Συνέντευξη
Μ: Καλημέρα σας
Τ: Καλημέρα
Μ: Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Τ: Ναι, ευχαρίστως! Είμαι η Μαρία Τζουμέρκα του Ιωάννου (Ιωάννης ήταν ο άντρας και όχι ο πατέρας της), είμαι γεννηθείς του '46, έχω παντρευτεί το '65 και πήρα τον Ιωάννη Τζουμέρκα. Έχω δυο παιδιά: τον Μιχάλη και την Ευαγγελία και δύο εγγόνια τη Μαρία και τη Λαμπρινή.
Μ: Εμένα δηλαδή!
Τ: Ναι ! (γέλια)
Μ: Που γεννηθήκατε και που μεγαλώσατε;
Τ: Γεννήθηκα στις Φάνες και μεγάλωσα στις Φάνες, ένα χωριό της Ρόδου.
Μ: Εργαστήκατε ποτέ;
Τ: Ναι, ήμουνα μοδίστρα και μετά από εφτά χρόνια που είχα τον άντρα μου, ανοίξαμε τυπογραφείο και δούλευα μαζί (ν)του.
Μ: Το τυπογραφείο αυτό που βρισκότανε;
Τ: Αμερικής 3, στη Ρόδο μέσα, στην πόλη.
Μ: Ωραία! Εγώ τώρα θα προσπαθήσω να σας πάρω μια συνέντευξη για τα έθιμα του γάμου που υπήρξαν στο χωριό σας, αναφερόμενη όμως πάντα στο δικό σας γάμο.
Τ:Ναι
Μ: Πως γνωρίστηκες με τον παππού;
Τ: Γνωρίστηκα μια μέρα όταν εδούλευε στη Δ.Ε.Η., στις κολόνες απάνω, ε...τον εγνώρισα εκεί μια μέρα και... το είχε μάθει ο πατέρας μου. Μένανε σε ένα ξενώνα στο σχολείο και ο μπαμπάς μου το είχε μάθει και πήγε να τον βρει και ρώτησε: « Ποιος είναι ο Γιάννης από τη Λάρισα;». Και, βρέθηκε εκεί ο παππού και τον είπε: «Εγώ είμαι!». Τότε ο μπαμπάς μου, του είπε: «Εγώ είμαι ο πατέρας της Μαρίας» και ο άντρας μου του είπε: «Θέλω να έρτω στο σπίτι σας να ζητήσω την κόρη σας γιατί κατάλαβα ότι μαζί ντης θα περάσω καλά.». Και, ήρθε!
Μ: Όμως, ο παππούς ήταν από τη Λάρισα. Δεν ήταν από τη Ρόδο.
Τ: Ο παππούς ήταν από τη Λάρισα. Από την Αμπελώνα Λαρίσης. Γεννήθηκε στη Ροδιά, αλλά έμενε στην Αμπελώνα. (πάυση)
Τον εγνώρισα τις πρώτες απόκριες και στις εννέα του Μαΐου παντρευτήκαμε. Δηλαδή...σαράντα μέρες γνωριμία...τόσο!
Μ: Ήταν με κάποιο τρόπο προξενιό;
Τ: Όχι, όχι! Για μένα δεν ήτανε προξενιό. Ήτανε γνωριμία.
Μ: Όταν γνωριστήκατε τι έγινε με τον παππού; Πώς γνωριστήκατε δηλαδή; Ποια ήταν η συνάντηση που κάνατε;
Τ: Τον υποδέχτηκε πάρα πολύ καλά ο μπαμπάς και η μάνα μου. Μετά, πήρε τηλέφωνο τη μάνα του τηλέφωνο και της τα είπε... και σε σαράντα μέρες παντρευτήκαμε.
Μ: Τι ηλικία είχες εσύ και τι ηλικία είχε ο παππούς όταν έγινε η γνωριμία;
Τ: Εγώ ήμουνα 18 και ο μπαμπάς, ε.., ο παππούς, ήτανε 19.
Μ: Α, μικρός. Και, πώς βρέθηκε στη Δ.Ε.Η. της Ρόδου από τη Λάρισα;
Τ: Ε, βάζανε κολόνες. Βάζανε τις κολόνες και φέρνανε τον φωτισμό το '65.
Μ: Ήταν ουσιαστικά η πρώτη απόπειρα φωτισμού στο χωριό;
Τ: Ναι, ναι! Η πρώτη, η πρώτη.
Μ: Οπότε, ο μπαμπάς σου, είχε βρει ο ίδιος τον μελλοντικό άντρα σου και του είπε ο ίδιος να έρθει να σε ζητήσει;
Τ: Ναι! «Αμαν την εθέλεις, να έρτεις στο σπίτι να τη ζητήσεις!». Και, ήρτε!
Μ: Στους γονείς του παππού στη Λάρισα, πώς ανακοινώθηκε το γεγονός; Ήρθανε κάτω;
Τ: Πήγε πάνω και τα είπε την μάνα του και τις αδερφές σου μετά;
Μ: Αφού όμως ήρθε σπίτι σου;
Τ: Ναι, αφού ήρθε σπίτι μου πρώτα και γνώρισε και τα αδέρφια μου. Και μετά, πήγε πάνω για Πάσχα και έφερε και την μητέρα του κάτω και τον γαμπρό ντου.
Μ: Όταν ήρθανε κάτω τα πεθερικά σου, ποια διαδικασία υπήρχε; Πως έγινε η γνωριμία;
Τ: Ήρθανε κάτω, με γνωρίσανε, φέρανε τα χρυσά, ε... μου βάλανε χρυσά.
Μ: Τι χρυσά σου βάλανε;
Τ: Ε, με βάλανε ένα μενταγιόν, σκουλαρίκια και δαχτυλίδι.
Μ: Η μητέρα του ή ο ίδιος τα είχε αγοράσει;
Τ: Όχι, η μητέρα του.
Μ: Τ' αδέρφια του; Σου κάνανε κάτι;
Τ: Ε, δεν ήρθε καμιά. Ήρθε μόνο ο γαμπρός του.
Μ: Εσείς, το δικό σου σόι; Στο σόι του παππού ή στον παππού, τί δώρα κάνατε;
Τ: Ένα σταυρό του βάλαμε!
