Κεφάλαιο 10ο.
~ Κάπου στην Κρήτη ~
" Καλημέρα μωρό. " της είπε και μόνο που δεν ούρλιαξε όταν τον είδε να μπαίνει σχεδόν μισόγυμνος στο δωμάτιο. Σηκώθηκε απευθείας από το κρεβάτι αλλά εκείνος την σταμάτησε πιάνοντάς της το χέρι.
" Που πας; "
" Τι έγινε το βράδυ; "
" Εσύ τι νομίζεις να έγινε; " την ρωτάει με έναν υπαινιγμό και ένα πρόστυχο, σχεδόν ανήθικο, τρόπο. Τα μάτια του πέταγαν φωτιές όσο θυμόταν την νύχτα. Η Σαβίνα του χτύπησε την κοιλιά με τον αγκώνα της και έτρεξε στις σκάλες. Ο Σέργιος, σφάδαζε από τον πόνο, αλλά παρόλα αυτά έτρεξε από πίσω της.
" Γύρνα πίσω παλιό ηλίθια. Θα σε βάλω κάτω και δεν θα ξέρεις που να κρυφτείς! " της φωνάζει. Προτού καλά καλά προλάβει να κατέβει τις σκάλες, η Σαβίνα έχει ήδη βγει έξω.
Ο καιρός εκείνη την ημέρα ήταν βροχερός. Αντιλήφθηκε πως είχε βγει έξω με τις πιτζάμες. Τα πόδια της είχαν ήδη βραχεί. Φορώντας μόνο τις γαλότσες της, περιφερόταν με άδεια ψυχή στους δρόμους. Τα μάτια της υγρά. Και από τα δάκρυα και από την βροχή. Το μόνο που έκανε είναι να βροντοφωνάζει από μέσα της και να ωρύεται από την αηδία που ένιωσε. Που βίωσε. Τα ασήμαντα χέρια του και η σάρκα είχαν αγγίξει το παρθενικό δέρμα της. Τώρα πια έπαυε να είναι παρθενικό. Αυτό την εξόργισε περισσότερο. Ένα μοναδικό πράγμα της είχε μείνει από την φευγαλέα σχέση με την μητέρα της. Η μοναδική συμβουλή της ήταν να δώσει το σώμα της στον άνδρα που πραγματικά θα την κάνει να νιώσει την αγάπη και την ευτυχία. Τώρα όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το έδωσε σε έναν άνθρωπο που μόνο απληστία και αρρώστια κουβαλούσε μέσα του. Και μολονότι δεν της μετέδωσε τίποτε από αυτά, εκείνη ένιωσε την βιαιότητα και την αρρώστια του στα σωθικά της. Το κορμί της αισθάνθηκε να απορροφά τις αέρινες και πρόστυχες σκέψεις του που τις έκανε πράξη. Ντρεπόταν το σώμα της τώρα πια. Ντρεπόταν οποιονδήποτε άντρα βρισκόταν μπροστά της. Νόμιζε ότι όλοι τους θέλουν το κακό. Το ανώμαλο. Το πρόστυχο. Το πρόστυχο που κανένας δεν είχε λάβει για αγάπη και στοργή.
Το μυαλό της δεν σταματούσε να σκέφτεται τις σκηνές της νύχτας που πέρασε.
Έσπασε την κλειδαριά της πόρτας. Ο Σέργιος μπούκαρε μέσα και έμεινα κάγκελο. Πήρα το μαξιλάρι μου και έκρυψα το σώμα μου. Μόλις μπήκε μέσα βρωμοκοπούσε το δωμάτιο αλκοόλ. Τα μάτια του ήταν επιθετικά. Από μακριά ήταν σα να μην έχουν κόρες. Κατάλευκα. Με πλησίασε. Κάτι έκρυβε πίσω του. Ξαφνικά πετάχτηκε στο κρεβάτι και άρχισα να ουρλιάζω. Έπιασε το κεφάλι μου και έβαλε στο πρόσωπό μου μια πετσέτα με ένα δύσοσμο υγρό. Τότε τα μάτια μου έκλειναν ερμητικά. Ζαλιζόμουν. Αυτό το πράγμα με έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου.
