Κεφάλαιο 6

Οι επόμενες ημέρες που ακολούθησαν μετά από εκείνη τη νύχτα, ήταν βασανιστικές. Καθώς περιμένω στο προαύλιο της κλινικής, αφήνω το βλέμμα μου να περιπλανηθεί για λίγο στον χώρο. Είναι ένα συνηθισμένο μέρος, όπου ακόμη κι εδώ έξω που βρίσκομαι, επικρατεί ακρα του τάφου σιωπή και η χαρακτηριστική μυρωδιά απολυμαντικού που αναδύεται από παντού. Μερικοί ασθενείς περπατούν με αργά βήματα και προσοχή, με κάποιον να τους συνοδεύει, άλλοι στέκονται ακίνητοι, κοιτάζοντας στο κενό, όσο εγώ απλώς περιμένω με σταυρωμένα χέρια.

Και δεν είμαι καλός στην αναμονή.

Ο Σεμπάστιαν στέκεται ακριβώς από δίπλα μου, με την πλάτη ίσια λες και έχει καταπιεί μπαστούνι, και εκείνο το διαρκώς σοβαρό ύφος που μοιάζει σφηνωμένο στο πρόσωπό του. Είναι αστείο, αν το καλοσκεφτείς. Αν είχα μια δουλειά σαν τη δική του, ίσως κι εγώ να φαινόμουν έτσι. Όμως, για κάποιο λόγο, ο τύπος μοιάζει να είναι φτιαγμένος από πέτρα.

Γυρίζω ασυναίσθητα για να κοιτάξω την αντανάκλασή μου στο φιμέ τζάμι του αυτοκινήτου και παρατηρώ ότι, παραδόξως, έχω υιοθετησει και εγώ αυτή την έκφραση· ύστερα πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει ξανά προς το μέρος του.

«Έχεις αναπτήρα;»

Η φωνή μου σπάει την ησυχία, όσο εκείνος σηκώνει αργά το βλέμμα του. Δεν λέει κάτι. Απλώς βάζει το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του και βγάζει έναν μαύρο, λιτό αναπτήρα. Μου τον δίνει χωρίς καν να με ρωτήσει γιατί τον χρειάζομαι όσο εγώ ψηλαφίζω τις τσέπες μου.

«Μήπως έχεις και τσιγάρο;»

Αυτή τη φορά, η αντίδρασή του με εκπλήσσει. Σταματάει, και για πρώτη φορά βλέπω τα χείλη του να χαμογελούν. Ένα μικρό, σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο τρεμοπαίζει κάτω από το μουστάκι του, αλλά είναι εκεί.

«Δεν μου φαίνεσαι για τύπος που καπνίζει,» σχολιάζει, και το χαμόγελό του γίνεται πιο ξεκάθαρο.

«Γιατί, τι έχω;» τον ρωτάω ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Φαίνεσαι γυμνασμένος,» απαντάει, και δεν έχει κι άδικο. Έχω σταματήσει το κάπνισμα εδώ και χρόνια. Είναι από τις ελάχιστες φορές που έκανα μια σωστή επιλογή στη ζωή μου. Το να γυμνάζομαι και να προσέχω τον εαυτό μου ήταν ένας τρόπος να κρατήσω τον έλεγχο, έστω κι αν ήταν μόνο σε αυτό. Αλλά, κάθε φορά που το άγχος με χτυπάει στο κεφάλι, το πρώτο που θέλω να κάνω είναι να ανάψω ένα τσιγάρο. Όχι επειδή πιστεύω ότι θα με ηρεμήσει. Περισσότερο σαν μια τελετουργία. Ένα διάλειμμα από την ένταση.

«Μην ανησυχείς,» λέω τελικά. «Δεν το συνηθίζω.»

Το χαμόγελό του εξαφανίζεται τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε, καθώς στρέφει την προσοχή του στο κινητό του, που μόλις έχει αρχίσει να δονείται. «Οκ,» τον ακούω να απαντάει μονολεκτικά και το κλείνει, βάζοντάς το και πάλι πίσω στην τσέπη. «Μόλις πήρε εξιτήριο,» λέει ήρεμα. «Πάω να την παραλάβω. Εσύ περίμενε εδώ.»

Και με αυτή τη φράση, φεύγει.

Μένω μόνος, με τον μαύρο αναπτήρα στο χέρι μου και σκέφτομαι το πόσο γελοίο θα ήταν να ανάψω ένα τσιγάρο εδώ, στο προαύλιο μιας κλινικής. Δεν έχω καν τσιγάρο. Ο μαλάκας έφυγε απότομα και ξέχασε να μου δώσει. Εκτός και αν το έκανε επίτηδες, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω στ' αλήθεια να καπνίσω. Αυτό που θέλω είναι να σταματήσω να σκέφτομαι την ώρα που πλησιάζει.

