Κεφάλαιο 1°
"Ο βούρκος είναι βαθύς, με τραβάει και φοβάμαι... Γιατί φοβάμαι; Φοβάμαι γιατί ξέρω ότι θα με πάρει μαζί..."
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πονάω, είτε σωματικά είτε ψυχικά. Ομολογώ πως όσο και να γιατρευτεί το δέρμα μου , οι πληγές της ψυχής μου δεν κλείνουν ποτέ. Μελοδραματικο; Ίσως...
Ψέμα; όχι...
Κοιτάζω τον εαυτό μου στο καθρέφτη μα η αποστροφή για την εικόνα που προβάλω μου προκαλεί αναγούλα. Ματια μαύρα, λερωμένα από τις φθηνές μπογιές που χρωματίζω τον εαυτό μου, χείλη κατακόκκινα και ένα βρώμικο δέρμα. Ισως όχι επιφανειακά μα αν κοιτάξεις βαθιά κάτω από όσα βλέπει ανθρώπινο μάτι, θα το δεις. Η βρωμιά δε φεύγει. Μένει εκεί υπενθυμίζοντας μου καθημερινά τι ήμουν και τι έγινα.
Δεν έχω επιλογή όμως,το χρειάζομαι.
Χρειάζομαι εκείνον το γλυκό θάνατο. Εκείνο που θα με κάνει να ξεχάσω. Είναι καταθλιπτικό αν σκεφτεί κανείς πως ενώ σε σκότωνει, ταυτόχρονα σου δίνει λίγη ψευδαίσθηση πως ζεις. Όπως επίσης θεωρώ καταθλιπτική τη φράση "Δεν έχω επιλογή". Πάντα υπάρχουν σωστά; Κι όμως... Πόσο λάθος έχουν όλοι αυτοί που έμαθαν να κρίνουν με ευκολία. Που σε δικάζουν όταν αποκλίνεις από το καθωσπρεπισμό της σημερινής κοινωνίας και σου κρεμάνε τεράστιες ταμπέλες. Ε ναι λοιπόν, ΔΕΝ ΕΧΩ ΕΠΙΛΟΓΗ! Μόνο έτσι θα πεθάνω και αυτό επιζητά η ψυχή μου για να βρει τη γαλήνη.
Βάζω τα ρούχα μου. Ποια ρούχα δηλαδή δύο κουρέλια πεταμένα επάνω μου για να τα ξεσκίσει το επόμενο γουρούνι που θα με πηδήξει.
Μέχρι και το δωμάτιο που έχω με αυτό το τρόπο το κρατάω πλέον αφού επιβιώνω μόνο και μόνο γιατί έδωσα μια υπόσχεση. Αξιολύπητο για την γυναικεία φύση. Ακούω στο δρόμο καμία φορά γυναίκες να με κοροϊδεύουν. Είναι τόσο λυπηρό.
Καμία πουτανα δεν το επέλεξε. Όλες είχαμε κάποιο λόγο. Μια ώθηση. Ένα μελανό σημείο στη ζωή μας που μας έριξε στα χοντρά...
Γιατι λοιπόν με κατακρίνεις; Γιατί με αποκαλείς βρωμιαρα;
Ξέρεις πόσα βράδια ξυνω το δέρμα μου και το γδερνω; Πόσα βράδια εύχομαι απλά να ξυπνήσω από τον εφιάλτη; Δεν είναι η επιλογή μου αυτή γαμωτο!
Δεν είναι! Κι όμως εσύ, με δικάζεις γι'αυτή...
Παντα εχουν επιλογες λενε όπως προείπα.
Γιατί δεν πάνε να καθαρίσουν σκάλες λένε.
Αν θέλουν υπάρχουν δουλειές λένε.
Νομίζετε ολοι εσείς πως είναι τόσο απλό; Για να φτάσει μια γυναίκα σε αυτή τη κατάσταση, έχει συμβεί κάτι τόσο τρομερό στη ζωή της που ακόμα και όλα τα λεφτά του κόσμου να έχει, δε θα σταθεί ποτέ στα πόδια της.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές να βάλω τέλος στην άθλια αυτή ζωή αλλά κάθε φορά..Κάθε γαμημένη φορά τα μάτια του αδελφού μου με κάνουν να θελω να παλέψω. Να τηρήσω το λόγο μου και να μείνω ζωντανή για όσο αντέξω.
Ερχονται όλοι τους κάθε βράδυ, μπαίνουν μέσα στα όνειρά μου και με προστάζουν να αλλάξω.Να γίνω εκείνο το παιδί ξανά. Το χαρούμενο...
