Κεφάλαιο 21ο.
Την επομένη ήμερα ξεκαθάρισε στο μυαλό του τι πάνω κάτω συνέβαινε. Ο Ελευθερίου λοιπόν. Ο Ελευθερίου είναι μια παλιά ιστορία. Ο γνωστός Χαράλαμπος Ελευθερίου. Το επίθετο αυτό θύμισε πολλά στον Στρατή. Σχεδόν ό,τι είχε συμβεί πριν την άφιξή του στην Κρήτη. Μια σχέση που έληξε άδοξα.
" Οι σκέψεις του τον οδήγησαν στα λόγια της. Την τελευταία φορά που συναντήθηκαν:
" Στρατή πέρασα στην Αθήνα. Δεν μπορούμε να είμαστε άλλο μαζί πια. "
Ίσως έπρεπε να της μιλήσει. Έστω να της πει κάτι. Κάτι ελάχιστο, ίσως να μπορέσουν να μείνουν μόνο φίλοι. Έστω αυτό.
Τα βήματα και τα πόδια του τον οδήγησαν στην καφετέρια που δούλευε η Ζέτα. Εκεί βρισκόταν ο γιος του ιδιοκτήτη που καθάριζε κάποια τραπέζια. Ένα αδύνατο παιδί, γυρω στα 16, άχαρο και απρόσεκτο, με μαύρα ρούχα, κοντοκουρεμένος. Το βλέμμα του δεν την εντόπιζε.
" Γεια σου. Μήπως ξέρεις που μπορώ να βρω την Ζέτα; "
" Στην αποθήκη είναι νομίζω. "
Στο άκουσμα της φράσης δεν έχασε χρόνο και πήγε προς τα εκεί. Κάνει κάποια βήματα και η θέα ήταν σοκαριστική. Έπιασε τον ιδιοκτήτη να χαϊδεύει την Ζέτα και να της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Ο Στρατής, με σταυρωμένα τα χέρια, περίμενε πότε θα τον έπαιρναν χαμπάρι. "
Σκέφτηκε. Προσπαθούσε να θυμηθεί τι είχε κάνει τις τελευταίες μέρες και να βρει έναν λόγο για τον οποίο ο συγκεκριμένος άνδρας πλήρωσε την εγγύηση για να βγει ο ίδιος από την φυλακή. Η Σαβίνα τον κοιτούσε σαν να έβλεπε φάντασμα. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει στο βλέμμα του και εκείνος δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί. Που όντως δεν ήξερε γιατί δεν γνώριζε τον λόγο που ο πατέρας της πρώην του έβαλε τόσα χρήματα για να τον βοηθήσει.
" Ποιος είναι αυτός; Στρατή ξέρεις; " αναρωτιέται η Σαβίνα. Δεν παίρνει ακριβή απάντηση. Ο Στρατής μετά από λίγα λεπτά, βγαίνει έξω και η Σαβίνα τον ακολουθεί. Τότε τον πιάνει από τα χέρια και με την επιμονή της σταματάει τον Στρατή σχεδόν απειλητικά.
" Στρατή πες μου. Ποιος είναι αυτός ο Ελευθερίου; Τι θέλει από εσένα; " ρωτάει. Μόλις ο Στρατής πάει να ανοίξει το στόμα του, μια γνωστή φυσιογνωμία πετάγεται από το πουθενά και χύνεται δίπλα του.
" Στρατή μου! Αγόρι μου! Τι έπαθες! Γιατί σε βάλανε μέσα; " ρωτάει. Εκείνος απορημένος της απαντά.
" Ζέτα; Τι...τι κάνεις εσύ εδώ; Πώς έμαθες; Ήρθες από την Θεσσαλονίκη μέχρι εδώ; " ρωτάει.