Δεν θυμάμαι. Βασικά δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα, ξύπνησα. Αντίκρισα πάνω μου εκείνον. Ένας πόνος χαμηλά στην κοιλιά. Εκεί μέσα. Όταν άνοιξα διάπλατα, πλέον, τα μάτια μου τον βλέπω να κουνιέται μέσα μου! Θεέ μου τι μαρτύριο με κάνεις να βιώσω. Ουρλιάζω χωρίς να υπάρχει αύριο.
" Σκάσε γαμημένη! "
Ναι. Αυτό ήμουν πλέον. Γαμημένη.
Τον χτυπούσα με τα χέρια μου αλλά είναι διπλάσιος από εμένα. Άκουγα τις φωνές του. Η ηδονή να ξεχειλίζει από μέσα του. Ακόμα ουρλιάζω. Τα μάτια μου κόκκινα από τον πόνο και τα δάκρυα. Το στόμα μου στεγνό και το δέρμα μου πάλλεται. Από φόβο όχι από ηδονή. Πονάω πονάω πονάω! Τα αυτιά μου βουίζουν αληθινά. Το σκοτάδι είναι ορατό από παντού. Μόνο τα μάτια του είναι τόσο φωτεινά. Πρώτη φορά. Τι αρρώστια. Πώς μπορεί να ηδονίζεται με την κόρη της γυναίκας του; Νιώθω σαν μια φτηνή πόρνη. Που πληρώθηκε με το χειρότερο νόμισμα. Την ανωμαλία.
" Μαλάκα! Θα τα πω όλα στην αστυνομία! Θα φας ισόβια! Σταμάτα! " του φωνάζω.
" Σκάσε! " μου λέει. Αστράφτει ένα γερό χαστούκι και τότε δεν θυμάμαι τίποτα. Ήταν τόσο δυνατό που με έκανε να ξεχάσω. Ήθελα να ξεχάσω. Αλλά ο Θεός δεν θέλει. "
Οι εικόνες έπεφταν βροχή όπως και ο καιρός εξάλλου. Είχε μουσκέψει κάθε στάλα του κορμιού της και τα μαλλιά ήταν ανέκφραστα από το νερό. Σχεδόν είχε παγώσει. Τα άκρα της είχαν μουδιάσει και όποιος να βρισκόταν στον διάβα της και να την πατούσε, δεν θα αισθανόταν απολύτως τίποτε. Καθόταν στο παγκάκι στην θάλασσα. Ήλπιζε να έβγαινε ο πατέρας της από τα βαριά κύματα και να της έκανε μια αγκαλιά που τόσο την είχε ανάγκη. Αλλά αυτή τι στιγμή δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ρούφηξε τα δάκρυά της με το μανίκι της και σηκώθηκε από το ξύλινο παγκάκι. Ξύπνησε μέσα της ο δυναμισμός και τα συναισθήματά της έπαψαν να υπάρχουν. Έπαψαν να γεννιούνται πια. Από τότε.
Μπήκε στο σπίτι. Η μητέρα της μόλις είχε αλλάξει ρούχα. Ο Σέργιος δεν ήταν εκεί. Η Αλκμήνη την αντίκρισε παράξενα. Απόμακρα ίσως.
" Που ήσουν παιδί μου με τέτοιον καιρό; "
" Τον παπάρα τον γκόμενό σου να ρωτήσεις. "
" Ντροπή σου που μιλάς έτσι. "
" Αυτός δε ντράπηκε να πέσει στο κρεβάτι μου; Ε!; "
Εκείνη την στιγμή βγαίνει από το μπάνιο, τυλιγμένος με μια πετσέτα, σαν νεαρός επιδειξίας, ο Σέργιος.
" Μικρή γύρισες; "
" Ναι σου 'λειψα; " τον ρώτησε ειρωνικά.