Το αθώο... Λυπάμαι μα πλέον η αθωότητα μου πέθανε..
Μας άφησε! Ψοφήσε!
Δίνω το κορμί μου στον κάθε λυσσασμενο αγαμητο μαλακα που δεν του κάθεται η γυναίκα του η είναι αρκετά άσχημος για λίγα ψωρολεφτα. Για να μπορέσω να ταξιδέψω. Να μπω σε έναν ψεύτικο κόσμο και να σκεφτώ πως κάπου εκεί έξω υπάρχει κάποιος που μ'αγαπαει και μένα...
Ειρωνικό έτσι; Άλλοι ονειρεύονται πλούτο κι εγώ ονειρεύομαι πως κάποιος ίσως μ'αγαπαει...
Παίρνω τη τσάντα, βάζω μέσα προφυλακτικά αναπτήρα και το σπρέι πιπεριού και ξεκινω. Αν είναι να πεθάνω θα το κάνω μόνη μου. Δεν γουστάρω να με σκοτώσει κανένα από αυτά τα αρχιδια και αν χρειαστεί δε θα διστασω να το κάνω πρώτη.
Την νύχτα η πόλη αλλάζει, μεταμορφώνεται. Ξεκινώ από τη παραλιακή και καταλήγω όπου με αφήσει ο επόμενος πελάτης.
Είμαι μόνη, νταβατζήδες και δήθεν γαμιαδες που σου πουλανε ερωτα δεν θέλω. Έχω φάει αρκετές φορές ξύλο γι αυτή μου την επιλογή, μα δεν με νοιάζει. Το κάνω καθαρά για τη δόση μου.
Πριν καν προλάβω να στρίψω για το σύνηθες μέρος που μαζευόμαστε, ενα κόκκινο αμάξι με πλησιάζει. Μπορώ να διακρίνω τον άντρα πίσω από το τιμόνι, να με κοιτάει και να με ζυγίζει.
Σταματάει και πλησιάζω. Ένας τύπος γύρω στα 45 , γυαλιά και με κοιλιά με κοιτάζει σοβαρός. Τίποτα ενδιαφέρον πέρα από τη καθημερινότητα.
"Ποσα παίρνεις..;" ρώτησε κατευθείαν
"Είκοσι" απάντησα χωρίς περιστροφές.
"Κάνεις τα πάντα;" αποκρίθηκε με ένα ηλίθιο υφάκι
"Για τα πάντα τριαντα" είπα και άνοιξε αμέσως τη πόρτα. Πόσο άθλιο είναι όλο αυτό θεέ μου; Σιχαίνομαι ακόμα και να αναπνεύσω. Αηδιαζω για όλα όσα επρόκειτο να κάνω. Δεν θέλω να μπω... Θέλω να τρέξω και να φύγω μακριά αλλά η ανάγκη να πάρω το μαγικό εισιτήριο που θα φέρει την λήθη είναι μεγαλύτερη.
Μπαίνω μέσα και μας οδηγεί σε ένα δασάκι. Έχω έρθει εδώ αρκετές φορές δεν θα πω ψέματα. Σπάνια ψευδομαι αφού θεωρώ πως η μεγαλύτερη αμαρτία είναι το ψέμα. Υπάρχουν πολλές, μερικές είναι αθώες, άλλες πονηρές, άλλες κακές και άλλες θανάσιμες. Όλες είναι όμως αμαρτίες και μένουν πάνω από το κεφάλι μας σαν πέπλο.
"Ξεκίνα!" με προστάζει και σκύβω χωρίς να φέρω αντίσταση. Ξεκουμπωνω το φερμουάρ και για ακόμα μια φορά αντιλαμβάνομαι πόση βρωμιά υπάρχει εκεί έξω.
Παίρνω το μόριο του στα χέρια και το εισχωρω στο στόμα μου ενω εκείνος αρχίζει να αναστενάζει. Αμφιβάλλω αν έχει πηδήξει και ποτέ έτσι όπως τον κόβω μα ξαφνικά το χέρι του ακουμπάει το πίσω μέρος του κεφαλιού και με πιέζει προς τα κάτω.
"Ολο μέσα!" διατάζει και με πονάει ξέρω όμως πως βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση. "Και τώρα βγες από το αμάξι" λέει ικανοποιημένος.
Βγάζει τον αληθινό του εαυτό.
Μπράβο Ανελίζ ,έπεσες πάλι έξω.
