Λ, λ) Λύπηση

Λ, λ) Λύπηση

«Ραβάννα;»

Μέσα στο παραλήρημα του πυρετού της τής φαίνεται ότι ακούει μια φωνή να καλεί τ' όνομά της. Δε δίνει σημασία. Ακόμα και το άνοιγμα των ματιών της τής είναι εξουθενωτικό στην κατάσταση που βρίσκεται και γι' αυτό τα κρατά κλειστά. Τη συγκεκριμένη φωνή την ξέρει και την έχει συνηθίσει να την προσφωνεί πάντα με το μίσος να στάζει σαν μαύρη λάσπη. Αυτό που ακούει τώρα είναι ουδετερότητα με μια ιδέα ανησυχίας. Δεν μπορεί, παρά να είναι παραίσθηση. Δεν αντιδρά.

«Ραβάννα;», ξανακούγεται η ίδια φωνή, η ίδια ουδετερότητα, η ίδια ανησυχία κι αυτή τη φορά είναι βέβαιη πως δεν πρόκειται για παραίσθηση. Ανοίγει τα μάτια και μέσα στα σκούρα χρώματα του ταλαιπωρημένου οπτικού της πεδίου, ξεχωρίζει με το ζόρι μια γνώριμη φιγούρα.

«Φεγγαροφώτιστη, εσείς;», καταφέρνει να πει, με την ανάσα της βαριά και δύσκολη, να της καίει το στέρνο καθώς μπαινοβγαίνει σ' αυτό. Κάνει να σηκωθεί προς ένδειξη σεβασμού, έστω για τους τύπους, αλλά ζαλίζεται και πέφτει πάλι στο μουσκεμένο μαξιλάρι της, αναστενάζοντας με πόνο.

«Ναι, Ραβάννα. Εγώ». Η Λιουντέμνια προχωρά από το κατώφλι στο εσωτερικό του δωματίου. Φαίνεται να ψάχνει γύρω της για κάτι. «Βλέπω πως είσαι στ' αλήθεια πάρα πολύ άρρωστη», ξεφυσά και τα μάτια της εστιάζουν στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι της κατώτερής της.

«Ήρθατε να ελέγξετε αν σας λένε ψέματα οι αδελφές μου;»

«Όχι», απαντά η Λιουντέμνια κι αν η Ραβάννα δεν την ήξερε καλά, θα έλεγε πως ακούγεται έως και διστακτική. Τελικά βρίσκει μάλλον αυτό που ψάχνει, αφού σκύβει μπροστά και πιάνει κάτι από το τραπεζάκι. «Ήρθα να δω πώς αισθάνεσαι», ξαναμιλά με την ίδια διστακτικότητα κι η Ραβάννα νιώθει μια απαλή δροσιά στο καυτό της μέτωπο. Με έκπληξη συνειδητοποιεί ότι η Αρχιέρειά της την ακουμπά με ένα βρεγμένο κομμάτι υφάσματος. Τώρα θυμάται· η Άλισσυ είχε αφήσει δίπλα της μια γαβάθα με κρύο νερό, για να της κάνουν κομπρέσες. Η γνώση ότι η γυναίκα που την εχθρεύεται βρίσκεται σε τόσο κοντινή απόσταση δεν της προκαλεί τρόμο. Ποτέ δεν τη φοβήθηκε πραγματικά. Νιώθει ωστόσο αμήχανα. Η Λιουντέμνια συνεχίζει να τη δροσίζει, κρατώντας το ύφασμα με μεγάλη προσοχή. «Ψήνεσαι στον πυρετό...», αναφωνεί με απροκάλυπτη λύπηση. «Για τον Σίον αρρώστησες, Ραβάννα, δε μπορείς να μου το κρύψεις. Τον αγάπησες αληθινά;», ακούει την ερώτηση της μεγαλύτερης Νεράιδας η Ραβάννα και μονομιάς αφυπνίζεται όλη της η αδρεναλίνη. Τινάζεται με δύναμη και η Λιουντέμνια, σε μια αντίδραση ξαφνιάσματος ρίχνει το ύφασμα στο πάτωμα.

