~52~


~
Την επόμενη μέρα σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι απ ότι της άλλες μέρες, νιώθοντας αρκετά κουρασμένη λόγω της αδιαθεσίας. Προχώρησα προς την κουζίνα και για μια στιγμή κοίταξα έξω από το παράθυρο τον δρόμο. Ήταν γύρω στης οχτώ και οι δρόμοι ήταν ήδη γεμάτοι με κόσμο και αμάξια. Το κακό ήταν πως η συγκεκριμένη λεωφόρος ήταν η κύρια της πόλης, κι κάθε πρωί αναγκαστικά ξυπνούσα νωρίς από την φασαρία που επικρατούσε. Τουλάχιστον το βράδυ ήταν ήσυχα από νωρίς, οπότε μπορούσα να κοιμηθώ άνετα. Κοίταξα την Βιολέτα που κοιμόταν στον καναπέ λίγο πριν ξεκινήσω να φτιάχνω το πρωινό μας. Ευτυχώς η σχολή της ήταν δύο βήματα από την πολυκατοικία μας, οπότε δεν χρειαζόταν κάθε πρωί να σηκώνεται πολύ πιο νωρίς.
Κράτησα την κούπα με τον καφέ στα χέρια μου και την πλησίασα. Η μοσχάρα, πως άντεχε να κοιμάται με τόση φασαρία; την σκούντησα ελαφρά και αμέσως την άκουσα να παραπονιέται.

«λίγο ακόμα μαμά.» ψιθύρισε κοιμισμένη.

«δεν είμαι η μαμά σου κορίτσι μου.» της είπα γελώντας ενώ προχώρησα προς την πόρτα του μπαλκονιού.

Φόρεσα της ζεστές παντόφλες μου και βγήκα στο μικρό κλειστό μπαλκόνι που διέθετε το διαμέρισμα μας. Με το ζόρι χωρούσαν δύο άτομα.
Τύλιξα την κουβέρτα γύρω μου και έκατσε στην καρέκλα. Κράτησα με το ένα χέρι μου την κούπα ενώ με το άλλο προσπάθησα να βγάλω ένα τσιγάρο από το πακέτο. Και ναι! Είχε λίγο καιρό τώρα που είχα αρχίσει να καπνίζω και μπορώ να πω πως ήταν το μοναδικό πράγμα που με ηρεμούσε. Αυτό και το γλυκό μου κρασί στο ψυγείο. Οπότε έμενα μόνη μου, οι σκέψεις μου ταξίδευαν και αυτά ήταν η μοναδική μου παρέα.
Κοίταξα την Βιολέτα που είχε ξεπροβάλει το κεφάλι της έξω από την μπαλκονόπορτα και με κοιτούσε.

«πάλι με αυτό σε βλέπω; Κόψ’ το.» μου είπε τσαντισμένη και εγώ απλά την αγνόησα.

Μπήκε μέσα αφήνοντας με μόνη, ώστε να φάει πρωινό πριν φύγει. Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξε την θάλασσα που απλών όταν άσπρη και αφρισμένη μπροστά μου. Τα κύματα της άγρια εξαιτίας του δυνατού αέρα που φυσούσε.

"γιατί είστε τόσο ανήσυχα σήμερα;" αναλογίσθηκα ενώ χάζευα τον τρόπο με τον οποίον κινούνταν τα κύματα απειλητικά.

Είχε φουρτούνα, όπως και στην ψυχή μου.

Ρούφηξα το τσιγάρο μου και χωρίς να το θέλω το μυαλό μου ταξίδεψε για ακόμη μια φορά.

"άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Αυτός με παρακολουθούσε να προχωράω προς το κρεβάτι του, ενώ ο Jin είχε σηκωθεί και με είχε πλησιάσει.

«υπάρχει πρόβλημα.» μου είπε και με έκανε να τον κοιτάξω «είναι πιο σοβαρό το θέμα. Σαμάνθα μόλις μπήκα δεν θυμόταν καν ποιος είμαι.» μου είπε αναστατωμένος.

Έστρεψα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στο μάτια, ενώ αυτός μας παρακολουθούσε χωρίς να καταλαβαίνει.

«θα μείνεις μαζί του μέχρι να πάω να βρω τον γιατρό του;» με ρώτησε διστακτικά.

