Η αγάπη με πολλούς τρόπους/ part 2
Λίγο πριν να επισκεφθώ ένα από τα παραδεισένια νησιά της Ινδονησίας, είχα διαβάσει πως το Μπαλί έκρυβε μέσα του, στα σπλάχνα του, μία συγκεκριμένη ενέργεια. Ήταν κάτι σαν χάρισμα, σαν κρυφή προσευχή από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούσες το πόδι σου εκεί. Θα έλεγα, αν μου επιτρεπόταν αυτή η φράση, πως ήταν μία πνευματική διαδρομή, μέσα στο ταξίδι που ήδη είχες επιλέξει να κάνεις. Διόλου δεν αδικούσα την κυρία Φουόνγκ για την επιλογή της να μείνει μόνιμα σε αυτό το παραδεισένιο ησυχαστήριο, που μπορεί να έχει αρκετό τουρισμό, μα κατορθώνει τέλεια να κρατήσει τις ισορροπίες και να μην χάνει την αυθεντικότητά του. Δίπλα μου ο Ελάιζα ήταν σιωπηλός, σαν να πάλευε να αφουγκραστεί και εκείνος την ιδιαιτερότητα που ανέφερα προηγουμένως. Φαινόταν πιο ήρεμος, είχε απομακρυνθεί από τη βαβούρα και τα πρέπει του Σικάγο και ίσως και από τις αναμνήσεις της λυπηρής του επιστροφής σε μία κανονικότητα που πλέον, μετά τον πόλεμο, του φαινόταν ξένη.
Ως και το αεροδρόμιο, με τις πλουμιστές, παράξενες μορφές του, σε έβαζε στο κλίμα του Ινδουισμού θα έλεγα. Είχα μείνει να θαυμάζω το τροπικό τοπίο που ξεκινούσε ήδη από το σημείο της άφιξής μας, όταν ένας κύριος, ντόπιος, μας πλησίασε με έναν ειλικρινές χαμόγελο και μία πράα έκφραση, σε σημείο που με ωθούσε να τον αγκαλιάσω και ας μην τον ήξερα. Το όνομά του ήταν Ντούι και θα είχε τον ρόλο του οδηγού μας για όποτε μας ήταν απαραίτητος.
«Είστε το πιο όμορφο ζευγάρι που έχω δει. Συγχαρητήρια για το γάμο σας» είπε σε σπαστά αγγλικά και το βλέμμα μου ξέφυγε για να συναντήσει τον Έλι και να επιστρέψει πίσω στη θέση του αποφασισμένο.
«Γραμματέας και αφεντικό» διευκρίνισα όσο πιο γλυκά μπορούσα.
«Σημασία έχει η κατάληξη» σχολίασε με κέφι και αποφάσισα να υπερπηδήσω το θέμα με χάρη για να αφεθώ να χαζέψω το περιβάλλον που ξεπηδούσε και την οργιώδη βλάστηση.
Σε αυτόν τον τόπο, από τη θρησκεία ως και τον τρόπο ζωής, τα πάντα ήταν συνυφασμένα με την φύση. Το νησί ανήκε στους Θεούς και οι Μπαλινέζοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, από πομπές, προσφορές και τελετές για να ευχαριστήσουν και κατευνάσουν τα θεία. Το βουνό Agung ανήκε επίσης στους Θεούς ως βασίλειό τους και δέσποζε περήφανα στο βάθος, πάνω από τους ορυζώνες και τη ζούγκλα. Η διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο, που στην ουσία ήταν παραδοσιακά σπίτια, μου είχε κόψει την ανάσα. Η Φουόνγκ ήταν τρομερά τυχερή που ζούσε όλα αυτά τα χρόνια στον Παράδεισο. Ο Ντούι και ο Ελάιζα, αντάλλαζαν εμπειρίες για την ζωή τους όταν ήταν μικροί και κυριότερα για το ψάρεμα. Παρά το γεγονός πως το αφεντικό μου δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ ιδιαίτερα, απέναντι στον καλοκάγαθο οδηγό μας, φαινόταν έτοιμος να τα αποκαλύψει όλα μονομιάς. Φυσικά, μονάχα τα ευχάριστα σημεία και ίσως τον βαθύτερο λόγο του ταξιδιού μας.
