Κεφάλαιο 29ο.
Όταν άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε, σχεδόν όλο, το σόι του Ζήση, κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος θα έκανε τα πάντα για να διεκδικήσει ξανά την οικογένειά του, αν όχι μόνο την Χαρά.
" Πόσο πρέπει να σου απολογηθούμε για όσα ο πατέρας σου έκανε και πόσο μάλλον εμείς; " ρώτησε ο ψηλός άνδρας με τα γερασμένα μάτια. Η Σαβίνα τους κοιτούσε με περιέργεια και άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να τους δείξει πως είναι ευπρόσδεκτοι. Ο Στρατής δεν είχε την ίδια άποψη όμως.
" Ο Ζήσης σας είπε να έρθετε; "
" Ο πατέρας σου εννοείς. " είπε η κυρία Στέλλα. Εκείνη η γυναίκα που τον ένιωθε σαν γιο της, και όχι σαν εγγονό της. Από τότε που ο Ζήσης την πήρε από τη κλινική έχασε κάθε επαφή με τον Στρατή και μολονότι είχε τον γιο της, ήθελε όσο τίποτα τον μικρό εκείνο που τη βοήθησε να θυμηθεί και να ζήσει πάλι όπως πριν.
" Ναι έστω. Που ξέρετε που μένω; " τους ρώτησε. Η άλλη γυναίκα δίπλα στον άνδρα ήταν πιο απόμακρη από όλους. Φαινόταν καλή αλλά απρόσιτη αρκετά.
" Μιλήσαμε με τον Ζήση και μας είπε πως θα είσαι εδώ. Μάθαμε τι είπατε και θέλαμε με τη σειρά μας, όλοι, να σου ζητήσουμε συγγνώμη. Εκ μέρους του αλλά και εκ μέρους μας. Έπρεπε τόσα χρόνια να τον πείσουμε να σου μιλήσει. "
" Εσάς δεν σας άρεσε η σχέση του με τη μητέρα μου. Πως αποφασίσατε έτσι ξαφνικά να μας δεχτείτε; " ρώτησε ο Στρατής υπαινικτικά.
" Μας μίλησε η Στέλλα. Μας είπε για την αξία σου. Μας έδειξε πόσο της λείπεις και πόσο καλά την έκανες. Εσύ την βοήθησες να ζήσει και να γυρίσει ξανά στο σπίτι. Και όχι σαν ψυχολόγος αλλά σαν εγγονός. " απάντησε η απρόσιτη γυναίκα.
" Επί τη ευκαιρία εγώ είμαι ο θείος του Ζήση ο Κωστής. Από εδώ η γυναίκα μου η Σταυρούλα και την γιαγιά σου την ξέρεις. Ήταν χρέος μας να σε γνωρίσουμε και να σε ζήσουμε. Θέλω να είσαι ανοιχτός μαζί μας. Λίγα χρόνια μας απέμειναν στη ζωή και θέλουμε να τα ζήσουμε μαζί. Όλοι. " είπε ο Κωστής με εμφανή χαρά στα μάτια. Η Σαβίνα έβλεπε ότι ο Στρατής ένιωθε άβολα με όλη την κατάσταση οπότε επέλεξε να φύγει και να πάει στη μητέρα της στο ψυχιατρείο για άλλη μια φορά.
" Στρατή μου φέρε τους ανθρώπους μέσα. Εγώ θα πάω να δω την Μιμίκα για λίγο και θα ξαναγυρίσω. " του είπε. Εκείνη τη στιγμή η Στέλλα πλησίασε την Σαβίνα και της έπιασε το χέρι σφιχτά.
" Την Μιμίκα στο ψυχιατρείο πας να δεις; "
" Ναι. Την ξέρετε; "
" Είναι η φίλη μου. Η αδερφή μου. Η κολλητή μου. Ο άνθρωπός μου. Ο Ζήσης δεν με αφήνει να πάω να την δω. Λέει ότι θα κατρακυλήσω. " της ψιθυρίζει.
