Κεφάλαιο 1


«Γιατί είναι τόσο σκοτεινά;» αναρωτήθηκε η Άννα μόλις ξύπνησε. Κοίταξε γύρω της. «Μα τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;». Δεν βρισκόταν στο δωμάτιο της και αυτό την τάραξε. Νόμιζε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ήθελε να σηκωθεί όρθια. Τότε μόνο κατάλαβε πως ήταν μέσα σε ένα κουτί. Τρομοκρατήθηκε. Με τα χέρια της προσπάθησε να απελευθερωθεί. Μόλις δραπέτευσε από το κουτί μία ακόμα δυσάρεστη έκπληξη την περίμενε.

Δεξιά-αριστερά της υπήρχαν πτώματα. Άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι. «Τι είναι εδώ; Νεκροτομείο; Θεέ μου, πώς θα φύγω; », σκέφτηκε την ώρα που έψαχνε για την έξοδο. Το δωμάτιο είχε μόνο μία πόρτα αλλά ήταν κλειδωμένη. «Πού είναι το κλειδί;» μονολόγησε, όταν πάνω στη πόρτα χαράχτηκε με κόκκινα γράμματα η πρόταση «Ψάξε στους νεκρούς φίλους σου».

Απομακρύνθηκε από την πόρτα τρομοκρατημένη. Πώς θα έψαχνε το κλειδί ανάμεσα στα πτώματα; Φοβόταν να πλησιάσει κοντά, αλλά ήταν η μόνη λύση που είχε. Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου, πίστευε πως ο εφιάλτης της θα τέλειωνε. Αλλά έκανε λάθος. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, είδε μια τεράστια πινακίδα κρεμασμένη στο ταβάνι. Η πινακίδα έγραφε: Έχεις μόνο 60 λεπτά για να βγεις από εδώ. Μη ακουμπάς τους τοίχους.»

Έτρεξε στο διάδρομο. Στο τέλος του, υπήρχαν δύο πόρτες. Η μία ήταν στη δεξιά πλευρά. Ήταν μπλε και είχε χρυσό πόμολο. Η άλλη ήταν στη αριστερή πλευρά. Ήταν πιο μεγάλη από την μπλε. Αυτή ήταν μαύρη και το πόμολο της ήταν καφέ. Στο τοίχο ανάμεσα στις δύο πόρτες, υπήρχε μία μικρή επιγραφή: «Διάλεξε την σωστή πόρτα». «Το μπλε είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Ίσως αυτό να με οδηγήσει και στη έξοδο». Η Άννα προσπάθησε να σκεφτεί θετικά και με τρεμάμενα χέρια άγγιξε το πόμολο της πόρτας. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top