Η παλαιά φωτογραφία της γυναίκας, δεν του θύμιζε κάτι. Από την μία δεν τον αδικούσα, καθώς άπαντες έμοιαζαν μεταξύ τους και από την άλλη είχαν και μία διαφορά ηλικίας σεβαστή. Οι ενοικιαζόμενες βίλες μας στην καρδιά της ζούγκλας, φάνηκαν να μας χαιρετούν πρόσχαρα. Εδώ το μόνο που ακουγόταν, ήταν οι κραυγές των άγριων ζώων και ίσως τα νερά που κελάρυζαν στα κρυφά. Την στιγμή που αποχώρησε ο νέος μας συνοδοιπόρος, μείναμε οι δυο μας με τα κλειδιά από τις καλύβες μας στο χέρι. Ήταν η μία δίπλα στην άλλη, στο βάθος ο γκρεμός με τους ορυζώνες και ανάμεσα η πισίνα με τους φοίνικες. Η μόνη δυσαρμονία, ήταν το μουτράκι του Ελάιζα που ξεπρόβαλε συνωμοτικά πίσω από την δική του τζαμαρία, βαδίζοντας προς το μέρος μου με την χαρακτηριστική, ελαφριά δυσκολία του.
«Μπορώ να έρθω;» με ρώτησε θέλοντας να ρίξει μία ματιά στο δωμάτιο και ένευσα θετικά «Είναι απίθανο. Είσαι μία πολύ τυχερή υπάλληλος. Το αφεντικό σου σε ταξιδεύει σε μέρη εξωτικά για να σου έρθει η έμπνευση πιο εύκολα. Νομίζω πως για την ώρα και μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι, θα είσαι κουρασμένη. Ξάπλωσε ή κάνε ό,τι επιθυμείς και θα τα πούμε το βράδυ» πρόφερε και τον ευχαρίστησα.
Από την μία ήθελα να αφεθώ στα γαλανά νερά της πισίνας με την εκπληκτική θέα, από την άλλη το σχέδιο του Ελάιζα για να βρούμε σπόνσορες για την στήριξη των βετεράνων και της κλινικής, με καλούσαν αμφότερα να τα ακολουθήσω, μέχρι που την λυσσαλέα μάχη του μυαλού μου, κέρδισε επάξια το κρεβάτι. Η κούρασή μου ήταν τεράστια και ένας ολιγόλεπτος υπνάκος ήταν ό,τι έπρεπε.
Φυσικά, ανοίγοντας διστακτικά τα μάτια μου ώρες αργότερα, ελπίζοντας πως είχε περάσει μονάχα λίγος χρόνος, αντίκρισα το χρυσαφένιο φως του ηλιοβασιλέματος, να χαϊδεύει τις ημιδιάφανες κουρτίνες. Το σοκ μου ήταν τεράστιο, όταν εκτινάχτηκα από το κρεβάτι με ορμή, έριξα λίγο καθαρό νερό στο πρόσωπο και άνοιξα τις μπαλκονόπορτες αναζητώντας το αφεντικό μου, το οποίο εντόπισα να κάθεται μόνο στην πισίνα, απολύτως σκεφτικό. Φορούσε ένα λευκό, μακό μπλουζάκι που διέγραφε τέλεια ένα σώμα άψογο και από κάτω ένα μακρύ παντελόνι, δίχως όμως το πρόσθετο μέλος. Το καλό του πόδι, το είχε βυθίσει στο νερό. Φαινόταν τόσο ευάλωτος και γενναίος την ίδια στιγμή. Ένας Κρέιν ατίθασος, που αποφάσισε απλώς πως δεν ταίριαζε και δεν χωρούσε στα καλούπια της ζωής της οικογένειάς του. Κάπου εκεί αναρωτήθηκα, αν τελικά αυτό το σπάσιμο των καλουπιών ενέχει και κινδύνους που μπορεί να σου αφήσουν τραύματα για μία ζωή και αν τελικά το αποτέλεσμα άξιζε τον κόπο.
