Κεφάλαιο 18
Το ίδιο απόγευμα με βρίσκει να κάθομαι στην κουζίνα, με τον καφέ μου να έχει κρυώσει εδώ και ώρα και παρόλο που το σπίτι είναι ήσυχο, μέσα μου επικρατεί ένα χάος, ενώ το μυαλό μου γυρίζει ξανά και ξανά στα γεγονότα της ημέρας. Ό,τι κι αν προσπαθώ να κάνω, δεν μπορώ να την βγάλω από το μυαλό μου. Ακόμη κι ο τρόπος που με κοιτάζει όταν πιστεύει ότι δεν την προσέχω...
Γαμώ το κέρατό μου! Πως μπλέχτηκα έτσι;
Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την αυτοκαταστροφική σκέψη μου και η πόρτα ανοίγει απότομα με τον Έρικ να εμφανίζεται ανήσυχος.
«Νταμιάνο, είδες την αδερφή μου; Δεν είναι στο δωμάτιό της,» λέει και σηκώνομαι αμέσως. Δεν είναι στο δωμάτιό της; Η Μπριάννα ποτέ δεν φεύγει χωρίς να ενημερώσει κάποιον. Δεν προλαβαίνω να του απαντήσω όταν εμφανίζεται ο Σεμπάστιαν από την πίσω πόρτα, με μια έκφραση που δεν με καθησυχάζει καθόλου. «Ούτε στον κήπο είναι,» λέει και πρώτου καν το καταλάβω, έχω πιάσει το κινητό στα χέρια μου καλώντας τον αριθμό της, μια φορά, δύο φορές... τίποτα. Το τηλέφωνό της είναι κλειστό. Αυτό δεν μου αρέσει καθόλου, και όχι μόνο γιατί θα βρω τον μπελά μου, αλλά κυρίως γιατί κινδυνεύει. Πρέπει να την βρω οπωσδήποτε. Χωρίς να πω τίποτα στους αλλους, αρπάζω τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και φεύγω. Το ένστικτό μου ουρλιάζει ότι πρέπει να την βρω. Και γρήγορα. Δεν με νοιάζει ποιος θα μου ζητήσει τον λόγο αργότερα· το μόνο που με νοιάζει τώρα, είναι να την εντοπίσω. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και βάζω μπρος. Το μυαλό μου τρέχει, προσπαθώντας να μαντέψει πού μπορεί να έχει πάει.
Γιατί έφυγε; Είναι ακόμη θυμωμένη; Θέλει να με αποφύγει; Ή μήπως... μήπως είναι κάτι χειρότερο;
Οι δρόμοι της πόλης είναι σχεδόν άδειοι κι εγω συνεχίζω να οδηγώ, χωρίς να ξέρω καν πού πηγαίνω. Το μόνο που κάνω, είναι να ακολουθώ το ένστικτό μου, ελπίζοντας ότι θα με οδηγήσει σε αυτήν, όμως κάθε λεπτό που περνάει, η ανησυχία μου μεγαλώνει. Και ο θυμός.
Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Είναι απερίσκεπτη.
Περίπου μια ώρα αργότερα, τα φώτα του αυτοκινήτου μου πέφτουν πάνω σε μια φιγούρα που περπατάει αργά στο πεζοδρόμιο, χρειάζομαι μόνο μια στιγμή για να καταλάβω ότι είναι εκείνη και ξεφυσάω, αν και αισθάνομαι κάτι ανάμεσα σε ανακούφιση και θυμό. Σταματάω το αυτοκίνητο λίγο πιο πίσω, αφήνω τη μηχανή να σβήσει και κατεβαίνω. Τα βήματά μου είναι αργά καθώς πλησιάζω προς το μέρος της, αλλά αρκετά γρήγορα ώστε να την φτάσω· προσπαθώ όμως να διατηρήσω μια μικρή απόσταση. Παρατηρώ για λίγο τη μορφή της που λούζεται υπό το αχνό φως των λαμπτήρων του δρόμου, κι αυτό το θέαμα με κάνει να σταματήσω για μια στιγμή. Τα καστανά μαλλιά της κυματίζουν απαλά στο βραδινό αεράκι, και παρά την ένταση της στιγμής, δεν μπορώ να αγνοήσω το πόσο όμορφη δείχνει.