Η Ραβάννα την αντικρίζει στα μάτια κι η ανάσα της έχει χαθεί. «Πώς;», ψιθυρίζει και το αίμα στις φλέβες της καίει πιο πολύ από το μέτωπό της. Η άλλη αντιδρά προβληματισμένα:

«Ήξερα την ιδιοσυγκρασία του, την ευγένεια στους τρόπους του. Είμαι σίγουρη ότι σου φέρθηκε καλά κι ελπίζω εσύ να μην του φέρθηκες ελεεινά επειδή σου τον επέβαλα ως Έιλουντιρ...», η Λιουντέμνια μιλά ήρεμα, συγκαταβατικά και με το σώμα της σκυμμένο· μια όψη πέρα για πέρα αντιφατική με τη συνήθη στάση της. «...να μην τον μίσησες, όπως μισείς εμένα...»

Η Ραβάννα νιώθει τους αυξημένους από τον πυρετό κι από τον τρόμο παλμούς της να υποχωρούν ελάχιστα. Ενδόμυχα ευχαριστεί την Αστράρχη που δεν ήταν αυτό που κατάλαβε; Μα πώς θα μπορούσε να 'ναι; Κι όμως, οι κουβέντες της Λιουντέμνιας τη χτυπούν όπως θα τη χτυπούσαν τα χέρια της αν μάθαινε για την ερωτική σχέση εκείνης και του Σίον. 'Ελπίζω εσύ να μην του φέρθηκες ελεεινά', τις ακούει ξανά ν' αντηχούν στο νου της κι η συνειδητοποίηση είναι αβάσταχτη: του φέρθηκε ελεεινά. Δεν του προσέφερε την αγάπη της, όπως απλόχερα την προσέφερε εκείνος. Δεν του έδωσε όλο της τον εαυτό, όπως απλόχερα της τον έδωσε εκείνος. Τον απογοήτευσε, τον πούλησε, δεν τον προειδοποίησε για τον Όμπερον. Η σκέψη ότι ο καλός της μπορεί να έμαθε από το κάθαρμα τον ξάδελφό της ότι κάποτε αυτή ενέδωσε στα αγγίγματά του, να τη σιχάθηκε και γι' αυτό να θέλησε να φύγει παίρνει τρομακτικές διαστάσεις και μοιάζει τόσο, μα τόσο αληθινή.

Η πνοή που πονά το στέρνο εγκλωβίζεται από έναν σφιχτά δεμένο κόμπο στο στομάχι κι ο αέρας δε φτάνει να γεμίσει τα πνευμόνια που παλεύουν να λειτουργήσουν. Παραλογίζεται! Παραλογίζεται από τον πυρετό! Δεν είναι αλήθεια, δεν είναι αλήθεια, επαναλαμβάνει μέσα της. Ο Σίον δεν έμαθε! Δεν έμαθε ποτέ για εκείνη και τον Όμπερον! Ο Όμπερον δε θα ρίσκαρε την καλή του εικόνα! Αν του το είχε πει, ο Σίον θα συμπεριφερόταν εντελώς διαφορετικά τις τελευταίες μέρες του στον Ναό! Μόνο που... εντελώς διαφορετικά συμπεριφερόταν! Ω, Σελντίνια! Δεν αντέχεται!

