Κεφάλαιο 19°
Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι πόσο πολύ πονάνε τα λάθη.
Λάθη που γίνονται εσκεμμένα και μη...
Λάθη που έχουν αντίκτυπο στο σώμα και τη ψυχή μας.
Λέξεις που πληγώνουν γραμμένες πάνω σε ένα χαρτί, που στο τέλος μετατρέπεται σε ένα χαρτινο καραβάκι και το αφήνουμε στη θάλασσα...
Στην αρχή εκείνο πλέει...
Πιστεύει πως μπορεί να καταφέρει να βγει αλώβητο από τη τρικυμία...
Ξεχνάει από τι είναι φτιαγμένο όμως...
Κι εκεί, κάπου στη μέση της θάλασσας, όταν έχει εκείνο το χαμόγελο της αισιοδοξίας, νιώθει το νερό να μπαζει...
Και το καραβάκι διαλύεται σιγά σιγά μέσα στο νερό...
Γίνεται μια μάζα που καταλήγει βαθιά στο πυθμένα ...
Όλα του τα όνειρα, πνίγονται...
Μα ήταν απερίσκεπτο το καραβάκι, ξεκίνησε ένα ταξίδι χωρίς να λογιζει...
Κι αυτό, το κατέστρεψε...
Έτσι είμαι και εγώ, σαν ένα μικρό χάρτινο καράβι. Έχω στο σώμα μου γραμμένα όλα μου τα συναισθήματα και πλέω περιμένοντας την ώρα που θα βουλιάξω...
Πως να φοβηθω όμως όταν έχω φτάσει ήδη μια φορά στο πάτο;
Άγγιξα εκείνη την αμμουδιά που για να τη πιάσεις πρέπει να πνιγείς...
Ούτε χέρι φτάνει μέχρι για να σε σώσει.
Η δύναμη γίνεται αδυναμία και η πίστη, εξανεμίζεται.
Και τότε καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει αύριο. Πως δεν υπάρχει σήμερα. Πως δεν υπάρχει που να σου δίνει την ανάγκη να παλέψεις για να βγεις στην επιφάνεια.
Πάλεψα...
Γιατί πάλεψα;
Πάλεψα γιατί ακόμα κι αν το καραβάκι μου ήταν χάρτινο, είχε δύο επιβάτες μέσα. Έγινα δολοφόνος και έπνιξα τον έναν.. Και τότε ήρθε...
Άπλωσε το χεράκι του ενώ βρισκόμουν στο πυθμένα και μου ζήτησε να κολυμπήσω..
Αρνήθηκα. Πεισμωσα. Ικέτεψα.
Μα δεν με άφησε.. Επέμενε πως έπρεπε να βγω ξανά επάνω γιατί δεν έφταιγα.
Προσπάθησε να με κανει να απαλλαγώ από εκείνη την αίσθηση πως άθελά μου το έπνιξα και εγώ ζητώντας του συγχώρεση, ξεκίνησα να κολυμπάω...
Σε καθε μέτρο που έκανα εκείνο ερχόταν και μου έδινε ανάσες..
Και έπειτα έφυγε...
Ανέβηκε στο δικό του καραβάκι και ξεκίνησε ένα ταξίδι διαφορετικό. Ένα ταξίδι που δεν είχε προορισμό το πυθμένα αλλά τον ουρανό...
Κι εγώ έμεινα εκεί, σε μια στεριά που με έβγαλε χωρίς τη θέληση μου να το βλέπω να πετάει ...
Έφυγε και δεν ήρθε ξανά στα όνειρα μου...
Μέχρι χθες...
Χθες ήρθε και μου ζήτησε να μην ξεχάσω.
Χθες ήρθε και μου ζήτησε να αλλάξω.
Να παλέψω. Να μην αφήσω τη ψυχή μου να καταλήξει ξανά στο καραβάκι που κατεβαίνει κάτω...
Δεν έκλεισα τα μάτια μου, δεν κοιμήθηκα, δεν το είδα σε όνειρο... Μα το ένιωσα..
Έμαθα μέσα από τα λάθη μου, κι αυτά μου κόστισαν και πλήρωσα βαρύ τίμημα...
