Το Γράμμα/ part 5(τέλος)
Σήμα από το πεθαμένο μου κινητό δεν έλεγα να πάρω, προσμένοντας εδώ και ώρες το θαύμα της νεκρανάστασης. Θα του έκανα ευχαρίστως τεχνητή αναπνοή αν είχε καρδιά. Γενικά η μέρα μου είχε κατρακυλήσει από νωρίς και ο ορίζοντας δεν έλεγε να ανοίξει επιτέλους, θέτοντας τέλος στην κακοκαιρία. Ήθελα τόσο να τηλεφωνήσω στην Ρεβέκκα και να μάθω περισσότερα για σήμερα το βράδυ, ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έτοιμη σχεδόν να το πετάξω με φόρα στον τοίχο ως την ύστατη απειλή, το είδα να ανοίγει, με το δικό μου χέρι να πληκτρολογεί τον κωδικό φρενιασμένα. Τότε, εμφανίστηκαν οι εκατοντάδες κλήσεις της Ρεβέκκας και τα μηνύματα του Έλι. Θεέ μου, ο Έλι. Ήταν έτοιμος να κάνει ένα άλμα απόψε. Να παρευρεθεί σε έναν χώρο κατάμεστο, εκείνος, που έφτανε στα πρόθυρα της αγοραφοβίας και που μισούσε τους δυνατούς ήχους. Τα πόδια μου μετατράπηκαν σε ελατήρια, πέφτοντας σχεδόν με το μέτωπο στην ντουλάπα, και αναζητώντας ένα φόρεμα για να βάλω και να φύγω τρέχοντας με τις γόβες ανά χείρας.
Έχοντας ντυθεί σε χρόνο γυναικείου ρεκόρ, άρπαξα κλειδιά, τσάντα και καταραμένο κινητό, ενώ ταυτόχρονα πληκτρολογούσα μήνυμα στον Έλι πως βρισκόμουν καθ' οδόν. Οι προσευχές μου να έφτανα στην ώρα μου, ήλπιζα να εισακουστούν, μα μόλις αντίκρισα την κίνηση, ετοιμαζόμουν να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να προσπεράσω όσους περισσότερους μπορούσα. Το χέρι μου κόλλησε στην κόρνα και οι μπροστινοί οδηγοί το εξέλαβαν σαν μία επείγουσα κατάσταση, χαρίζοντάς μου τον πολυπόθητο χρόνο που τόσο είχα ανάγκη.
Την ίδια ώρα, ο Έλι βάδιζε όσο πιο καλά μπορούσε προς τη σκηνή. Χαμογελώντας ψεύτικα και με τα δάχτυλά του συχνά να ανοιγοκλείνουν ως ένδειξη αμηχανίας, βρέθηκε μπροστά στο μικρόφωνο και τα μάτια του σάρωσαν την αίθουσα για να σταθούν στο πρόσωπο του Σκοτ που είχε υιοθετήσει μία παράξενη έκφραση.
«Καλησπέρα σε όλους. Ονομάζομαι Ελάιζα Κρειν, είμαι ο μικρότερος εκ των τριών αδερφών και πρόσφατα επέστρεψα από το μέτωπο του Ιράκ» στο σημείο αυτό όμως, πυροτεχνήματα διέκοψαν την ομιλία του. Ο κόσμος φάνηκε να διασκεδάζει, σε αντίθεση με τον Ελάιζα. Η ομιλία είχε διακοπεί, ο κόσμος καρτερούσε τη συνέχεια. Ήταν παγίδα και είχε φροντίσει ο Σκοτι γι' αυτή, γνωρίζοντας το πιθανό πρόβλημα του Έλι.
Ο ήχος τους ήταν τόσο έντονος που έμοιαζε με πυροβολισμούς συνεχόμενους, σοκάροντας τον Ελάιζα που πάλευε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Η ανάσα του κοβόταν και με το ένα χέρι του, προσπαθούσε διακριτικά να χαλαρώσει τη γραβάτα του. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του και ο καταραμένος ήχος των πυροτεχνημάτων δεν έλεγε να σταματήσει. Τα αδέρφια του ετοιμάζονταν να πλησιάσουν, όταν επιτέλους την είδε. Την είδε να εισέρχεται τρέχοντας στην αίθουσα φορώντας...παντόφλες γούνινες σε σχήμα κουνελιών, κρατώντας παράλληλα τις γόβες στο χέρι. Στη θέα της, γέλασε γάργαρα και ο κόσμος άξαφνα πήρε άλλο χρώμα. Το γράμμα του παππού του με τα σοφά λόγια, οι ναοί και η θάλασσα του Μπαλί, το χαμόγελο το ειλικρινές του Ντούι, η στιγμή που έκανε έρωτα για πρώτη φορά μαζί της. Όλες αυτές οι όμορφες εικόνες πέρασαν από μπροστά του, διώχνοντας τον πανικό μακριά. Κοίταξε το κοινό ξανά.
«Θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Καθώς τους δαίμονες για τους ξορκίσεις, θα πρέπει να τους αντιμετωπίσεις πρώτα, απόψε θα σας πω τις αλήθειες μου. Ο πόλεμος μου κόστισε. Ήταν μία εμπειρία που ξερίζωσε την καρδιά μου, μου στέρησε την θέλησή μου για ζωή. Δεν γνωρίζω αν έχετε συνομιλήσει ποτέ με βετεράνο. Αν σας έχει αφηγηθεί σκηνές τρόμου και αποκτήνωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο πόλεμος όμως σου αφήνει τραύματα και εγώ είχα να παλέψω με δύο. Εκείνα της ψυχής και εκείνα του σώματος» κάνοντας ξανά μία παύση και με το ακροατήριο σε πλήρη ησυχία, φανέρωσε ένα μέρος του προσθετικού του ποδιού «Με αυτό μαθαίνω να ζω εδώ και μήνες. Είναι ένα τραυματικό παράσημο, που μου υπενθυμίζει κάθε μέρα τα όσα έχασα, μα στο τέλος, και εκείνα που κέρδισα. Δεν μπορώ πλέον να ανεβαίνω με ευκολία τις σκάλες. Κουράζομαι και λαχανιάζω, εγώ που κάποτε έτρεχα σε μαραθώνιους. Δεν μπορώ να σηκώνω μεγάλα βάρη, ή να κάνω ορισμένες κινήσεις, όμως, μπορώ να ονειρεύομαι, να χαμογελώ και να ελπίζω χάρη στην υπέροχη οικογένειά μου και την ακόμη πιο υπέροχη κοπέλα που στέκεται αυτή τη στιγμή μπροστά μου»
Τα φώτα όλα έπεσαν επάνω μου και τότε συνειδητοποίησα πως ο λόγος που ένιωθα τα ποδαράκια μου ελαφριά σαν πούπουλο, ήταν εξαιτίας των χνουδωτών παντοφλών που τα κοσμούσαν. Άπαντες χαμογέλασαν και είδα τον Ελάιζα να λάμπει, προτού συνεχίσει « Όλοι σας πιστέψατε σε εμένα, όλοι σας με στηρίξατε τις ημέρες που η συννεφιά στην ψυχή μου απειλούσε να μου κρύψει τον ήλιο για πάντα. Ένα ευχαριστώ είναι λίγο. Σας χρωστώ αυτό που είμαι τώρα, τόσο σε εσάς, όσο και στον δικό μου πολυαγαπημένο στρατιώτη που δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Τον παππού μου τον Όσκαρ. Με χαρά σας ανακοινώνω πως από αύριο θα βρίσκομαι στο πλευρό των αδερφών μου, στο τιμόνι της εταιρείας, ενώ παράλληλα, θα χαρώ να μου σταθείτε στην δημιουργία μίας κλινικής που ξεκινά για ανθρώπους σαν εμένα»
Το χειροκρότημα όλων ήταν εκκωφαντικό. Είδα τους θείους μου και τον Ταγκ να μαζεύονται στο λαγούμι τους και μία ακόμη νίκη φάνηκε στον ορίζοντά μου. Ο Ελάιζα κατέβηκε, βάδισε προς το μέρος μου και φιλώντας με τρυφερά μου ψιθύρισε ΄΄ευχαριστώ που ήρθες΄΄. Το τραπέζι της οικογένειάς του με καλωσόρισε και εγώ κάθισα δίπλα στη Ρεβέκκα. Για πρώτη φορά, διέκρινα ένα χαμόγελο ειλικρινές, ακόμη και στα πρόσωπα των δημοσιογράφων. Η βραδιά κύλησε με χορό και ο Ελάιζα απαλλαγμένος από τους δαίμονές του, απολάμβανε την κάθε στιγμή δίχως να με αφήνει από τα μάτια του. Τα σώματά μας είχαν γίνει ένα σχεδόν και εμείς ταξιδεύαμε ήδη στον Παράδεισο του Μπαλί που μας έφερε κοντά. Όταν ο Ελάιζα μου μίλησε για το γράμμα, συγκινήθηκα με την τόσο βαθιά αγάπη ενός παππού στον εγγονό του, μα και την φαντασία ενός σεναρίου, προκειμένου να γιατρέψει την ψυχή του. Αυτό το ταξίδι, έπρεπε να αποτυπωθεί οπωσδήποτε στο χαρτί. Φυσικά, είναι περιττό να αναφέρω πως οι επενδυτές πείστηκαν απόλυτα για την εγκυρότητα των Κρειν και μάλιστα, δεσμεύτηκαν να βοηθήσουν τον Έλι στην ανοικοδόμηση της κλινικής για βετεράνους.
