Αναμνήσεις από Στάχτη / part 3
Η νύχτα μερικές φορές, αποτελεί έναν σύντροφο παράξενο, μία δύναμη αόρατη που σε σπρώχνει να εξερευνήσεις όλα εκείνα τα πεδία που η μέρα σου απαγορεύει. Το μυαλό μεταπηδά ακουσίως σε άλλα φάσματα, σκιερά και ομιχλώδη, όσο ομιχλώδης ήταν και η ψυχολογία μου μόλις το κεφάλι μου ακούμπησε στον τόπο της παρηγοριάς, το μαξιλάρι μου από μπαμπού. Είχα πέσει αμαχητί θύμα της καμπάνιας που πάω στοίχημα πως η εταιρεία είχε πληρώσει αδρά προκειμένου να μας κάνει μία ολική πλύση εγκεφάλου. Τελικά αποδείχτηκε ονειρικό το αποτέλεσμα, μα όχι αρκετό για να κρατήσει μακριά τα δάκρυα που κυλούσαν απόψε, εξαιτίας των σκέψεών μου. Μπορεί οι Έβανς να με μεγάλωσαν δίχως ελλείψεις, μα ποτέ μου δεν κατάλαβα αν υπήρχε αληθινή αγάπη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζήτησης που κρυφάκουσα, όφειλαν να με υιοθετήσουν εξαιτίας των τύψεων. Όχι γιατί πραγματικά το επιθυμούσαν ή γιατί απλώς νοιάζονταν για εμένα. Δεν δίστασαν να υποστηρίξουν τον Ταγκ και την οικογένεια Ντόρις γενικά και ας γνώριζαν πως ο θλιβερός και ελαφρόμυαλος νεανίας, γλυκοκοιτούσε και κρυφοάγγιζε την γραμματέα του. Πιθανότατα οι γονείς μου να σκέφτονταν τελείως διαφορετικά. Αυτό όμως δεν θα το μάθω ποτέ, καθώς έχουν ταξιδέψει μακριά μου χρόνια τώρα.
Η μοναξιά μου επιτέθηκε εκ νέου, μονάχα που πλέον ανάμεσα στις σκέψεις μου, μπερδευόταν και ένα άλλο πρόσωπο. Εκείνο του Ελάιζα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν η απόλυτη ψυχική μου καταστροφή. Μπορούσε να εκτοξεύσει πυραυλικά τον εκνευρισμό μου, ωστόσο, όταν τον αντίκρισα στο μπάνιο να κοιτάζει το είδωλό του με απόλυτη απογοήτευση, κάτι μέσα μου έσπασε και υποψιαζόμουν πως ήταν οι άμυνές μου. Ανακάλυψα πως τα συναισθήματά μου δεν ήταν τόσο αιμοβόρα απέναντί του, πως εκείνη τη στιγμή η μοναξιά του η εσωτερική είχε αόρατα συνδεθεί με έναν ιμάντα με τη δική μου και πως αν άπλωνα το χέρι μου για να κρατήσω το δικό του, ίσως του χάριζα εκείνο το στήριγμα που αποζητούσε σιωπηλά και που χρειαζόμουν και εγώ. Σύντομα ωστόσο συνήλθα, εγκαταλείποντας τις απαρηγόρητες σκέψεις. Το Μπαλί ήταν στην άλλη άκρη της γης και εγώ προτού φύγω, ήθελα να αποχαιρετήσω την μοναδική φίλη που είχα.
Η Ρεβέκκα ήταν κάτι σαν την σοκολάτα γάλακτος. Όμορφη και επικίνδυνη να πάθεις εξάρτηση μαζί της. Πορευόμασταν μαζί άπειρα χρόνια και αντικατόπτριζε την αδερφή που δεν είχα ποτέ. Εκείνο το πρωινό, λίγο πριν την αναχώρηση για τον τροπικό Παράδεισο, της άνοιξα την ψυχή μου για την οικογένειά μου. Η Ρεβέκκα μπορούσε να με καταλάβει. Είχε χάσει σε τρυφερή ηλικία τους δικούς της και πλέον από όσο μου εξιστόρησε είχε χάσει και τη δουλειά της. Μαζί της, είχε φέρει και τη Σούγκαρ. Η πιστή της φίλη ήταν αυτό ακριβώς που σήμαινε και το όνομά της. Ζάχαρη. Είχε κουρνιάσει ανάμεσά μας σαν να πάλευε να απορροφήσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Η Ρεβέκκα μου μιλούσε για τον μυστηριώδη Άλεξ και το πρόσωπο του Ρις Κρέιν δίχως καμία μας να γνωρίζει τότε, πως επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο. Ακούγοντάς την, ήθελα τόσο να τη βοηθήσω με τη δουλειά, ωστόσο εκείνη μου υπογράμμισε πως είχε όνειρο ζωής να ανοίξει κάτι δικό της, έστω και μικρό. Όλα αυτά τα χρόνια συγκέντρωνε χρήματα, προκειμένου κάποτε να πάψει να είναι υπάλληλος και να ξεκινήσει έναν αγώνα προσωπικό, πατώντας στα πόδια της γερά. Με αγκάλιασε σφιχτά και μου ευχήθηκε εκεί που πήγαινα, να κατόρθωνα αν όχι να βρω τον έρωτα, τουλάχιστον να πετύχω την δική μου προσωπική ισορροπία που τόσο είχα ανάγκη.