Μα όχι πια...
Ποτέ ξανά...
Έτσι έλεγα...
Μα να που πάλι, το ένα λάθος φέρνει το άλλο και βρέθηκα να πνιγομαι στη δική του βάρκα χθες...
Δεν το οριζα...
Ήρθε απλά και με σήκωσε στο κύμα του.
Αισθάνομαι πως η θάλασσα του με τραβάει ξανά κάτω. Μα το απευχομαι..
Αν πέσω ξανά στα βάθη εκείνα, δε θα σηκώσω ποτέ κεφάλι...
Αν το καραβάκι μου αποκτήσει ξανά δεύτερο επιβάτη, θα πεθάνω...
Πόσο πολύ λοιπόν τα λάθη πονάνε;
Ποτέ δεν μαθαίνεις μέχρι να αντικρύσεις τη βαθιά ουσία τους και να δεις το αντίκτυπο τους να σου χτυπάει τη πόρτα...
Νεφέλη...
Όμορφο δεν ακούγεται;
Βγαλμενο από θύμησες που μόνο γλύκα αφήνουν στη ψυχή...
Έτσι θα ονόμαζα το συνεπιβάτη μου σε εκείνο το ταξίδι...
Μα πνίγηκε...
Η πόρτα χτύπησε και η Εύα έκλεισε βιαστικά το ημερολόγιο της και το έβαλε στην άκρη. Δεν περίμενε κανένα.
Έκλεισε τη ζακέτα της και από τη στιγμή που δεν υπήρχε ματάκι ούτε κάποιο παράθυρο, πλησίασε διστακτικά. Δεν είχε καμία όρεξη να ανοίξει και να δει πάλι το Δημήτρη να προσπαθεί να της εξηγήσει τα ανεξήγητα.
Το χτύπημα έγινε πιο επίμονο...
Εδειχνε βιαστικό.
Η Εύα έπιασε το χερούλι και μόλις άνοιξε τη πόρτα , χιλιάδες δάκρυα κατρακύλησαν. Δάκρυα που ξεπέρασαν τη φυσική τους υπόσταση και χρειάστηκαν κλάσματα για να δημιουργηθούν...
"Κυρία Ξανθίππη;"
********
"Καλημέρα..!" Έπιασε την άκρη από τη μακριά της φούστα και τη τράβηξε ως το τέρμα. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι μόνο και μόνο για να δει ένα μικρό κοριτσάκι να τη κοιτάζει χαρούμενο.
"Ονομάζομαι Εύα Μακρή και είμαι φίλη με τον Ορέστη. Δεν με ξέρετε αλλά εγώ σας έχω δει..." ήταν δεν ήταν εφτά...
Η Ξανθίππη της χαμογέλασε και έσκυψε για να ειναι στο ύψος του.
"Δεν ήξερα πως ο Ορέστης μου, είχε μια όμορφη φίλη σαν εσένα..."
"Μη του πείτε ότι σας μίλησα! Ήρθα να πάρω παγωτό από το μπακάλικο και σας είδα... Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι..."
"Πες μου κορίτσι μου..." Η Ξανθίππη ήταν από εκείνες τις γλυκές γυναίκες. Εκείνες που σου έβγαζαν μια απίστευτη αδικαιολόγητη συμπάθεια. Ήταν από εκείνες που χωρίς να τη ξέρεις μπορούσες να ανοίξεις τη ψυχή σου.
Μάτια μεγάλα, τεράστια και καταπράσινα σαν του Ορέστη, χείλη πλούσια και στρουμπουλα μάγουλα. Ίσως το μόνο πράγμα που δεν είχε πάρει ο Ορέστης από εκείνη, να ήταν οι σκληρές γωνίες του προσώπου του.
"Καταρχήν, με συγχωρείτε αλλά μπορείτε να μου πείτε το όνομα σας; Η μαμά λέει πως είναι ευγενικό να μιλάμε στον άλλο, ξέροντας το όνομα του." Η Ξανθίππη γέλασε... Μήνες είχε να βγει γέλιο από εκείνα τα χείλη της.