Μ: Α! Υπήρχε κάποια διαφωνία για το μέρος στο οποίο θα μένατε ή υπήρχε κάποια παράδοση όπου έπρεπε να μείνετε στο μέρος της νύφης;
Τ: Όχι δεν υπήρχε καμία. Παντρευτήκαμε Κυριακή και Παρασκευή φύγαμε.
Μ: Φύγατε για που;
Τ: Φύγαμε στη Λάρισα και μείναμε. Στο Βόλο πήγαμε και μείναμε κατ' αρχήν έξι μήνες και δεν ήτανε να πάει ακόμα φαντάρος, και τον ήρθε το χαρτί και κατεβήκαμε στη Ρόδο και πήγε στον στρατό.
Μ: Στην Ρόδο ήρθε να πάει φαντάρος;
Τ: Ναι. Ήρθαμε κάτω για να φέρει εμένα και μετά έφυγε φαντάρος.
Μ: Άρα πήγε φαντάρος αφού είχατε παντρευτεί.
Τ: Ναι, ναι!
Μ: Για πες μου τώρα... Υπήρχε κάποιο προικοσύμφωνο ή κάποια μεταφορά προίκας που έπρεπε να γίνει όταν βρεθήκανε οι γονείς σας;
Τ: Όχι, απλώς του είπανε πως έχουμε δύο κτήματα, ε ...τρία κτήματα, «...αυτά είναι για την κόρη μου και θα την κάνουμε και ένα σπίτι.» Οπότε, το σπίτι αυτό τελείωσε σε δύο χρόνια, σε τρία χρόνια... και μπήκαμε μέσα.
Μ: Άρα μέχρι να φτιαχτεί το σπίτι, μένατε στο Βόλο;
Τ: Όχι, έμενα στου γονείς μου.
Μ: Α,ναι, αφού ο παππούς ήταν φαντάρος. Μετά από αυτό, τι έκανε;
Τ: Ο παππούς είχε σπουδάσει στη Λέρο, σε ένα βασιλικό ίδρυμα «Τυπογραφία» και δούλευε σε μια εφημερίδα στο «Κάδμος» και δούλευε και σε άλλα τυπογραφεία. Μετά, είχα πει εγώ να πάω να δουλέψω σε ξενοδοχείο ως μοδίστρα, γιατί είμαι και μοδίστρα, και δεν ήθελε. Και του λέω, «αφού δε θέλεις, θα ανοίξουμε μαγαζί». Και μου λέει: «Αφού δεν έχουμε λεφτά», και του λέω: «Θα τα καταφέρουμε!».Εκάναμε λοιπόν ένα δάνειο και πήραμε μια μηχανή (τυπογραφική) και ένα μαχαίρι, τα απαραίτητα κι αρχίσαμε και δουλεύαμε. Το ένα έφερνε το άλλο μετά.
Μ: Εκτός από τη δική σου περίπτωση αρραβώνα και γάμου που ήταν «γρήγορη», σε εκείνην την εποχή, υπήρχε κάποια διαδικασία για προικοσύμφωνα ή πως γινόντουσαν οι αρραβώνες;
Τ: Ναι, ναι. Υπήρχανε, υπήρχανε.
Μ: Θέλω να μου πεις για τα προικοσύμφωνα και για τις διαδικασίες που ακολουθούσαν οι δύο οικογένειες. Του γαμπρού και της νύφης. Τι τους δίνανε; Τι χαρίζαν από κοσμήματα, πώς γίνονταν οι αρραβώνες;
Τ: Όταν επρόκειτο να αρραβωνιάσουν μια κοπέλα, πρώτα δεν υπήρχε ο έρωτας όπως είναι τώρα. Όταν ένα παλληκάρι ήθελε μια κοπέλα, έλεγε στην μητέρα του πως «αυτή θέλω να την πάρω, να στείλουμε προξενητή».
Μ: Ήταν επάγγελμα ο προξενητής; Πληρωνόταν γι'αυτό;
Τ: Ε, αυτόςάμαν ήθελε έπαιρνε, άμαν δεν ήθελε δεν έπαιρνε (λεφτά). Πήγαινε λοιπόν ο προξενητής (στο σπίτι της κοπέλας) και έλεγε: «Με έστειλε το τάδε παλληκάρι να ζητήσω την κόρη σας». Και να μην είχε ιδέα ή και να μην τον ήθελε, οι γονείς ήταν ο πρώτος λόγος, οπότε ήθελε, δεν ήθελε, αν ήθελαν οι γονείς, τον έπαιρνε. Μετά, κάνανε την αρραβώνα και βάζανε τα χρυσά.
Μ: Πώς γίνονταν ο αρραβώνας;
Τ: Με τους συγγενείς καλεσμένους. Κάνανε φαγητά στο σπίτι, τρώγανε και γλεντούσανε.
Μ: Υπήρχε κάποιος παπά να ευλογούσε τις βέρες ή τίποτα τέτοιο;
Τ: Φέρνανε έναν παπά και (ε)υλογούσε τις βέρες.
Μ: Οπότε το ζευγάρι γνωρίζονταν (κατά βάση) στους αρραβώνες;
Τ: Ναι, στους αρραβώνες. Και δεν αφήνανε τότε την κοπέλα να πάει κάπου μαζί με τον αρραβωνιαστικό. Στέλνανε κι ένα μικρό παιδί μαζί ντους για να τους βλέπει.
Μ: Ε, αφού υπήρχε τότε αυτή η διαδικασία, τότε οι γονείς σου πώς ήταν τόσο ελαστικοί όταν γνώρισες τον παππού;
Τ: Δεν ήτανε ελαστικοί! Δεν ήταν ελαστικοί! Είχα δύο αδέρφια... ο ένας ήτανε ήρεμος. Ο άλλος ήτανε... (παύση) «Παναγία μου βοήθα»!
Μ: Οπότε ήταν αυστηρός;
Τ: Πάρα πολύ! Έφαγα και πολύ ξύλο (από τον αδερφό)
Μ: Για το ότι....
Τ: Ναι, επειδή ήμουν 18 χρονών.
