Έρμαιο του παρελθόντος /part 3

 Για λίγο κάθισα στον καναπέ. Η ψυχολογία μου ταλαντευόταν έτοιμη να καταρρεύσει. Έπρεπε να είχα πει την αλήθεια και ας μη με δεχόταν ποτέ. Αυτή τη στιγμή με οδηγό το ψέμα, ο αλλοτινός ευθύς δρόμος, οδηγούσε σε αδιέξοδο. Στη μνήμη μου, αναδύθηκε η νύχτα που εντελώς τυχαία, είχα συναντήσει τον Έλι. Ήμουν δεκαέξι και οι γονείς μου με είχαν ντύσει και στολίσει αξιοζήλευτα, προκειμένου να πάμε σε ένα δήθεν φιλανθρωπικό γκαλά, μιας που θεωρούμασταν μία σχετικά ευκατάστατη οικογένεια. Η μητέρα μου επεδίωκε διακαώς τέτοιου είδους εξορμήσεις, προκειμένου να αναρριχηθεί στην ελίτ, κάτι που τελικά δεν ευόδωσε. Την ημέρα εκείνη, είχαν έρθει σπίτι μας δύο κομμώτριες, μία μακιγιέζ και μία αμπιγιέζ, για να με στολίσουν λες πήγαινα νυφούλα σε εκκλησία, υπό την σκιά της ατάκας ΄΄Τι θα πει ο κόσμος΄΄, στην περίπτωση που ήμουν λιγότερο απαστράπτουσα από τον κεντρικό κρυστάλλινο πολυέλαιο του σαλονιού μας. Μέχρι τη στιγμή που βγήκα από το αυτοκίνητο, οπλισμένη με ένα παγωμένο χαμόγελο ψεύτικης και τυπικής ευφορίας προς παραπλάνηση των καλεσμένων, πίστευα πως θα ήταν άλλη μία πληκτική βραδιά. Το γκαλά της δήθεν φιλανθρωπίας, διοργανωνόταν στο Langham Hotel το οποίο στεγαζόταν σε έναν ουρανοξύστη στο κέντρο του Σικάγο, με θέα στον ποταμό και τη λίμνη Μίσιγκαν. Το πλήθος με είχε ζαλίσει με τις χαιρετούρες και τα πιασίματα στα μάγουλα, όταν στο βάθος τον είδα. Ένα νεαρό αγόρι, περίπου στην ηλικία μου ντυμένο σαν ένας μικρός κύριος, του οποίου τα μάτια ήταν κολλημένα στο χάος.

΄΄Και άλλος ταλαίπωρος΄΄ είχα σκεφτεί τότε, όταν ακόμη το μυαλό και την καρδιά μου δεν είχαν δηλητηριάσει τα λόγια των γονιών μου περί αντιπαλότητας οικογενειών και άλλα πανομοιότυπα πράγματα.

Θυμάμαι να τον πλησιάζω και να διαπιστώνω πως ήταν το πιο όμορφο αγόρι που είχα δει. Το πρόσωπό μου είχε κοκκινίσει ολόκληρο, αλλάζοντας άμεσα θερμοκρασία, μέχρι που τον είδα να μου χαμογελά πονηρά και να με πλησιάζει.

«Είναι όμορφο το θέαμα;» με είχε ρωτήσει.

«Του ξενοδοχείου; Υπέροχο!» αναφώνησα κατεβάζοντας μία γουλιά από φρουτώδη σαμπάνια.

«Δεν ήξερα πως τα πιτσιρίκια πίνουν» με είχε ειρωνευτεί.

«Γιατί εσύ πόσο είσαι συνταξιούχε;» τον είχα ρωτήσει κάνοντάς τον να γελάσει. ΄΄Να πάρει, το γάργαρο γέλιο του ήταν πιο μαγικό και από την μελωδία της ευτυχίας΄΄

«Δεκαοκτώ, επομένως δικαιούμαι. Αντίθετα εσύ, θα έπρεπε να κοιμάσαι σαν καλό παιδάκι τέτοια ώρα» συνέχιζε το τροπάριο για να καταλήξει με τη σαμπάνια στο πρόσωπο, καθώς είχα παραπατήσει.