Τον πλησίασα αμήχανη και σε κάθε μου βήμα, ένιωθα την καρδιά μου ολοένα και πιο γρήγορη. Μάλλον θα έφταιγε η πτήση, ή το Μπαλί ή και τα δύο ή ίσως εκείνο το έντονο φρούτο που η φλούδα του έμοιαζε με το δέρμα ενός δράκου. Στη θέα μου, ο Ελάιζα χαμογέλασε, μα ήταν ένα χαμόγελο που δεν έφτασε ποτέ να καλύψει τα μάτια του. Ασυναίσθητα, το χέρι του προσπάθησε να καλύψει το σημείο όπου το παντελόνι φαινόταν κενό. Εγώ ωστόσο τον πλησίασα, δίχως να δείχνω πως προσέχω τις συνεχείς και απανωτές κινήσεις αμηχανίας.
«Αν δεν με ξυπνούσε το υποσυνείδητο, καθώς φάνηκε, μάλλον το ταξίδι θα τελείωνε και εγώ ακόμη εκεί θα ήμουν. Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο;» τον ρώτησα.
« Γιατί δεν υπήρχε τίποτε πιο υπέροχο, από την απόλυτη ησυχία μου για κάποιες ώρες» έκανε μία παύση καρτερώντας αντιδράσεις, μα η επίδραση του ύπνου ήταν ακόμη αισθητή για να με αποτρέψει μεγαλοπρεπώς από το να απαντήσω όπως ονειρευόμουν.
«Τότε, κακώς επέλεξες να πάρεις μαζί σου εμένα» ψέλλισα βλέποντας το σπινθηροβόλο βλέμμα του να καρφώνεται επάνω μου, έτοιμο για αντεπίθεση.
«Αναγκαίο κακό. Τόσο αναγκαίο που ακόμη και στην περίπτωση της μετενσάρκωσης, θα έβρισκες τρόπο να με βρεις» γέλασε και τον είδα να προσπαθεί να δώσει βάρος στο ένα του πόδι για να σηκωθεί.
Κάθε προσπάθεια, αντιστοιχούσε και σε μία αόρατη μαχαιριά στην ψυχή. Ο Ελάιζα από όσο μπορούσα να τον θυμηθώ, ήταν ένα αγόρι ζωηρό, γεμάτο ενέργεια. Βεβαίως η κρίση μου πατούσε σε εκείνο το γκαλά που λίαν συντόμως είχε μετατραπεί σε χρησιμοποιημένο ναρκοπέδιο.
«Κάποτε δεν θα έχανα την ευκαιρία μίας βουτιάς στην πισίνα, ή τρεξίματος στους ορυζώνες. Το Μπαλί έχει μαγεία, μα νιώθω πως εγώ βρίσκομαι σε απόσταση από αυτήν. Πως προσπαθώ να την αγγίξω, μα πάντα υπάρχει ένα εμπόδιο» πρόφερε καθώς άγγιζε το βοηθητικό του μπαστούνι, μιας που δεν φορούσε το προσθετικό του μέλος.
Απέναντί του, δεν ένιωθα οίκτο. Δεν τον άξιζε. Είχες πολλές μάχες να δώσει. Με τους δικούς του, προσωπικούς δαίμονες.
«Δεν είναι αργά, Ελάιζα. Η αλλαγή στη ζωή σου ήταν τεράστια, όμως η θέλησή σου πρέπει να είναι μεγαλύτερη. Μπορεί να μην είσαι ο ίδιος, μα και ο διαφορετικός εαυτός σου, έχει τη χάρη του. Σκέψου για αρχή την βουτιά στην πισίνα» πάλεψα να τον εμψυχώσω.
«Σκέφτομαι και εκείνα τα θαλασσινά στην παραλία Τζίμπαραν. Η στιγμή είναι η κατάλληλη, ο ήλιος δύει και έχουμε καιρό μπροστά μας για αναζήτηση και εξερεύνηση. Τι λες;» με ρώτησε αποφεύγοντας επιδέξια ομολογώ την προηγούμενη συμβουλή μου.
«Ελάιζα Κρέιν, με καλείς σε δείπνο;»
«Και ποιον άλλο να καλέσω δηλαδή; Τον Ντούι; Δεν θα ήταν άσχημα. Αυτός ο νεαρός έχει να πει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για τον τόπο του» χαμογέλασε για να εισπράξει ένα σκούντημα.