Μ: Σε ποια ηλικία παντρευόντουσαν τότε;
Τ: Ε παντρευόντανε και 25 ...και 26.. Εγώ παντρεύτηκα πάρα πολύ μικρή!
Μ: Δηλαδή, δεν υπήρχε η παράδοση να παντρεύονταν νωρίς τότε τα κορίτσια;
Τ: Παντρευόντανε αλλά όχι τόσο πολύ.
Μ: Και για τη διαδικασία με τα προικοσύμφωνα στους αρραβώνες... (με διέκοψε)
Τ: Όταν πηγαίνανε πια όλοι μαζί (στο σπίτι της νύφης), πιάνανε ένα χαρτί και γράφανε ότι αυτό το χωράφι, και εκείνο, κι εκείνο και το άλλο και το άλλο ...τα δίνω στην κόρη μου. Και της δίνανε ας πούμε και το σπίτι. Και ό,τι άλλο. Άμαν ήταν μοναχοκόρη, τα έπαιρνε όλα κι έφηνε «γεροντομοίρια» που λέμε ΄μεις. Φήνανε δυο- τρία χτήματα όταν είχανε πολλά για τα γεράματά τους οι γονείς.
Μ: Αν είχε αδερφό, υπήρχε κάποια παράδοση γι' αυτόν ή τα έπαιρνε όλα η νύφη;
Τ: Aν είχε αδερφό, μοιράζονταν η περιουσία στα δύο γιατί θέλανε να καλύψουνε το μέρος της κόρης μην τυχόν πάει καμία στραβή και χωρίζει το αντρόγυνο και δεν έχει τίποτα μετά το κορίτσι (για να τα δώσουν στον επόμενο).
Μ: Αυτά που έδιναν στη νύφη οι γονείς της, άνηκαν πια σε εκείνην ή ήταν στο όνομα του γαμπρού;
Τ: Στο όνομα ντης, αλλά, και στους δύο.
Μ: Και οι γονείς του αντρός τι δίνανε συνήθως για τον γάμο;
Τ: Εεε... χρήματα! Αν είχαν χρήματα, του δίναν χρήματα. Και μάλιστα, η περιουσία αυτή (της νύφης) ήταν για να πηγαίνουν και ο άντρας και η γυναίκα να δουλεύουν στα κτήματα.
Μ: Μάλιστα! Οπότε οι αρραβώνες γίνονταν με τον παπά, τους γονείς και το γλέντι. Μετά τους αρραβώνες τι ακολουθούσε;
Τ: Να πηγαίνει η νύφη στης πεθεράς, τα συμπεθέρια ανταμώνανε, ετοίμαζον το σπίτι για τον γάμο. Κάθε Σαββατοκύριακο σμίγανε τα συμπεθέρια .
Μ: Από τον αρραβώνα στον γάμο, μεσολαβούσε μεγάλο διάστημα όπως και σήμερα ή γίνονταν γρήγορα ο γάμος;
Τ: Το πολύ-πολύ εφτά με οχτώ μήνες.
Μ: Αν δεν είχε σπίτι εκείνη την περίοδο η κοπέλα περίμενε να χτιστεί για να γίνει ο γάμος ή έμενε με τους δικούς της και τον άντρα της μαζί;
Τ: Και τα δύο! Ειδικότερα αν έμενε έγκυος η κοπέλα ! Τότε έμενε με τους δικούς της μέχρι να χτιστεί το σπίτι.
Μ: Επιτρεπότανε να μείνει έγκυος μια κοπέλα εκείνη την εποχή πριν παντρευτεί;
Τ: Δεν επιτρεπότανε... αλλά...όλα απαγορεύονται και όλα επιτρέπονται !
Μ: Για τα καλέσματα του γάμου, ποια διαδικασία υπήρχε;
Τ: Στα καλέσματα του γάμου καλούσανε τις κοπελιές και τις στολίστρες που στολίζανε την ντουλάπα με τα προικιά, τις κουβέρτες , τα ντουλάπια της κουζίνας ...τα πάντα.
Μ: Τι κάνανε εκεί δηλαδή;
Τ: Στοιβάζανε τις κουβέρτες όμορφα, τα ντουλάπια ωραία στολισμένα. Όλα αυτά ήταν τα προικιά της κοπέλας και την Πέμπτη φέρνανε και του γαμπρού τα προικιά και πάλι εφωνάζανε της στολίστρες και τα στολίζανε.
Μ: Και τι προικιά είχε η γυναίκα και τι ο άντρας;
Τ: Ό,τι (είδη) είχε ο γαμπρός, είχε και νύφη αλλά ο γαμπρός είχε τα πιο λίγα γιατί ήταν πολλά της νύφης.
Μ: Δηλαδή, τι προικιά ήταν αυτά;
Τ: Κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, σεντόνια, πετσέτες, της κουζίνας, τα πάντα.
Μ: Από κουζίνα;
Τ: Κατσαρόλες, τα ποτήρια, τα τηγάνια της, τα πάντα, τα πάντα!
Μ: Για το σπίτι που θα έμενε το ζευγάρι, υπήρχε συνεισφορά από τον γαμπρό ή ήταν αποκλειστικά καθήκον της οικογένειας της νύφης;
Τ: Όχι! Το σπίτι το έφτιαχναν οι γονείς της νύφης.
Μ: Μάλιστα. Οπότε, όσον αφορά τα καλέσματα, πηγαίνανε στο σπίτι όπου θα έμενε το ζευγάρι και στολίζανε τα προικιά της νύφης και του γαμπρού. Τι άλλο κάνανε; Πώς γίνονταν το μοίρασμα των προσκλητηρίων, πώς ήταν τα προσκλητήρια;
Τ: Στην αρχή, δεν είχαμε προσκλητήρια, κάναμε «μπουμπουνιέρες» με τα κορίτσια και τις δέναμε με το φιογκάκι και κάναμε λίγα προσκλητήρια για όταν ήταν να καλέσουμε κόσμο που ήταν εκτός τόπου και χωριού όπου θα εγίνοντο ο γάμος.
Μ: Οι μπομπονιέρες τι είχανε μέσα;
Τ:Κουφέτα. Παίρναμε τούλι, το κόβαμε και κάναμε εμείς τις μπουμπουνιέρες.