Περιττό να σχολιάσω τη λοιπή βραδιά των στεναγμών, με τον μπουφέ να μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, τους γονείς μου να με αρπάζουν από το σβέρκο σαν σκυλί και εμένα να ουρλιάζω απειλές εκδίκησης προς το πρόσωπό του που αυτή τη στιγμή με κοιτούσε με το ίδιο μίσος, όπως και εκείνη τη βραδιά, τη στιγμή που η σαμπάνια μου έγλυφε το λευκό του πουκάμισο.

«Εσύ!» χλόμιασα καθώς τον κοιτούσα σαν πληγωμένο ζώο. Τελικά το κάρμα το στραβό είναι μεγάλη υπόθεση και το δικό μου στα σίγουρα απαιτούσε εξαγνισμό, αν έβγαινα από εδώ ποτέ ζωντανή.

«Εγώ. Βλέπεις η ζωή μου η μίζερη με μισεί τρομερά για να παρουσιάζεσαι ξανά μπροστά μου. Δυστυχώς για εσένα, σπάνια ξεχνώ πρόσωπα και έπεσες στην περίπτωση που εκείνο το αναθεματισμένο βράδυ, τα αδέρφια μου δεν είχαν έρθει και εγώ είχα αποφασίσει να πάω, για να κάνω το χατίρι της μαμάς. Όλο το βράδυ εξαιτίας σου, κατέληξα να ακούω τον εξάψαλμο, επειδή εκτός της βιβλικής καταστροφής του γκαλά που προκαλέσαμε, εσύ ήσουν μία Έβανς και γνωρίζεις πως δεν διαθέτετε την καλύτερη φήμη. Μετά λύπης ωστόσο, διαπιστώνω στο σήμερα πως γνωρίζεις πολύ καλά τι κάνεις. Είσαι το ίδιο ύπουλη με τους δικούς σου. Το αίμα νερό δεν γίνεται, δεν αλλάζει. Ήθελες επομένως να κατασκοπεύσεις, βοηθώντας τον καημένο τον σακάτη και αντικοινωνικό αδερφό, προκειμένου να κλέψεις πληροφορίες!» μούγκρισε και αισθάνθηκα το ίδιο κοκκίνισμα με το παρελθόν, μονάχα που τώρα ήταν εξαιτίας του θυμού. Τα λόγια του, αν και δικαιολογημένα, αποτελούσαν στα σίγουρα μαχαιριά στην καρδιά μου. Δεν επιθυμούσα καμία σχέση με τους δικούς μου και ασφαλώς δεν θα έκανα ποτέ κάτι τόσο ποταπό. Πώς στο ανάθεμα όμως θα τον έπειθα για την αλήθεια μου;

Μου φαινόταν κυριολεκτικά αδιανόητο που δεν είχα κάνει την σύνδεση με το παρελθόν. Από την μία πλευρά ήταν φυσικό, καθώς τότε με τον Ελάιζα δεν είχαμε συστηθεί καν. Για την ακρίβεια, είχαμε περάσει κατευθείαν στην αντιπαράθεση και όλα αυτά εξαιτίας ενός αφρώδους οίνου. Η ώρα της κρίσεως είχε κιόλας φθάσει, πολύ νωρίτερα από όσο υπολόγιζα και εγώ απλώς πάλευα να μαζέψω τις αλήθειες που ξεπηδούσαν σαν τα κουνέλια. Ήταν η στιγμή που πραγματικά εκτίμησα τη φράση ΄΄δεν είναι αυτό που νομίζεις΄΄.

«Θα μιλήσεις ή θα αναγκαστώ να σε πετάξω έξω; Λέγε!» μου φώναξε έξαλλος και εγώ όρθωσα το μειονεκτικό μου ανάστημα.

«Θα σου εξηγήσω...» ψέλλισα.

«Καλά το πας..» γρύλισε καρτερώντας.

