Κεφάλαιο 18: Νοσταλγία
Στο προηγούμενο κεφάλαιο:
"Σου έλειψα, αγάπη;"
Εγώ και η Μίριαμ γυρνάμε μπροστά στα δύο αυτά πρόσωπα.
Που δεν είναι άλλος από τον γαλανομάτη Τζακ και τον μαυρομάλλη Χάντερ, ο οποίος μου χαμογελάει με ένα στραβό χαμόγελο που με κάνει να ανατριχιάσω ολόκληρη.
***
"Πω-πως;"
"Απλά ακολούθησα τον φίλο μου τον Τζακ από εδώ. Βρήκε την μυρωδιά σου και *μπουμ*, εδώ είμαστε." Είπε και δείχνει τον Τζακ που με το χέρι του προσπαθεί να κρύψει το πρόσωπο του.
"Φίλος;"
Ο Χάντερ χαμογέλασε.
"Κολλητός θα έλεγα καλύτερα. Γνωριζόμαστε από μικροί. Έτσι δεν είναι Τζακ;" Στρέφει την προσοχή του σε αυτόν.
"Εε ναι." Απάντησε και αποφεύγει την οπτική επαφή μαζί μου.
"Δεν είναι δυνατόν..."
Ο Τζακ ήξερε τα πάντα. Ήξερε ότι έπρεπε να με βρει και γνώριζε πως να με κάνει να τον εμπιστευτώ από την πρώτη κιόλας στιγμή.
"Συγγνώμη... Συν το γεγονός πως σε τρόμαξα στο τέλος."
Ο Χάντερ γυρνάει προς σε αυτόν εκνευρισμένος.
"Ρε μαλάκα. Δεν σου είπα ποτέ να την τρομάξεις!" Τον αρπάζει με δύναμη από το πουκάμισο.
Η Μίριαμ τους κοιτάει με περιέργεια.
"Εσύ φταις ρε! Μου είπες να προσπαθήσω να μάθω περισσότερα για αυτήν." Απελευθερώνετε από το κράτημα του. "Αφού σου έχω πει, ότι δεν το έχω στο να το παίζω σοβαρός όταν χρειάζεται."
"Τι;"
Ο Χάντερ ήθελε να μάθει περισσότερα πράγματα για εμένα;
Γιατί;
"Αρκετά!" Η Μίριαμ υψώνει τον τόνο της φωνής της και ξάφνου το δέρμα των δύο αγοριών αποκτάει ένα γαλάζιο ψυχρό χρώμα, κάνοντας τα να έχουν παγώσει στην θέση τους.
"Τι τους κάνατε;" Αναφωνώ ελαφρώς αγχωμένη.
"Μαγεία του πάγου. Δεν μπορούν να κουνηθούν, ούτε να μιλήσουν για αρκετή ώρα." Είπε περήφανη με τον εαυτό της και τοποθετεί τα χέρια της αριστερά και δεξιά από την μέση της.
"Ενδιαφέρον."
"Τι λες να μπούμε μέσα για τον τσάι που σου έλεγα;" Με κοιτάει χαμογελώντας. "Πριν αυτοί οι αγενείς νεαροί μας διακόψουν ξανά." Είπε εκνευρισμένη κοιτάζοντας τους.
"Φυσικά! Αλλά πρώτα θέλω να ξέρω σε πόση ώρα θα απελευθερωθούν."
Παρατηρώ τον Χάντερ και τον Τζακ που όπως είπε η Μίριαμ έχουν παγώσει για τα καλά.
"Σε περίπου.." Κοιτάει ένα ασημένιο μικρό ρολόι τσέπης. "... 2 ώρες από τώρα. Δεν χρησιμοποίησα ισχυρή μαγεία αυτή την φορά."
"Τέλεια."
"Μπορώ να νιώσω ότι δεν αποτελούν κίνδυνο για εσένα, αλλά αν δεν αισθάνεσαι άνετα, μπορώ να τους διώξω ή και να τους τιμωρήσω όπως χρειάζεται."
Τα μάτια μου γουρλώνουν στο άκουσμα αυτών των λέξεων.