Κάνω ότι μου ζητάει, με στήνει πάνω στο καπό ενω ο ήχος από το σακουλάκι του προφυλακτικου δεν αργεί να ακουστεί. Κατεβάζει τη φούστα μου μαζί με το εσώρουχο , με φτύνει και μπαίνει μέσα μου απότομα.
"Ηρεμα!" Φωνάζω μα τραβάει τα μαλλιά μου και νιώθω το άθλιο κορμί του πάνω μου να με ταρακουνάει πέρα δώθε σαν ενα άψυχο σώμα..
Ένα σκέτο κουφάρι από κρέας..
Αυτό είμαι λοιπόν. Ένα κουφάρι...
Δεν αργεί να τελειώσει και είμαι χαρούμενη γι αυτό. Το πορτοφόλι ανοιγει και βγάζοντας ένα χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων μου το πετάει. Δε προλαβαίνω να μαζέψω το εσώρουχο μου και με σπρώχνει. Αρπάζει τα λεφτά από τα χέρια μου και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο βάζει μπρος και φεύγει.
"Όχι πάλι!" Κραυγάζω δυνατά πέφτοντας στα γόνατα και βάζω τα κλάματα.
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω γιατί κλαίω. Είναι τόσα πολλά... Πώς να μην κλαις όταν βιώνεις την απόλυτη εξαθλίωση;Όταν ζεις με έναν καθημερινό εξευτελισμό να σου λέει καλημέρα κάθε πρωί;
Σκουπίζω τα δάκρυα μου και κοιτάζω το χέρι μου μόνο και μόνο για να δω την φθηνή μαύρη μάσκαρα απλωμένη παντού. Πάω στοίχημα πως είμαι σαν κλόουν.
Αν δεν καθαριστω δεν θα βρω πελάτη. Και χωρίς πελάτη τα λεφτά δεν φτάνουν.
Και χωρίς λεφτά δεν θα χαθώ στην κόλαση απόψε... Μαρτύριο. Όχι γιατί το σώμα μου θα το ζητήσει, πιο πολύ γιατί το έχει ανάγκη το μυαλό για να ξεχάσει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που με αφήνουν όμως δε το περίμενα από αυτόν, όχι εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον. Κατηφοριζω το δρομάκι όπως όπως και σταματάω στο μίνι μάρκετ που διανυκτερευει στη γωνία.
"Πάλι εδώ εσύ; Δρόμο!" Φωνάζει ο υπάλληλος καθώς με βλέπει να μπαίνω και βγαίνει απειλητικά πίσω από το πάγκο.
"Ένα νερό παίρνω κι αυτό το πληρώνω!" Του υπενθυμίζω μα ξέρω πως μιλάω σε ντουβάρια. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έμαθαν να ακούν. Έμαθαν να επιτίθενται.
Πώς έχω καταντήσει έτσι..; Σκουπίδι, ένα γαμημένο βδέλυγμα της κοινωνίας και των προτύπων της . Αυτό είμαι. Ένας δημόσιος εξοστρακισμός και επιλογή καμία. Ποιος θα ενδιαφερθεί για μια πόρνη σωστά;
Περπατάω και αποφασίζω πως αν δεν βρω άλλο πελάτη την εχω άσχημα. Δεν ήθελα να τον αφήσω να με πηδήξει ξανά μα στην ανάγκη θα παρακαλέσω κι όλας, αρκεί να πάρω τη δόση μου. Εστω ένα χάπι. Ότι έχει μέσα σε εκείνη τη τρώγλη.
Παλιά δεν έπαιρνα τόσο συχνά. Όταν έφυγα από το ορφανοτροφείο και προσπάθησα να βρω δουλειά ολες οι πόρτες ήταν κλειστες και είδα την πορνεία σαν τη μόνη λύση για πετύχω το σκοπό μου• Να μη πεθάνω εσκεμμένα μα να γίνει αργά ή γρήγορα έτσι ώστε να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα στον αδερφό μου πριν ξεψυχήσει.
Έχω έναν άνθρωπο που μου δίνει οσα χρειάζομαι και εκείνος με έπεισε να δοκιμάσω τα βαριά. Βέβαια ξέρω πως αγοράζω απο τρίτο ίσως και τέταρτο χέρι αλλά δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς... Τώρα θα βρεθεί κάποιος και θα πει "πάντα υπάρχουν λύσεις..." έλα όμως που αυτό που λένε όλοι σαν καραμέλα είναι μια βλακεία και μισή...