«Όλα ξεκίνησαν, όταν ανακάλυψα πως η ζωή μου είχε μετατραπεί σε συνώνυμο της μιζέριας και πως δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένα καλό εργαλείο στα χέρια των γονιών μου και της οικογένειας Ντόρις» έκανα μία παύση βλέποντας μία γκριμάτσα αηδίας να παραμορφώνει το πρόσωπό του και κατόπιν συνέχισα «Ο Ταγκ, ο γιός τους, ήταν και αρραβωνιαστικός μου. Οι γονείς μας έκαναν παρέα πολλά χρόνια και θεώρησαν πρέπον και αρεστό να ξεκινήσουν τα συνοικέσια μεταξύ μας. Ο Ταγκ δεν ήταν ποτέ ο τύπος του ανθρώπου που με έλκυε, κυρίως εξαιτίας του δολερού εσωτερικού του κόσμου. Ωστόσο με τον καιρό, αποφάσισα να του δώσω μία ευκαιρία. Ήμουν άμαθη ακόμη στις ερωτικές σχέσεις και νομίζω πως κυριολεκτικά δεν θα μπορούσα να ζητήσω χειρότερο ξεναγό από εκείνον. Επιφανειακά άστραφτε, μα ο ατόφιος του χαρακτήρας ήταν πιο μαύρος και από το κάρβουνο. Ανακάλυψα το πιο κλισέ και αναμενόμενο σενάριο, που για εκείνον κόντεψε να γίνει και φυσική προέκταση της ζωής του, πως δηλαδή η γραμματέας του, αποτελούσε και το απαγορευμένο, πλην νόστιμο και θελκτικό μήλο, το οποίο δάγκωσε φυσικά με περισσή ευχαρίστηση. Θυσιάζοντας τα καταπληκτικά σούσι που είχα παραγγείλει, αποχώρησα από το εστιατόριο, πιστεύοντας πως τουλάχιστον θα είχα τη στήριξη των γονιών μου. Όταν όμως συνειδητοποίησα πως μπρος στην οικονομική ευημερία τους, είχαν σκοπό να θυσιάσουν τα πάντα, ακόμη και την ευτυχία μου, αποφάσισα να πάρω το αίμα μου πίσω μέσω της οικογένειάς σου. Μία καλή συνεργασία μαζί σας και μία ακόμη καλύτερη προδοσία για εκείνους, θα κατεύναζε έστω και για λίγο το αδικημένο θηρίο που ακόμη εξακολουθεί να διαμαρτύρεται. Κοινώς, από αυτό το σχέδιο θα βγαίναμε όλοι μας κερδισμένοι» τελείωσα, ωστόσο το παγωμένο βλέμμα δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή το πρόσωπό του.

Με δυσκολία και κουτσαίνοντας ελαφρώς, κινήθηκε στον χώρο όπου τυπικά βρισκόταν το σαλόνι. Βλέποντάς τον σε αυτήν την κατάσταση, θυμήθηκα τον νεαρό εκείνο, πίσω στο γκαλά, που ήταν γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση για τον εαυτό του, τη στιγμή που ο Ελάιζα που είχα μπροστά μου, επιθυμούσε μάλλον να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.

«Το σχέδιό σου δεν με αφορά δεσποινίς Έβανς. Λυπάμαι που ανακαλύψατε την αλήθεια για τους δικούς σας μέσω αυτών των μικρών περιπετειών, ωστόσο, εγώ δεν θα γίνω πιόνι δικό σας, ούτε κανενός άλλου. Αυτό ισχύει και για τον αδερφό μου» μου απάντησε σκληρά και για κάποιον λόγο, εδώ που είχαμε πλέον φτάσει, πήρα την δύναμη να τον ρωτήσω.

«Τι σου έχει συμβεί; Και ειλικρινά μην μου απαντήσεις τίποτε» τον ρώτησα ως μία ύστατη προσπάθεια να τον πλησιάσω, μα οι τοίχοι του οι προσωπικοί δεν φαίνονταν έτοιμοι να καταρρεύσουν.

