Κεφάλαιο 3

Η πόρτα χτυπάει με ένα απαλό, αλλά αποφασιστικό χτύπημα που τραβά την προσοχή μου από την ανούσια κουβέντα που σέρνει ο πατέρας μου με τον Ρίτσαρντ, όμως πριν προλάβω να αντιδράσω, ανοίγει αργά... και εμφανίζεται εκείνη.

Η Μπριάννα.

Νιώθω ξαφνικά το κλίμα να αλλάζει από τη στιγμή που μπαίνει μέσα στο δωμάτιο. Είναι σαν να μαγνητίζονται τα πάντα γύρω της, σαν η ίδια η ύπαρξή της να τραβάει το φως, την προσοχή, τη λογική. Δεν ξέρω και 'γω τι άλλο. Στέκεται εκεί, με το μπλε φόρεμά της να αγκαλιάζει το σώμα της, σαν να φτιάχτηκε αποκλειστικά για εκείνη, ενώ τα καστανά μαλλιά της πέφτουν χαλαρά στους ώμους της, όσο το έντονο και ακριβό άρωμά της, γεμίζει το δωμάτιο.

Είναι πανέμορφη. Όχι μόνο όμορφη· επικίνδυνη.

Τα μάτια μου την ακολουθούν καθώς προχωράει αργά. Και όσο κι αν προσπαθώ να μην το δείξω, δεν μπορώ να τα τραβήξω από πάνω της. Έχει μια χάρη στις κινήσεις της που με καθηλώνει. Οι γοφοί της λικνίζονται με τέτοιο τρόπο, που με κάνουν να σκέφτομαι πράγματα που σίγουρα δεν θα περιλαμβάνονταν σε καμία ευγενική συζήτηση.

Δεν είναι δίκαιο.

Η κίνησή της είναι τόσο άψογη. Τόσο αβίαστα αισθησιακή, που με κάνει να φαντάζομαι τη ζεστασιά της επιδερμίδας της, την ένταση της επαφής μαζί της. Δεν είναι καν δίκαιο να περπατάει έτσι! Να πυροδοτεί σκέψεις που δεν μπορώ να σταματήσω.

Που δεν μπορώ να ελέγξω...

Και μετά είναι εκείνο το γαμημένο κολιέ. Αναρωτιέμαι γιατί την αφήνει να βγει έξω φορώντας το, όταν όλοι ξέρουμε—τουλάχιστον, όσοι είμαστε σε αυτό το δωμάτιο—ότι αυτό μπορεί να γίνει εύκολα στόχος.

Πρόκειται για ένα χρυσό κόσμημα, διακοσμημένο με διαμάντια και μια πέτρα αμέθυστου στο κέντρο, που ακουμπάει ακριβώς εκεί που αρχίζει το ντεκολτέ της. Το φως χορεύει πάνω του, αλλά τα μάτια μου δεν είναι τόσο συνεπή. Περνάνε από το κολιέ στο δέρμα της, στο απαλό τόξο του λαιμού της, στη γραμμή των ώμων της.

Και...
γκούχου γκούχου!

Θα ήμουν ψεύτης αν δεν έλεγα ότι δεν κοίταξα και λίγο πιο κάτω από το κολιέ της. Τουλάχιστον με τον εαυτό μου, ας είμαι ειλικρινής...

Θέλω να την αγγίξω, να τη φέρω κοντά μου.

Θέλω...

Γαμώτο, είμαι σε κακό δρόμο.

Παίρνω μια ανάσα, αναγκάζοντας τον εαυτό μου να εστιάσει αλλού. Αλλά τότε βλέπω τον πατέρα μου. Κοιτάζει επίμονα το κολιέ της, σαν αρπακτικό που παρακολουθεί το θήραμά του. Ο τρόπος που τα μάτια του το σαρώνουν με τόση ένταση με κάνει να θέλω να τον πιάσω από το λαιμό. Ξέρω τι σκέφτεται. Πάντα ξέρω. Δεν τον ενδιαφέρει η ομορφιά της Μπριάννα, ή η ψυχή της, τίποτα από αυτά που κάνουν αυτή τη γυναίκα μοναδική. Βλέπει μόνο ένα εργαλείο, ένα κομμάτι μιας στρατηγικής που θέλει να χρησιμοποιήσει.

Αισθάνομαι την οργή να ανεβαίνει στο στήθος μου. Καίει. Σφίγγω το σαγόνι μου για να μην πω κάτι που θα φέρει το χάος, ενώ το σώμα μου είναι σε επιφυλακή, κάθε μυς μου σφιγμένος. Αν μπορούσα, θα του έσπαγα το βλέμμα στα δύο, επιτόπου.

Απορώ αν ο Ρίτσαρντ το καταλαβαίνει, ή κάνει επίτηδες πως δεν βλέπει. Αν και... από ότι βλέπω, τουλάχιστον τώρα, ολόκληρη η προσοχή του είναι στραμμένη στην κόρη του.