" Η Σαβίνα είναι η κόρη της Μιμίκας. " λέει ο Στρατής αγκαλιάζοντας την Στέλλα με τη στοργή που τόσο της έλειπε. Εκείνη τη στιγμή γυάλισαν τα μάτια της από ενθουσιασμό.
" Πες της πως δεν την ξέχασα. Να την βοηθήσεις. Βγάλτην από εκεί και ζήστε μαζί. " είπε.
Αυτά τα λόγια χαράκτηκαν στο μυαλό της Σαβίνας. Μέχρι να φτάσει στη κλινική τα λόγια εκείνα βούιζαν στο κεφάλι της. Κάθε λεπτό άκουγε τις λέξεις να στριφογυρίζουν γύρω γύρω και να της θυμίζουν την παλιά ζωή της. Μακριά από τη μαμά της, κοντά στον αχρείο Χρόνη και στις βρωμοδουλειές του. Πέρα για πέρα αληθινό της φαινόταν να ζήσει όπως πριν. Αλλά θα έκανε μια προσπάθεια. Μόνο και μόνο για να ζήσει εκείνη την στιγμή που είδε το βλέμμα του Στρατή να αναβιώνει μπροστά στους συγγενείς του. Καθώς προχωρά στους διαδρόμους και τη κοιτά με τα λοιπά κουρέλια της να περιπλανιέται αδιάκοπα εκεί, ξανά αλλάζουν τα συναισθήματά της, και από ένα δυναμικό πλάσμα, ξαφνικά μετατρέπεται σε μια άβουλη και συναισθηματική ψυχή.
" Που πας από εδώ; "
" Σε περίμενα καλή μου. Ήθελα να σε δω. "
" Και εγώ ήθελα να σε δω και να σου μιλήσω. " απάντησε η Σαβίνα. Την παρακίνησε να καθίσει κάπου και κάθισε και εκείνη δίπλα της. Της έπιασε το χέρι σφιχτά και την κοίταξε κατάματα. Αυτόματα οι μνήμες από τα παιδικά χρόνια της ξεπήδησαν στο μυαλό και κυρίευσαν τη ψυχή της. Μια μια οι όμορφες στιγμές τους εμφανίστηκαν για να την κάνουν ακόμα πιο ευάλωτη και σίγουρη για την ζωή της. Κάθε φορά που εστίαζε στο βλέμμα της κόρης της θυμόταν ακόμα περισσότερα και ακόμα πιο πολλά. Ξαφνικά, η φρίκη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κράτησε στα δυο της χέρια το προσωπάκι της Σαβίνας.
" Θεέ μου! Πως άντεξες τέτοιον εξευτελισμό κόρη μου;! Πως δεν με σκότωσες μετά από ο,τι σου έκανα παιδί μου; Πως μπόρεσες να ζήσεις μετά από αυτό; " έλεγε ψιθυριστά και με ένταση στα μάτια της κόρης της.
" Μάνα δεν ξέρω πως έζησα. Ξέρω μόνο πως ήθελα να ζήσω. " απάντησε εκείνη. Τα δάκρυα που κυλούσαν άγγιζαν τα ακροδάχτυλα της Μιμίκας και παράλληλα χάραζαν τη καρδιά της.
Την ίδια στιγμή στο πατρικό σπίτι της Χαράς βρισκόταν η Ασημίνα με τον Μάνο.
" Ασημίνα το μετάνιωσα. Δεν θέλω να τον δω. "
" Βρε Μάνο δική σου ιδέα ήταν να έρθεις και να δεις τον θείο μετά από τόσο καιρό. Πρέπει να τον δεις. Να του μιλήσεις και να τα βρείτε. " επιμένει εκείνη. Η αλήθεια είναι ότι ο Μάνος φοβόταν την αντίδραση του Λάμπρου και προπαντώς την αντίδρασή του αν μάθει αυτό που ήθελε να του πει εδώ και χρόνια.
" Όχι όχι ξαδέρφη. Δεν γίνεται. Πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να τον αντικρίσω. " απάντησε και μόλις άνοιξε την πόρτα για να φύγει βλέπει μπροστά του τον Λάμπρο με γουρλωμένα μάτια και τρεμάμενα χέρια. Ο Μάνος αισθάνθηκε έναν κόμπο να γεμίζει το στομάχι του και το άγχος να περνά σαν αίμα στις φλέβες του.