Η Σαβίνα συνεχίζει να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Δεν ζητά εξηγήσεις όμως. Περιμένει να ακούσει ολόκληρη την ιστορία μέχρι να δει πως θα το αντιμετωπίσει. Η Ζέτα πιάνει με τρυφερότητα το χέρι του και με το άλλο της χέρι ακουμπά το κατακόκκινο, από ντροπή ίσως, μάγουλό του.
" Πώς έμπλεξες; " . Στα μάτια της καθρεφτίζονται τα δικά του. Ένα άλμπουμ αναμνήσεων εκτυλίσσεται στο πίσω μέρος του μυαλού της και όσο σκέφτεται, τόσο μετανιώνει που φέρθηκε σαν χειραγωγούμενη κούκλα τότε.
" Είναι...μεγάλη ιστορία. Αλλά εγώ θέλω να μάθω πως βρέθηκες εδώ. Πώς ήρθες; Πώς έμαθες; " λέει. Αντικρίζει τότε την Σαβίνα. Η άγνωστη, για εκείνη, κοπέλα φαινόταν να ήταν κάτι περισσότερο από εμπόδιο. Ο Στρατής αντιλήφθηκε πως ήταν αμοιβαία τα αισθήματα για την κάθε μία.
" Σωστά. Μέσα στη σύγχυση μου το ξέχασα. Ζέτα από δω η Σαβίνα...μια φίλη. Η Ζέτα είναι..."
" Πρώην του από το σχολείο. " λέει. Η Σαβίνα απλά εστιάζει να δει το βλέμμα του Στρατή για να καταλάβει τι συμβαίνει μεταξύ τους και προπάντων τι συμβαίνει με εκείνον. Παρόλα αυτά δεν μιλάει. Δεν λέει ένα τυπικό χάρηκα ή μάλιστα. Αφήνει τον Στρατή να αποφασίσει για το ποια θα είναι η απάντησή της.
" Α! Μπροστά στη Σαβίνα μπορείς να μιλάς ελεύθερα. Δεν έχω μυστικά από αυτήν. " είπε. Τότε η Ζέτα άρχισε να εξιστορεί τι συνέβαινε.
" Χτες η μητέρα σου ήρθε και βρήκε τον πατέρα μου. Υπέθεσε πως θα είχαμε ακόμα επαφές οπότε βρήκε το θάρρος να έρθει. Ζήτησε τα χρήματα από τον πατέρα μου. Όταν το έμαθα σοκαρίστηκα Στρατή. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως εσύ το έκανες αυτό. Πήρα το πρώτο αεροπλάνο και ήρθα. " είπε. Ο Στρατής εξεπλάγην ξανά.
" Και πώς ήρθες ως εδώ; Δηλαδή ήρθες με κάποιον άλλον; " ρωτά. Τότε η Ζέτα του δείχνει ένα ταξί. Έξω βρίσκεται ένας γνωστός άνδρας.
" Ήρθες με τον θείο Λάμπρο!; " ξαναρώτησε. Εκείνη έγνεψε το κεφάλι της. Η Σαβίνα τους ακολουθούσε άπραγη και δίχως να νιώθει εκείνη την αναμενόμενη ασφάλεια που ένιωθε κάθε φορά που βρισκόταν με τον Στρατή. Ο θείος Λάμπρος την παρατηρούσε στενά. Πώς φερόταν, πως ήταν, πως μιλούσε, πως στεκόταν. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Παρόλα αυτά την αγκάλιασε γιατί τη έβρισκε ιδιαίτερα συμπαθή, σε αντίθεση με τη Ζέτα που μετά βίας την γνώριζε λίγες ώρες. Ο Στρατής αγκαλιάζει σφιχτά τον Λάμπρο. Ήθελε μια οικογενειακή, στοργική αγκαλιά από κάποιον κοντινό άνθρωπο. Το είχε ανάγκη.