Την εκδίκηση, δεν την είχα πάρει εγώ τελικά, αλλά η ζωή. Με τους θείους μου, δεν τα βρήκαμε ποτέ απόλυτα, ωστόσο η θεία μου, προθυμοποιήθηκε το επόμενο απόγευμα, να με καλέσει στο μέρος που αποκαλούσα ως πατρικό μου. Ο Σκοτ έλειπε. Δεν ήθελε να συζητήσει μαζί μου. Είχα κλειδιά του σπιτιού, ωστόσο τίποτε δεν ήταν το ίδιο. Το σπίτι έμοιαζε ξένο. Μία μακρινή ανάμνηση ενός θολού παρελθόντος. Χτύπησα το κουδούνι όπως άρμοζε σε έναν τυπικό καλεσμένο. Άνοιξε η θεία μου φανερά αμήχανη.
«Καλώς την...»ψέλλισε ίσα για να την ακούσω.
Μπαίνοντας, τα πάντα τα έβλεπα με μία άλλη ματιά. Οι φωτογραφίες των γονιών μου, για τις οποίες είχα ρωτήσει μικρή, είχαν άλλη συναισθηματική βαρύτητα. Μου είχαν πει ψέματα. Ήμουν η κόρη τους και πολύ θα ήθελα να μάθω αν με αγαπούσαν, αν έκαναν όνειρα για εμάς.
«Σε αγάπησαν από την πρώτη στιγμή» πρόφερε λες και είχε μαντέψει τις σκέψεις μου.
«Και εσείς; Είναι τόσο πικρό να μην σε έχει αγαπήσει ο άνθρωπος που σε μεγάλωσε».
«Εγώ το έκανα, μα με τον λάθος τρόπο. Καθώς δεν είχα παιδιά και μου δόθηκε η ευκαιρία μέσα από εσένα, να ζήσω μία ζωή που δεν είχα, που δεν θα αποκτούσα, έκανα το ένα λάθος μετά το άλλο. Σου ζητώ να με συγχωρέσεις που τσαλαπάτησα τα όνειρά σου. Μπορεί να μην τα βρούμε ποτέ, ωστόσο, θα ήθελα να ξέρεις πως μπορείς να με υπολογίζεις αν κάτι συμβεί. Ο Σκοτ...είναι άλλο θέμα»
Δεν είπε τίποτε περισσότερο και δεν θέλησα να ρωτήσω. Έριξα μία ματιά στο παιδικό μου δωμάτιο, εκεί όπου έχτιζα τα όνειρά μου. Δεν ήμουν στα σίγουρα έτοιμη να κάνω το μεγάλο βήμα, ωστόσο, έστω τη θεία μου, θα προσπαθούσα να τη συγχωρήσω και να της δώσω έναν μικρό για αρχή, χώρο στη ζωή μου. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο Ρις, ο οποίος με κρύα καρδιά και μπόλικο άγχος, επισκεπτόταν ξανά τη μητέρα του. Αυτή τη φορά, τη βρήκε διαφορετική. Ένα μελαγχολικό μειδίαμα διαγράφηκε στο πρόσωπό του. Φυσικά και ήταν. Είχε επιστρέψει ο Έλι.
«Μητέρα;» τη φώναξε και όταν την είδε να στρέφεται προς το μέρος του, παρατήρησε τα ολοκόκκινα, από το κλάμα μάτια της.
Τα χέρια της άνοιξαν διάπλατα και τον προσκάλεσε σε μία αγκαλιά, στην οποία ονειρευόταν χρόνια να βρεθεί.