" Ίντα θέλεις εσύ εδώ; " του λέει φωνάζοντας. Ο Μάνος προσπαθεί να φύγει αλλά ο Λάμπρος του κόβει τη φόρα.
" Θα φύγω. Ήρθα να δω την Ασημίνα. Φεύγω. " λέει αλλά ξανά ο Λάμπρος του εμποδίζει τον δρόμο με το μπαστούνι του.
" Δε ντρέπεσαι; Λείπεις τόσα χρόνια. Δεν ξέρεις αν ζω ή αν πέθανα. Μένεις με τη τσουλίτσα σου και ξεχνάς τη φαμίλια σου; Αυτά σου έμαθα εγώ τόσα χρόνια; Έτσι μεγάλωσες ανάμεσα στους Φραγγελάκηδες; " ρώτησε τον γιο του. Εκείνος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Πως να αντιδράσει. Είχε κάποιους ενδοιασμούς, αμφιβολίες και λόγους που δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει. Αλλά μόνο για ένα πράγμα ήταν σίγουρος. Ότι ο πατέρας του είχε αλλάξει. Πολύ.
" Πατέρα μίλα καλύτερα σε παρακαλώ. Ξέρεις τι θυσίασα για να είμαι με την Αμαλία. Ήθελα και το έκανα. "
" Θυσίασες την οικογένειά σου. Το ξέρω μικρέ. Άφησες μαύρη πέτρα πίσω σου και μας παράτησες όλους. Συγγενείς, φίλους τα πάντα όλα άφησες για μια γυναίκα. Και τι γυναίκα! Την Αμαλία Μπρουσαλάκη! " φώναζε επιδεικτικά για να ακουστεί.
" Θείε άκουσέ τον. Να σου μιλήσει θέλει. Να τα βρείτε. " είπε η Ασημίνα που προσπαθούσε να συμφιλιώσει την οικογένειά της ξανά.
" Το ήξερες ανιψιά; Ήξερες ότι ήρθε και δεν είπες τίποτα; Γιατί; Για να με στείλεις μια ώρα αρχύτερα στον τάφο μου; " απάντησε.
" Θείε είσαι καλά; Τι λες; Για όνομα του θεού. Εγώ να σας βοηθήσω προσπαθώ. "
" Δεν θέλω καμία βοήθεια. Φύγε Μάνο. Δεν θέλω να δω κανέναν. " αποκρίθηκε και με βαριά καρδιά κατευθύνθηκε για τη κάμαρή του, αφήνοντας πίσω όποιον ήταν στο σπίτι. Ήταν φορτισμένος συναισθηματικά και δεν μπορούσε να αντέξει την όψη κανενός.
Την ίδια στιγμή η Χαρά και η Δέσποινα βρίσκονταν σε έναν απόμερο δρόμο παρέα με τον Βαγγέλη και τον αστυνόμο Σωτήρη Ανδρονικήτα για να συζητήσουν για τα ευρήματά του ως προς τον Χρόνη και τη Λέα.
" Είμαι τόσο σοκαρισμένος. Χαρά δεν μπορώ να το πιστέψω τι έκανε η μάνα σου μόνο και μόνο για να σε εκδικηθεί. Όλο αυτό είναι απάνθρωπο και απίστευτο. Αν είναι δυνατόν. "
" Το ξέρω Βαγγέλη. Και πόσο μάλλον όταν έμαθα ότι η ίδια μου η μάνα έχει διαλύσει μια ολόκληρη οικογένεια. Έχω την υποψία ότι ο Χρόνης είναι εγγονός της. "
" Τι εννοείς; " ρώτησε ο Βαγγέλης μη μπορώντας να προσδιορίσει ακριβώς τα λόγια της ανιψιάς του.