Η διαδρομή ήταν αρκετά σύντομη. Ο Στρατής παρατηρούσε από το καθρέφτη την μεγάλη απόσταση που είχε η Σαβίνα με την Ζέτα. Εκείνος καθόταν πίσω από τον συνοδηγό και η Ζέτα ήταν δίπλα του. Φαινόταν ξεκάθαρα εκείνο το κενό. Η Σαβίνα είχε μαζευτεί τόσο προς το παράθυρο σαν να απελπίστηκε. Να απογοητεύτηκε για κάτι. Έτσι μόλις φτάσανε στο πατρικό της μητέρας του, η Σαβίνα βγήκε πρώτη και περπάτησε ως τον διάδρομο με τις βουκαμβίλιες μπροστά από το σπίτι μέχρι να έρθουν οι υπόλοιποι. Ο θείος Λάμπρος ανοίγει την πόρτα με τα κλειδιά του και τότε εμφανίζεται από μέσα η φιγούρα μιας ξανθιάς γυναίκας ντυμένη με απλά καθημερινά ρούχα. Ο Στρατής μένει με το στόμα ανοιχτό.
" Μαμά! " φωνάζει. Πέφτει στην αγκαλιά της. Είχε να την δει πολύ καιρό και εκείνη η αγκαλιά επίσης του είχε λείψει αρκετά. Η Χαρά περιεργάζεται με τα χέρια της το χλωμό πρόσωπό του και δεν τον αφήνει από τα χέρια της. Η Σαβίνα κάθεται σε μια πολυθρόνα σαν να βρίσκεται στο σπίτι της ενώ η Ζέτα στέκεται στη πόρτα. Ο Λάμπρος πηγαίνει δίπλα σε έναν άλλον άνδρα που ο Στρατής μέχρι πρότινος δεν είχε παρατηρήσει. Ήταν μελαχρινός και μαυροντυμένος. Κλασικός βέρος Κρητικός. Η Χαρά συγκινείται μόνο με την σκέψη του παιδιού της. Παίρνει τον γιο της και κάθονται σε ένα καναπέ μαζί.
" Δεν περίμενα να σε βρω εδώ. Μου είπε η Ζέτα ότι ήρθε αλλά δεν μου είπε για εσένα. "
" Το ξέρω. Εγώ της είπα να μην μιλήσει. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη αν και εσύ μας την έκανες τελικά. "
" Μαμά δεν θέλω να μιλήσω τώρα για αυτό. Όταν μείνουμε μόνοι μας θα το συζητήσουμε. " της λέει. Κοιτάζει γύρω του και τότε αντιλαμβάνεται πως υπάρχει ένα πρόσωπο που δεν γνωρίζει μέσα στην οικογένεια.
" Συγγνώμη που δεν συστήθηκα αλλά με αυτά και με αυτά. " λέει στον μαυροντυμένο άνδρα. Απλώνει το χέρι του και τότε ο άνδρας σηκώνεται να τον αγκαλιάσει αυθόρμητα. Ο Στρατής, αν και παραξενεμένος ανταποδίδει.
" Είναι ο αδερφός του θείου Λάμπρου, Στρατή μου. Ο Βαγγέλης. " λέει η Χαρούλα.
" Τόσα χρόνια επαέ στην Ελλάδα δεν ήβρα χρόνο να σε ανταμώσω ανηψέ. Με πετυχανε πάνω που ήρθα να δω τον αδερφό μου. Δεν ήξερα ότι θα έβρισκα και την μανα σου εδώ. Και πόσο μάλλον με τον γιο της και τις φίλες του ρε μπαγάσα! " λέει. Τότε όλοι γελάνε και κάπως η ατμόσφαιρα ελαφρύνει. Ο Στρατής όμως συνεχίζει να έχει κάποιες απορίες για την ξαφνική άφιξή τους.