Ηρεμία. Επαγγελματισμός.

Αυτές είναι οι λέξεις που προσπαθώ να επαναλάβω στον εαυτό μου. Πρέπει να φανώ ψύχραιμος. Όχι μόνο για εκείνη, αλλά και για τον εαυτό μου. Το στομάχι μου, όμως, έχει άλλες ιδέες. Είναι σαν να δένεται κόμπος κάθε φορά που τη φέρνω στο μυαλό μου, παρά τη φωνή του πατέρα μου, που ηχεί σαν ηχώ. «Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μπλέξεις μαζί της

Το ξέρω. Και δεν θα μπλέξω.

Πρέπει να κρατηθώ μακριά. Να κάνω τη δουλειά και να τελειώνω. Αρκεί, φυσικά, να μην την κοιτάξω ποτέ στα μάτια.

Περίπου ένα τέταρτο αργότερα, βλέπω τον Σεμπαστιάν να επιστρέφει, συνοδευόμενος από την Μπριάννα. Σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά στο στήθος, σφιγμένος, σαν να κρατάω κάτι που μπορεί να ξεφύγει. Τα μάτια μου ακολουθούν κάθε τους κίνηση, χωρίς να το θέλω πραγματικά. Ή, τουλάχιστον, αυτό λέω στον εαυτό μου.

Η Μπριάννα περπατά δίπλα του με ένα βλέμμα που μοιάζει σαν να μην έχει προσέξει καν την ύπαρξή μου. Ο Σεμπαστιάν τη συνοδεύει σιωπηλός, σοβαρός όπως πάντα, και όταν φτάνουν στο αυτοκίνητο, αρχίζει να φορτώνει τα πράγματά της στο πορτμπαγκάζ. Εγώ μένω εκεί, στατικός, προσπαθώντας να δείχνω επαγγελματίας και αδιάφορος. Το βλέμμα μου, όμως, την ακολουθεί καθώς πλησιάζει.

Ευτυχώς που φοράω γυαλιά ηλίου.

Εκείνη φοράει ένα εφαρμοστό, μαύρο φόρεμα που της φτάνει λίγο πάνω από τα γόνατα. Η λιακάδα του Μαρτίου μοιάζει σχεδόν καλοκαιρινή σήμερα, κάτι που κάνει την εμφάνισή της ακόμη πιο...

Αχ, δεν έχει σημασία.

Με έναν αναστεναγμό που κρύβω επιδέξια, κάνω το γύρο του αυτοκινήτου και της ανοίγω την πίσω πόρτα. Εκείνη δεν λέει τίποτα, απλώς μπαίνει μέσα με μια φυσικότητα που μου δίνει την εντύπωση πως είναι μαθημένη να την εξυπηρετούν.

Χωρίς να το θέλω, αφήνω το βλέμμα μου να πέσει για μια στιγμή. Μια στιγμή που μοιάζει αιώνας. Ο τρόπος που το φόρεμά της αγκαλιάζει τους γλουτούς της, καθώς γέρνει ελαφρώς για να καθίσει...

Όχι, Νταμιάνο. Συγκεντρώσου.

Κλείνω την πόρτα και κάνω ένα νοητό reset, κατευθυνόμενος στη θέση του οδηγού, φροντίζοντας να μη γυρίσω να τη δω. Καθώς φτιάχνω τον καθρέφτη, όμως, το βλέμμα μου πέφτει—άθελά μου, φυσικά—στον μηρό της. Είναι σταυροπόδι και το φόρεμά της έχει ανέβει ελαφρώς. Παρατηρώ μια μικρή ουλή, λεπτή και αχνή, κοντά στο γόνατό της.

Και είναι όμορφη ακόμα κι έτσι.

Εκείνη προφανώς με καταλαβαίνει, γιατί τη βλέπω από τον καθρέφτη να τραβά το φόρεμά της λίγο πιο κάτω, με έναν αμήχανο τρόπο.

«Πού θέλετε να σας πάω;» ρωτάω, προσπαθώντας να φέρω τη φωνή μου σε μια ουδέτερη, σοβαρή χροιά, και εκείνη γυρίζει και με κοιτάζει.

«Ω, έλα τώρα! "Θέλετε";» λέει, με μια υποψία χαμόγελου που μοιάζει να με κοροϊδεύει. «Μπορείς να μου μιλάς και στον ενικό, ξέρεις. Δεν έχουμε και πολλά χρόνια διαφορά ηλικίας. Άκου "θέλετε"!»