"Ξανθίππη..." της είπε
"Λοιπόν, γεια σας κυρία Ξανθίππη. Χάρηκα πολύ!" η μικρή έτεινε το χέρι της και εκείνη της χάρισε μια χειραψία
"Τι θα ήθελες να με ρωτήσεις Εύα μου ;"
Η μικρή κατσουφιασε λιγάκι...
"Θα ήθελα σας παρακαλώ, αν γίνεται να τραβήξετε τα βαριά έπιπλα από το σπίτι σας. Ο Ορέστης όλο πέφτει και χτυπάει και... Και εγώ πονάω όταν πονάει..."
Η Ξανθίππη έβαλε τη παλάμη στο στόμα της θέλοντας να αποτρέψει το κλάμα να βγει. Είχε πάθει σοκ... Έτσι έλεγε λοιπόν ο γιος της έξω... Πως πέφτει και χτυπάει. Η τραυματισμένη της ψυχή δεν το άντεξε όμως. Όσο έβλεπε εκείνα τα μεγάλα μάτια της Εύας να περιμένουν μια απάντηση, εκείνη ούρλιαζε μέσα της.
"Λοιπόν; Θα μου κάνετε σας παρακαλώ αυτή τη χάρη; Δεν αντέχω να τον βλέπω γεμάτο μελανιές. Λυπάμαι τόσο πολύ δεν μπορώ να κλείσω τις πληγές. Προσπάθησα αλλά τελικά δεν κάνω για νοσοκόμα. Κάθε φορά που αγγίζω τις πληγές του εκείνος τραβιέται , απομακρύνεται και τις κρύβει από εμένα. Είμαι σίγουρη ότι είναι τόσο πονηρός που γι αυτό κατεβάζει συνέχεια τα μανίκια του προς τα κάτω..."
Ξάφνου η Εύα σταμάτησε "Κυρία Ξανθίππη; Γιατί κλαίτε; Χίλια συγνώμη αν σας τάραξαν ήθελα απλά..."
"Όχι κόρη μου..." της είπε με τρεμάμενη φωνή "Δεν με ταραξες... " Η Ξανθίππη σκούπισε τα μάτια της και πριν καν εκείνα στεγνώσουν, κοτσαρε στο πρόσωπο ένα χαμόγελο "Στο υπόσχομαι να κάνω ότι μπορώ ... Εσύ μπορείς να μου υποσχεθεις κάτι;"
Η Εύα παραξενεύτηκε αλλά φάνηκε να ενθουσιάζεται
"Φυσικά! Ειδικά αν είναι για τον Ορέστη ότι θέλετε!"
"Μη σταματάς να προσπαθείς να κλείσεις τις πληγές του ακόμα κι αν σου θυμώνει...Το βλέπω στα μάτια σου... Το νιώθω στα λόγια σου... Είσαι τόσο δα μικρούλα αλλά..."
"Υπόσχομαι!!! Μόνο αυτό; Μα δεν είχα σκοπό να σταματήσω. Αν εκείνος είναι πεισματάρης εγώ να δείτε! Μερικές φορές αν δε μου χαμογελασει του κρατάω μουτρα! Μετά από λίγο έρχεται και με αγκαλιάζει!"
Η Ξανθίππη ένιωσε να χάνεται
"Πως γνώρισες τον γιο μου, Εύα μου;" ρώτησε εκεί η μικρή φώτισε το πρόσωπο της.
"Αααα ο Ορέστης είναι ο ιππότης μου! Προσπαθούσα να μάθω ποδήλατο, η μαμά μιλούσε στο τηλέφωνο, και έτσι όπως πήρα φόρα έπεσα στο μεγάλο χαντάκι που είναι δίπλα στη παιδική χαρά... Έκλαιγα τόσο πολύ αλλά κανένας δεν με άκουγε. Προσπάθησα να σηκωθώ μα το πόδι μου πονούσε πολύ! Και τότε τους άκουσα..."
"Τους;"
"Ναι! Τον Άρη τον ξέρετε;"
"Φυσικά και τον ξέρω κορίτσι μου. Για αυτό και παραξενεύτηκα όταν μου είπες για εσένα.."