"Δεν χρειάζεται να τους τιμωρήσετε, πήραν ήδη το μάθημα τους." Είπα και τους χαμογελάω. "Ούτε εγώ νιώθω να αποτελούν κίνδυνο, οπότε μόλις ξεπαγώσετε μπορείτε να έρθετε μέσα μαζί μας. Πήρατε μια δόση μαθήματος ελπίζω."
Στρέφομαι στην Μίριαμ.
"Αν φυσικά το επιτρέπεται."
Χαμογελάει.
"Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα."
Χάντερ POV
Τηλεπαθητικά με τον Τζακ
"Άχρηστε."
"Βλάκα."
"Αν δεν την τρόμαζες δεν θα συνέβαινε αυτό!"
"Και εσύ αν χρησιμοποιούσες για μία φορά τον μεγάλο σου εγκέφαλο σωστά, δεν θα ήσουν εξαρχής τόσο μεγάλος μαλάκας απέναντι της."
"Σκάσε!"
"Ακούς εκεί να την έχεις σαν φυλακισμένη στο σπίτι σου και να της έχεις βάλει κολάρο λες και είναι κάνα τριχωτό τσιουάουα."
.....
"Η αλήθεια πονάει, ε;" Ο Τζακ είπε με λίγο εκνευρισμό να είναι εμφανής στην φωνή του.
"Σου είπα να σωπάσεις!"
"Κλασικός Χάντερ. Εγώ φταίω ρε μαλάκα που σε ανέχομαι ώρες ώρες."
Ησυχία.
"Αφού με αγαπάς κατά βάθος, Τζακ."
"Κατά πολύ βάθος βλάκα, ε βλάκα."
Και τα δύο αγόρια χαμογελάσαν μεταξύ τους.
[.....]
Άλις POV
"Πως είναι; Το πέτυχα;"
Αφήνω το λευκό φλιτζάνι στο τριγωνικό ξύλινο τραπεζάκι και χαμογελάω.
"Υπέροχο! Δεν είχα ποτέ μου ξανά δοκιμάσει τσάι βατόμουρο, αλλά τώρα έγινε σίγουρα ένα από τα αγαπημένα μου."
Η Μίριαμ μου ανταποδίδει το χαμόγελο.
"Χαίρομαι. Λοιπόν.. Αρχικά τα συλλυπητήρια μου για τους γονείς σου. Ήταν πολύ καλοί στρατιώτες και γονείς τελικά ως το τέλος."
Οι αναμνήσεις ξανάρχονται πίσω σαν ιπτάμενα στιλέτα στην καρδιά.
Φωτιά.
Αίμα.
Θάνατος.
Δεν θα τους ξαναδώ ποτέ...
Ασυναίσθητα σκύβω το κεφάλι και προσπαθώ να κρύψω ένα δάκρυ που ετοιμάζεται να κυλήσει.
Νιώθω το λεπτό χέρι της Μίριαμ στον ώμο μου.
"Πιες λίγο ακόμα τσάι. Θα βοηθήσει."
Κάνω όπως μου λέει και μέσα σε λίγα λεπτά νιώθω πολύ καλύτερα.
"Μαγικά;" Αναφωνώ μπερδεμένη στο πως από την μία στιγμή στην άλλη ένα βάρος να έφυγε από μέσα μου.
"Αυτή την φορά όχι. Η φύση είναι το καλύτερο και το πιο καθαρό είδος μαγείας." Κοιτάζει ευχαριστημένη έξω από το παράθυρο πίνοντας λίγο από το ωραίο της τσάι.
"Ένα από τα θετικά του βατόμουρου είναι πως σου δίνουν περισσότερη ενέργεια. Αυτό κανονικά παίρνει περισσότερο χρόνο, αλλά όπως λογικά θα γνωρίζεις, ο χρόνος εδώ λειτουργεί διαφορετικά."
"Ενδιαφέρον."
"Επίσης, έχεις φέρει μαζί σου το τετράδιο;"
Κοιτάω την δερμάτινη τσάντα που έχω τόση ώρα μαζί μου.
"Α ναι! Εδώ το έχω." Αφήνω το τετράδιο στο μικρό τραπέζι μπροστά από την Μίριαμ.