" Μαμά, ο μπαμπάς δεν ήρθε μαζί σου; " ρωτά. Η Χαρούλα βρίσκεται φανερά σε δύσκολη θέση. Αλλά δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποκαλύψει τι γίνεται. Η Χαρά τότε αρπάζει το χέρι του και τον οδηγεί στα επάνω δωμάτια που κάποτε η ίδια έμενε. Ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα και καθίσανε σε εκείνο το κρεβάτι που είχε σκάσει από το κλάμα κάποτε. Η Χαρά ήθελε να προετοιμάσει τον γιο της για ό,τι θα συνέβαινε στο μέλλον. Οπότε κάποιος έπρεπε να του πει για τον χωρισμό τους.
" Άκου Στρατή μου. Ο μπαμπάς δεν ξέρει πως είμαι εδώ. Ούτε για την κατάστασή σου γνωρίζει. " είπε. Τότε ο Στρατής ξαφνιάζεται.
" Συγγνώμη στο ίδιο σπίτι δε μένετε; Πώς κατάφερες να του το κρύβεις; " ρώτησε.
" Εγώ και ο πατέρας σου τον τελευταίο καιρό είχαμε κάποια προβλήματα. Οπότε αποφασίσαμε για λίγο καιρό...να χωρίσουμε. " του είπε ωμά και χωρίς δισταγμό. Ο Στρατής επαναλαμβάνει από μέσα του τα λόγια που άκουσε για να κάνει την κατάλληλη σύνδεση.
" Δηλαδή θα πάρετε διαζύγιο; "
" Δεν έχουμε συζητήσει περισσότερα. Δεν ξέρω ακόμα. Εγώ τουλάχιστον. "
" Ήσασταν μια χαρά όταν έφυγα. Τι πάθατε μαμά; Πετάτε δεκαοχτώ χρόνια γάμου έτσι απλά; " της υπενθυμίζει.
" Χρειάζεται συζήτηση το πράγμα Στρατή μου. Αλλά τώρα άλλο προέχει. " λέει Η Χαρούλα.
" Ο μπαμπάς πρέπει να μάθει μαμά. Μπορεί να μην έχω επικοινωνήσει μαζί του καθόλου, να μην έχω ζητήσει να του μιλήσω ή κάτι τέτοιο αλλά δεν παύει να είναι ο πατέρας μου. "
" Το ξέρω αγόρι μου. Αλλά αν είναι κάτι παροδικό, καλύτερα να μην τον ανησυχήσουμε άδικα. Ας δούμε τι πρέπει να κάνουμε και μετά θα του το πούμε οπότε θελήσεις. " συμπληρώνει η Χαρά. Τον αγκαλιάζει ακόμα μια φορά και σηκώνονται για να μιλήσουν με τους συγγενείς τους στον κάτω όροφο. Όταν ο Στρατής αντιλαμβάνεται πως κάποιος λείπει. Κοιτάζει την Ζέτα και δείχνει σχεδόν αδιάφορη. Η Σαβίνα έφυγε από το σπίτι. Βγαίνει έξω γρήγορα να δει μήπως την προλάβει αλλά πρέπει να έχει ώρα που έφυγε. Μπαίνει ξανά μέσα, απογοητευμένος και κάθεται δίπλα στη Ζέτα χωρίς να το πολυσκεφτεί.
" Έφυγε η φίλη σου; " ρωτά η Χαρά.
" Ναι. Κάτι της έτυχε..." λέει αφήνοντας ένα μήνυμα στο κινητό της με την ελπίδα πως κάποτε θα το δει.
Μετά από λίγες ημέρες το πατρικό σπίτι ξεχειλίζει από φωνές. Τόσα άτομα και τόση αγάπη. Αλλά ακόμα κρυμμένα μυστικά. Ένα μυστικό, από τα πολλά, κουβαλούσε η Χαρά. Εκείνο το πρωί δεν βγήκε στη πόλη ως συνήθως, αλλά πήγε σε ένα άλλο χωριό, δύο χιλιόμετρα μακριά. Φορούσε γυαλιά και ήταν αρκετά καμουφλαρισμένη για να μην αναγνωρίζεται εύκολα. Ο λόγος; Μια συνάντηση.
