Κεφάλαιο 15°
"Να φοβηθείς τον πληγωμένο...
Να φοβηθείς αυτόν που φοβήθηκε αλλά πλέον δεν φοβάται.. "
Έχουν περάσει ώρες από τότε που ήρθα στο δωμάτιο και δε μπορώ να βρω ησυχία. Έφτιαξα έναν πρόχειρο σάκο με μια μαξιλαροθήκη, άλλαξα ρούχα και περιμένω να φύγει ο Σάμιουελ. Το πήρα απόφαση. Δε θα μείνω λεπτό εδώ μέσα.
«Ανελίζ!» τον ακούω να φωνάζει ξαφνικά και ανοίγω τη πόρτα. Στέκεται απέξω, έχοντας μια μετάνοια στο βλέμμα και αποφεύγει την οπτική επαφή «Φεύγω…» συνεχίζει διστακτικά «Να προσέχεις» με πλησιάζει και μου χαϊδεύει το μάγουλο στοργικά. Μοιάζει να ανησυχεί μα αν πραγματικά το έκανε θα στεκόταν για μένα. Σκύβει να με φιλήσει μα τραβιέμαι. Δεν θέλω. Ήταν λάθος από την αρχή και δεν έπρεπε να συμβεί. Κατεβάζει το κεφάλι απογοητευμένος και φεύγει. Μόλις ακούω το θόρυβο απ’ το αμάξι του ετοιμάζω στα γρήγορα τα πράγματα μου και ρίχνω μια τελευταία ματιά πίσω μου. Άλλη μια περιπέτεια τελειώνει μα δε με τρομάζει. Ξεκίνησε στραβά και στραβή είναι και η κατάληξη της. Όλοι όσοι λένε πως σε αυτό το κόσμο , όλα γίνονται για κάποιο λόγο, είναι ψεύτες. Προσπαθούν να κρύψουν τα στραβά της ζωής μέσα σε δράσεις χωρίς ουσία και νόημα. Όχι λοιπόν, δε γίνονται όλα για κάποιο λόγο… Γίνονται γιατί δεν είμαστε άνθρωποι. Γιατί χάσαμε την ταυτότητα μας. Γιατί δεν μας φτάνει τίποτα και πάντα κυνηγάμε τη τελειότητα. Δεν είναι δύσκολο…Λίγη πραότητα χρειάζεται και φτάνει.
Παίρνω μια μεγάλη ανάσα. Ανοίγω τη πόρτα μα σαν γυρίζω τη πλάτη για να τη κλείσω, κοκαλώνω. Δεν μπορεί….Δεν γίνεται να βρίσκεται σπίτι. Ο Σάμιουελ μόλις έφυγε. Πότε πρόλαβε; Εκτός κι αν δεν έφυγε ποτέ… Ξέρω πως στέκεται πίσω μου γιατί άκουσα τα βήματα του μα ακόμα και να μη τα άκουγα, το άρωμα του είναι αρκετό.
«Πας κάπου;» ρωτάει κάνοντας ένα βήμα και μου αρπάζει τη μαξιλαροθήκη, τη πετάει στο πάτωμα και με σπρώχνει προς τη πόρτα.
Η φωνή του κάνει την καρδιά μου να χάνει ένα χτύπο. Είναι ψυχρή, θυμωμένη και άγρια. Το κλικ της πόρτας που ανοίγει με βρίσκει να πέφτω προς τα μπροστά στο πάτωμα κι εκείνον να ακολουθεί. Αρχίζω και σέρνομαι τρομαγμένη χωρίς να κοιτάξω πίσω ώσπου ακούω τη πόρτα να κλείνει και τον ήχο από το περίστροφο του που οπλίζει. Στη προσπάθεια μου να σηκωθώ, πέφτω στο πλάι και χτυπάω τη κοιλιά μου στο κομοδίνο. Δεν αντέχω άλλο. Δε μπορώ να συνεχίσω… Βάζω τα κλάματα και στηρίζομαι στο τοίχο απέναντι του. Εκείνο το υπέροχο σκούρο μπλε της άγριας θάλασσας που έχει στα μάτια του, είναι φουρτουνιασμένο και σκοτεινό. Καθαρίζω τα δάκρυα από το πρόσωπο μου , τα χέρια μου τρέμουν ενώ η καρδιά πάλλεται ανεξέλεγκτα στο στήθος. «Λόγκαν;» τολμώ να ψελλίσω βλέποντας τον να με σημαδεύει .