«Νόμιζες ότι θα σε άφηνα να βγεις μόνη σου, έτσι απλά;» ρωτάω, κα η φωνή μου βγαίνει πιο απότομη απ' όσο σκόπευα. «Λοιπόν, έκανες τον κόπο να με ακολουθήσεις...» λέει κοφτά. «Τι φοβήθηκες; Ότι θα χαθώ;» Τα χείλη μου σχηματίζουν ένα ελαφρύ χαμόγελο, αλλά μέσα μου βράζω, από θυμό, από επιθυμία, από τα πάντα. «Ήξερα ότι αν το κάνω, θα είχαμε αυτή την κουβέντα. Κι ίσως ήθελα επιτέλους να ακούσω τι σκέφτεσαι πραγματικά για μένα, Μπριάννα.»
Εκείνη σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάζει με το πηγούνι ελαφρώς σηκωμένο. «Να ακούσεις, τι; Πως με υποτιμάς συνεχώς;» λέει, και δεν αργώ να κάνω το πρώτο βήμα πιο κοντά της, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσά μας. «Αν αυτό νιώθεις, τότε ίσως εσύ υποτιμάς τον εαυτό σου,» της αποκρίνομαι και ανοίγει το στόμα της για να μου απαντήσει, αλλά δεν το κάνει. Ξέρω πως το βλέμμα μου την κομπλάρει. Δεν φεύγει στιγμή από πάνω της. Δεν μπορεί να φύγει από πάνω της.
Θεέ μου, είναι απίστευτα όμορφη. Κι όταν θυμώνει... με φουντώνει ακόμη περισσότερο...
«Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις, Μπριάννα,» λέω τελικά και κάνω άλλο ένα βήμα, εξαφανίζοντας εντελώς την απόσταση μεταξύ μας. Η ανάσα της είναι πλέον τόσο κοντά, που την αισθάνομαι πάνω στο δέρμα μου. «Απλώς, θέλω να δω πόσο θα προσπαθείς να με διώξεις... πριν το παραδεχτείς.»
Εκείνη με κοιτάζει με μάτια που καίνε. «Πριν παραδεχτώ τι;» ρωτάει, και η φωνή της είναι χαμηλή. Είμαι σίγουρος ότι η ερώτησή της είναι ρητορική. Ξέρει πολύ καλά τι εννοώ. Για μια στιγμή, δεν απαντάω. Τα μάτια μου γλιστρούν από τα δικά της και καταλήγουν στα ζουμερά χείλη της...
Η σκέψη να τη φιλήσω με τρελαίνει.
Όμως κρατιέμαι.
«Ότι... δεν μπορείς να με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα, όσο νομίζεις,» συνεχίζω και τα μάτια της στενεύουν, πριν κάνει κι εκείνη ένα βήμα μπροστά, γεμίζοντας το μικρό κενό μεταξύ μας. Η φωνή της βγαίνει απαλή αλλά γεμάτη προκλητικότητα. «Και ποιος σου είπε ότι θέλω να σε ξεφορτωθώ; Ίσως απλώς θέλω να σε... κοντράρω.»
Το χαμόγελό μου γίνεται πιο έντονο. Νιώθω την καρδιά μου να ανεβάζει παλμούς. Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Να πάει να γαμηθεί και ο Μεντόζα... και το κολιέ... και όλοι.
«Λοιπόν, αν είναι έτσι...» λέω, σκύβοντας αργά προς το πρόσωπό της, «...ελπίζω να αντέχεις την ένταση,» της ψιθυρίζω και τα χείλη μου σχεδόν ακουμπούν τα δικά της. Η ανάσα της μπλέκεται με τη δική μου, και για μια στιγμή, όλα γύρω μας εξαφανίζονται. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από εκείνη.
Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα πριν η φωνή του Έρικ μας διακόψει.
«Μπριάννα, τι κάνεις εκεί;»
Σταματάω απότομα κάνοντας ένα βήμα πίσω, όσο η Μπριάννα γυρίζει προς τον αδερφό της. Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου, τα μάτια μου μετατοπίζονται από τη Μπριάννα στον Έρικ, που πλησιάζει με έναν αέρα αφέλειας, αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου ήρεμος. Η φλέβα στο κεφάλι μου πάλλεται, και προσπαθώ να σκεφτώ κάτι—οτιδήποτε—ώστε να μη φανεί τι ακριβώς συνέβαινε πριν εμφανιστεί, κοιτάζοντάς τον με όσο πιο ουδέτερη έκφραση μπορώ.
«Μπριάννα, τι κάνεις εδώ;» ρωτάει ο Έρικ με ανησυχία, αλλά και με μια αδελφική αυστηρότητα.