Ο Ζήσης δεν είχε αλλάξει καθόλου. Απλά είχε γκριζάρει περισσότερο. Ο χρόνος δεν φαινόταν πάνω του πολύ. Σε αντίθεση με την Χαραυγή που ο χρόνος την είχε κάνει πιο ώριμη και όμορφη. Έτσι και αλλιώς το μπλε φόρεμα με τις τιράντες που φορούσε την έκανε όμορφη αλλά ταυτόχρονα δυναμική. Ο Ζήσης ντυμένος όπως πάντα με πουκάμισο και παντελόνι σε χρώματα του γκρι, ήταν εξίσου διαφορετικός.
" Καλημέρα Χαρά. "
" Καλημέρα. "
" Ήταν πραγματικά κάτι απρόσιτο να σε συναντήσω μετά από τόσα χρόνια. " της λέει. Εκείνη μιλάει με μια φανερή αμηχανία.
" Ναι. Και για αυτό δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό που κάνω. Δεν έπρεπε να σε συναντήσω Ζήση. Ήταν λάθος."
" Λάθος ήταν που με άφησες τότε και προτιμήστε τον Παύλο. Και είδες που καταλήξατε. Το παρελθόν δεν θάβεται εύκολα Χαρούλα. " της λέει. Την πλησιάζει τότε περισσότερο.
" Μη...μη πλησιάζεις. Φεύγω. Δεν έπρεπε να δεχτώ. Ήμουν ευάλωτη τότε. Έπρεπε να στο κλείσω στα μούτρα. " απαντά και κάνει να φύγει αλλά εκείνος την τραβά κοντά του. Αισθάνεται την ανάσα του να ακουμπά το δέρμα της απειλητικά και άκρως ερωτικά. Θωρακίζεται το βλέμμα του στα μάτια της και τα μάτια της γίνονται ο θησαυρός που είχε στην κατοχή του κάποτε. Τότε που ήταν ανέμελα χρόνια. Αλλά συνάμα δύσκολα. Ίσα που πρόλαβε να ακουμπήσει μια ίνα των χειλιών της και το τηλέφωνο ήταν εκείνο που τους διέκοψε.
" Μαμά έχασα την Σαβίνα! Αυτός την πήρε. Δεν θα έφευγε έτσι! Πάω να τη βρω."
Έλεγε το μήνυμα. Στο μεταξύ, όσες μέρες η Χαρά βρισκόταν στο σπίτι είχε μάθει με λεπτομέριες τι συνέβη όλον αυτόν τον καιρό με τον Χρόνη, τη Λέα και τη Σαβίνα. Η Χαρά κατάλαβε απευθείας πως έπρεπε να προστατεύσει το παιδί της από αυτό το υποκείμενο γιατί από τα λόγια του Στρατή κατανόησε το ποσό μοχθηρία και απανθρωπιά κουβαλάει μέσα του.
" Έγινε κάτι; "
" Κάτι έπαθε ο θείος. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Δεν ξέρω αν θα τα πούμε. " του λέει. Αφήνεται από τα χέρια του και απομακρύνεται.
" Περίμενε Χαρά! "
" Γεια. " φωνάζει από μακριά.
Το μακελειό μόλις άρχισε.
---------------------------------------------------
Γεια! Ελπίζω να μην με ξεχάσατε!
Εχω πολλές υποχρεώσεις οπότε δύσκολα βρίσκω χρόνο να γράφω κεφάλαια.
Όσοι είστε ακόμα ενεργοί σαν Ευχαριστώ και σας εκτιμώ βαθύτατα.
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει με την Ζέτα;
Για ποιο λόγο ο Χρόνης απήγαγε την Σαβίνα για πολλοστή φορά;
Θα μάθετε στο επόμενο κεφάλαιο!
Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια!
Σας φιλώ!
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top