «έχω μόνο ένα μαζί μου.»

Ήθελα να του πω να βγάλει το δικό μου και να τον φορέσει, γνωρίζοντας πως δεν έχει αναρρώσει ακόμα, φοβούμενη μην συμβεί κάτι και ξανά χτυπήσει.

«ούτε να το σκέφτεσαι.» μου λέει κοφτά «εσύ θα το φορέσεις.»

Μα  που κατάλαβε τι σκεφτόμουν; τον κοιτάω άφωνη καθώς βάζει μπρος την μηχανή.

Περιμένει για λίγο και πατάει κάπως απότομα το γκάζι και ύστερα το φρένο, κάνοντας με να γαντζωθώ τρομαγμένη από το ύφασμα του παλτού του.

«ει, θα με σκοτώσεις.» του λέω φωνάζοντας σκεπτόμενη πως μπορεί να μην με ακούσει μέσα από αυτό το κουτί που μου είχε βάλει στο κεφάλι.

Γέρνει το πρόσωπο του στο πλάι και με κοιτάει με την άκρη του ματιού του.

«εγώ φταίω που δεν κρατήθηκες από πάνω μου;» μου λέει ελαφρώς εκνευρισμένος.

"έχει ένα δίκιο." σκέφτηκα ηττημένη ενώ άγγιξα με της παλάμες μου τους ώμους του.

Τον ακούω να γελάει καθώς αρπάζει το χέρι μου και το φέρνει μπροστά του. Κάτω από την παλάμη μου νιώθω το στομάχι του να ανεβοκατεβαίνει αργά, ενώ το δέρμα του κάτω από την μπλούζα του εκπέμπει μια χαλαρωτική ζεστασιά. Αισθάνομαι το πρόσωπο μου να καίει όταν νιώθω ότι αγγίζω τους καλοσχηματισμένους κοιλιακούς του, τους ίδιους που κάποτε μπορούσα να θαυμάσω. Ήθελα να με χαστουκίσω για να πάψω να σκέφτομαι περίεργα πράγματα, αλλά δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ.
Ξανά γελάει ενώ φέρνει και το άλλο χέρι μου μπροστά του, με αποτέλεσμα να με κολλήσει πάνω του για να τον αγκαλιάσω.
Είναι τόσο ενοχλητικά υπερπροστατευτικός, όπως συνήθιζε να είναι παλιά.

Ξεκινάει την μηχανή, αργά και σταδιακά αυξάνει προσεχτικά ταχύτητα, με εμένα να μην βλέπω σχεδόν τίποτα με αυτό το πράγμα στο κεφάλι μου. Μπορώ να πω όμως ότι είμαι ζεστά εδώ πίσω και πιάνω τον εαυτό μου να χαίρεται που βρίσκομαι εδώ μαζί του.
Κάποια στιγμή νιώθω να ελαττώνει ταχύτητα και τέλος να σταματάει την μηχανή. Ορκίζομαι πως θα με είχε πάρει ο γλυκός ύπνος, ενώ τον αγκάλιαζα, αν δεν σταματούσαμε σύντομα. Οδηγούσε τόσο αργά και προσεκτικά που με έκανε να ηρεμήσω σε μεγάλο βαθμό.

Με βοήθησε να κατέβω από την μηχανή και να βγάλω το κράνος από το κεφάλι μου για να μπορέσω επιτέλους να ανασάνω κανονικά.

«Ήταν λίγο αποπνικτικά εκεί μέσα.» του απαντάω ενώ νιώθω το κρύο αεράκι να δροσίζει το πρόσωπο μου.

Διαπιστώνω πως βρισκόμαστε κάπου ψηλά, όταν βλέπω σε μικρή μεν αλλά ταυτόχρονα μακρινή απόσταση την πόλη μας. Πλησιάζω το πέτρινο τοιχάκι ενώ παρατηρώ το ποσό όμορφη δείχνει η πόλη από αυτήν την οπτική γωνία, ελαφρώς χιονισμένη και φωτεινή από τα χρωματιστά φώτα των μαγαζιών. Οι άνθρωποι έμοιαζαν τόσο μικροί, σχεδόν δεν φαίνονταν.

Φυσάει λίγο περισσότερο απ ότι θα ήθελα, αλλά μου αρέσει εδώ πάνω. Με πλησιάζει και στέκεται δίπλα μου ενώ νιώθω το μπράτσο του να αγγίζει το δικό μου.

«λοιπόν;» του λέω και τον κοιτάω «με έφερες εδώ και μπορώ να πω πως είναι πολύ ωραία, τώρα;»

Χαζεύει για λίγο την πόλη σκεπτικός, με ένα ζεστό χαμόγελο στα χείλη του.