Έλα στη θέση μου, έλα στην ζωή μου και ζήσε μια μέρα. Σε πληροφορώ πως δεν θα αντέξεις. Εμείς οι πόρνες έχουμε πιο πολλά ψυχολογίκα προβλήματα από πολλούς ανθρώπους που νοσούν πραγματικά.
Περπατάω ώρα μα δεν υπάρχει κανένας. Ο δρόμος μου αναγκαστικά με οδηγεί σε εκείνον.
Με οδηγεί σε έναν ακομα εξευτελισμό αφού δεν έχω λεφτά να πληρώσω ούτε και σήμερα. Δεν ειμαι άσχημη , έτσι μου λένε τουλάχιστον οι υπόλοιπες, έχω όμως σκοτεινό βλέμμα και αυτό αποτρέπει αρκετούς από το να με διαλέξουν. Στρίβω στο σοκάκι και στέκομαι μπροστά από μια πόρτα. Έχει πάνω της τόσες πολλές αφίσες που ακόμα κι αυτές μου φέρνουν θλίψη.
Χτυπάω μα δε παίρνω απάντηση και αποφασίζω να ανοίξω. Στο πρώτο μου βήμα παγώνω ενώ στο δεύτερο, τα σανίδια από τη παλιά αυτή αποθήκη τρίζουν. Δεν θα πω ψέματα, φοβαμαι. Δεν εχω συνηθίσει σε τέτοιες εικόνες.
Δυο άντρες κρατάνε δέσμιο τον προμηθευτή μου και φιμωμενο. Τα οπλα τους βρίσκονται κολλημένα στο κεφάλι του μα όσο και να μη κουνιέμαι, τα σανίδια με προδίδουν. Γυρίζουν απότομα προς το μέρος μου και η καρδιά μου σταματά.
Ειναι τοσο ψύχραιμοι μα και τρομακτικοι συναμα. Οπλα και ναρκωτικά ποτέ δεν έχουν καλή κατάληξη... Είναι γεγονός και πλέον τρέμω ολόκληρη. Οπισθοχωρω μα ξάφνου ο ενας με στοχεύει
"Ακίνητη!" φωνάζει και τον κοιτάζω τρομαγμένη να βγάζει ένα μικρό μαύρο πράγμα από τη τσέπη και να το κουμπωνει στο όπλο του. Έπειτα τοποθετεί εκ νέου τη κάνη στο κρόταφο του Τζέιμς και ...γελάει. Γελάει και πατάει τη σκανδάλη. Τσιριζω στο κρότο μα και στη θέα του αίματος και ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα μάτια, αρχίζω και κάνω βήματα προς τα πίσω.
"Τι έχουμε εδω;" πετάγεται ο άλλος και αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω που να πάω. Ούτε να τρέξω δε θα προλάβω.
"Καμία πουτανα που ήρθε να πάρει τη δόση της, όμορφη πουτανα μάλιστα... Ίσως αν πλυθεί και λίγο..." σχολιάζει ο δολοφόνος απαθεστατα μα δε δίνω βάση στα λόγια του. Τα δάκρυα είναι τόσα πολλά που μετά βίας τους βλέπω καθαρά.
Με πλησιάζουν και το ένστικτο της επιβίωσης με κάνει να γυρίσω προς τη πόρτα.
"Που νομίζεις ότι πας;" με αρπάζει από το καρπό και με τινάζει στο τοίχο πριν προλάβω να φύγω
"Λόγκαν σκότωσε την να τελειώνουμε!" Φωνάζει ο άλλος μα μέσα στη θολούρα θα ορκιζόμουν πως ο δολοφόνος γελάει.
"Δε το νομίζω , ίσως την κρατήσω για παιχνίδι... Καλή φαίνεται" βάζω τις φωνές ακούγοντας τον και απλώνω τα χέρια για να τον σπρώξω και να σωθώ. Εκείνος καταφερνει και με πιάνει μονομιάς. Κρατάει σφιχτά τους καρπούς μου και με ωθεί με δύναμη πάνω στο ντουβάρι. Νιώθω μια ζάλη και ένα χτύπημα ακολουθεί. Κάτι υγρό κυλάει στο λαιμό...
Υγρό και ζεστό.
Είναι αίμα...Το δικό μου αίμα και δεν έχω δύναμη να σταθώ όρθια. Τα φλεβαρα βαραίνουν, μα νιώθω το κορμί να αιωρείται και μια γλυκειά θαλπωρή με τυλίγει.
Πέθανα;
ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΆ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΊΠΟΤΑ!!!! ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΙ ΠΟΤΈ ΚΑΝΈΝΑΣ....
Σας φιλώ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top