Η φωνή της Μπριάννα σπάει τη σιωπή. «Μπαμπά,» λέει, και η φωνή της βγαίνει τόσο γλυκιά, αλλά με έναν υπαινιγμό ανυπομονησίας. «Θα βγω. Έχω κανονίσει μερικά πράγματα, οπότε μην με περιμένετε νωρίς.»

Τα βλέμματά μας διασταυρώνονται και είναι σαν ηλεκτρισμός. Κάτι πυροδοτείται μέσα μου. Κάτι ακατανίκητο. Τα μάτια της λάμπουν, αλλά ταυτόχρονα είναι σαν να σε προειδοποιούν να μείνεις μακριά. Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται, μια καυτή ένταση που διαπερνά τα πάντα. Μπορώ να διαβάσω χιλιάδες πράγματα σε αυτό το βλέμμα, αλλά ταυτόχρονα τίποτα.

Πώς γίνεται να με κάνει να νιώθω έτσι μόνο με μια ματιά;

Δηλαδή, κάπου έλεος.

Τα μάτια μου την ακολουθούν καθώς κατευθύνεται προς την πόρτα. Το φόρεμά της στροβιλίζεται απαλά γύρω από τους γοφούς της, και είναι σαν να παίρνει όλη την ατμόσφαιρα μαζί της.

Μόλις η πόρτα κλείνει πίσω της, το δωμάτιο μοιάζει να αδειάζει.

Ο πατέρας μου ανοίγει το στόμα του, έτοιμος να πετάξει άλλη μια από τις άχρηστες εξυπνάδες του, αλλά εγώ δεν ακούω. Το μυαλό μου είναι ήδη έξω, ήδη μαζί της.

Σηκώνομαι ξαφνικά, με έναν τρόπο που δεν τραβάει πολλή προσοχή, και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Ο Ρίτσαρντ και ο πατέρας μου συνεχίζουν τη συζήτησή τους, χωρίς να αντιληφθούν ότι φεύγω.

Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω...

«Ντάμι, που πας;» με ρωτάει απότομα ο Ρίτσαρντ,και νιώθω το βάρος του βλέμματός του πάνω μου, με τέτοιο τρόπο... σχεδόν σαν να με κατηγορεί για κάτι.

«Νόμιζα ότι τελειώσαμε,» απαντάω προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου ανάλαφρη. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω διάθεση να μπω σε άλλη κουβέντα μαζί του. Αυτός κάνει κουμάντο, αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να του απολογηθώ για τα πάντα.

Εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει, σαν να προσπαθεί να μελετήσει κάθε μου κίνηση. «Τελειώσαμε, αλλά μην βιάζεσαι. Έχουμε ακόμα δουλειά,» λέει τελικά και αναγκάζομαι να επιστρέψω στη θέση μου.

Οι δυο τους συνεχίζουν τη συζήτησή τους για λίγα ακόμα λεπτά, με εμένα να μην συμμετέχω καν. Απορώ γιατί με κράτησε στο δωμάτιο... τελικά, φαίνεται πως δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα από αυτόν τον άντρα. Κάθομαι εκεί σιωπηλός, περιμένοντας μια άδεια για να φύγω, μέχρι που το τηλέφωνο του Ρίτσαρντ χτυπάει ξαφνικά. «Εντάξει, θα είμαι εκεί σε 10 λεπτά,» αποκρίνεται εκείνος και στρέφεται στον πατέρα μου.

«Πρέπει να φύγουμε, Μάσιμο. Έχουμε ένα ραντεβού σε 10 λεπτά που δεν μπορώ να αναβάλλω,» του λέει, και εκείνος σηκώνεται αμέσως, χωρίς να πει λέξη. Ο Ρίτσαρντ τον ακολουθεί, ρίχνοντάς μου μια σύντομη ματιά πριν φύγουν από το γραφείο.

Επιτέλους.

Τους βλέπω να βγαίνουν από το δωμάτιο, αφήνοντάς με εδώ, ολομόναχο. Βγαίνω στον διάδρομο, έξω από το γραφείο του, και το μόνο που ακούγεται είναι ο απόηχος των βημάτων τους καθώς απομακρύνονται.

Πρέπει να την προλάβω. Αυτός ο σιωπηλός συναγερμός που έχει ανάψει μέσα μου δεν μπορεί να περιμένει.

Μόλις επιβεβαιώνομαι ότι έχουν φύγει, αρχίζω να κατευθύνομαι και εγώ προς την έξοδο. Όλη αυτή η ένταση στο στήθος μου έχει πια ένα σκοπό, έναν συγκεκριμένο προορισμό.

Πρέπει να τη βρω πριν να είναι αργά...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top