«Σκάσε!» φωνάζει θυμωμένος κρατώντας με το ένα χέρι το όπλο ενώ με το άλλο βγάζει από τη τσέπη ένα διάφανο σακουλάκι γεμάτο πολύχρωμα χάπια. Το ανοίγει και τα σκορπάει όλα μπρος στα πόδια μου. «Αν βρεις το σωστό δε θα πονέσει» λέει ψυχρά μα δεν μπαίνω ούτε στο κόπο να τα κοιτάξω.
«Γιατί; Τι σου έκαν..» ένας κρότος καπελώνει τη φωνή μου και βάζω τα χέρια στα αυτιά. Πυροβόλησε το ταβάνι και όπλισε ξανά.
«Σταμάτα!» Ουρλιάζω «Τι θες από μένα πια;» ρωτάω και γονατίζω. Δεν έχω άλλη δύναμη να σταθώ ενώ το παράπονο με καίει από μέσα προς τα έξω «Ένα μήνα τώρα ούτε που σε ενόχλησα. Ούτε που…» ο Λόγκαν ρίχνει ακόμα μια σφαίρα και τραντάζομαι ολόκληρη. Με βήμα αργό έρχεται κοντά και αυτή τη φορά κολλάει το όπλο στο κεφάλι μου. «Ρίξε..» λέω και κλαίω «Δεν μου έμεινε τίποτα πια…» πιέζει τη κάνη στο προσκέφαλο μου και φτάνω σε ένα σημείο που αποδέχομαι το θάνατο. Ίσως έτσι βρω τη γαλήνη τελικά. Ίσως αυτό είναι το δικό μου το γραμμένο…
«Δε θα στο κάνω τόσο εύκολο» λέει ξαφνικά και θυμώνω. Σηκώνω το οργισμένο μου βλέμμα στο δικό του και κάνω να πιάσω το όπλο μα απομακρύνεται .
«Σκότωσε με ρε γαμημένε! Παντελόνια δε φοράς;» προκαλώ τη τύχη μου και με αρπάζει. Με σηκώνει μονομιάς και με σέρνει ως το κρεβάτι όπου και με πετάει πάνω του. «Θα με βιάσεις; Κάντο κι αυτό…» λέω χωρίς να αντισταθώ «Καμία σωματική πληγή δε φτάνει για να επισκιάσει όσες προκαλείς στα σωθικά μου…» τον βλέπω να αγριεύει και ξέρω καλά πως όσο περισσότερο σιωπά, τόσο χειρότερα θα γίνουν τα πράγματα. «Δεν επέλεξα να γίνω πόρνη Λόγκαν..» λέω και σπάω. Ραγίζω σαν ένα λεπτό γυαλί και ξεσπώ σε λυγμούς.