Το ντύσιμο θα ήταν ανεπιτήδευτο, ένα φόρεμα καθημερινό, χαμηλά πέδιλα και μία καρδιά που ετοιμαζόταν να με προδώσει ξανά, όταν τον είδα να με περιμένει με θέα τη φύση και ένα υπέροχο, κυανό, λινό πουκάμισο με παντελόνι στο χρώμα της άμμου. Το πρόσωπό μου ξεκίνησε να φλέγεται, μα το ίδιο είχε πάθει και εκείνος σαν με κοιτούσε να βαδίζω προς το μέρος του. Κομπλιμέντο από τα χειλάκια του βέβαια, δεν θα ξέφευγε ποτέ. Όχι τόσο εύκολα. Ο Ντούι ήταν εκεί με το καθαρό του αυτοκίνητο, ώστε να μας συνοδεύσει ως την παραλία όπου μπορούσες να φας φρέσκο ψάρι, συνοδευόμενο με ιδιόμορφες σάλτσες της αρεσκείας τους. Αγαπούσε να μας εξηγεί το πόσο λάτρευε ο κόσμος αυτό το μέρος, ενώ εγώ ευχόμουν να μην τολμήσει να ρωτήσει για το πώς είχε ξεκινήσει το ειδύλλιο της συμφοράς μας. Όταν φτάσαμε στα νότια του νησιού, όπου μύριζε περισσότερο καλοκαίρι, το θέαμα, βγαίνοντας από την μικρή ταβέρνα και φτάνοντας στην παραλία, σε μάγευε. Ξύλινα διάσπαρτα τραπέζια, μουσική του τόπου μας από ένα ντόπιο συγκρότημα, κεριά απαλά και τα φρέσκα εδέσματα μπροστά μας για απόλαυση.
«Είναι όμορφη η ζωή, γεμάτη αντιθέσεις όμως. Μακάρι οι άνθρωποι να μπορούσαν να απολαμβάνουν στιγμές όπως αυτή, αντί να πατούν μία σκανδάλη σκορπώντας τον θάνατο. Έχω...Θεέ μου, έχω μετανιώσει για την επιλογή μου...» ξεκίνησε και το χέρι μου κινήθηκε στα χείλη του μπας και έπαυε να αναμασά τις κακές αναμνήσεις.
«Κοίταξε τη θάλασσα και άσε το παρελθόν στο χρονοντούλαπο» τον παρακάλεσα και τον είδα να απλώνει μία κουβέρτα που μας είχαν δανείσει για την ψύχρα, στις πλάτες και τον δύο.
«Έλα πιο κοντά» σχεδόν μου ψιθύρισε βραχνά και κούνησα την καρέκλα μου μέχρι τη δική του. Ένιωσα τα χέρια του να απλώνουν την κουβέρτα και το κεφάλι μου γλίστρησε στον ώμο του για να σταθεί εκεί για λίγο. Δεν τον ένιωσα να απομακρύνεται, απλώς να επαναλαμβάνει την κίνησή μου και να ξεκουράζει το μάγουλό του στο μέτωπό μου.
«Ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου» ήταν η μόνη κουβέντα που είπε και μου ήταν αρκετή, γιατί ήξερε πως πράγματι στεκόμουν δίπλα του, με όλη τη σημασία αυτής της λέξης.
Πάλι η καρδιά μου αντιδρούσε. Σε τι είδους σημείο είχα οδηγηθεί πια; Μία λέξη του και μου προκαλούσε αναστάτωση, όπως και το άρωμά του. Το χέρι του κινήθηκε αργά, φοβισμένα σχεδόν. Τα δάχτυλά του άγγιξαν την παλάμη μου και εγώ με τρόπο τον προσκάλεσα. Για λίγο μείναμε να κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου.
«Ποιος μου το έλεγε, πως θα προσλάμβανα βοηθό για τόσο καιρό» γέλασε ηχηρά.
«Ποιος να το έλεγε σε εμένα, πως θα κατόρθωνα να σε ανεχτώ για τόσο καιρό»
Μου έκανε νόημα να σωπάσω, δείχνοντάς μου τα αστέρια. Τα χείλη του ακούμπησαν στιγμιαία στο μέτωπό μου και εγώ ευχήθηκα να σταματούσε για λίγο η τροχιά της γης και ο χρόνος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top