Το πολύβουο αεροδρόμιο με καρτερούσε. Αγαπούσα να παρατηρώ τους ανθρώπους καθώς και τους μελλοντικούς προορισμούς τους. Στα πρόσωπά τους είχαν χαραγμένα ποικίλα συναισθήματα. Άλλοι εκείνα της προσμονής του αγαπημένου προσώπου, της αδημονίας ενός ταξιδιού ή της θλίψης του αποχωρισμού. Το αεροδρόμιο ήταν ένας τόπος πολύπλοκος. Ήταν με βεβαιότητα συνάντηση πολιτισμών. Ανάμεσα σε όλους όμως, ξεχώρισα τον Ελάιζα που καθόταν μονάχος του, προσηλωμένος στο διάβασμα. Δεν μου φαινόταν για άνθρωπος της λογοτεχνίας και του βιβλίου γενικότερα, μα να που είχα πέσει έξω και που μία κρυφή του πτυχή ξεδιπλωνόταν απρόσμενα μπροστά μου.
«Μόνο μία βαλίτσα; Δηλώνω ενθουσιασμένος. Συνήθως οι γυναίκες χρειάζεστε μία, μονάχα για τα καλλυντικά. Χώρια τα παπούτσια φυσικά, που μία χειραποσκευή δεν θα σας είναι αρκετή» ξεκίνησε τον στολισμό της προσωπικότητάς μου μόλις εισήλθα στο οπτικό του πεδίο.
«Δεν γνωρίζω τις κόμισσες με τις οποίες συναναστρεφόσουν, μα και να ήθελα, η ζούγκλα δεν είναι και το κατάλληλο μέρος για γοβίτσες και τακουνάκια που φυτεύονται απευθείας στο χώμα. Λίγα και καλά» απάντησα και προτού προχωρήσω για να την παραδώσω, στράφηκα ξανά προς το μέρος του «Καλησπέρα και σε εσάς κύριε Κρέιν» μουρμούρισα πλάθοντας με το μυαλό μου τελικά την εικόνα του ίδιου να είναι στο μπάνιο και εγώ να βυθίζω το κεφάλι του με το ένα χέρι στην μπανιέρα. Είχε μαζί του και ένα διακριτικό μπαστούνι για βοήθεια, το οποίο όμως παρέδωσε τελικά μαζί με τα δικά του πράγματα. Η επιβίβαση ήταν στην ώρα της και εγώ αναλογιζόμουν πώς θα σκοτώσω όλες εκείνες τις ατελείωτες ώρες.
Παρατήρησα πως ο Έλι είχε διακριτικά αρπάξει ένα ηρεμιστικό και πως ο ήχος που έκανε το αεροπλάνο κατά την απογείωση τον ενοχλούσε. Είχε κλείσει πεισματικά τα μάτια του και πάλευε να παραμείνει ψύχραιμος. Η διαταραχή του μετατραυματικού στρες δεν ήταν κάτι απλό και ο Ελάιζα είχε πολλά από τα συμπτώματα. Τον ενοχλούσαν θόρυβοι που στο υποσυνείδητο του θύμιζαν ίσως τον πόλεμο, όπως τα πυροτεχνήματα. Είχε κλειστεί στον εαυτό του, αναβίωνε τα γεγονότα του πολέμου, υπέφερε από κατάθλιψη συχνά, ενώ εκδήλωνε θυμό και ευερεθιστότητα. Σε γενικές γραμμές, ο πόλεμος τον είχε καταστήσει έναν χαρακτήρα δύσκολο, που όμως είχε κατορθώσει να με ανεχτεί και να με απαλλάξει από την παρουσία της γόβας στον χώρο εργασίας. Αυτή τη στιγμή, ένας απλός θόρυβος απογείωσης τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Του είχα προσφέρει το παράθυρο προκειμένου να χαζεύει την φύση, καθώς για να φτάσουμε στην Ινδονησία, θα περνούσαμε πάνω από τις αχανείς ερήμους της Ανατολής και χωριουδάκια καλά κρυμμένα στους κοκκινωπούς αμμόλοφους, καθώς και άγρια ποτάμια που διέγραφαν κυανές φλέβες, σε μία γη άνυδρη.