"Λοιπόν, κυρία Ξανθίππη, ο Άρης κρατιόταν από το δέντρο , ο Ορέστης κρατούσε το χέρι του Άρη και κατέβηκε. Μόνο που ήμουν πιο κάτω! Δεν φαντάζεστε πόσο πολύ! Ο Ορέστης τότε μου είπε να μη φοβάμαι και άφησε το χέρι του Άρη. Κυρία Ξανθίππη κατρακύλησε το γκρεμό!!!! Φοβήθηκα τόσο !!! " Η Εύα εξιστορούσε τη γνωριμία της με τον Ορέστη τόσο παραστατικά που η Ξανθίππη χαμογέλασε αληθινά "Και τότε ,ήρθε και με κράτησε. Μου είπε να μη φοβάμαι! Και εγώ δε φοβήθηκα ξανά! Το ξέρετε ότι με κουβάλησε στη πλάτη σκαρφαλώνοντας όλο το γκρεμό; Νομίζω πως θα γίνει ήρωας όταν μεγαλώσει!"
"Ναι κορίτσι μου... Ήρωας..."
********
"Κυρια Ξανθίππη ανοίξτε τη πόρτα!!" Η Εύα χτυπούσε με τόση δύναμη . "Είδα το άντρα σας να φεύγει!!! Ανοίξτε μου!"
Η πόρτα άνοιξε ελαφρά κι εκείνη βγάζοντας το μισό της πρόσωπο, τη κοίταξε. Η Εύα είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα πια... Είχε πατήσει τα δεκαεπτά...
"Που είναι!"
"Εύα μου δεν είναι η κατάλληλη στιγμή..."
"Κυρία Ξανθίππη κάντε στην άκρη να μπω... Σας παρακαλώ"
"Όχι Εύα μου καλύτερα ..." Εκείνο το όχι αντέδρασε αρνητικά και η Εύα αν και δε το ήθελε έσπρωξε τη πόρτα και μπουκαρε στο σπίτι φωνάζοντας το όνομα του.
"Εύα σταμάτα!!! Δεν ακούει!!!" η Ξανθίππη ξέσπασε σε κλάματα και η Εύα βλέποντας τη, βουρκωσε.
"Τι του εκανε;, Που είναι.!!"
Η Ξανθίππη σήκωσε το δάχτυλο και της έδειξε το υπόγειο. Η Εύα δίχως δεύτερη σκέψη έβαλε φτερά στα πόδια. Κατέβαινε δύο δύο τα σκαλιά ώσπου μόλις έφτασε κάτω και τον είδε πεταμένο σε μια γωνιά και αναίσθητο, τα γόνατα λύγισαν και σύρθηκε πλάι του.
"Ορέστη; Ορέστη μίλα μου...Μίλα μου σε ικετεύω..." έπιασε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια της και βάζοντας το στο στήθος της άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Εκείνες οι σκοτεινές της κραυγές έφτασαν ως τη κουζίνα και η Ξανθίππη στηρίχτηκε στη καρέκλα για να μη πέσει. Άκουγε την Εύα να ουρλιάζει και να κλαίει τόσο σπαρακτικά που δεν το άντεξε η καρδιά της.
Στηριζόμενη στα μικροεπιπλα που υπήρχαν γύρω της περπάτησε μέχρι την άκρη του υπόγειου. Κατέβηκε λίγα σκαλιά με δυσκολία και την είδε...
Η Εύα κρατώντας το κεφάλι του Ορέστη στην αγκαλιά της χωρίς να τη νοιάζει τίποτα, είχε πιάσει ένα νευρικό σκοπό. Το κορμί της πήγαινε πέρα δώθε μόνο του και έδειχνε σαν να θρηνεί...
Τον παρακαλούσε να ανοίξει τα μάτια μα εκείνος δε το έκανε...
Ο Κώστας τον είχε σχεδόν σκοτώσει στο ξύλο...
Ο Ορέστης πήγε φαντάρος, γύρισε μα η κατάσταση δεν είχε αλλάξει καθόλου...