Δεν απαντώ. Δεν υπάρχει λόγος να απαντήσω, άλλωστε. Το βλέμμα μου παραμένει καρφωμένο στον δρόμο μπροστά, προσπαθώντας να αποφύγω οποιαδήποτε περιττή επαφή, και για μερικά λεπτά, οδηγώ σιωπηλός, μέχρι που εκείνη δείχνει ένα ζαχαροπλαστείο στην άκρη του δρόμου.

«Λοιπόν, θα θέλαμε να μας αφήσεις εδώ,» λέει, με έναν τόνο που κρύβει ξεκάθαρα ειρωνεία και σταματάω το αυτοκίνητο αμέσως. Δεν έχει νόημα να κάνω κάτι άλλο.

«Θα περιμένω εδώ,» της αποκρίνομαι προσπαθώντας να διατηρήσω έναν ψυχρό επαγγελματισμό, και εκείνη γέρνει ελαφρώς προς τα μπροστά. «Δεν χρειάζεται. Θα περπατήσω.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση,» μου ξεφεύγει. «Έχω σαφείς οδηγίες να παραμείνω μαζί σας. Πάρτε το γλυκάκι σας, και θα περιμένω εδώ.»

Εκείνη με κοιτάζει για λίγο με ένα βλέμμα... φαίνεται ενοχλημένη, και... για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι με εκνευρίζει περισσότερο. Το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα με εξιτάρει ή το γεγονός ότι αρχίζει να με νευριάζει ταυτόχρονα.

«Γιατί επιμένεις; Νομίζεις ότι δεν ξέρω τι κάνω;» λέει, με έναν τόνο που φαίνεται να αγγίζει τα όρια της πρόκλησης.

Αυτό ήταν. Φτιάχνω τον καθρέφτη, εστιάζοντας στο πρόσωπό της. «Δεν πρόκειται για το αν ξέρετε τι κάνετε ή όχι. Είναι θέμα ασφαλείας. Και οι οδηγίες του πατέρα σας είναι σαφείς.»

«Οι οδηγίες; Μην μου το παίζεις υπεύθυνος εμένα. Νομίζω ότι έχω αποδείξει πως μπορώ να προσέχω τον εαυτό μου. Δεν είμαι παιδί!»

Δεν θα το σχολιάσω αυτό...

Κουνάω ελαφρά το κεφάλι, προσπαθώντας να μην αφήσω τη φωνή μου να ακουστεί περισσότερο εκνευρισμένη από όσο ήδη είναι. «Αυτό καλύτερα να το λύσετε με τον πατέρα σας. Είμαι υπεύθυνος για την ασφάλειά σας, και αν κάτι πάει στραβά, εγώ θα είμαι ο υπαίτιος.»

Σηκώνει το βλέμμα της με μια φλόγα που δεν είχα δει μέχρι τώρα. «Ω, βέβαια. Να υποθέσω ότι αν μου συμβεί κάτι, θα είναι δικό σου λάθος που με άφησες να το αποφασίσω μόνη μου.»

«Ακριβώς,» απαντάω μονολεκτικά, κάτι που την κάνει να σηκωθεί από τη θέση της απότομα, ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου με μια κίνηση γεμάτη θυμό. «Πολύ καλά, τότε. Θα πάω να περπατήσω και θα κάνω ό,τι θέλω. Μην προσπαθήσεις να με ακολουθήσεις. Αν το κάνεις, θα το λάβω ως προσβολή.»

Μένω ακίνητος, με το χέρι στο τιμόνι, και παρακολουθώ καθώς βγαίνει από το αυτοκίνητο. Παίρνει την τσάντα της με μια απότομη κίνηση και κλείνει την πόρτα δυνατά.Λίγα λεπτά αργότερα, ο πατέρας της με παίρνει τηλέφωνο. Ξέρω ήδη τι πρόκειται να πει.

Απαντάω χωρίς ενθουσιασμό.

«Νταμιάνο,» λέει από την άλλη άκρη της γραμμής. «Δεν σηκώνει το τηλέφωνο. Της τηλεφωνώ εδώ και ώρα και τίποτα. Πού είναι;»

«Έφυγε ενοχλημένη,» του απαντάω, και τον ακούω να ξεφυσάει.

«Πήγαινε να τη βρεις. Και αν χρειαστεί, γύρισέ τη σηκωτή στο σπίτι,» αποκρίνεται κοφτά,και μου κλείνει το τηλέφωνο χωρίς να περιμένει απάντηση.