Το πιάνει προσεχτικά στα χέρια της και το ξετυλίγει από το δερμάτινο κορδόνι.
Παλαιωμένο χαρτί κάνει την εμφάνιση του και διάφορα περίεργα σύμβολα είναι γραμμένα σχεδόν σε κάθε σελίδα του.
Καθώς και ένας γραφικός χαρακτήρας που ακόμα και αν τον βλέπω πρώτη φορά, μέσα μου νιώθω ότι κάποτε τον είχα ξαναδεί.
"Θυμάσαι ποιος είχε αυτόν τον γραφικό χαρακτήρα;" Η Μίριαμ με περιεργάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τα δάχτυλα μου έρχονται σε επαφή με το παλαιωμένο χαρτί, ακολουθώντας περιμετρικά κάθε στροφή των μαύρων γραμμάτων της σελίδας.
Μια εικόνα έρχεται στο μυαλό μου. Μια εικόνα που δεν περίμενα να μου προσφέρει τόση νοσταλγία.
Λόγια βγαίνουν από μέσα μου χωρίς να το συνειδητοποιήσω και ένα δάκρυ πέφτει στο χαρτί κυλώντας αργά προς τα κάτω.
"Της μητέρα μου... Της βιολογική μου μητέρας."
Η ηλικιωμένη μου χαμογελάει γλυκά και γνέφει καταφατικά βγάζοντας κάτι από την τσέπη του απαλού πράσινου μανδύα της.
"Την λέγανε Έιντζελ Ζόριαν."
Η μικρή φωτογραφία έρχεται στα χέρια μου και παρατηρώ το πρόσωπο της.
Μαύρα μαλλιά μακριά, μπλε μάτια, λεπτή με ψηλή σιλουέτα με ένα στέμμα στο χρώμα του ασημένιου με πολλά μπλε πετράδια.
"Ήταν πραγματικά ένας άγγελος."
Με τα δάχτυλα μου χαϊδεύω την φωτογραφία, ενώ αισθάνομαι ένα κύμα νοσταλγίας να με κατακλύζει.
Στρέφω την προσοχή μου στην Μίριαμ.
"Τι της συνέβη;"
"Την... δολοφόνησαν." Η θλίψη είναι εμφανή στην φωνή της.
Νιώθω έντονο θυμό και προσπαθώ να σταματήσω τα δάκρυα που απειλούν να κάνουν την εμφάνιση τους.
"Ποιος και γιατί; Τι έκανε;"
Αφήνει έναν ανεσταγμό.
"Ο Βασιλιάς Τζον. Γνώριζε πως αυτή η κίνηση θα αποδυναμούσε τον Βασιλιά Στέφαν. Δεν θα μπορούσε να κυριαρχήσει σωστά."
Δεν είναι δυνατόν...
"Άρα την δολοφόνησαν μόνο και μόνο για περισσότερο έλεγχος της δύναμης; Για την δύναμη;"
Μερικά δευτερόλεπτα ησυχίας ακολουθούν ώσπου η Μίριαμ αποφασίζει να την σπάσει.
"Ναι." Απαντά χαμηλά.
Σφίγγω την γροθιά μου.
"Μακάρι να μπορούσα να την γνωρίσω..."
Σιωπή.
"Μακάρι να θυμόμουν περισσότερες αναμνήσεις μαζί της..."
"Βασικά μπορείς σε αυτό."
Συναντάω το βλέμμα της Μίριαμ.
"Πως;"
"Οι αναμνήσεις θα σου έρθουν πολύ γρήγορα διαβάζοντας το τετράδιο. Είναι δικό της ημερολόγιο."
"Θα ήθελα πολύ να ανακαλύψω το ποιος μου κλείδωσε αυτές τις αναμνήσεις..."
Το βλέμμα της στρέφεται πάνω μου.
"Γνωρίζω."
Τα μάτια μου γυαλίζουν ακούγοντας αυτή την απάντηση.
"Ποιος;"
Η ηλικιωμένη μάντισσα με κοιτάει και χαμογελάει αγνά.
"Εγώ."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top