«Βόλτα, Έρικ. Τίποτα το τρομερό,» του απαντάει εκείνη, η φωνή της είναι σταθερή αλλά με μια υποψία ενόχλησης.Παίρνω μια ανάσα και μπαίνω στη συζήτηση, γιατί το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να τη στριμώξει. «Μόλις την βρήκα, Έρικ. Είπα να τη συνοδεύσω, για να σιγουρευτώ ότι είναι ασφαλής,» λέω όσο πιο απλά μπορώ, ελπίζοντας να αποφύγω την ανάκριση. Ωστόσο, εκείνος σηκώνει το φρύδι του. «Τυχαία, ε; Γι'αυτό έφυγες τόσο βιαστικά απ'το σπίτι; Για να βρεθείς ξαφνικά πίσω της, σαν... φύλακας άγγελος;»
Χαμογελάω, προσπαθώντας να κρατήσω τα πράγματα χαλαρά. «Κάτι τέτοιο. Ξέρεις, είναι η δουλειά μου να την προσέχω... ή μήπως το ξέχασες;»
Εκείνος με κοιτάζει για λίγο, σαν να εξετάζει τις προθέσεις μου. Δεν είναι χαζός. Τελικά κουνάει το κεφάλι του και στρέφεται ξανά στη Μπριάννα. «Σοβαρά τώρα, γιατί το έσκασες; Δεν έχεις ιδέα πόσο ανησυχήσαμε όλοι.» Εκείνη στριφογυρίζει τα μάτια της, και πριν απαντήσει κάτι που θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, παρεμβαίνω. «Θα τη γυρίσω εγώ στο σπίτι, Έρικ. Μπορείς να πεις στον Ρίτσαρντ ότι όλα είναι υπό έλεγχο,» αποκρίνομαι και εκείνος με κοιτάζει αινιγματικά. «Υπό έλεγχο, ε; Δεν θα σου το χαλάσω.»
Μπορεί ο Έρικ να είναι τύπος έξω καρδιά, αλλά δεν του ξεφεύγει τίποτα. Τον παρακολουθώ να απομακρύνεται, και όταν τελικά εξαφανίζεται από το οπτικό μας πεδίο, γυρίζω ξανά στη Μπριάννα.
«Είσαι έτοιμη να ανεχτείς το ότι θα είμαι ο σοφέρ σου για το υπόλοιπο της νύχτας; Εκτός αν θέλεις να σε γυρίσω πίσω,» της λέω με ένα ελαφρύ χαμόγελο, αλλά η ένταση στα μάτια μου παραμένει. Εκείνη δεν λέει τίποτα, μόνο περπατάει προς το αυτοκίνητό μου, κι εγώ την ακολουθώ. Το να μείνουμε ξανά μόνοι μας είναι τόσο ανακουφιστικό όσο και επικίνδυνο. Ακολουθώ το σώμα της, τις καμπύλες της που λικνίζονται με χάρη καθώς περπατάει, το φόρεμά της αγκαλιάζει τις γραμμές του σώματός της, η κίνηση της είναι αργή και προκλητική χωρίς να το καταλαβαίνει...
ή μήπως το καταλαβαίνει;
Το αμάξι είναι κοντά και όσο πλησιάζω, η επιθυμία μου γι'αυτήν με καίει περισσότερο. Θα μπορούσα να την αγγίξω, να την τραβήξω κοντά μου, αλλά δεν το κάνω. Αντέχω. Την αφήνω να περάσει πρώτα και να ανοίξει μόνη της την πόρτα του συνοδηγού. Μένω πίσω, παρατηρώντας τη λεπτομέρεια της κάθε κίνησης. Μετά, βάζω το χέρι μου πάνω στην πόρτα και την κλείνω αργά, σχεδόν σκόπιμα. Κάθομαι στο κάθισμα του οδηγού και ξεκινάω το αυτοκίνητο. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, το αεράκι που περνάει από το μισάνοιχτο παράθυρο μας χτυπάει ελαφρά. Κάνεις μας δεν λέει τίποτα. Όμως οι κινήσεις μας το λένε όλα.
Η Μπριάννα δεν με κοιτάζει, αλλά νιώθω την ένταση που επικρατεί μέσα στο αμάξι. Όσο απομακρυνόμαστε από τον δρόμο και την πόλη, κάτι πλακώνει το στήθος μου. Δεν είναι η σιωπή, είναι η αίσθηση ότι είμαστε μόνοι. Η επιθυμία, η καύλα κάθε φορά που αντικρίζω το βλέμμα της, είναι εκεί, ξεκάθαρη και αμείλικτη. «Δεν ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι να είμαστε μόνοι μας έτσι,» λέω αργά. Το βλέμμα της είναι κολλημένο στο δρόμο, αλλά μπορώ να νιώσω τη θερμότητα να εκπέμπει από το σώμα της. Μπορώ να το καταλάβω από το πως το στήθος της ανεβοκατεβαίνει από τις γρήγορες ανάσες της. «Και γιατί συνεχίζεις να με ακολουθείς, Νταμιάνο;» λέει τελικά, και είμαι σίγουρος ότι κάτι συγκεκριμένο θέλει—και δεν θέλει—να ακούσει.