" Εννοώ ότι όταν γέννησα τον Στρατή, έχασα ένα παιδί ακόμα. Δεν σας το είπα γιατί δεν είχε κανένα νόημα αλλά τώρα πιστεύω ότι όλα ήταν δουλειά της Μάνιας και της, ο θεός να τη κάνει, μάνας μας. " απάντησε η Χαρά. Ο Βαγγέλης συνέχιζε να βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρης αποσύνθεσης και να προσπαθεί να εξηγήσει λογικά το γεγονός.
" Φαντάζομαι πως η κυρία Χαριτοπούλου εννοεί ότι όταν άλλαξε η διεύθυνση της κλινικής, χάθηκαν ορισμένα έγγραφα. Ένα εξ'αυτών και το πιστοποιητικό θανάτου εκείνου του παιδιού. Κάπως έτσι χάθηκε και το πιστοποιητικό θανάτου της μητέρας σας. Νέα διεύθυνση ανέλαβε η κυρία Μάνια Φράγκου, που από όσο κατάλαβα είναι η δίδυμη αδερφή της γοητευτικής δεσποινίδος από εδώ, και παράλληλα, τόσα χρόνια μεγάλωσαν μαζί τον Πολυχρόνη Κλωντάκη, γνωστό στη πιάτσα ως απλά Χρόνη. Υπαίτιος όμως όλων των όσων συνέβησαν αυτά τα χρόνια, κύριος μέντορας και καθοδηγητής της περίεργης αυτής ομάδας είναι ο νονός της νύχτας Κυριάκος Μπρουσαλάκης του Κωνσταντίνου και της Σταυρούλας. Οι συνάδελφοί μου προσπαθούσαν χρόνια να βρουν κάποιο κέντρο από τα εκατοντάδες που έχει στη περιοχή αλλά κρυβόταν πολύ καλά. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορέσατε και εσείς να βρείτε την μητέρα σας, την αδερφή σας και τον γιο σας αντίστοιχα. " είπε ο αστυνόμος εμπιστευτικά. Η Δέσποινα είχε εντυπωσιαστεί από την τόλμη, τις γνώσεις και την οξυδέρκεια του αστυνόμου Ανδρονικήτα.
" Πως τα μάθατε όλα αυτά; "
" Ο Βαγγέλης είναι χρόνια φίλος. Από την στιγμή που μου έφεραν τον Στρατή στο τμήμα και είδα ότι ήταν του γένους Φραγγελάκη κατάλαβα πως ήταν συγγενής του. Επίσης, όταν εντόπισα ότι το τηλεφώνημα για να μας καρφώσουν τον Στρατή, τότε, ήταν από την Λέα, και όταν συνέδεσα τα στοιχεία κατάλαβα ότι ο Βαγγέλης είχε δίκιο που ανησυχούσε εδώ και μέρες. " είπε εκείνος.
" Τώρα τι κάνουμε; "
" Αρχικά θέλω να μου πείτε τι θέλετε να κάνουμε με όλους αυτούς. Έχουμε έναν δεκαεννιάχρονο που μπορεί να μπει μέσα για συνεργεία σε όλα που έχει κάνει, έναν εγκληματία σαραντάρη και μια γυναίκα εξήντα χρονών που έχει κάνει τα πάντα όλα για να εκδικηθεί τα παιδιά της αλλά παράλληλα να ζήσει με ένα εγγόνι. " απάντησε.
" Μπουζουριάστε τους όλους μέσα και θα βρούμε τρόπο να βγάλουμε τη μαμά και τον Χρόνη. "
" Όχι Δέσποινα. Τη μαμά δεν την θέλω έξω. Τον μικρό ναι, αλλά εκείνη όχι. Μου μαύρισε το παρελθόν. Αλλά όχι και το μέλλον. " είπε. Ξαφνικά ακούγεται μια φωνή από πίσω τους. Ο Ζήσης βρέθηκε εκεί από το πουθενά.
" Έπρεπε να με ενημερώσετε και εμένα νομίζω. Δηλαδή εφόσον εμπλέκεται ο ξάδερφος και ο γιος μου στις υποθέσεις σας. " αποκρίθηκε φανερά ενοχλημένος.