«Αυτή η ιστορία δεν σε αφορά. Όσο για το πρόσωπο του κυρίου Ταγκ, το γνωρίζω. Ήμασταν μαζί στο ίδιο λύκειο, τότε που ακόμη η ζωή μου ήταν διαφορετική. Τότε που ήμουν αθλητής και έτρεχα και γυμναζόμουν γιατί μπορούσα. Τώρα πια είμαι ένας σακάτης, δίχως λόγο ουσιαστικό ύπαρξης και εσύ...ειλικρινά δεν γνωρίζω τον ρόλο σου ακόμη σε όλη αυτήν την παρωδία...» ψέλλισε και τον είδα να οργίζεται.Οι γροθιές του έσφιξαν απότομα και ιδρώτας ξεκίνησε να στολίζει το μέτωπό του «Η αλήθεια είναι πως κανένας δεν θα μπορούσε να με ανεχτεί άνευ πληρωμής από τον αδερφό μου. Ακόμη και έτσι βέβαια, έχω κατορθώσει να διώξω όλες τις προηγούμενες βοηθούς μου γιατί πολύ απλά δεν αισθάνομαι άνετα. Νιώθω θυμό και οργή αρκετά συχνά, με τρελαίνουν οι θόρυβοι, με τρελαίνουν οι κοινωνικές συναναστροφές. Δεν ήμουν έτσι. Το αγόρι που θυμάσαι από εκείνο το γκαλά, ήταν κάτι διαφορετικό. Είχε ζωή μέσα του, είχε ίσως κάποια όνειρα, ωστόσο ο δρόμος που ακολούθησα ήταν διαφορετικός και το κύμα με ξέβρασε σε ακτές άγνωστες. Ίσως και να ήσουν η μόνη που θα κατόρθωνε να δουλέψει για εμένα, για τους δικούς μου προσωπικούς σκοπούς, ωστόσο, δεν θέλω στα πόδια μου μία Έβανς, μα πάνω από όλα μια γυναίκα που αποφάσισε να με χρησιμοποιήσει για να πετύχει τους σκοπούς της. Αρκετά ανέχτηκα στη ζωή μου και αρκετά ανεχτήκαμε και σαν οικογένεια από γυναίκες που θέλησαν να μας εκμεταλλευτούν, εξαιτίας της φήμης μας. Πάρε δρόμο τώρα, και μην γυρίσεις πίσω ποτέ ξανά!» μου φώναξε ωστόσο καθώς στεκόταν όρθιος μπροστά μου, τον είδα άξαφνα να καταρρέει.

Με την πλάτη του στηρίχτηκε στον τοίχο και το ένα του πόδι λύγισε για να φθάσει να ακουμπήσει στο πάτωμα. Πρώτη μου φορά αντίκριζα άνθρωπο να παθαίνει κρίση πανικού και να μην γνωρίζω φυσικά πώς να το διαχειριστώ. Καταλάβαινα πως ο θυμός και το στρες, καθώς και η μικρή, νοητή αναδρομή σε σκέψεις και περιστατικά που αφορούσαν το δυστυχές παρελθόν, πιθανότατα τον είχαν φτάσει σε αυτήν την κατάσταση. Παρατώντας την τσάντα μου στον καναπέ, έτρεξα προς το μέρος του βαστώντας ένα μπουκάλι με δροσερό νερό για το πρόσωπό του. Τον είδα να ανοίγει το πουκάμισο του από την μία και από την άλλη να κοπανά με μανία τη γροθιά του στον τοίχο, σε σημείο που ένιωσα εγώ τον πόνο στην δική του θέση.

Δίχως να έχει διάθεση να σταματήσει, η γροθιά του συνέχιζε να προσγειώνεται ξανά και ξανά με μανία, σε σημείο που το χέρι του μάτωσε και η θέα του αίματος, του προκάλεσε μεγαλύτερο σοκ. Το βλέμμα του έπεφτε επάνω μου πάντοτε σκληρά, ατσάλινα και σπρώχνοντάς με μου ούρλιαξε να φύγω μακριά του και να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Από την μία τον καταλάβαινα και από την άλλη το ξέσπασμά του με τρόμαζε, δεν το άντεχα. Σαν έκπτωτος Άγγελος είχε παγιδευτεί στην δική του Κόλαση. Εγώ όμως, το μόνο που αληθινά επιθυμούσα, ήταν να κατορθώσω να ανασύρω την ψυχή του από τα σκοτάδια. Από την άλλη, ίσως και να ήταν καλύτερα για εμένα να φύγω. Να παλέψω να δημιουργήσω κάτι δικό μου από το μηδέν, ώστε να αποδείκνυα στον κόσμο, πως εκτός από κληρονόμος και δήθεν συνεχιστής της περιουσίας και επιχείρησης του πατέρα μου, άξιζα πολλά περισσότερα. Μακριά από τα προβλήματα, μακριά από τους οικογενειακούς μας αντιπάλους που ανήκαν και εκείνοι με την σειρά τους στην ίδια καταραμένη, κοινωνική ελίτ. Η θέα του Ελάιζα με τρόμαζε και καταβάθος ήξερα πως με μισεί, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να αισθανθεί κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Σηκώθηκα στα γρήγορα και μαζεύοντας τα πράγματά μου, άνοιξα την πόρτα του ανελκυστήρα δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά πίσω μου, στο απόλυτο χάος. Αυτή τη στιγμή είχα την ανάγκη να περιπλανηθώ στους πολύβουους δρόμους του Σικάγο που τόσο αγαπούσα όλα αυτά τα χρόνια. Η μέρα βρισκόταν περίπου στη μέση της και εγώ θα προσπαθούσα να την απολαύσω.