Είναι η φωνή της. Το γλυκό, σχεδόν επαναστατικό ύφος της. Έχω την αίσθηση ότι αν την κοιτάξω τώρα, θα τρακάρουμε. Ούτε εγώ δεν μπορώ να αντέξω την ένταση για πολύ ακόμη...
Πατάω φρένο και στρίβω το τιμόνι, κι ας μην έχω σκοπό να κατευθυνθώ πουθενά. «Είναι αστείο,» λέω, ενώ το αυτοκίνητο σταματά, «να σε βλέπω να προσπαθείς να με διώξεις, ενώ ξέρω καλά ότι δεν μπορείς να με ξεφορτωθείς, Μπριάννα. Δεν θες.»
Δεν απαντάει, αλλά το βλέμμα της μου λέει πολλά. «Δεν σου αρκεί μόνο να με κοντράρεις, ε;» συνεχίζω αργά, το χέρι μου παραμένει τεντωμένο στο τιμόνι. «Αντί να με διώχνεις, ίσως απλώς θέλεις να με... κοντράρεις με έναν άλλο τρόπο,» λέω και πλησιάζω. Το πρόσωπό της είναι κοντά, τόσο κοντά που οι αναπνοές μας μπλέκονται ξανά στο ίδιο κενό. Τα χείλη της είναι μόλις χιλιοστά μακριά από τα δικά μου, και το σώμα μου αρχίζει να αντιδράει ακαριαία. Νιώθω τη θερμότητα να ανεβαίνει, κάθε κύτταρο στο σώμα μου απαιτεί να την αγγίξω. Ξέρω ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα μας καταστρέψει και θα μας σώσει ταυτόχρονα.
Το χέρι μου κινείται αργά αλλά αποφασιστικά, και την τραβάω κοντά μου, εκείνη ανταποκρίνεται αμέσως. Δεν υπάρχει χρόνος για δισταγμούς πια. Όλα όσα λέμε και δεν λέμε... η σιωπή, οι επιθυμίες που καταπιέζουμε—όλα εκρήγνυνται εκείνη τη στιγμή. Τα χείλη μου βρίσκουν τα δικά της, απαλά στην αρχή, μέχρι που το φιλί μας βαθαίνει.Αν και το κάθισμα του αυτοκινήτου είναι στενό, τίποτα δεν μας εμποδίζει. Το ένα μου χέρι γλιστράει στον αυχένα της, η Μπριάννα ανεβαίνει επάνω μου, τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν απαλά το δέρμα της, ενώ το άλλο μου χέρι αγγίζει τον γοφό της. Το φιλί μας βαθαίνει περισσότερο, γίνεται πιο έντονο, πιο διεκδικητικό και η ανάσα της μπερδεύεται με τη δική μου.
Με ένα ανεπαίσθητο γέλιο, απομακρύνεται λίγο και με κοιτάζει, σαν να θέλει να διαβάσει τη σκέψη μου. «Αυτό... το περιμέναμε καιρό,» ψιθυρίζει με τρόπο που μου δείχνει ότι αποζητά την επιβεβαίωση, και τα μάτια της λάμπουν. «Πολύ καιρό,» απαντάω, και τα χείλη μου βρίσκουν ξανά τα δικά της, πιο επιθετικά. Το χέρι μου κατεβαίνει αργά προς τα κάτω, περισσότερο για να της δώσω περιθώριο να με σταματήσει. Αισθάνομαι την επιθυμία της στα δάχτυλά μου όσο εγώ συνεχίζω να τα κουνάω ρυθμικά... είναι έτοιμη... το θέλει όσο και εγώ, αν και δεν το καταλαβαίνω μόνο από εκεί. Το βλέπω στα μάτια της, στον τρόπο που δαγκώνει τα χείλη της. Δεν μου το λέει, αλλά το βλέμμα της είναι σαν να με παρακαλάει να μπω μέσα της. Για μια στιγμή σταματάω εντελώς, δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη στιγμή, ούτε το κατάλληλο μέρος. Αν ήταν άλλη, ίσως να μην με ένοιαζε, αλλά αυτή... αυτή είναι διαφορετική...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top