«Το παλικάρι μου, το μωρό μου...Συγγνώμη Ρις για όλα. Συγγνώμη που τα άφησα όλα πάνω σου, που από τότε που ο Έλι πήγε στο Ιράκ, αφέθηκα να καταρρεύσω, που δεν σας στήριξα και ειδικά εσένα. Ήξερα πόσο ευαίσθητος είσαι. Είμαι μία άθλια μάνα!» έκλαιγε.
Ο Ρις για λίγο την κοίταξε. Κατόπιν, γονάτισε μπροστά της και πήρε τα δύο αδύναμα χέρια της στα δικά του.
«Μη μιλάς έτσι. Παρά τα όσα έγιναν, δεν θα μπορούσα στιγμή να πάψω να σε αγαπώ. Σε είχα όμως ανάγκη, δεν το αρνούμαι και υπήρχαν στιγμές που αισθανόμουν ολομόναχος, όταν ο κόσμος καρτερούσε από εμένα να είμαι απλώς ο σκληρός εκατομμυριούχος. Η προσωπική μου ζωή βάλτωνε και δεν ήξερα από πού να πιαστώ»
«Λυπάμαι για όλα υιέ μου. Θα έπρεπε όλοι μας να σε στηρίξουμε και πάνω από όλους, εμείς οι γονείς σου. Μερικές φορές όμως, βλέποντας κάποιον να είναι δυναμικός, ξεχνιόμαστε, βυθιζόμαστε στα προβλήματα και δεν σκεφτόμαστε πως ο κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο πιο ισχυρός, παλεύει με τους δαίμονές του» έκανε μία παύση «Θα γυρίσω στο σπίτι Ρις. Θα το προσπαθήσω. Η ζωή είναι μικρή και θέλω να σας χαρώ, όλους»
Ο νεαρός τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και κατόπιν, την έχωσε στην αγκαλιά του.
«Σε αγαπώ» της είπε.
«Και εγώ σ' αγαπώ. Εσύ με έκανες μητέρα για πρώτη φορά. Ήσουν πάντα ο ανεξάρτητος και δυνατός. Ο Έλι από την άλλη, ήταν πιο ευαίσθητος, με ήθελε συνέχεια. Και εγώ...σε άφησα μόνο σου. Έλεγα πάντα πως ήξερες τι ήθελες ή τι έκανες. Τελικά τίποτε δεν είχα καταλάβει. Θέλω να επανορθώσω»
«Πιστεύω πως υπάρχει ακόμα χρόνος» της χαμογέλασε με νόημα.
Όλα έβαιναν λίαν καλώς, ειδικά μετά την ανακοίνωση του χρυσού Κρειν, να ακυρώσει ο Ρις όλους τους καλεσμένους της λίστας των γενεθλίων, καθώς επιθυμούσε να τα γιορτάσει με την οικογένειά του. Ως δεσμός του αξιότιμου Ελάιζα Κρειν, είχα από το πρωί εκείνης της ημέρας, ανοίξει κάθε διαδικτυακή πηγή, ώστε να πετύχω την τέλεια πορτοκαλόπιτα, που όπως είχα πληροφορηθεί από έγκυρες πηγές, άρεσε και στα τρία αγόρια. Ο Ελάιζα είχε προθυμοποιηθεί να τους καλέσει σπίτι του όλους και έτσι ο Ρις, η Ρεβέκκα και ο Μάριο είχαν ξεκινήσει από νωρίς τους στολισμούς. Έπειτα από το φιάσκο με τις παντόφλες, είχα φροντίσει αυτή τη φορά να βάλλω από την αρχή τα σωστά παπούτσια. Με την πορτοκαλόπιτα έτοιμη και αχνιστή, ξεκίνησα να οδηγώ προς το απόμερο σπίτι του Ελάιζα, όπου κάποτε είχε διαδραματιστεί το σκηνικό με το κλεφτρόνι που βίωσε στο πετσί του την στρατιωτική του εκπαίδευση.