"Σε ικετεύω ματάκια μου... Μη χαθείς..." την άκουσε να ψελλίζει σφίγγοντας το κορμί του ήταν ξαφνικά, άκουσε το αμάξι του Κώστα.
"Εύα!! Εύα φύγε! Για το Θεό έλα επάνω!!"
"Δε πάω πουθενά!!"
"Εύα μη το κάνεις αυτό...Αν τον αγαπάς σήκω και φύγε... Αν σε πειράξει ο Κώστας ο Ορέστης θα πεθάνει. Σε ικετεύω..."
Η Εύα έκλαιγε ασταμάτητα... Ο Ορέστης ήταν βαριά πληγωμένος. Ούτε που έβλεπε τα χείλη του από τα χτυπήματα. Μα έτσι έκανε... Αν και μπορούσε να αμυνθεί , άφηνε το πατέρα του να ξεσπάσει πάνω στο δικό του κορμί παρά στης μάνας του...
Ένιωσε δύο χέρια να τυλίγονται στο κορμί της και είδε τη Ξανθίππη σε κατάσταση υστερίας να τη τραβάει .
"Εύα φύγε! Δεν έχουμε χρόνο" άρχισε να τη τραβάει μακριά από τον Ορέστη και ανοίγοντας τη πόρτα του υπόγειου , την έσπρωξε προς τα έξω με όλη της τη δύναμη. Μια γυναίκα που με το ζόρι περπατούσε λίγα λεπτά πριν, βρήκε το σθένος να παραμερίσει το πόνο της ξέροντας πως... Πως σώζει αυτό που ο γιος της αγαπάει περισσότερο από οτιδήποτε... "Συγχώρεσε με... Μα αν παθεις κάτι , ο γιος μου δεν θα το αντέξει...Σε ξορκίζω, μη του πεις ποτέ σε τι κατάσταση τον είδες..." Η Ξανθίππη εκλεισε τη πόρτα και έτρεξε προς τον Ορέστη ο οποίος ήταν ακόμα αναίσθητος.
"Τα κατάφερα μωρό μου... Είναι ασφαλής. Γύρνα σε μένα... Μη με αφήσεις... Μη μας αφήσεις.... " χρησιμοποίησε πληθυντικό ώσπου ακούγοντας τα βαριά βήματα του Κώστα στη σκάλα, το φυλλοκαρδι της άρχισε να τρέμει. Όχι φυσικά για τον εαυτό της... Μα για το γιο της... Ένα ακόμα χτύπημα και θα πέθαινε...
"Ανέβα να φτιάξεις φαι!" Πρόσταξε "Γιατί θα έρθω κάτω!"
"Αμέσως Κώστα... Έρχομαι. Ένα λεπτάκι" είπε τρομαγμένη
"ΤΩΡΑ!!!!!" ούρλιαξε κι εκείνη δίνοντας ένα φιλί στο κούτελο του Ορέστη έτρεξε γρήγορα
*********
Φορούσε μια μαύρη μαντίλα στα μαλλιά κρύβοντας σχεδόν το πρόσωπο της μα η Εύα, θα την αναγνωριζε παντού...
"Μπορώ;" ζήτησε και η Εύα καταλαβαίνοντας πως βρίσκεται σε σοκ, έκανε αμέσως στην άκρη και την άφησε να περάσει. "Έμαθα πως γύρισες... Ξέρεις, ο διευθυντής του σχολείου σου, έρχεται συχνά στο μοναστήρι..."
"Μοναστήρι;" Απόρησε η Εύα. "Εκεί πήγατε και όλοι σας έψαχναν;"
"Ναι κόρη μου... Συγχωρα με αν έρχομαι απροσκλητη κι αν παραβίασα το χώρο σου μαθαίνοντας τη διεύθυνση σου αλλά..."
"Σαν μάνα μου σας είχα...." Η Εύα βουρκωσε και χωρίς να περιμένει λεπτό, όρμησε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Η Ξανθίππη ξέσπασε σε κλάματα τόσο γοερα κατά την επαφή, που σχεδόν λιποθύμησε.