«φυσικά.» του είπα λίγο πριν φύγει και μας αφήσει μόνους.

Άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει και πλέον ήμασταν μόνοι μας. Όλη αυτή την ώρα δεν μίλησε καθόλου, απλά συνέχισε να με κοιτάει με μια απορία στο βλέμμα. Με είχε ξεχάσει;
Πλησίασα το κρεβάτι του και έκατσα στο σκαμπό που υπήρχε δίπλα του.

«πως νιώθεις;» τον ρώτησα αμήχανα ενώ κοιτιόμασταν στα μάτια.

«καλά.» ψέλλισε αδύναμα.

Δεν μπόρεσα να βρω τα επόμενα λόγια, δεν ήξερα τι να τον ρωτήσω, τι να του πω. Ένιωθα τον λαιμό μου να στεγνώνει όση ώρα με κοιτούσε με αυτό το περίεργο θολό βλέμμα του.

«εσύ είσαι η;» σταμάτησε για λίγο κι έψαξε με το μάτι του για ένα ποτήρι νερό νιώθοντας τον λαιμό του ξερό.

Προσφέρθηκα να του φέρω ένα μπουκαλάκι νερό και μόλις επέστρεψα του το έδωσα κι αυτός το ήπιε όλο κάπως λαίμαργα. Τότε σήκωσε τα μάτια του και με ξανά κοίταξε.

«ο Jin μου είπε πως εξαιτίας του ατυχήματος έχω απώλεια μνήμης.» με ενημέρωσε σαν να μην το γνώριζα ήδη
«εσύ δεν είσαι η κοπέλα που είδα μόλις ξύπνησα;» με ρώτησε με απορία.

Ένιωθα την καρδιά μου να χάνει χτύπους όση ώρα με κοιτούσε σαν να μην με γνώριζε.

«δεν..» και ξαφνικά τραύλιζα «δεν με θυμάσαι;» τον ρώτησα δείχνοντας με το χέρι μου τον εαυτό μου.

Έμεινε για λίγο σιωπηλός, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί. Με επεξεργαζόταν και καταλάβαινα ότι πίεζε τον εαυτό του να με θυμηθεί. Ξαφνικά ένιωσε έναν έντονο πόνο στο κεφάλι του και για μια στιγμή το ακούμπησε φοβισμένος. Σηκώθηκα όρθια για να τον πλησιάσω, λες και μπορούσα να τον βοηθήσω. Ένιωθα αβοήθητη μπροστά σε αυτήν την εξέλιξη.

«είσαι καλά;» τον ρώτησα αγχωμένη.

Κούνησε ελαφρώς το κεφάλι του μορφάζοντας λίγο πριν με κοιτάξει «λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποια είσαι.» παραδέχτηκε απογοητευμένος.

Η πόρτα πίσω μου άνοιξε και μπήκαν μέσα ο γιατρός με τον Seokjin. Χωρίς να μιλήσω γύρισα από την άλλη και βγήκα έξω από το δωμάτιο. Άρπαξα τα πράγματα μου από την θέση που ήμουν νωρίτερα και ξεκίνησα να περπατάω. Ο φόβος πως υπήρχε περίπτωση να μην με θυμάται είχε βγει αληθινός. Ακούμπησα με το δεξί μου χέρι το στήθος μου για να καταλάβω ότι δεν ανάσαινα φυσιολογικά.
Εγώ του το προκάλεσα αυτό; "

Έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι και ξανά μπήκα μέσα στο σπίτι.

«έφαγες;» την ρώτησα χωρίς να την κοιτάξω.

«μμ.» μουρμούρισε με γεμάτο στόμα.

«θα μπω για μπάνιο. Θέλω να
φύγω νωρίς για να περάσω από την καφετέρια.» της είπα ενώ προχώρησα προς το μπάνιο.

«Σαμάνθα;» την άκουσα να με φωνάζει «είσαι καλά;» με ρώτησε ανήσυχη.

Γύρισα και της χαμογέλασα «μα φυσικά.» της είπα λίγο πριν γυρίσω και φύγω.