" Βρε βρε τον Μπρουσαλάκη! Καιρό είχαμε να σε δούμε. Εσύ είσαι ο πατέρας του μικρού λοιπόν." είπε. Με συνοπτικές διαδικασίες εξήγησαν και σε εκείνον τι θα γίνει και πως θα επιχειρήσουν να κλείσουν μια και καλή όλα τα κέντρα του Κυριάκου. Το λιγότερο που τους ενδιέφερε ήταν η αντίδραση των γονιών του. Εκείνοι ήταν οι μόνοι που είχαν αποκλείσει μια και καλή τον Κυριάκο από τη ζωή τους. Για τον ίδιο λόγο και εκείνος είχε αποφασίσει τότε να εκδικηθεί την οικογένειά του και να τους στερήσει το ένα παιδί του Ζήση που θα μπορούσαν να έχουν κοντά τους. Εξάλλου ο Κυριάκος το άξιζε. Είχε κάνει πολλά πράγματα που θα έπρεπε να ντρέπεται. Η Δέσποινα είχε ζήσει κάποια από αυτά. Ο Ανδρονικήτας το ήξερε και για αυτό τον λόγο ήταν πιο εκδηλωτικός μπροστά της. Ήθελε να την κάνει να νιώσει ασφάλεια κοντά του. Μετά από όλα αυτά, το χρειαζόταν.
Πέραν από όλα αυτά, η Ασημίνα ήταν εκείνη που έπρεπε να βοηθήσει δυο μέλη της οικογένειάς της να βρουν ξανά εκείνη την σύνδεση που είχαν χάσει εδώ και χρόνια. Ο Λάμπρος κοιτούσε τις φωτογραφίες με τον γιο του, όταν ήταν μικρός, και αναπολούσε τις στιγμές που του μάθαινε να περπατά, να ψαρεύει, να φέρεται ευγενικά και με σύνεση. Αλλά τώρα πια η σύνεση είχε βγάλει φτερά και είχε ταξιδέψει. Η Ασημίνα αντιλήφθηκε τον πόνο που ένιωθε ο Λάμπρος. Τον πλησίασε και εκείνος με γρήγορες κινήσεις προσπαθούσε να κρύψει τις φωτογραφίες.
" Τσάμπα τις κρύβεις. Ξέρω ότι τον θες πίσω. Δεν κάνεις τίποτα για αυτό όμως. "
" Δεν τον θέλω πίσω. Να καταλάβει το λάθος του θέλω. Να υπολογίζει το σωστό και το λάθος! Να μην αψηφά την φαμίλια του! " είπε.
" Πήγαινε μίλα του ξαναλέω. Άκουσέ τον τι έχει να σου πει! Είναι σημαντικό! Θα χαρείς! Στο λέω να το ξέρεις! " αποκρίθηκε η Ασημίνα. Ο Λάμπρος σηκώθηκε από το κρεβάτι του και κοίταξε την πόρτα. Ο Μάνος βρισκόταν εκεί. Ό,τι και να είχε γίνει δεν έπαυε να αγαπά τον πατέρα του. Ήθελε να του εξηγήσει, να τον δει ξανά μετά από καιρό και να του πει αυτό που ήθελε. Η Ασημίνα βγήκε έξω και τους άφησε μόνους. Ο Μάνος τον πλησίασε και κάθισαν στο κρεβάτι του Λάμπρου.
" Σ'ακούω. "
" Πατέρα τόσα χρόνια δεν έπαψα να σε σκέφτομαι. Μη με αδικείς. Αφού βρήκα την αγάπη μου έπρεπε να το ζήσω. Έτσι μου έμαθες και έτσι θα έκανα. Εσύ ο ίδιος πάλεψες για την αγάπη. Όταν η γιαγιά δεν σε άφησε να παντρευτείς τη μαμά κλεφτήκατε και με είχες συμβουλέψει να κάνω το ίδιο. Να ζω για αυτό που θέλω και να παλεύω για αυτό. Και πάλεψα. Παρόλο που ήξερα πως δεν εγκρίνεις την Αμαλία επειδή είναι κόρη του φονιά όπως λέγατε, εγώ την αγάπησα και την παντρεύτηκα. Και τον γιο μου τον ονόμασα Λάμπρο. Για να τον βλέπω, να ακούω το όνομά του και να σε σκέφτομαι. Η Αμαλία δεν είχε αντίρρηση καμία. Εκείνη μου είπε να τον βγάλουμε έτσι. Εγώ ήρθα να στο πω γιατί θα τον βαφτίσουμε σε λίγες μέρες. Μπορεί να μην γινόταν εδώ και τόσα χρόνια να κάνουμε παιδιά αλλά ακόμα και η υιοθεσία είναι η λύση που περιμέναμε. Λάμπρος λέγεται και εκείνος. Ήθελα πρωτού κλείσεις τα μάτια σου να δεις τον εγγονό σου και να έρθεις στη βάφτισή του. Ξέρω ότι σε έχω πληγώσει αλλά..."