"Αχ και να ήξερες κόρη μου..." της είπε πνιγμένη στους λυγμούς και η Εύα καταλαβαίνοντας πως ήταν έτοιμη να πέσει τη βοήθησε να καθίσει.
"Κυρία Ξανθίππη... Σας ικετεύω, ηρεμηστε..." Ζήτησε ενώ και η ίδια έτρεμε...
"Γιατί έφυγες; Γιατί τον άφησες;" της είπε λυπημένη "Μου υποσχέθηκες..." η Εύα από τα λόγια της και μόνο κατάλαβε πως δεν είχε ιδέα για τίποτα...
"Εκείνος με εδιωξε...Δε το ξέρατε;"
Η Ξανθίππη κούνησε το κεφάλι
"Δεν ξέρω τίποτα πέρα από όσα είπαν στις ειδήσεις... Με έβαλε μέσα σε εκείνο το λεωφορείο εκείνο το βράδυ και..." τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και έχασε το φως της.
"Κυρία Ξανθίππη; Θεουλη μου!" Η Εύα έτρεξε μέχρι τη κουζίνα γεμίζοντας ένα ποτήρι με νερό και προσπάθησε να τη συνεφέρει.
******
"Πάλι χάνεσαι..." Ο Άρης κάθισε δίπλα του και άνοιξε το ουίσκι. Γέμισε το ποτήρι του μα ο Ορέστης έπιασε το μπουκάλι και ήπιε απευθείας. Τελικά το να πάνε σε εκείνο το χαμόσπιτο ήταν κακή ιδέα... Τον έβλεπε να κοιτάζει τριγύρω και να σταματάει το βλέμμα σταδιακά σε διάφορα σημεία. Ήταν σίγουρος πως όλα εκείνα ήταν γεμάτα με αναμνήσεις που χτυπούσαν τη ψυχή του. "Είδα τη Κική σήμερα..."
Ο Ορέστης αντέδρασε ακούγοντας τον.
Αν και όλα της δεν θέλησε να αναφερθεί σε αυτό, ήξερε πως ίσως του τραβούσε τη προσοχή και τον απέτρεπε από τις μνήμες...
"Και;" είπε μόνο
"Και κόντεψε να με φάει... Έγινε ολόκληρη γυναίκα. Πως γίνεται να αλλάζουν τόσο πολύ... Ήταν μαζεμένη. Δε θύμιζε σε τίποτα εκείνο το άμυαλοι κοριτσάκι που με ζαλιζε..."
Ο Ορέστης χάθηκε ξανά και αντιλήφθηκε πως τα λόγια του δε βοήθησαν.
"Είναι μόνη...Τουλάχιστον εκείνη δε παντρεύτηκε αλλά φρόντισε να με γεμίσει με λεπτομέρειες για όλους. Έδειχνε σαν χαρουμενο παιδί...Δεν το περίμενα.."
Τίποτα. Ο Ορέστης συνέχισε να χάνεται μα αυτή τη φορά το βλέμμα του ήταν κολλημένο στη μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη πίσω μεριά...
"Δε δέχθηκες να με ακούσεις στο σπίτι. Αλλά νομίζω πως πρέπει να σου πω κάτι..."
"Μου είπες πως γύρισε.
Το ήξερα πως γύρισε. Την ειδες. Την ειδα. Νομίζω δεν υπάρχει λόγος να μάθω τίποτα άλλο..."
"Άκουσε με ρε μαλάκα πια και σταμάτα αυτό το γαμημενο πείσμα!" ξεσπαθωσε ο Άρης και εκείνος τον στραβοκοιταξε
"Ωραία λοιπόν! Σε ακούω!" η ειρωνεία που υπήρχε στη φωνη του πέρασε αδιάφορα από τον Άρη ο οποίος πήρε το ελεύθερο
"Πήγα σπίτι της..." Ξεκίνησε να λέει και τον είδε να αλλάζει όψη.
"Μην αγριευεις γιατί θα γαμηθουμε στο λέω!" του το έκοψε ο Άρης. "Με χτύπησε και τυφλώθηκα. Δεν ξέρω γιατί πήγα... Ήθελα να τη κάνω να πληρώσει στην αρχή μα τη βρήκα σε άσχημη κατάσταση..."