«Σταμάτα να κλαις!» μου φωνάζει ανεβαίνοντας και ο ίδιος στο κρεβάτι
«Όχι!» κραυγάζω δυνατά και τον σπρώχνω «Όλοι πέθαναν! Δεν είχα κανένα ανάθεμα σε! Ούτε μάνα να ζητήσω το πιο απλό πράγμα στο κόσμο…Μια στάλα αγάπη…» τα χείλη μου τρέμουν και η ψυχή μου γαληνεύει αμέσως μόλις φέρνω τη μάνα μου στο νου. «Είχε όμορφα, ξανθά μαλλιά και έμοιαζε με άγγελο. Από εκείνη πήρε ο αδερφός μου μα ούτε αυτός έμεινε πίσω για να τον δω να μεγαλώνει. Όλοι με άφησαν…και όλοι με αφήνουν» του παραδίδω τη ψυχή μου σαν τελευταία εξομολόγηση. Ξέρω πως θα με σκοτώσει απόψε. Δεν έχω τίποτα να χάσω. Σφίγγει τη λαβή του όπλου του και δε θα αργήσει να πατήσει και τη σκανδάλη… Το βλέμμα μου χάνεται στο κενό και τα δάκρυα στεγνώνουν «Ήμουν τόσο μικρή και εκείνος τόσο μεγάλος. Τόσο βρώμικος…Με άγγιζε και ούρλιαζα. Με πονούσε και παρακαλούσα να πεθάνω. Έτσι ήταν όμως η ζωή στα ιδρύματα… Μεγάλωσα απότομα και έπρεπε να μάθω τη ζωή από την άσχημη πλευρά της»
«Πάψε!» λέει αγριεμένα
«Δε μπορώ να πάψω…Πρέπει να φύγει Λόγκαν. Πρέπει να πάω να τους βρω καθαρή από τις αμαρτίες» όσο μιλώ γι’ αυτούς άλλο τόσο βουρκώνω. Πόσο πολύ πονάει θεούλη μου η απώλεια της μάνας. Η απώλεια όλων τους. «Κανένας δεν είναι αθώος. Ούτε ένοχος. Είμαστε άνθρωποι και καμία φορά πνιγόμαστε στα λάθη... Στις αμαρτίες. Στο κακό…στο φόβο…» κάνω μια παύση και απλώνω διστακτικά το χέρι μου στο στήθος του. «Τον φίλησα» παραδέχομαι αφήνοντας να εμφανιστεί ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη μου. «Ξέρεις όμως κάτι;….»
«Μη με αγγίζεις!» μου φωνάζει χτυπώντας το χέρι μου
«Φοβάσαι να μάθεις;» ρωτάω λυπημένη
«Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που σε γνώρισα...!» λέει και σηκώνεται. Αρχίζει να περιφέρεται σαν τρελός μέσα στο δωμάτιο χωρίς να αφήσει το όπλο και βρίσκοντας θάρρος, αναγκάζω τον εαυτό μου να σταθεί στα πόδια του. Του κόβω τη φορά και στέκομαι μπροστά του.
«Και οι πόρνες νιώθουν Λόγκαν. Κι αν θες να ξέρεις , πεθαίνω και χωρίς τη σφαίρα. Όλα αυτά τα βράδια, με σκότωνες απροκάλυπτα με τη συμπεριφορά σου. Τι έκανα; Εγώ το μόνο σφάλμα που βρίσκω είναι που…» οι λέξεις κολλάνε στον ουρανίσκο μου και ένας λυγμός φτάνει στο οισοφάγο προκαλώντας μου αφόρητο πόνο. Εκείνος με κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα περιμένοντας μια αλήθεια που δεν ξέρω αν είναι σε θέση να ακούσει. Απλώνω το χέρι και το ακολουθεί με τα μάτια. Τολμώ και τον αγγίζω στο πρόσωπο με χέρια που τρέμουν «Είναι αστείο αν σκεφτείς πως έπειτα από όλα όσα μου έκανες και μου κάνεις εγώ..."
Προσπαθώ...προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μην ρίξω κι άλλα δάκρυα αλλά έχω μάθει πως κοντά του το σώμα μου πάντα με προδίδει. «Εγώ εκείνη τη νύχτα ένιωσα ασφαλής στα χέρια σου. Ένιωσα ήρεμη...Δυστυχώς όμως, η ζωή είναι η πραγματική πουτανα και όχι εγώ. Εσύ με καταστρέφεις κι εγώ γουστάρω να καταστρέφομαι…Με πληγώνεις κι εγώ μαθαίνω να κλείνω τις πληγές...
Εσύ με πονάς, αλλά εγώ....Εγώ...»
Σηκώνει το δάχτυλο του στα χείλη μου αποτρέποντας με να συνεχίσω.