" Γιατί μιλάς έτσι στον πατριό σου Σαβίνα; " είπε εκείνος. Χωρίς καμία ντροπή, χωρίς κανένα ίχνος μετάνοιας.
" Αυτό το κτήνος χτες με βίασε! Μου επιτέθηκε σα να ήμουν καμία του δρόμου. " λέει δείχνοντας τον με το δάκτυλό της.
" Τι λες Σαβίνα; "
" Αυτό που άκουσες! "
" Αυτό αποκλείεται. ". Η Σαβίνα παραληρεί. Αναρωτιέται αν η μητέρα της έχει πιει πάλι και λέει ασυναρτησίες.
" Τι εννοείς αποκλείεται; "
" Ξέρεις καλά τι εννοώ. "
" ΜΑΜΑ! ΣΟΥ ΛΕΩ ΟΤΙ ΜΕ ΒΙΑΣΕ! ". Εκείνος στέκεται με ένα αισχρό χαμόγελο στην πόρτα του μπάνιου και περιμένει. Περιμένει το ξέσπασμα.
" Πώς γίνεται να σε βίασε αφού δεν ήταν εδώ αγάπη μου; "
" Τι; Τι λες; " . Μια σπίθα ψεύδους αναγράφεται στο πρόσωπό του μόλις η Σαβίνα λέει τούτα τα λόγια.
" Ο Σέργιος βρισκόταν στο χωριό Σαβίνα μου. Πώς γίνεται να είναι και εδώ ταυτόχρονα; " ρωτάει, ειρωνικά ξανά, η Αλκμήνη. Η Σαβίνα ρίχνει μια αιχμηρή ματιά στον Σέργιο.
" Ώστε αυτό το ψέμα σκαρφίστηκες ανώμαλε. "
" Α! Μάζεψε την γλώσσα σου Ε! " λέει θιγμένα.
" Πάρε τηλέφωνο στο χωριό και ρώτα τους. ΤΩΡΑ! " τους φωνάζει.
" Έχω πάρει από χτες! Ξέρω πως ήταν εκεί. " . Γκρεμίστηκαν οι τοίχοι γύρω της. Έτσι ένιωσε. Σα να κατέρρευσε ολάκερο το σπίτι και να πλάκωσε τα συναισθήματά της.
" Ώστε ήταν όλο προσχεδιασμένο λαμόγιο! "
" Α για να σου πω! Αλκμήνη μίλα στην κόρη σου επιτέλους! Είναι τρόπος αυτός να απευθύνεται στους μεγαλύτερους; "
" Σαβίνα ντροπή σου που σκαρφίστηκες τέτοιο πράγμα! Πραγματικά ντροπή σου. " Ακόμα και η μαμά της είχε πέσει στα ψεύτικα δίχτυα του.
" Και εσύ μαζί του είσαι ρε; Πιστεύεις έναν άνθρωπο που έζησες μόνο πέντε χρόνια μαζί σου και δεν πιστεύεις την κόρη σου; Τι να σου πω. "
" Δεν είναι έτσι τα πράγματα Σαβίνα μου. Ίσως να νόμιζες ότι έγινε ό,τι έγινε. Να το φαντάστηκες. "
" Ναι ε; Να δω πόσο το φαντάστηκα όταν θα μιλήσω στους μπάτσους. Πάω να πάρω τηλέφωνο τώρα! " τους λέει και τρέχει στο δωμάτιό της. Η Αλκμήνη την ακολουθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο και της φωνάζει από πίσω να μην κάνει τέτοιες ανοησίες.
" Σαβίνα μη το κάνεις. "
" Γιατί να μη το κάνω!; "
" Θα μπλέξεις άδικα! Μη το κάνεις σου λέω. "
" Ωραία...Δε θα το κάνω. "
" Βάζεις μυαλό εύκολα τελικά. "
" Δε θα το κάνω αν διώξεις αυτό τον αλητάμπουρα από το σπίτι. Βγάλτον έξω! Πέτα τον με τις κλωτσιές. " της λέει. Εκείνη παίρνει ένα γελοίο μορφασμό στο πρόσωπό της. Γελάει λίγο αδέξια αλλά όχι σοβαρά.