Ο Ελάιζα συνέχισε να βρίσκεται στην ίδια θέση, πεσμένος με την πλάτη του στον τοίχο. Εδώ και ώρες προσπαθούσε να καταλάβει και να θυμηθεί το πρόσωπο εκείνης της κοπέλας που άκουγε στο όνομα Μόργκαν και που από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο σπίτι του, είχε έναν αέρα οικείο, έναν αέρα που τον ηλέκτριζε παράξενα, σαν να είχε συναντήσει κάποτε στο παρελθόν, η αύρα του τη δική της. Τα καστανά της μαλλιά και τα έντονα ζυγωματικά, του έφεραν στο νου ένα άγουρο ακόμη πρόσωπο, μίας κοπέλας που πριν από αρκετά χρόνια είχε σταθεί στη μέση του πιο βαρετού γκαλά καμουφλαρισμένης φιλανθρωπίας και τον είχε κοιτάξει ξεδιάντροπα, κοκκινίζοντας ολόκληρη. Και ο ίδιος την είχε προσέξει. Ήθελε τότε τρομερά να της χαμογελάσει και να την ρωτήσει το όνομά της, ωστόσο η ντροπή του τον είχε οδηγήσει στην επίθεση και στο πείραγμα. Στην ανάμνηση των μικρών, πανάκριβων εδεσμάτων που εκτοξεύονταν στον αέρα και προσγειώνονταν στα σατέν φορέματα και στα καλοχτενισμένα μαλλιά των κυριών της υψηλής κοινωνίας, του ερχόταν να γελάσει. Οι δυο τους είχαν προκαλέσει τρομερή καταστροφή, μα ο Ελάιζα ήταν πάντοτε ο Βενιαμίν της οικογένειας και υπόδειγμα καταστροφέα, σε αντίθεση με τον Ρις και τον Μάριο, που ήταν πάντοτε ήσυχοι και καθωσπρέπει.

Ποτέ του δεν ένιωσε πως ανήκε σε αυτόν τον κόσμο και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που κατέληξε στο στρατό, εκείνος, ο Μπεν και ο Μπρους οι κολλητοί του και παιδικοί του φίλοι, που σε αντίθεση με τον ίδιο, δεν επέστρεψαν ποτέ από εκείνον τον πόλεμο. Τώρα, κοιτούσε το μέταλλο που στήριζε το πόδι του και το σιχαινόταν. Παρά τις θεραπείες, υπήρχαν στιγμές που η ψυχολογία του, του έπαιζε άσχημα παιχνίδια και πόνοι κατέκλυζαν το κορμί του ορμητικά, σε συνδυασμό με τις κακές αναμνήσεις. Απόψε όμως, στη θύμηση του σκηνικού με το γκαλά, είχε γελάσει. Η Μόργκαν του σήμερα, εξακολουθούσε να διαθέτει εκείνον τον ατίθασο χαρακτήρα που δεν έμπαινε σε καλούπια. Από την μία του άρεσε που ήθελε να πάει κόντρα σε όλα όσα της είχαν για χρόνια επιβάλλει, αλλά από την άλλη, δεν έπαυε να είναι κόρη των αντιπάλων και μία κακομαθημένη υποκρίτρια που τον επέλεξε ως μέσον εκδίκησης.

΄΄Γιατί μόνο έτσι μπορεί να σταθεί δίπλα σου γυναίκα. Είτε για να σε χρησιμοποιήσει για τα λεφτά σου, είτε για άλλους σκοπούς, όπως κάποτε έκανε και εκείνη που κοσμεί τώρα τους τοίχους σου και που όταν επέστρεψες στο σπίτι σου από το Ιράκ, σε κοίταξε με οίκτο, ενώ πίσω της βρισκόταν ο άντρας που είχε παντρευτεί. Γιατί τι να σε κάνει σακάτη και ψυχικά άρρωστο; Αδύνατον. Ήταν πολύ μεγάλο το βάρος. Τουλάχιστον η Μόργκαν σε κοίταξε σαν άνθρωπο και όχι σαν ελλιπές ρομπότ. Ίσως τελικά να μπορούσες και εσύ να την εκμεταλλευτείς για τους δικούς σου σκοπούς...Ίσως...΄΄

Οι σκέψεις ήταν πολλές, μα οι αναμνήσεις πήραν για λίγο το πάνω χέρι...  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top