«Ραβάννα..; Ραβάννα, ήρεμα! Ήρεμα, Ραβάννα! Ανάπνευσε! Ανάπνευσε!», ακούει ξανά τη φωνή της Αρχιέρειας, μα δεν μπορεί να τη διακρίνει ανάμεσα στην πορφυρή ομίχλη που 'χει απλωθεί παχιά και δύσμορφη σ' όλο το δωμάτιο. Κάπως έτσι μοιάζουν τα Νεκρά Άστρα, δεν έχει αμφιβολία γι' αυτό! Η ανάσα σώνεται. Νιώθει το κορμί της να τραντάζεται κι είναι σίγουρη πως πρόκειται για επιθανάτιους σπασμούς. Καλωσορίζει το τέλος της με απάθεια. Μα προτού να 'ρθει το τέλος... ένα χέρι της ανασηκώνει το κεφάλι και κάτι υγρό πέφτει στα μισάνοιχτα χείλη της. Νερό;, αναρωτιέται. Κάπου στο βάθος η Λιουντέμνια της φωνάζει ακόμα ν' αναπνεύσει. Δεν τη διατάζει ή τουλάχιστον δεν ακούγεται εντελώς σαν να τη διατάζει. Στον προστακτικό της τόνο πιάνει ψήγματα ικεσίας και πανικού. Ό,τι κι αν είναι, υπακούει στο θέλημα της Φεγγαροφώτιστης κι ενώ εισπνέει από τη μύτη, ανοίγει το στόμα όσο μπορεί για να πιεί. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα κατά τα οποία το κεφάλι της βουίζει και δεν καταλαβαίνει πού είναι ή αν έχει τις αισθήσεις της.

Ευτυχώς, σαν τα δευτερόλεπτα περάσουν, η πορφυρή ομίχλη διαλύεται. Ανοιγοκλείνει τα μάτια μερικές φορές και βλέπει και πάλι τη γυναίκα με τα βυσσινί μαλλιά και τα καφέ μάτια. Το πρόσωπό της μαρτυρά την αγωνία της. Στο ένα της χέρι βαστά τη φιάλη με το νερό που είναι τώρα άδεια και με το άλλο συγκρατεί το κεφάλι της. Η Ραβάννα ξανακλείνει μια στιγμή τα μάτια και ψιθυρίζει μία ευχαριστία. Έπειτα, προκειμένου να διώξει όσο το δυνατόν πιο μακριά τις προηγούμενες σκέψεις, ψάχνει να επικεντρωθεί σε κάτι άλλο... «Δεν σας μισώ», απαντά στη δήλωση της ανώτερής της. Η Λιουντέμνια κατσουφιάζει, μία αντίδραση που έχει όταν κάτι δεν της αρέσει. Πάντα δηλαδή...

«Α, ναι;», ρωτά κι είναι σαν να μη μεσολάβησε το σοκ που πέρασαν κι οι δυο. Είναι προφανές ότι καμιά δεν επιθυμεί να μιλήσει γι' αυτό. «Πάντα σε θυμάμαι να με αψηφάς. Πάντα να μνημονεύεις τη Λούθια και να με συγκρίνεις μαζί της με τρόπο απαξιωτικό», συνεχίζει να μιλά κι απομακρύνεται, γυρίζοντας την πλάτη στην πρασινομαλλούσα ιέρεια. Μπορεί τούτος να είναι ο τρόπος της να συνέλθει από την αγωνία. Της Ραβάννας ο τρόπος πάλι είναι να την αψηφήσει γι' άλλη μια φορά...

«Η Λούθια μας νοιαζόταν», μουρμουρίζει και φροντίζει να είναι προφανές το 'εσύ δεν μας νοιάζεσαι' που υπάρχει από κάτω. «Άπλωνε με συμπόνια το χέρι σε όλες μας».

«Σε αντίθεση μ' εμένα που δεν το απλώνω, ε;», αντεπιτίθεται η Λιουντέμνια κι μια στάλα πικρίας κάνει την εμφάνισή της στην ομιλία της, ενώ το βλέμμα της προσγειώνεται επιτηδευμένα στη φιάλη με την οποία της προσέφερε νερό πριν και μετά στο πεσμένο ύφασμα.