"Άσχημη;" ρώτησε αδιάφορα μα δε πέρασε εκείνη η απαθεστατη αδιαφορία του.
"Καημένε..." ο Άρης κούνησε το κεφάλι βλέποντας πως εκείνη ήταν η μόνη λέξη, που τον έκανε να ενδιαφερθεί.
"Άρη;" του είπε πιο άγρια
"Τέλος πάντων, λίγες μέρες πριν όταν βγήκα, ήθελα να έρθω. Έβρεχε ασταμάτητα και όταν ήρθα τη βρήκα εδώ..."
"Εδώ;"
"Ναι Ορέστη! Εδώ! Ξαπλωμένη σε εκείνο το καταραμένο στρώμα σαν φυτό!" είπε πιο έντονα κι εκείνος κατέβασε σχεδόν πέντε γουλιες ουίσκι μονοκοπανια "Μαλώσαμε... Νομίζω δεν μπορούσα να κάνω πολλά... Μη νομίζεις πως ξεχνάω ... Γιατί το βλέπω στα μάτια σου... Τέλος πάντων, πατήσαμε ένα γερό καυγά και εκείνη έφυγε μέσα στη βροχή. Θέλοντας να τη βρω , πήγα σπίτι αλλά ήταν βαριά άρρωστη. Με το ζόρι περπατούσε. Όπως και να έχει, σίγουρα δε θυμάται καν ότι ήμουν εκεί..."
"Άρη μη με ζαλίζεις. Που θες να καταλήξεις;"
"Είδα κάτι περίεργα σημειώματα στο τραπέζι... Απειλές.."
"Απειλές;" Ο Ορέστης άναψε ένα τσιγάρο και ο Άρης κατάλαβε αμέσως από το ύφος του πως δεν είχε ιδέα
"Τι εννοείς απειλές!" ρώτησε έντονα
"Νόμιζα ότι ήσουν εσύ από πίσω αλλά από ότι βλέπω..."
"Εγώ αν θέλω να απειλησω , βάζω το τομάρι μου μπροστά! Δε κρύβομαι σαν γυναικούλα. Πως σκέφτηκες κάτι τέτοιο!"
"Για σένα έλεγαν...Κάθε ένα από αυτά τα χαρτιά παρέπεμπε στην αποφυλάκιση σου. Σαν να ήθελε κάποιος να τη κάνει να φοβηθεί..."
Ο Ορέστης σώπασε. Για μια στιγμή έδειχνε τόσο σκεπτικός ώσπου αξαφνα σηκώθηκε και κλώτσησε με δύναμη τα αγαπημένα του τελάρα
"Τι σε έπιασε ρε!!!"
"Πρέπει να φύγω!" ο Ορέστης άρπαξε τα τσιγάρα μα ο Άρης μπήκε μπροστά
"Λέγε τώρα τι διάολο ξέρεις! Είμαστε μαζί σε όλα! Τέρμα τα παιχνίδια!" Σαν τον είδε θολωμένο, ο Άρης μαλακωσε "Ξέρω πως περάσαμε τα πάνδεινα. Φάγαμε τα σκατα και τα ξερασαμε... Πλέον όμως, πατάμε πάλι στα πόδια μας. Αισθάνομαι ότι κάτι συμβαίνει... Σε παρακαλώ. Άφησε για λίγο στην άκρη το πείσμα και έλα να μιλήσουμε σαν άνθρωποι..." Ο Ορέστης έβγαλε έναν αναστεναγμό
"Είδα ένα τύπο μαζί της το βράδυ που βγήκα..."
"Το μπάτσο..." Μόλις άκουσε τη λέξη μπάτσος ήταν σαν να βαρεσε μπιέλα ο εγκέφαλος. Το βλέμμα του , ήταν ίδιο με εκείνο στη φυλακή τις πρώτες μέρες... Μύριζε θάνατο και θυμό.
"Αυτός ο πουστης... Την άκουσα να τον κατηγορεί για κάτι σημειώματα! Πως μπήκε κρυφά σπίτι της. Την άρπαξε και..."