Τέλεια. Άλλο που δεν ήθελα. Σηκωτή, λέει...

Βγαίνω από το αυτοκίνητο, αναστενάζοντας βαριά. Ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, αλλά ο καιρός παραμένει ζεστός. Μετά από περίπου είκοσι λεπτά αναζήτησης, τη βλέπω στο Σέντραλ Παρκ.

Πλησιάζω σιγά—σιγά. Ίσως με ακούσει, ίσως όχι.

«Δεν χρειάζεται να με ακολουθείς,» λέει χωρίς να γυρίσει καν να με κοιτάξει. Η φωνή της είναι γεμάτη κούραση, αλλά και πείσμα. «Δεν είμαι μικρό παιδί.»

«Ναι, το είπες ήδη αυτό.»

«Ο πατέρας μου σε πήρε τηλέφωνο, έτσι δεν είναι;»

Δεν απαντάω αμέσως. Το βλέμμα της συναντά για ένα δευτερόλεπτο το δικό μου.«Μόλις με κάλεσε επειδή δεν σήκωσες το τηλέφωνο. Μου έδωσε εντολή να σε πάρω πίσω,» λέω τελικά, και εκείνη γυρίζει απότομα για να με προσπεράσει.

«Άφησέ με.»

«Δεν το κάνω,» της αποκρίνομαι αποφασισμένος και την πιάνω από τον καρπό.

«Άφησέ με!» φωνάζει ξανά, ενώ προσπαθεί να ελευθερωθεί από το χέρι μου. Η ένταση στο βλέμμα της είναι σχεδόν εκρηκτική, αλλά δεν υποχωρώ. Με μια αποφασιστική κίνηση, τη σηκώνω στον ώμο μου. Απλά. Χωρίς πολλές σκέψεις. Όχι, δεν θα την αφήσω να κάνει ό,τι θέλει. Οι οδηγίες του πατέρα της, ήταν ξεκάθαρες.

Είναι απίστευτα ελαφριά... τόσο, που σχεδόν δεν την αισθάνομαι.

«Τι κάνεις;!» ουρλιάζει, προσπαθώντας να με χτυπήσει στην πλάτη με τις γροθιές της.

Είναι αστείο, στ' αλήθεια. Όχι ότι γελάω—δεν πρέπει. Αλλά το θέαμα είναι σχεδόν κωμικό.

«Δεν έχεις επιλογή,» λέω ήρεμα, κάνοντας ένα βήμα μπροστά.

«Άφησέ με! Δεν είμαι αντικείμενο για να με κουβαλάς έτσι!» φωνάζει ξανά. «Αχ, εντάξει, αυτό είναι ξεκάθαρα υπερβολικό,» συνεχίζει, μόνο που αυτή τη φορά, αισθάνομαι σαν να προσπαθεί να διατηρήσει τον τόνο της ουδέτερο. Προσπαθώ να φανώ αδιάφορος, αν και μέσα μου επικρατεί χάος.

Εκείνη συνεχίζει να κλωτσάει, και εγώ συνεχίζω να περπατάω, όσο το φόρεμά της κινείται με κάθε της απόπειρα να ελευθερωθεί, και—αν είναι δυνατόν—μια ματιά ξεφεύγει προς τα εκεί. Το μυαλό μου με προδίδει. Ακόμα κι όταν είναι θυμωμένη, είναι εκνευριστικά όμορφη. Αυτό το φόρεμα... Θα πρέπει να είναι παράνομο να φοράει κάτι τόσο εφαρμοστό.

Η φωνή της με τραβάει πίσω στην πραγματικότητα. «Δεν είμαι αντικείμενο για να με κουβαλάς έτσι, Νταμιάνο!»

Δεν απαντάω, αλλά προσπαθώ να μην αφήσω το πρόσωπό μου να προδώσει τίποτα. Ένα μέρος μου θέλει να γελάσει, αλλά το άλλο μέρος μου θέλει να τη ρίξει κάτω και να της εξηγήσει ακριβώς πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η συμπεριφορά. Μέχρι που... ξαφνικά, το σώμα της αρχίζει να χαλαρώνει. Η αντίστασή της μειώνεται, και για μια στιγμή, νομίζω ότι μπορεί να τα παρατήσει, όσο εγώ εξακολουθώ να μην της μιλάω. Προσπαθώ να εστιάσω σε αυτό που πρέπει να κάνω τώρα, το οποίο είναι να τη γυρίσω πίσω στο σπίτι. Και να βρω έναν τρόπο να μείνω μακριά της. Κάτι που αποδεικνύεται πιο δύσκολο από ό,τι είχα φανταστεί...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top