" Αυτό δε γίνεται. Το ξέρεις. "
" Γιατί να μη γίνει; " την ρωτάει και την πλησιάζει. Βάζει τα χέρια της στις χούφτες της μαμάς της και τα σφίγγει έτσι ώστε να νιώσει την ζεστασιά και την γαλήνη που περιμένει.
" Θα φύγει από εδώ μέσα και θα είμαστε οι δύο μας όπως παλιά! Θα περνάμε καλά και θα είμαστε ευτυχισμένες χωρίς αυτόν! " συμπληρώνει. Η Αλκμήνη βγάζει τα χέρια της από της Σαβίνας και κάνει ένα βήμα πίσω.
" Αυτός ο άνδρας με βοήθησε να ξεπεράσω τον πατέρα σου, την κατάθλιψη, την μοναξιά, το πιοτό και την λύπηση. Δε μπορώ να τον διώξω από εδώ μέσα. Έχει κάνει τόσα για εμένα που μου είναι αδύνατον να τον διώξω. Εξάλλου είναι παράλογο αυτό που λες! Πώς γίνεται να σε βίασε αφού ήταν στο χωριό! "
" Δεν ήταν στο χωριό! Ξεκόλλα! Τα είχε όλα κανονισμένα από πριν! Από τότε που έφυγες! "
" Αποκλείεται. "
" Αποκλείεται ε; "
" Ναι αποκλείεται. Δε μπορώ να το πιστέψω με τίποτα. "
" Ωραία λοιπόν. Μιας που δεν διώχνεις αυτό το κτήνος από εδώ μέσα, θα φύγω εγώ. "
" Τι; Σαβίνα όχι! Στο απαγορεύω!"
" Εδώ επέτρεψες σε εκείνο τον βλάκα να απλώσει χέρι πάνω μου. Αυτό δε θα απαγόρευες. " της απαντάει επιθετικά και μαζεύει σε μια τσάντα τα λιγοστά υπάρχοντά της.
" Σαβίνα σταμάτα να μαζεύεις! Άσε τις ανοησίες! "
" Αφού δεν με πίστεψε η ίδια μου η μάνα, δεν έχω κανένα λόγο να μένω εδώ πέρα. "
" Είσαι ακόμα 17! Είσαι ανήλικη! Το σχολείο σου πως θα το τελειώσεις; "
" Απλούστατα δε θα το τελειώσω."
" Σαβίνα είπα άσε τις ανοησίες και συμμορφώσου! "
" Γεια σου Αλκμήνη! " της λέει και κάπως έτσι καταρρέει ένα κομμάτι στην καρδιά της Αλκμήνης .
" Γιατί με είπες Αλκμήνη; "
" Γιατί δεν είσαι άξια να λέγεσαι μάνα. " της απαντάει γεμάτη μίσος. Μίσος που δεν έσβησε ποτέ.
Οι δρόμοι την έφεραν σε δύσβατα μονοπάτια και μονόδρομους ή διασταυρώσεις. Εκείνη όμως διάλεξε τον μονόδρομο. Γιατί αυτό; Θα το μάθετε σε επόμενα κεφάλαια. Ίσως αυτός ο μονόδρομος να μην επηρεάσει μόνο εκείνη αλλά και όποιον άλλο βρίσκεται μαζί της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γεια σας! Πώς είσαστε;
Ακόμα ένα κεφάλαιο είναι έτοιμο και περιμένει την αγάπη σας.
Άραγε η Σαβίνα θα ξαναδεί την μαμά της και τον Σέργιο μετά από καιρό;
Μήπως ο Σέργιος είναι ο άντρας με τα μαύρα;
Μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να μου πείτε την γνώμη σας.
Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Σμουτςςς😘😘😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top