Η Ραβάννα εισπνέει όσο περισσότερο αέρα μπορεί και τον αφήνει να βγει έξω αργά, πολύ αργά. «Το δικό της χέρι ήταν ανοιχτό και μας προσκαλούσε σε μια αγκαλιά. Το δικό σας χέρι είναι σφιγμένο σε γροθιά και πάντα έτοιμο να μας τιμωρήσει».

Στο τελευταίο, η Λιουντέμνια γυρίζει να την κοιτάξει. Φευγαλέα η Ραβάννα διακρίνει την πληγωμένη έκφρασή της, προτού την κρύψει αποτελεσματικά, ενώ πλησιάζει το κρεβάτι ξανά και κάθεται στην άκρη του στρώματος. «Δεν ήταν η αγία που νομίζεις, Ραβάννα...», μουρμουρά μ' έναν ασυνήθιστα βαρύ και κουρασμένο αναστεναγμό, που βγάζει όλη της την απογοήτευση. «Την έχω ζήσει πολύ περισσότερο από σένα. Από βρέφος ήμουν στα χέρια της», δηλώνει και την κοιτά βαθιά στα μάτια. «Η αγκαλιά που λες ήταν ασφυκτική. Ξέρεις πόσα λάθη έκανε μαζί μου, ε; Πόσο με καταπίεσε; Νομίζεις ότι είχα την ελευθερία να επιλέξω δρόμο που οδηγούσε έξω απ' ετούτο τον Ναό;»

Η Ραβάννα, αν και δεν το δείχνει, μέσα της νιώθει τη λύπηση να σαλεύει. Η Λούθια έλεγε πως εκείνη ευθυνόταν για την εξέλιξη του χαρακτήρα της θετής κόρης της. Τώρα η Λιουντέμνια λέει ότι την καταπίεσε. Δεν ξέρει σε τι βαθμό αληθεύει η δήλωσή της και γνωρίζοντάς την, θέλει να πιστεύει ότι υπερβάλει όπως κάνει πάντοτε. Η Λούθια σαφώς και δεν ήταν αλάνθαστη, όπως άλλωστε δεν είναι κανείς στον κόσμο τούτο, μα αυτή τη στιγμή η Ραβάννα το μόνο που δεν χρειάζεται είναι να της γκρεμίσουν και το τελευταίο ανθρώπινο είδωλο που της έμεινε όρθιο.

«Λυπάμαι για όσα περάσατε...», εννοεί κάθε λέξη. Λυπάται που η Λιουντέμνια ήταν ανεπιθύμητη και από τους δυο γονείς της, όπως της αποκάλυψε εκείνο το βράδυ στην κεντρική αίθουσα. Λυπάται που και κανείς άλλος δεν την ήθελε κι έτσι η Λούθια ήταν τελικά εκείνη που την κράτησε. Λυπάται που πιθανώς, μέσα στην άγνοιά της περί μητρότητας, δεν στάθηκε άξια μητέρα για την νεαρή Δεράντια. Μα πιο πολύ απ' όλα λυπάται που όλα αυτά λύγισαν τελικά την όποια καλοσύνη είχε μέσα της και τη διαστρέβλωσαν σε μίσος. Μίσος προς τους Ονειροπλέχτες, γιατί ένας απ' αυτούς την έσπειρε· μίσος για τους άντρες γιατί, στα μάτια της, όλοι τους είναι άξεστοι και φταίχτες· μίσος για τις γυναίκες, που ενδίδουν στον πειρασμό που αποτελούν οι άντρες· μίσος για τον έρωτα, μίσος για την ελεύθερη βούληση, μίσος για την ίδια τη ζωή που μαζί της στάθηκε άσπλαχνη. Ξάφνου αναρωτιέται αν η Αρχιέρεια της Σελήνης θα μισούσε ακόμα και τη Θεά της, αν με κάποιον τρόπο της γινόταν γνωστό ότι δεν είναι η αυστηρή, τυραννική Θεά που προσπαθεί να παρουσιάσει. Ένα τέτοιο πλάσμα, που πήρε το μονοπάτι τούτο τόσο αβασάνιστα, αντί να παλέψει για την αγάπη, αξίζει μόνο τη λύπησή της. Ούτε την αντιπάθειά της, ούτε καν την περιφρόνησή της. Μόνο τη λύπηση.