Ο ουρανός ήταν κατάλευκος και θα νόμιζες πως ετοιμαζόταν να χιονίσει, όμως το μόνο που έκανε ήταν να ρίχνει σταδιακά λίγο χαλάζι.
Στάθηκα έξω από την καφετέρια η οποία είχε ήδη πολύ κόσμο, κι για μια στιγμή την κοίταξα καλύτερα. Ήταν ένα πέτρινο διώροφο κτήριο, κι αν και από έξω έδειχνε κάπως παλιό μέσα ήταν διακοσμημένο με όμορφα χρώματα και μοντέρνα έπιπλα. Τα πράσινα δεντράκια που υπήρχαν φυτεμένα σε γλάστρες έξω από το μαγαζί του έδινε μια ωραία αισθητική.

Έσυρα την βαριά πόρτα και μπήκα μέσα. Ενώ είχα έρθει αρκετές φορές ένιωθα λες και ερχόμουν για πρώτη φορά. Προχώρησα προς το ταμείο και σχεδόν ένιωθα ολλωνών τα βλέμματα πάνω μου, εξαιτίας του ήχου που έκαναν τα τακούνια μου καθώς περπατούσα.
Στάθηκα μπροστά στον νεαρό και αυτός με κοίταξε χαμογελώντας έτοιμος να μου πάρει παραγγελία.

«τι μπορώ να σας προσφέρω;» με ρώτησε ευγενικά.

«έχω ραντεβού με το αφεντικό σου.» τον ενημέρωσα διστακτικά ενώ κοιτούσα τον χώρο γύρω μου για να δω εάν ήταν ο Μπέντζαμιν εδώ.

«ναι φυσικά. Περιμένετε ένα λεπτό.»

Μου απάντησε ευγενικά και αφού ζήτησε από τον συνεργάτη του να κάτσει λίγο στην θέση του πέρασε από την πόρτα που βρισκόταν πίσω του ώσπου χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Περίμενα μερικά λεπτά ενώ είχα παραγγείλει έναν καφέ Αμερικανό.

Μετά από λίγο ο νεαρός βγήκε έξω με τον Μπέν να τον ακολουθεί από πίσω φορώντας την χαρακτηριστική πόδια του καφέ, με το όνομα της επάνω "The Coffee Lounge".

Είχε λίγο αλεύρι στο πρόσωπο του πράγμα που με έκανε να χαμογελάσω ασυναίσθητα με το ποσό χαριτωμένος έδειχνε.

«ήρθες;» με ρώτησε ευδιάθετος ενώ τον πλησίαζα.

Χαμογέλασα κάπως άβολα και τον κοίταξα «σου είπα πως έχω ανάγκη από δουλειά. Λοιπόν; που μπορώ να βρω το αφεντικό σου;» τον ρώτησα όταν διαπίστωσα πως ήταν μόνος του.

«του έχω μιλήσει ήδη.» με ενημέρωσε κεφάτος «μπορείς να ξεκινήσεις από σήμερα.»

«αλήθεια;» τον ρώτησα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη μου.

Γέλασε αυθόρμητα με την αντίδραση μου πριν στραφεί προς τον νεαρό που μίλησα προηγουμένως «Μαξ, μπορείς να την κατατοπίσεις για να συνεχίσω την δουλειά;»

Τελικά το αγόρι αυτό τον έλεγαν Μαξ. Τον κοίταξε κάπως μπερδεμένος, ώσπου του έγνεψε πρόθυμος να με βοηθήσει. Πριν φύγει μου έδωσε μια πόδια σαν την δική του «είσαι και επισήμως μέλος αυτής της οικογένειας.» μου είπε κεφάτος.

Του χαμογέλασα καθώς τον παρακολουθούσα να απομακρύνετε. Ο Μάξ με πλησίασε και με καθοδήγησε μέχρι το δωματιάκι όπου αφήνανε τα προσωπικά τους αντικείμενα. Μου έδειξε ένα άδειο ντουλαπάκι και αφού μου ζήτησε να αφήσω τα πράγματα μου εκεί, με οδήγησε πάλι προς τα έξω.
Ένιωθα τόσο ενθουσιασμένη που δεν με ένοιαζε το γεγονός πως φορούσα ψηλοτάκουνα τα οποία με πονούσαν με το πέρασμα της ώρας. Εφόσον δεν γνώριζα πως θα άρχιζα από σήμερα, δεν σκέφτηκα να βάλω κάτι πιο άνετο.