«ξέρεις τι μου αρέσει περισσότερο όταν βρίσκομαι πάνω στην μηχανή;» με ρωτάει χωρίς να με κοιτάξει «νιώθω πως κρατάω τα ηνία της ζωής μου, πως έχω τον πλήρη έλεγχο του σώματος μου. Ναι, όταν οδηγώ την μηχανή νιώθω ανοιχτός και ευάλωτος, μα ταυτόχρονα πολύ ελεύθερος γεμάτος ενέργεια.» μου λέει και θαυμάζω το ποσό παθιασμένος δείχνει «Είναι κάτι σαν τον χορό, πρέπει να κάνω τόσα πολλά πράγματα που απασχολώ κι τα τέσσερα άκρα μου καθώς και το μυαλό μου. Όμως είναι κάτι που με ηρεμεί.» μου λέει και στρέφει το βλέμμα του για να με κοιτάξει «εσένα;» με ρωτάει ξαφνικά «υπάρχει κάτι στην ζωή σου που σε κάνει να νιώθεις έτσι;» με ρωτάει με ενδιαφέρον ενώ με κοιτάει στα μάτια.

«εμένα;» τον ρωτάω ενώ γελάω αμήχανα «εμένα το μόνο που με κάνει να νιώθω έτσι είναι το όνειρο μου.»

«και ποιο είναι αυτό;»

Το κοιτάω για λίγο άφωνη ώσπου απαντάω «το να γίνω μια καλή πιανίστας και να παίξω σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, κόσμος που θα έχει έρθει να δει όσα έχω να του προσφέρω με την μουσική μου!»

«αυτό ακούγεται πολύ όμορφο.» παραδέχεται ενώ χαζεύει την πόλη.

«ξέρεις, πριν ανακαλύψω την μουσική και την βάλω στην ζωή μου, δεν νομίζω να θυμάμαι να είχα σημαντικούς στόχους η όνειρα που θα ήθελα να πραγματοποιήσω.» του λέω χαμηλόφωνα καθώς αγκαλιάζω τα μπράτσα μου για να με ζεστάνω «το να παίζω πιάνο είναι πολλά περισσότερα από μια μελωδία που απλά έχω αποστηθίσει. Για μένα είναι ένας δρόμος για να εκφράσω της εσωτερικές σκέψεις και τα συναισθήματα μου.» του λέω ειλικρινά και παρατηρώ πως με παρακολουθεί με ενδιαφέρον, κι ας μην με γνώριζε.

Γελάω κάπως αμήχανα λίγο πριν τον κοιτάξω «αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε για τα όνειρα μου. Κάτι ήθελες να με ρωτήσεις.» του υπενθυμίζω ενώ στέκομαι δίπλα του όρθια.

Η έκφραση του αλλάζει όταν συνειδητοποιεί πως δεν έχω όρεξη να συζητήσω για πράγματα που ίσως δεν τον αφορούν.

«σωστά.» μου λέει ανέκφραστος και συνεχίζει «ήθελα να σε ρωτήσω για τον άντρα που αγωνίστηκα εχθές.» με απαντάει ενώ με κοιτάει σοβαρός.

Τον κοιτάω για λίγο όσο προσπαθώ να καταλάβω τι θέλει ακριβώς να μάθει.

«δεν καταλαβαίνω.» του απαντάω μπερδεμένη «τι θες να σου πω ακριβώς;»

«τον λόγο που έφυγες εχθές μαζί του, τον ξέρεις κι από εχθές;»

Με ρωτάει κι εγώ μένω να τον κοιτάω.

«δεν νομίζω πως είναι δικό σου θέμα.» του απαντάω κοφτά πράγμα που τον ξαφνιάζει «και ναι τον γνωρίζω καλά.» ολοκληρώνω νιώθοντας ενοχλημένη.

Για τον Μπέντζαμιν ήθελε να με ρωτήσει; κι εγώ που νόμιζα. Δεν ξέρω κι εγώ τι νόμιζα.

«έπρεπε να με φέρεις εδώ και να προηγηθεί αυτή η κουβέντα για να με ρωτήσεις αυτό;» τον ρωτάω ελαφρώς εκνευρισμένη.

«Όχι.» μου λέει ξαφνικά ενώ φέρνει το χέρι του στο κεφάλι του για να τραβήξει τα μαλλιά του προς τα πίσω «από την πρώτη μέρα που σε είδα, διάφορες ερωτήσεις τριβελίζουν το μυαλό μου.» μου λέει και δεν νιώθω καθόλου καλά σκεπτόμενη το τι θα ακολουθήσει «γιατί δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου; γιατί νιώθω έτσι περίεργα οπότε είμαι κοντά σου;» με ρωτάει αναστατωμένος ενώ με πλησιάζει «ποια είσαι ακριβώς Σαμάνθα Μπράουν και με κάνεις να αμφιβάλω για τον εαυτό μου μπροστά σου;» με ρωτάει και νιώθω την καρδιά μου να χάνει χτύπους «ήσουν κάποια από την ζωή μου πριν το ατύχημα;»

Με ρωτάει ενώ επιμένει να με πλησιάζει επικίνδυνα, με εμένα να μην μπορώ να κουνηθώ, είτε να αρθρώσω κάποια λέξη.

Δεν ξέρω αλλά... ΕΜΕΝΑ ΜΟΥ ΆΡΕΣΕ ΤΌΣΟ ΠΟΛΎ ΑΥΤΌ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 😭❤️ ελπίζω κι εσάς 😙



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top