" Πάψε πάψε! " του είπε κλαίγοντας και τον αγκάλιασε μετά από τόσα χρόνια. Γεμάτος τύψεις και ενοχές που απέρριπτε την γυναίκα του γιού του ενώ του είχαν κάνει ακριβώς το ίδιο. Τελικά δεν φταίει μόνο ο Μάνος αλλά και εκείνος εξίσου.
" Μόνο που ήρθες μου φτάνει. Δε με νοιάζει για το όνομα. Με νοιάζει να με θυμάται και να με ξέρει. Να ξέρει τον παππού του και να δημιουργήσει αναμνήσεις με εμένα. " είπε ο Λάμπρος βαθιά συγκινημένος. Ο Μάνος δεν μίλησε. Μονάχα τον αγκάλιασε ξανά.
Την ίδια στιγμή η Χαρά με τον Ζήση, ως γονείς του Στρατή και του Χρόνη πλέον, αφού ο Ανδρονικήτας έφυγε με την Δέσποινα και ο Βαγγέλης πήγε προς το σπίτι, αποφάσισαν να κατευθυνθούν σε ένα από τα πολυσύχναστα κέντρα του Κυριάκου για να βρουν τον Χρόνη.
" Εδώ πρέπει να είναι. "
" Χαρά σκέψου ξανά αυτό που σου είπα. Μείνε εδώ με τα παιδιά. Χρειάζονται τη μάνα τους. "
" Ο Χρόνης μπορεί αφού δεν έχει ζήσει με μια μητρική φιγούρα, αλλά ο Στρατής είναι αρκετά ώριμος για να ζει μόνος του. " απάντησε εκείνη ενώ κοιτούσε τριγύρω για να βρει τη Λέα.
" Δεν σε χρειάζονται μόνο εκείνοι Χαρά μου. Και εγώ θέλω να σε ζήσω λίγο ακόμα. "
" Ζήση τα έχουμε πει αυτά. Θα μείνω με τον Παύλο. Έχω κλείσει εισιτήρια για να φύγω. Εξάλλου δεν νομίζω να θέλει ο Στρατής να γυρίσει πίσω. Θα αποκτήσετε μια καλή σχέση μεταξύ σας. " είπε εκείνη. Τότε η Λέα τρέχει προς το μέρος της και φωνάζει με μανία.
" Χάθηκε ο Χρόνης Χαρά! Χάθηκε! "
" Αυτή είναι που είχε απαγάγει τον Στρατή και τη Σαβίνα. Ελευθερία εσύ; " ρώτησε ο Ζήσης.
" Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Χάθηκε ο Χρόνης σας λέω. Κάντε κάτι. "
" Πως χάθηκε ρε μάνα; Μας δουλεύεις; "
" Του είπα όλη την αλήθεια Χαρά. Ξέρει τα πάντα. Φοβάμαι μη κάνει καμία τρέλα! " είπε και έβαλε όλα τα κακά με το νου της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια! Πώς είσαστε;
Ένα ακόμα κεφάλαιο είναι εδώ για εσάς. Συγκεκριμένα το προτελευταίο για αυτή την ιστορία. Στις επόμενες μέρες θα ολοκληρωθεί και θα ανέβουν *μάλλον* δυο νέες.
Ποια λέτε να είναι η αντίδραση του Χρόνη;
Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια.
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top