Η πρώτη ώρα πέρασε με άπειρες πληροφορίες από τον Μάξ για το τι έπρεπε να κάνω και το πως έπρεπε να φέρομαι. Έπρεπε να ήμουν ευγενική και χαμογελαστή με όλους τους πελάτες ανεξαιρέτως. Όταν θα άδειαζε ένα τραπέζι θα μάζευα τα ποτήρια η τα πιατάκια που θα άφηναν, κι με ένα βρεγμένο πανάκι θα έπρεπε να καθαρίζω το τραπέζι.

Ουσιαστικά η δουλειά δεν είχε κάποιους τρελούς κανόνες για το πως έπρεπε να δουλεύει κάποιος κι αυτό με έκανε να νιώσω άνετα. Δεν θα σκεφτόμουν διαρκώς για το τι έπρεπε να κάνω και απλά θα δούλευα ελεύθερα.

Το καλό ήταν ότι είχε αρκετή δουλειά, πράγμα που με κρατούσε απασχολημένη από της σκέψεις μου και από την ιδέα ότι είχαν περάσει ήδη εννιά ώρες.
Το μαγαζί έκλεινε γύρω στης πέντε, αλλά μέναμε έξτρα μια ώρα για το καθάρισμα.

Είχαμε ήδη τελειώσει και ένιωθα ιδιαίτερα ευχαριστημένη με την πρώτη μου μέρα. Ακόμα και τα παιδιά εδώ μέσα ήταν ευχάριστη παρέα, έτσι η ώρα περνούσε γοργά και διασκεδαστικά.
Μόλις έκατσα για λίγο ένιωσα αμέσως την κούραση στο σώμα μου, κι τον πόνο στα πόδια μου εξαιτίας των παπουτσιών. Τότε πρόσεξα πως είχα κάνει ήδη πληγές λίγο πιο πάνω από την πτέρνα.

«τέλεια.» μουρμούρησα ενοχλημένη.

Με είχε πλησιάσει τόσο αθόρυβα που σχεδόν μου έκοψε την χολή μόλις τον αντιλήφθηκα.

«όλα καλά;» με ρώτησε μόλις πρόσεξε την δυσανασχέτηση στο πρόσωπο μου.

«ναι όλα τέλεια. Απλά δεν ήμουν προετοιμασμένη και με πόνεσαν τα παπούτσια.»

«ω.» με κοίταξε στεναχωρημένος «συγνώμη.»

«μα δεν φταις εσύ.» του απάντησα γελώντας.

«περίμενε.» μου είπε λίγο πριν φύγει και επιστρέψει.

Τον παρακολούθησα να έρχεται προς το μέρος μου, και εξεπλάγην μόλις έσκυψε ακριβώς μπροστά μου. Με κοίταξε για μια στιγμή αμήχανα.

«μην ανησυχείς, δεν θα σου κάνω πρόταση γάμου.» απάντησε με σαρκασμό ενώ γελούσε.

Η συμπεριφορά του με έκανε να νιώθω όλο και πιο αμήχανα, ίσως έφταιγε το γεγονός ότι, κάθε φορά με κοιτούσε με ένα περίεργο βλέμμα που τον έδειχνε αρκετά αισθησιακό.

«μπορώ;» με ρώτησε λίγο πριν αγγίξει τον αστράγαλο μου.

Έσκυψε περισσότερο καθώς μου αφαιρούσε την γόβα και με απαλές κι προσεχτικές κινήσεις μου κόλλησε το χάνζαπλαστ που ειχε φέρει. Το ίδιο έκανε και με το άλλο μου πόδι με ιδιαίτερη προσοχή.

«σε ευχαριστώ.» του απάντησα ευγνώμων ενώ προσπαθούσα να φορέσω τα παπούτσια μου.

Προσπάθησα να σηκωθώ όρθια, όμως ο πόνος ήταν τόσο τσουχτερός που παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου. Πρόλαβα να γαντζωθω από το χέρι του και να σταθώ στα πόδια μου. Τον κοίταξα ντροπιασμένη λίγο πρώτου τραβήξω το χέρι μου από το δικό του.

«συγνώμη.»

«είσαι σίγουρη ότι μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου; δείχνεις σαν να δυσκολεύεσαι λίγο.» παραδέχτηκε γελώντας ενώ κοιτούσε τα πόδια μου που προσπαθούσα να τα πατήσω στης μύτες.