Τα φώτα όλα ήταν ανοιχτά και μουσική ακουγόταν, όταν ανέβηκα για να τους βρω όλους τους στο σαλόνι. Το κυριότερο όμως, ήταν πως επιτέλους αντίκρισα την μητέρα του. Ντροπαλή και συνεσταλμένη, κατέβαλε προσπάθειες να μιλήσει και να χαμογελάσει, έχοντας πια όλα τα μέλη της οικογένειας δίπλα της. Στη θέα μου χαμογέλασαν και τα αγόρια άρπαξαν αιφνιδίως το γλυκό, με την Λίλη τη γειτόνισσα να κατευθύνεται στην κουζίνα για να το μοιράσει ανάλογα. Στην τούρτα, έγραφε τον αριθμό εξήντα πέντε και εμείς ξεκινήσαμε το τραγούδι, με τον Αλεξάντερ να σβήνει τα κεράκια του παθιασμένα. Η βραδιά κυλούσε ήρεμα, μέχρι τη στιγμή που άκουσα τον Έλι να ζητά όλων την προσοχή και κατόπιν να με πλησιάζει ύπουλα. Η καρδιά μου ξεκίνησε να χτυπά φρενιασμένα, ενώ τα μάτια μου τον κοιτούσαν ζητώντας απελπισμένα απαντήσεις. Εκείνος πήρε το χέρι μου και κοιτώντας με με λατρεία μου είπε.
«Μόργκαν, μπήκες στη ζωή μου από νωρίς. Κάναμε τα πρώτα μας βήματα διαλύοντας περήφανα το φιλανθρωπικό γκαλά της ελίτ που τόσο απεχθανόμασταν. Από εκείνο το βράδυ, από τη στιγμή που τα μάτια μου αιχμαλώτισαν την εικόνα σου, ένας χτύπος ξέφυγε από την καρδιά μου. Το μέλλον μας χώρισε, μα ίσως, αυτή η δεύτερη ευκαιρία που μου δόθηκε στη ζωή, να ήταν γραφτή για να σε συναντήσω ως την πιο ταλαντούχα βοηθό που θα μπορούσα να ζητήσω. Σε ευχαριστώ για τις στιγμές που μου χάρισες και λυπάμαι για όλες εκείνες που έκανα το πρόσωπό σου, να χάσει το χαμόγελο. Θα ήθελα, αν μου επιτρέψεις, να περάσω μία ζωή μαζί σου επανορθώνοντας για τα λάθη μου»
Στο άκουσμα της τελευταίας πρότασης πάγωσα, ενώ η φίλη μου τσίριξε. Είδα τον Έλι να σκύβει, να λύνει το προσθετικό του μέλος αφήνοντάς το στην άκρη και κατόπιν να γονατίζει μπροστά μου με δυσκολία, βγάζοντας από την τσέπη του ένα δαχτυλίδι.
«Δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου; Να παλεύουμε με τα καλά και τα άσχημα όπως μόνο εμείς ξέρουμε;»
Στην ερώτησή του δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Ήταν η συγκίνηση της στιγμής και η βαθιά μου επιθυμία να μπορούσα να είχα δίπλα μου τους δικούς μου. Την μητέρα και τον πατέρα μου. Ας ήταν όμως, θα μου έδιναν από ψηλά την ευχή τους.
«Δέχομαι» πρόφερα ανάμεσα σε ανείπωτους λυγμούς και βοήθησα τον Έλι να σηκωθεί.
Όλοι μας αγκάλιασαν ουρλιάζοντας, μα εμείς είχαμε εκ νέου δραπετεύσει νοητά στο νησί των Θεών. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Ο καθένας βάδιζε στο δικό του μονοπάτι. Και εγώ με τον στρατιώτη μου στο κοινό μας.
Για πάντα θα ευγνωμονούσα τον γλυκό μου Όσκαρ,τον πιο γενναίο στρατιώτη. Οι εικόνες του σπιτιού γύρω μας είχαν σβήσει και τοκελάρυσμα του ιερού ποταμού Αγιούνγκ, έκανε την καρδιά μας να σκιρτήσει. Οιπεριπέτειες μας καρτερούσαν. Απλώνονταν μπροστά μας με χρώματα, αρώματα, μαπάνω από όλα με χαμόγελα και εμείς ανυπομονούσαμε να επιστρέψουμε. Όπως μαςείχε πει ο Ντουι εξάλλου, το Μπαλί είχε μία μαγεία που όλους τους καλεί μίαμέρα να γυρίσουν σε αυτό, αναζητώντας τον έρωτα ή την προσωπική τους ισορροπία.
Ευχαριστώ πολύ όσους το διαβάσατε. Θα χαρώ πολύ να μου αφήσετε μία γνώμη. Μη ντρέπεστε. Δεν θα σας πάρει πολύ ώρα. Μία καλή κουβέντα σημαίνει πολλά για εμάς τους συγγραφείς!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top