«Λες ψέματα....» ψιθυρίζει και ανοίγοντας τα χείλη μου, του φιλάω το δάχτυλο.
«Τα ψέματα πληγώνουν…μα καμιά φορά οι αλήθειες πιο πολύ» τολμώ να πω «Σ’αγ…»
«ΣΤΑΜΑΤΑ!» αγριεύει και με πιάνει δυνατά από το μπράτσο. Βάζει δύναμη και με παρασέρνει μαζί του στο διάδρομο.
«Γιατί αρνείσαι να ακούσεις την αλήθεια;» του φωνάζω μα ανοίγει τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας του και με σπρώχνει προς τα μέσα.
«Πηδιόσουν μαζί του λίγες ώρες πριν πού να σε πάρει ο διάολος!» μου υπενθυμίζει ερχόμενος απειλητικά προς το μέρος μου. «Όλες ίδιες είστε!» με κατηγορεί. Μοιάζει με αγρίμι και δε βρίσκω τα λόγια να του εξηγήσω τίποτα. Φταίω; Μπορεί… Εκείνος όμως φταίει περισσότερο.
«Τι σου έκανα ρε;» βρίσκω το σθένος και φωνάζω «Ναι! Πηδιόμουν αλλά εσύ φταις! Εσύ με έφερες εδώ για να το κάνω, δε το επέλεξα! Τι ζόρι τραβάς λοιπόν;» Ένα χαστούκι σκάει στο πρόσωπο μου και παραπατώ. Δεν πέφτω όμως. Δε θα του κάνω ξανά τη χάρη. Κρατάω το μάγουλο μου ενώ δεν αργώ να γευτώ το αίμα που ρέει από τα χείλη μου. «Είσαι μαλακας!» Ουρλιάζω και σηκώνει το χέρι για να με χτυπήσει ξανά. Κλείνω τα μάτια έτοιμη να δεχθώ την οργή του μα δεν έρχεται ποτέ… Αντιθέτως κάνει κάτι πολύ χειρότερο «Λόγκαν όχι…» ψελλίζω βλέποντας τον να πηγαίνει προς το κομοδίνο και τρέχω στο κατόπι του. Πριν τον φτάσω με σπρώχνει και πέφτω στο πάτωμα. «ΟΧΙ!!» Ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη βλέποντας τον να κρατάει μια σύριγγα και σέρνομαι προς τα πίσω. Με δύο μεγάλα βήματα, σκαρφαλώνει πάνω μου και με ακινητοποιεί. Τον χτυπώ με τις γροθιές μου μα δε σταματάει. Σκίζει τη μπλούζα μου και γυρίζει το χέρι μου ώστε να έχει τη φλέβα ψηλά. «Σε παρακαλώ, δε θέλω. ΔΕ ΘΕΛΩΩ!» Κοπανάω τα πόδια μου από κάτω του ώσπου καταφέρνω να απελευθερώσω το δεξί μου χέρι και τον χαστουκίζω…Τι έκανα μόλις; το φρενιασμένο του βλέμμα ενώνεται με το δικό μου και σπάω. Βάζω τα κλάματα και σπαρταράω από κάτω του ζητώντας συγγνώμη που τον χτύπησα. Περιμένω ένα ξέσπασμα από τη πλευρά του που δεν αργεί να έρθει αφού σηκώνει τις γροθιές του προς το μέρος μου. Βάζω τα χέρια μου σαν ασπίδες στο πρόσωπο μα εκείνος αντί να χτυπήσει εμένα, αρχίζει και γρονθοκοπεί σαν τρελός το πάτωμα δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου. Όταν πια σταματάει, με κοιτάζει κατάματα λαχανιασμένος και σκύβοντας προς το μέρος μου, ενώνει τα κούτελα μας. Η ανάσα του καίει κάθε μου σπιθαμή και πλησιάζοντας απειλητικά τα χείλη μου, η καρδιά μου κοπανιέται από φόβο.
«ΖΗΛΕΥΩ!!!» ουρλιάζει ξαφνικά και παραλύω…
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top