«Ο πόλεμος σε αλλάζει» τον άκουσα να λέει βραχνιασμένα, όταν πια το αεροσκάφος είχε μία σταθερή πορεία «Το εν ενεργεία στρατιωτικό προσωπικό του σήμερα, αντιμετωπίζει πολύωρες, εξαντλητικές αποστολές, καθώς και εκτεταμένες περιόδους μακριά από τους αγαπημένους του. Όταν βιώνουν ψυχικά ή συναισθηματικά προβλήματα, αμφισβητούν την πραγματικότητα. Όπου όμως και να στραφούν για βοήθεια, στον σημερινό στρατό, συχνά παραπέμπονται κατ' ευθείαν στον ψυχίατρο και αυτό συνήθως οδηγεί σε μια ψυχιατρική ταμπέλα, σε μια «διάγνωση», η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί από οποιαδήποτε αιματολογική εξέταση, ακτίνες Χ ή σάρωση του εγκεφάλου. Επειδή δεν υπάρχουν εξετάσεις που μπορούν να προσδιορίσουν οποιοδήποτε σωματικό λάθος, οι ψυχίατροι δεν ξέρουν τι να θεραπεύσουν, και εξαιτίας αυτού, η ψυχιατρική θεραπεία είναι κυρίως εικασία με πολύ λίγη πραγματική επιστήμη. Αυτό δεν έχει σταματήσει τους ψυχίατρους από το να στιγματίζουν χιλιάδες άντρες και γυναίκες, με την ταμπέλα του «ψυχικά ασθενή» και να τους χορηγούν πανίσχυρα κοκτέιλ ψυχοτρόπων φαρμάκων. Ήταν ο λόγος που διέκοψα τις αρχικές θεραπείες. Αυτοί που με βοήθησαν, ήταν η οικογένειά μου που συχνά ταλαιπωρώ και η μητέρα που δεν έχω βρει το θάρρος να επισκεφθώ εκεί που βρίσκεται εξαιτίας μου» μου είπε και ένα κομμάτι μέσα μου ράγισε.
«Ίσως θα έπρεπε να πας μόλις επιστρέψουμε. Δεν θα βρίσκεται για πάντα σε αυτόν τον κόσμο. Ξέρω και γι' αυτό στο λέω» τον συμβούλεψα και τον είδα να στρέφει τα καταγάλανα μάτια του επάνω μου, γεμάτα παράπονο.
«Ώρες-ώρες σκέφτομαι, πως ίσως ήταν καλύτερα που ο αλλοτινός δεσμός μου με παράτησε. Η ζωή της μαζί μου θα ήταν μία Κόλαση. Καθώς οι μάχες στο Ιράκ δεν σταματούσαν, είχαν τύχει περίοδοι που είχα επιστρέψει πίσω παλεύοντας να ενσωματωθώ στην παλαιά μου ζωή και όταν για λίγο ετοιμαζόμουν να ξεχάσω τη φρίκη, μας καλούσαν πίσω στο μέτωπο. Ο Μπεν και ο Μπρους ήταν η παρηγοριά μου, αμφότεροι παρελθόν. Το ήθελα πολύ αυτό το ταξίδι. Ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να νιώσω καλά, βοηθώντας επί της ουσίας έναν ακόμη βετεράνο σαν εμένα. Τον παππού μου. Πέρασε μία ζωή στη θλίψη. Δικαιούται τώρα στο τέλος λίγη ευτυχία» τελείωσε και με έκανε να χαμογελάσω. Οι υπόλοιπες ώρες της πτήσης, κινήθηκαν ανάμεσα στον ύπνο, το διάβασμα και την μελέτη του μυστικιστικού κόσμου του Μπαλί, που ξεπρόβαλε την επόμενη μέρα μπροστά μας, σαν τον καλά κρυμμένο παράδεισο. Ένα νησί ολοπράσινο, τυλιγμένο στις ομίχλες του ινδικού ωκεανού, με ανθρώπους που θα έμεναν για πάντα στην καρδιά μας. Είδα τον Έλι να έχει σκύψει στο παράθυρο και να χαμογελά διάπλατα, αφήνοντας ίσως για λίγο πίσω του, τη φρίκη του πολέμου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top