Μ: Οπότε πηγαίνατε σε κάθε σπίτι και δίνατε μια μπομπονιέρα;
Τ: Όχι, γυρίζαμε με ένα βιολί κι ακορντεόν και έπαιζε το ακορντεόν καθώς γυρνούσαμε το χωριό. Καλούσαμε τα κορίτσια (να γυρίσουν μαζί μας) και πηγαίνανε σε κάθε σπίτι και τα δίνανε τις μπουμπουνιέρες. Υπήρχαν και δύο παλληκάρια που κρατούσανε ούζο και ποτήρια και μοιράζανε στα σπίτια που πηγαίνανε.
Μ: Τα σπίτια εκείνα μετά, δεν ήταν στην περίγυρη που γυρνούσε για να καλέσει τον κόσμο στον γάμο; Γιατί απ' όσο ξέρω μαζεύονταν όλο το χωριό για να καλέσει.
Τ: Ναι, ναι, ναι!! Όλο το χωριό. Παίρνανε τη νύφη από το σπίτι με τα βιολιά.
Και την μάνα τη δικιά σου έτσι τους πήραμε στην εκκλησία, με βιολιά και κόσμο και χορεύαμε και στην πλατεία τη μεγάλη.
Μ: Τι χορεύατε;
Τ: Σούστα, καλαματιανά, ό,τι βάλει το μυαλό σου.
Μ: Αυτός ο χορός γίνονταν με τη συνοδεία του βιολιού και του ακορντεόν ;
Τ: Όχι, με ορχήστρα κανονικιά.
Μ: Α, περίμενε εκεί μια ορχήστρα μέχρι να φτάσει το ζευγάρι;
Τ: Ναι, ναι ! Η ορχήστρα περίμενε στην πλατεία και χορεύανε ο κόσμος.
Μ: Το ζευγάρι φορούσε κάποια συγκεκριμένη ενδυμασία τότε για τα καλέσματα;
Τ: Ψώνιζε η κοπέλα ό,τι μπορούσε για να γυρίσει μαζί με τον κόσμο για να καλέσει το χωριό.
Μ: Ποια ήταν τα ψώνια που έπαιρναν οι οικογένειες για το σπίτι του γάμου;
Τ: Ό,τι ήθελε η κάθε μία. Άλλη σερβίτσιο, άλλη πιάτα, άλλη ποτήρια, άλλη... ε, δεν είχε ο κόσμος τότε Μαρία μου πολλά λεφτά και έτσι έπαιρνε ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Μ: Αυτά που έπαιρναν ήταν αυτά που έλειπαν στο ζευγάρι ;
Τ: Ήταν αυτά που τους έλειπαν αλλά μετά αλλάξαμε το έθιμο και δίναμε λεφτά στο αντρόγυνο να παίρνει ό,τι θέλει.
Μ: Εκείνοι από τη μεριά τους παίρνανε κάτι ή όλα τα έδιναν οι γονείς τους;
Τ: Στο γάμο όχι, τους τα έφτιαχνε όλα η μάνα και ο πατέρας (της νύφης).
Μ: Πριν τον γάμο υπήρχε κάτι που κάνανε στον γαμπρό και στη νύφη ως έθιμο; Τη νύχτα πριν τον γάμο ας πούμε...Πως αποχαιρετούσανε οι γονείς τα παιδιά τους....
Τ: Τα αποχαιρετούσανε, αλλά...τη βδομάδα του γάμου ε...αρχίζαμε και κάναμε ψωμιά για το τραπέζι του γάμου,
Μ: Ωραία, για πες μου. Τι παραδόσεις υπήρχαν πριν τον γάμο;
Τ: Καλούσανε το χωριό και ερχόντουσαν και φέρνανε. Άλλοι ρύζια, άλλοι μακαρόνια, άλλοι αλεύρι και ζυμώναμε και κάναμε, εμείς τα λέμε εδώ «ψωμόπουλα». Ψωμάκια στρογγυλά μικρά και τα βάζαμε στο τραπέζι του γάμου κι ερχόταν ο κόσμος , κι έφερναν οι γυναίκες ζάχαρες, ρύζια, μακαρόνια, αλεύρια.
Μ: Όλα αυτά ήτανε για να φτιάξετε για το τραπέζι μετά τον γάμο.
Τ: Ναι, αυτά που φέρνανε ήταν για το τραπέζι του γάμου.
Μ: Ναι , και τι φτιάχνατε κυρίως;
Τ: Τι φαγητά; Φτιάχναμε κοτόπουλα στον φούρνο, παστίτσιο, σαλάτες, σαρδελίτσες για μεζέ, κανονικά. Πιο πολλά κάναμε πρώτα παρά τώρα.
Μ: Υπήρχε κάποιο παραδοσιακό φαγητό στον γάμο στην περιοχή των Φανών;
Τ: Ε το παστίτσιο, τα κοτόπουλα.. όλα, αυτά.
Μ: Οπότε αυτό γινότανε μια βδομάδα πριν τον γάμο περίπου;
Τ: Από Δευτέρας αρχίζαμε Μαράκι μου. Από Δευτέρας μέχρι και την ημέρα του γάμου.
Μ: Η οποία ποια ήτανε; Η Κυριακή;
Τ: Ναι , η Κυριακή. Και μετά, την Πέμπτη κάναμε τα μελεκούνια.
Μ: Για πες μου τώρα για μελεκούνια. Πώς γινόντουσαν τότε και πώς γίνονται σήμερα;
Τ: Όπως γίνονταν και τότε, γίνονται και σήμερα. Μόνο που σήμερα δεν τα κάνουμε όλες μαζί γιατί πια δε συμφέρει. Οι γυναίκες πρέπει να δουλέψουνε κιόλα. Όπως εγώ τώρα που αναλαμβάνω γάμους (και βαφτίσεις) και κάνω τα μελεκούνια.
Μ: Τότε δηλαδή μαζευόντουσαν όλες οι κοπέλες για να κάνουν τα μελεκούνια;
Τ: Ναι βοηθήσουν οι κοπέλες στο τύλιγμα και κάναμε και φαγητό για να τρώνε οι γυναίκες που βοηθούσανε.