"Και τον γάμησες... Υποθέτω..." Ο Άρης συμπλήρωσε άψογα τη φράση του Ορέστη μα εκείνος ήταν σε μια πυρετώδη κατάσταση.
"Όχι ακριβώς... Μα σκοπεύω να το κάνω απόψε κι όλας!"
"Γιατί..;" ο Ορέστης τον κοίταξε παράξενα "Γιατί θα το κάνεις! Γιατί εκμεταλλεύτηκε εσένα και το όνομα σου για σκοπούς που δε ξερουμε; Ή μήπως ..."
Του εριξε ένα βλέμμα τόσο άγριο που ο Άρης σώπασε για μια στιγμή
"Δεν ξέρω τι έκανες με την Εύα αλλά...υπάρχει και κάτι ακόμα που είδα στο διαμέρισμα εκείνο το βράδυ ..."
*************
"Βαρέθηκα..." Η Εύα πέταξε μια πέτρα στη θάλασσα και σηκώθηκε
"Ρε Εύα... Αφού ξέρεις..."
"Όχι δε ξέρω! Όχι δε θέλω να ξέρω! Βαρέθηκα!!!" Έπιασε το μπουφάν της έξαλλη και ο Άρης τη σταμάτησε
"Μη του το κάνεις πιο δύσκολο... Μόνο εμάς έχει για να κρατηθεί .."
"Δύο ημέρες πέρασαν... Δεν τον είδες σε τι κατάσταση ήταν γιαυτο το λες!"
"Εγώ;;; Έχεις συναίσθηση των λέξεων σου; Μήπως εσύ τον είδες έτσι πρώτη φορά και έπαθες σοκ; μη μου γυρίζεις τον εγκέφαλο!!!" Ο Άρης είχε βγει εκτός εαυτού και εκείνη πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι "Ξέρεις πόσα γαμημενα βραδιά προσπαθούσα να κάτσω πλάι του και να δω αν αναπνέει;! Λέγε ξέρεις;" την έπιασε και τη ταρακούνησε δυνατά με αποτέλεσμα εκείνη να βάλει τα κλάματα.
"Δεν αντέχω άλλο να τον βλέπω να πονάει..." ψέλλισε λυπημένη
"Ούτε κι εγώ ματάκια μου... Και ξέρω πολύ καλά τι είδες σε εκείνο το υπόγειο... Χρόνια το βλέπω και το ζω..." Η Εύα έβγαλε ένα παράπονο μόλις ο Άρης μαλάκωσε και χώθηκε στην αγκαλιά του. "Σσς... Μη κλαίς. Θα περάσει..."
"Πονάει ρε Άρη..."
"Το ξέρω. Κι εγώ πονάω. Μη με εγκαταλείπεις όμως κι εσύ εντάξει; Προσπαθώ να κρατηθώ. Προσπαθώ ακόμα και να προσπαθήσω..."
"Μη του πεις ότι ξέρω... Ορκίστηκα στη μάνα του..."
"Δε χρειάζεται να μου το πεις αυτό Εύα... Αν ήθελα να τον σκοτώσω , ήταν το μόνο που θα μπορούσα να κάνω... Αν μάθει ποτέ ότι τον έχεις δει σε αυτή τη κατάσταση ..."
"Γιατί... Γιατί ποτέ δε μου μιλάει και με αφήνει στα σκοτάδια μου λες;"
"Γιατί σου έχει αδυναμία... Είναι τέτοια, που δε μπορώ να στην εξηγήσω εγώ. Δυστυχώς αυτό θα το ανακαλύψεις μόνη σου..."
"Άρη;"
"Τι είναι μάτια μου;"
"Τον αγαπάω πολύ..."
"Κι αυτό το ξέρω..."
"Αν ... Αν ποτέ πάθει κάτι..."
"Δεν θα πάθει. Στο υπόσχομαι..."
Η Εύα κουλουριασε στην αγκαλιά του κι εκείνος την εσφιξε ως το τέρμα...
"Στο ορκίζομαι. Στο ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό πως δε θα τον αφήσω εγώ να πάθει..."
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top