«μάλλον όχι.» παραδέχτηκα γελώντας.

«έλα θα σε πάω εγώ με το αμάξι μου.» μου πρότεινε πρόθυμος.

«ω όχι δεν χρειάζεται, καλά είμαι δες.»

Του είπα ενώ επιδίωξα να περπατήσω κανονικά ώστε να μην χρειαστεί να γίνω βάρος.

«ναι το βλέπω.» μου είπε ενοχλημένος που αρνιόμουν την βοήθεια του.

Πήρε τα πράγματα μου στο χέρι του χωρίς να μου δώσει την επιλογή να αρνηθώ και με πλησίασε. Πέρασε το χέρι του ανάμεσα από το δικό μου και γύρω από την μέση μου. Τον κοίταξα για μια στιγμή ανίκανη να αρθρώσω κάποια λέξη. Δεν ξέρω αν έφταιγε το γεγονός ότι είχα καιρό να κάνω σεξ, η το ότι με άγγιζε ένας άντρας που έδειχνε τόσο ελκυστικός στα μάτια μου. Στο άγγιγμα του ένιωσα τα μάγουλα μου να περνούν φωτιά αλλά φάνηκε να μην το πρόσεξε καθώς με καθοδηγούσε μέχρι έξω από το κτήριο.

Κλείδωσε το μαγαζί μιας και ήμασταν οι τελευταίοι που είχαμε μείνει και με οδήγησε μέχρι το αμάξι του που το είχε αφήσει λίγο πιο κάτω.

Κοίταξα την άσπρη Mercedes που ξεκλείδωσε λίγο πριν ανοίξει την πόρτα για να μπω μέσα.

"Είχε τόσα πολλά λεφτά για να του ανήκει ένα τόσο ακριβό αμάξι; ένας απλός υπάλληλος ήταν στο μαγαζί, όσα κι αν πλήρωνε το αφεντικό μας, μου φαινόταν αδιανόητο να δώσει τόσα λεφτά για ένα τέτοιο αμάξι" σκέφτηκα.

Με παρότρυνε να μπω μέσα, κι τον κοίταξα έκπληκτη μόλις έσκυψε μπροστά για να μου φορέσει την ζώνη. Ο μοναδικός  που το είχε κάνει, πριν λίγους μήνες, ήταν ο Jimin και τώρα αυτός. Γιατί ένιωθα τόσο περίεργα;

Έκλεισε την πόρτα και έκατσε στην θέση του οδηγού ενώ έβαλε μπρος.

Σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν έξω από την πολυκατοικία μου και με βοηθούσε ευγενικά να κατέβω από το αμάξι του. Στάθηκα όρθια κοντά στην είσοδο και γύρισα να τον κοιτάξω.

«σε ευχαριστώ πολύ που με γύρισες.»

«χαρά μου.» απάντησε χαμογελώντας.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί ώσπου αποφάσισα να μιλήσω πρώτη «αλήθεια ήθελα να σε ρωτήσω για την δουλειά.» με κοίταξε με προσοχή «ποτέ θα μπορούσα να μιλήσω στο αφεντικό σου για να συζητήσουμε την διαδικασία της πρόσληψης;»

«θα σου δώσω τον αριθμό του και μπορείς να τον πάρεις όποτε θέλεις για να κανονίσετε μόνοι σας.» μου απάντησε πρόθυμα.

Δεν περίμενα ακριβώς αυτό αλλά από το να μείνω στην άγνοια «ναι βέβαια.» έβγαλα το κινητό μου και του το έδωσα.

Αυτός πληκτρολόγησε τον αριθμό του και αφού τον αποθήκευσε μου το επέστρεψε πίσω.

«Και πάλι ευχαριστώ.» του είπα ενώ έβγαζα τα κλειδιά από την τσάντα μου.

«τα λέμε αύριο;» με ρώτησε πριν μπω μέσα.

Γύρισα και τον κοίταξα «ναι φυσικά.» του απάντησα με χαμόγελο και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

Αλήθεια τι γνώμη έχετε για τον Μπέντζαμιν, πως σας φαίνεται;
Ελπίζω να μην έχετε απογοητευτεί με την πορεία της ιστορίας. Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top