Μ: Αυτά που μας είπες μέχρι τώρα έγιναν έτσι και στον δικό σου γάμο;
Τ: Και βεβαίως! Και στης μαμάς σου τα έκανα τα έθιμα αυτά.
Μ: Αλλά, επειδή ο παππούς ήταν από Λάρισα, υπήρχε κάποια άλλη διαδικασία που έγινε για τον γάμο σας;
Τ: Όχι, όχι, όχι. Κάναμε τα δικά μας έθιμα.
Μ: Άρα τα έθιμα αφορούσαν το τόπο της νύφης.
Τ: Ναι ο γάμος γίνονταν πάντα στο μέρος της νύφης (εννοεί στις ροδίτικες παραδόσεις).
Μ: Στα μελεκούνια και στην παρασκευή όλων αυτών των φαγητών και των εθίμων συμμετείχε η νύφη ή ήταν μόνο οι φίλες της, οι συγγενείς και η οικογένειά της;
Τ: Η οικογένεια και οι φίλες της. Η νύφη είχε πάντα άλλες δουλειές για το γάμο. Να πάει να ψωνίσει...να, τέτοια πράματα.
Μ: Το νυφικό της νύφης, το ράβατε;
Τ: Οι πλούσιες το ράβαμε. Οι φτωχές πηγαίναμε και νοικιάζαμε.
Μ: Ήταν η διαδικασία όπως τώρα που το πληρώνει η πεθερά και πηγαίνουμε σε μαγαζιά και διαλέγουμε ή υπήρχε κάτι άλλο... ;
Τ: Εμάς το πλήρωνε ο γαμπρός. Τώρα δε ξέρω τα λεφτά αν τα έβρισκε από την μαμά του ή ήτανε δικά του.
Μ: Οπότε, διάλεγε η νύφη και απλά το πλήρωνε ο γαμπρός.
Τ: Ναι, ναι !
Μ: Για πες μου τώρα για μελεκούνια... Είναι ένα παραδοσιακό γλυκό της Ρόδου το οποίο είπες ότι φτιάχνεις κι εσύ και ουσιαστικά δουλεύεις με αυτό σε γάμους και βαφτίσια. Θες να μας πεις περίπου πώς γίνονται, τι είναι, τι περιέχουν;
Τ: Ναι! Παραγγέλνω το σουσάμι μου, ε...το καβουρντίζω, παραγγέλνω το μέλι, λίγη ζάχαρη που βάζω για να δέσει, κανέλες, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο, πορτοκάλι ψιλό-ψιλό κομμένο... δυο-τρεις νύχτες κόβω πορτοκάλια (στο μέγεθος του ρυζιού) γιατί κάνω πολλές ποσότητες. Υπήρχε γάμος που είχα κάμει 2.000 και 3.000 μελεκούνια. Τότε δεν είχαμε κρίση. Τα κάναμε, τα ζύγιζα, ερχότανε οι ανθρώποι και τα παίρνανε.
Μ: Πες μας πιο αναλυτικά
Τ: Ρίχνω το πορτοκάλι μέσα στο σησάμι που είναι ζυγισμένο, καβουρντισμένο και ρίχνω την κανέλα με το μοσχοκάρυδο μέσα και τ' ανακατεύω.
Μ: Όλα αυτά βράζουνε;
Τ: Όχι, κρύο! Τα ρίχνεις μέσα στο σησάμι όταν είναι κρύο. Κανέλα, μοσχοκάρυδο και πορτοκάλι, τα βάζεις στο σησάμι όταν είναι κρύο και τ' ανακατεύεις. Και βάζουμε το μέλι με τη ζάχαρη και λίγο νερό και τ' αφήνουμε και βράζει και δένει το μέλι. Το ανακατεύουμε στη σκάφη. Έχω πλάστες και τελάρα μεγάλα που το ρίχνω και το απλώνω και μετά παίρνω μεγάλο κοπίδι όπως είναι της πίτσας μεγάλο, και το κόβω και το τυλίγουμε στο σελοφάν και το κλείνουμε με αυτοκόλλητο.
Μ: Το κόβεις σε τριγωνικό σχήμα. Σε ρόμβο...
Τ: Και το αυτοκόλλητο λέει πάνω την μέρα του γάμου και το όνομα του γαμπρού και της νύφης.
Μ: Οπότε, όλο αυτό γίνονταν και τότε με τη διαφορά πως μαζεύονταν πολλές γυναίκες για να το κάνουν για τον γάμο. Σε αυτή τη διαδικασία τότε, υπήρχε κάποια ορχήστρα;
Τ: Ναι , ναι! Είχαμε ραδιόφωνα, δίσκους ή και όργανα και κάναμε μακαρονάδες και τρώγαμε και γλεντούσαμε.
Μ: Οι άντρες κάνανε κάτι ή έστω κάτι εθιμικό δικό τους ;
Τ: Όπου χρειαζόταν βοήθεια, βοηθούσανε! Αλλά, οι άντρες τρώγανε και γλεντούσανε.
Μ: Αλίμονο!
Τ: Ένα άλλο πράμα είναι πως όταν κάναμε τα ψωμιά, κάναμε από βραδύς το ζυμάρι (Τετάρτη κάναμε τα ζυμάρια) και βάζαν αλάτι μέσα σε μια λεκάνη και κρατούσαν ένα μπουκάλι με οινόπνευμα και το ρίχνανε στο αλάτι και γέμιζεν ο κόσμος γαλανός και έβλεπες τα πρόσωπά τους ολωνών γαλανά και γελούσεν ο κόσμος.
Μ: Αυτό το κάνατε γιατί ήτανε κάποιο έθιμο; Συμβόλιζε κάτι;
Τ: Ήταν έθιμο! Βλέπαμε τις μούρες τους γαλανές και βλέπαμε τους άλλους και γελούσανε και κείνοι βλέπανε τα δικά μας και γελούσανε.
Μ: Αυτό όμως γιατί το κάνατε; Υπήρχε κάποιος λόγος;
Τ: Όχι, για να γελάσουμε, για να χαρούμε, για να χορέψουμε, για να γλεντήσουμε.
Μ: Τη νύχτα πριν τον γάμο, υπήρχε κάποιο έθιμο;
Τ: Πρώτα δεν υπήρχαν «μπάτσελορ» και τέτοια και ήταν ο κόσμος φτωχός. Ήτανε δύσκολο. Το Σάββατο το βράδυ κάνανε χορό, χορεύανε με φαγητά, ποτά και γλεντούσανε.
Μ: Αυτά όλα στο σπίτι της νύφης;
Τ: Ναι ή και σε ένα μεγάλο καφενείο.
Μ: Αυτό το κάνατε και σεις στο γάμο σας;
Τ: Ναι το κάναμε κι εμείς. Στη μάνα σου πήγαμε σε κέντρο.
Μ: Στον γάμο τον δικό σου, σε όλα αυτά τα έθιμα ήταν και οι συγγενείς του παππού από τη Λάρισα;
Τ: Ήρθε η προγιαγιά σου και της θείας σου ο άντρας.
Μ: Άρα ήρθανε όσοι μπορούσανε
Τ: Ναι. Ήτανε και φτωχός ο κόσμος Μαρία μου. Αλλά, ήταν πολύ πιο ωραία γιατί ο κόσμος γλεντούσε με κέφι και με χαρά, γιατί ήταν αυτές οι χαρές μας. Περιμέναμε να γίνει ο γάμος και ήταν το κοσμικό γεγονός του χωριού.
Μ: Και, εσύ το νυφικό σου, το έραψες, το νοίκιασες, τι το έκανες;
Τ: Είχε μια κοπέλα πλούσια που το είχε βάλει και πήγα και μου το 'δωσε και μου 'ρθε φόρμα και σε μένα, εντάξει. Και δεν πλήρωσα γιατί δεν είχε ο παππούς σου λεφτά για να με αγοράσει/νοικιάσει νυφικό.
Μ: Ποια ήταν η ετοιμασία του παππού στον γάμο;
Τ: Κουστούμι κανονικό, κυριλάτο!
Μ: Μετά τον γάμο ακολουθούσε το γλέντι, το οποίο πού γινότανε;
Τ: Ε, σε καφενείο μεγάλο!
Μ: Και ο γάμος μόνο σε εκκλησία του χωριού της νύφης. Υπήρχε κάτι διαφορετικό απ' ό,τι γίνεται τώρα;
Τ: Μαζεύονταν ο κόσμος.. όλοι, οι φίλες, οι φίλοι και γλεντούσαν και χορεύανε.
Μ: Εννοώ, στην ώρα της τέλεσης του μυστηρίου, υπήρχε κάτι διαφορετικό;
Τ: Ε όχι! Μόλις ετελείωνεν η στέψη, βγαίναμε έξω, χαιρετούσαμε το αντρόγυνο και παίρναμε το μελεκούνι και την μπουμπουνιέρα.
Μ: Α, και μετά πηγαίνατε στο καφενείο και υπήρχαν τα φαγητά όπου είχατε ήδη φτιάξει και η ορχήστρα και γλεντούσατε.
Τ: Ναι, τη δεύτερη μέρα του γάμου γυρίζανε τα παλληκάρια και πηγαίνανε και παραξυπνούσανε το αντρόγυνο.
Μ: Το ξυπνούσανε δηλαδή;
Τ: Ναι. Και τραγουδούσανε και λέγανε «σόκιγκ» τραγούδια στο αντρόγυνο.
Μ: Ε, ξέρεις κάποιο να μου πεις; (γέλια)
Τ: Ε, πηγαίναν και λέγανε ας πούμε για τη νύφη και τον γαμπρό: «Ξύπνα νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και την πέρδικα σου που ΄χεις μες στην αγκαλιά σου.»
Μ: Ήταν δηλαδή στιχάκια όπως οι κρητικές μαντινάδες με ομοιοκαταληξία.
Τ: Ναι. Και λέγανε: « Όπερβολαριά καινούρια, πόσα τα πουλάς τ' αγγούρια». Και οι κοπέλες πέρναν δρόμο και τρέχανε γιατί αρχίζανε τα πιο βαριά «σόκιγκ»
Μ: Και οι κοπέλες αυτές που βρίσκονταν, ήταν εκεί; Δηλαδή ήταν εκεί όλο το χωριό;
Τ: Τραγουδιστά καλέ τα παλληκάρια, παίρνανε το βιολί και τραγουδούσαν τα τραγούδια.
Μ: Δηλαδή το αντρόγυνο ήξερε πως την επόμενη μέρα του γάμου θα γίνονταν αυτό το έθιμο;
Τ: Ναι. Ε, τη δεύτερη μέρα του γάμου, μαζευόντουσαν τα παλληκάρια και πηγαίνανε στα κοτέτσια του χωριού και κλέβανε κότες, τις φέρνανε, τις σφάζανε. Βράζαμε νερό και τις καθαρίζαμε και κάναμε σούπα και φαγητά και τρώγανε ο κόσμος πάλι.
Μ: Αυτό το κάνανε και στο δικό σου γάμο;
Τ: Ναι! Κρατούσανε ένα ξύλο! Το κρατούσε ο ένας μπροστά και ό άλλος πίσω (από τον ώμο), πιάνανε τις κότες, τις δένανε από τα πόδια και τις περνούσαν μέσα.
Μ: Αυτό ποιοι το κάνανε και γιατί; Οι φίλοι του ζευγαριού;
Τ: Ναι. Το κάναμε για να γλεντούν, να πίνουν, να φάνε και σούπα.
Μ: Αυτές οι σούπες που βράζονταν; Στο σπίτι της νύφης;
Τ: Ναι, ναι !
Μ: Άρα υπήρχε και γλέντι τις επόμενες μέρες μετά το γάμο.
Τ: Εγώ στο δικό μου γάμο το κράτησα μια βδομάδα (μετά).
Μ: Μετά από αυτό με τις κότες, τι άλλο γινόταν;
Τ: Τίποτα πια, ο καθένας στο σπίτι ντου.
Μ: Υπήρχαν κάποια άλλα έθιμα που θες να μας πεις που δεν έχω ρωτήσει;
Τ: Όταν πηγαίνανε να στολίσουνε τη νύφη (τη μέρα του γάμου), αρχίζαν τα τραγούδια.
Μ: Τι της δίνανε της νύφης τότε στο στόλισμα;
Τ: Και βέβαια. Την ώρα που πηγαίνανε να χαιρετήσουν την νύφη (όταν την είχανε στολίσει), είχανε μέσα στα χέρια του λεφτά και τα δίνανε τη νύφη και τον γαμπρό. Και όταν πηγαίναμε στην εκκλησία και γινόντανε η σκέψη, έβαζεν ο παπάς ένα δίσκο και έλεγε: «Τα λεφτά αυτά του δίσκου είναι για το αντρόγυνο».
Μ: Άρα πριν πάει στην εκκλησία η νύφη, ήταν σε ξεχωριστό μέρος από τον γαμπρό να φανταστώ.
Τ: Ο γαμπρός ντυνότανε στο σπίτι ντου και η νύφη στο σπίτι του γάμου (που θα έμενε το ζευγάρι).
Μ: Ο παππούς, που δεν είχε σπίτι στη Ρόδο, που ντύθηκε;
Τ: Εγώ ντύθηκα στης θείας της Όλγας, εκεί στου νουνού σου του Γιωργάκη!
Μ: Και ο παππούς στο σπίτι το δικό σου;
Τ: Ναι!
Μ: Οπότε εσένα όταν σου τραγουδούσανε, ήτανε μόνο οι γυναίκες;
Τ: Ε, είχε και παλληκάρια αλλά οι φίλες μου μου τραγουδούσανε.
Μ: Και είχες και βιολιά και ακορντεόν;
Τ: Ναι!
Μ: Οπότε σου τραγουδούσανε καθώς σε έντυναν. Ποιος σε έντυσε εσένα;
Τ: Μια φίλη μου δασκάλα.
Μ: Υπήρχε κάποια καθιέρωση, όπως για παράδειγμα να σε ντύσει η μαμά σου ή η φίλη σου ή η κουμπάρα σου;
Τ: Ε, με έβαλεν η μάνα μου το νυφικό και αυτά. Το σταύρωσε και μου το έβαλε.
Μ: Θες να μας πεις για τα τραγούδια αυτά που σου λέγανε; Τι τραγούδια ήταν αυτά;
Τ: Ωραία νυφοπούλα μου, εδιάλεξες και πήρες
γαμπρό με όλες τις χαρές που του 'δωσαν οι Μοίρες.
Ωραία νυφοπούλα μου, χαρά στο ριζικό σου
χρυσός αητός επέταξεν κι ήρθεν στο σπιτικό σου
Στο λιμανάκι της χαράς η βάρκα σου ν' αράξει
κύμα την ευτυχία σου ποτέ να μην ταράξει
Όμορφαν που ταιριάξατε, τα δυο σας ένα μπόι
σαν τα κυπαρισσόπουλα μέσα στο περβόλι
Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου
δωσ'τα κλειδιά ντην μάνα σου και πάρε τα δικά σου.
Μ: Αυτού του είδους τα τραγούδια υπάρχουν και τώρα σου γάμους;
Τ: Ναι , ναι! Και τώρα.
Μ: Και αυτά πως τα τραγουδούσατε; Υπήρχε κάποια τραγουδίστρια ή τα τραγουδούσατε όλοι μαζί ;
Τ: Τα έλεγε πρώτα μια κοπέλα και μετά συνεχίζαν και οι υπόλοιπες.
Μ: Άρα υπήρχε πρώτη και δεύτερη φωνή δηλαδή.
Τ: Όχι μία δεύτερη! Πολλές δεύτερες φωνές!
Μ: Άρα τραγουδούσε μία τον πρώτο στίχο και μετά οι υπόλοιπες επαναλάμβαναν.
Τ: Ναι, όλες μαζί!
Μ: Στον γαμπρό τι έθιμα υπήρχαν για το ντύσιμό του;
Τ: Ό,τι υπάρχουν κι εδώ (τώρα). Τον ξυρίζανε και τον ετραγουδούσανε και τον εντύνανε. Ένας λεύτερο παλληκάρι τον έβαζεν ας πούμεν, το πουκάμισον, τις κάλσες, Α,και στη νύφη έπρεπε να 'χε μάνα και πατέρα για να της βάλουν το νυφικό και μάλιστα κάτω από τα παπούτσια ντης γράφανε τα ονόματα των λεύτερων κοριτσιών.
Μ: Αυτό γίνεται και σήμερα! Για ποιο λόγο γίνεται αυτό;
Τ: Για να της πάρει κάποιος γρηγορά να παντρευτούνε.
Μ: Στα κρεβάτια του γάμου υπήρχαν μουσική και φαγητά;
Τ: Φαγητά και πέφτανε τα φάκελα βροχή (από λεφτά).
Μ: Ξέρω ότι στα κρεβάτια ξάπλωναν παιδάκια στο κρεβάτι για να 'ναι καρπερό το ζευγάρι.
Τ: Ναι. Ή αγόρι ή κορίτσι.
Μ: Στον γαμπρό τραγουδούσανε τα ίδια τραγούδια;
Τ: Όμορφος που 'ναι ο γαμπρός μα πιο 'μορφηνείν' η μάνα
όπου τον εμεγάλωνε ωσάν την μαντζουράνα
όμορφη που 'ναι η νύφη μας μα πιο όμορφη είν' η μάνα
όπου την εμεγάλωνε ωσάν την μαντζουράνα
Μ: Άρα ουσιαστικά είχε το ίδιο μοτίβο όπως και της νύφης.
Τ: Ναι, με παραλλαγή.
Μ: Στον παππού, η οικογένεια του, όταν ήρθανε Ρόδο, υπήρχε κάτι που του κάνανε ως έθιμο (δικό τους);
Τ: Όχι (Πάυση)
Το βράδυ του χορού πιάναμε όλες μαζί οι κοπέλες και τ'αντρόγυνο και μεγάλοι και μικροί και κάναμε έναν γύρο και λεγότανε «κάτος». (Έλα να κάνουμε τον κάτο) . Ήταν ένας χορός που πηγαίνανε σιγά-σιγά και κάποιος είπεν ένα τραγούδι και λέει...:
«Το θαλασσινό τ'αγέρι έφτασε σ'αυτά τα μέρη»
Μ: Αυτό γίνονταν πάντα ή για το δικό σου γάμο μου λες;
Τ: Στον δικό μου γάμο. Και τραγουδούσαν, και παινούσαν και τον γαμπρό και τη νύφη και τους κουμπάρους, και τα πεθερικά κι όλα αυτά.
Μ: Για του κουμπάρους υπήρχε κάποιο έθιμο από τη μεριά του αντρόγυνο προς αυτούς; Κάνανε κάτι οι κουμπάροι;
Τ: Πρώτα (παλιά) βάζανε ένα ύφασμα άραφο στην πλάτη του αντρόγυνου και το 'κανε η νύφη μετά φόρεμα, τώρα το κόψανε αυτό και παίρνουν δώρα για τον κουμπάρο που θα τους εστεφάνωνε. (Οι κουμπάροι δηλαδή, κάνανε πρώτα εκείνοι δώρα στους νεόνυμφους και τώρα γίνεται τ' αντίθετο)
Μ: Τότε όμως δίνανε κάτι στους κουμπάρους;
Τ: Ναι. Δίνανε δώρα. Ό,τι μπορούσε ο καθένας
Μ: Δεν υπήρχε κάποια παράδοση;
Τ: Όχι
Μ: Πόσοι περίπου ήταν οι κουμπάροι που μπαίνανε σε έναν γάμο;
Τ: Και τρεις και τέσσερις...
Μ: Όσους ήθελε δηλαδή το ζευγάρι;
Τ: Ναι. Όσοι θέλανε μπαίνανε. Και φίλοι της νύφης και φίλοι του γαμπρού.
Μ: Αυτοί πληρώνανε κάτι για το γάμο;
Τ: Πληρώνανε την εκκλησία και τον παπά. Κάτι άλλο που ξέχασα να σου πω είναι πως όταν εζυμώναμε τα ψωμιά του γάμου, εκάναμε τηγανίτες με το μέλι και δίναμε στον κόσμο με κανέλα..
Μ: Με τη ζύμη του ψωμιού;
Τ: Ναι, πιάναμε από αυτά τα ψωμιά που κάναμε όπως δίνουν και οι φούρνοι τώρα αυτά τα μικρά τα στρόγγυλα. Παίρναμε τα ψωμάκια, τα πλάθαμε, τα τηγανίζαμε και ρίχναμε πάνω μέλι και κανέλα.
Μ: Α, και τα δίνατε στον κόσμο που ήταν εκεί;
Τ:Ναι, στον κόσμο που ήταν εκεί και που ερχόταν κι έφερνε μακαρόνια, ρύζια, αλεύρια, τέτοια.
Μ: Υπήρχε κάποια άλλη παράδοση σχετικά με το τι έδινε το ζευγάρι, τι δώρα για παράδειγμα στους γονείς τους;
Τ: Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, εφτιάχνανε σουπιέρες και και τα δινάνε στις πεθερές. Βγάζανε μέσα αυγά, κουλουράκια, γλυκά, τέτοια πράγματα.
Μ: Υπάρχει κάτι που πρέπει να μου πεις για τον δικό σου γάμο που είναι ξεχωριστό;
Τ: Ε, όταν πήγαμε πάνω μας έκαναν τραπέζι ο καθένας. Εκεί, ήταν ακόμα πιο φτωχός ο κόσμος απ' ό,τι εδώ. Σε κάθεναν που με σύστηνε, μου κάνανε τραπέζι για να με υποδεχτούν.
Σε αυτό το σημείο αποχαιρέτησα τη γιαγιά μου και την ευχαρίστησα για τη συνέντευξη αλλά με ξαναπήρε η ίδια μετά από πέντε λεπτά τηλέφωνο να μου πει πως ξέχασε κάποια πράγματα και ήθελε να μου τα πει.
Τ: Τη μέρα του γάμου πηγαίνανε τα παλληκάρια και κλέβανε τις κότες και τις εβάζαν σε ένα ξύλο και τις κρεμούσαν και τις φέρνανε στο χορό. Και την ώρα της στέψης όταν κατεβάζαν τα στεφάνια και τα βάζανε στο δίσκο και τα κλέβανε μετά για να πληρώσει το αντρόγυνο με σκοπό να τους τα δώσουν πίσω μετά.
Μ: Ουσιαστικά παίζανε. Ήταν ένα έθιμο.
Τ: Στο χορόαυτές τις κότες τις φέρνανε για τις δει ο κόσμος και να τις σφάξουν έπειτα με σκοπό να φάμε την επόμενη μέρα.
Επίσης, όταν κάναμε τα μελεκούνια για τον γάμο, όταν κρύωνε λίγο το σησάμι τους πασαλείβανε και όταν κάναμε και τα ζυμωτά, όταν έρχονταν ο κόσμος εκεί που ζυμώνανε τα κορίτσια, κολλούσανε τις μούρες τους με ζύμες και γελούσανε. Και ρίχναμε, μέσα στη σκάφη που ζυμώναμε λεφτά και προσπαθούσαν οι νέοι να τα βγάλουν με το στόμα ντους.
Ακόμη, όταν έφευγε το αντρόγυνο από τη στέψη να πάει στο σπίτι, περίμεναν έξω από το σπίτι τους οι μανάδες και ο παπάς και κρατούσανε μια κούπα με μέλι και καρύδια και τους σταύρωνε ο παπάς για να έχουν καλή ζωή κι έκανε ένα σταυρό με αυτό πάνω από την πόρτα Μάλιστα όταν τους το έδινε, εκορόιδευε και έκανε πως δίνει στο γαμπρό και έδινε στη νύφη και αντίστροφα.
Μ: Πες μας και αυτό που ήθελες να μου πεις για τα προικοσύμφωνα.
Τ: Λέγονταν «αγγλαβή».
Μ: Και περιείχε ό,τι έδινε....
Τ: Ό,τι έδιναν οι γονείς της νύφης στην κόρη ντους.
Μ: Σας ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθεια! Τόσο για τη συνέντευξη όσο και για τον χρόνο σας. Οι γνώσεις ήταν πραγματικά πολύτιμες.
Τ: Ευχαριστώ κι εγώ! Άντε να τα κάνουμε κι απ' τα δικά σου!
Μ: (γέλια) Ευχαριστώ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top