«...αλλά πιο πολύ λυπάμαι για το πώς καταντήσατε». Η Λιουντέμνια, από εκεί που είχε στρίψει ελαφρά το κεφάλι της προς τα αριστερά, το γυρνά με ένα δυνατό 'κρακ' στην κατάληξη της πρότασης της κατώτερής της. «Μεγαλώσατε στο πλάι της Λούθιας. Ό,τι κι αν έκανε, σίγουρα δεν σας είδε ποτέ σαν βάρος, μα σας έδειξε αγάπη. Σας πλημύρισε με αγάπη, όπως έκανε με όλους». Το βλέμμα της Αρχιέρειας όσο πάει και σκοτεινιάζει, όμως η Ραβάννα δεν σταματά. «Εσείς μισείτε εμένα και όχι εγώ εσάς. Και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς ένα πλάσμα πλημυρισμένο αγάπη γίνεται να 'χει μέσα του τέτοιο μίσος».

«Πολύ εύκολα βγάζεις συμπεράσματα. Μιλάς για πράγματα που δεν ξέρεις!»

«Ξέρω τι διδάσκει η Σελντίνια. Όσο ανόητη κι ανάξια ιέρεια κι αν με θεωρείτε, ακόμα και μια ανόητη ανάξια μπορεί να καταλάβει ότι η Θεά μας είναι η Θεά της αγάπης, της συγχώρεσης και της ευσπλαχνίας. Κι αυτά θα ήθελε κι από τις Κόρες της. Δείτε την πορεία σας και πείτε μου, πέρα από τις αμέτρητες αναγνώσεις και την αποστήθιση των Ιερών Κειμένων, τους νόμους που επιβάλατε και τους πιστούς που τρέμουν το όνομά σας, καταφέρατε να καλλιεργήσετε μέσα σας αυτά που θα ήθελε από εσάς η Αστράρχη;»

«Δεν... ανέχομαι κηρύγματα από την κόρη ενός τιποτένιου Ανολοκλήρωτου επαναστάτη», γρυλίζει η Λιουντέμνια σαν ετοιμοθάνατο θηρίο και τα μάτια της γίνονται ακόμα πιο σκοτεινά, καθώς απομακρύνεται από το κρεβάτι και τρέμει σύγκορμη απ' τη σύγχυση. «Όταν πέσει ο πυρετός σου και συνειδητοποιήσεις ότι παραληρούσες όλη αυτή την ώρα, περιμένω να έρθεις να μου ζητήσεις συγγνώμη», καταφέρνει να πει με αποτυχημένα αυστηρό τόνο.

«Συγγνώμη για τι;»

«Γιατί είσαι πάντα τόσο θρασεία! Τόσο βλάσφημη! Τόσο...»

«...ειλικρινής», συμπληρώνει η Ραβάννα και μια μικρή φλόγα μαχητικότητας έχει αρχίσει να σχηματίζεται στα μάτια της. «Μακάρι να μπορούσατε να δείτε πόσο όμορφο είναι ν' αγαπάτε, αντί να μισείτε, Φεγγαροφώτιστη. Μακάρι να μη φοβόσασταν πια όλο τον κόσμο και να ενδιαφερόσασταν για το καλό του, από τη στιγμή που αναλάβατε τα καθήκοντά σας. Μακάρι να ερχόσασταν σήμερα εδώ όχι από λύπηση, αλλά από πραγματική συμπόνια, ακόμα και για την κόρη ενός επαναστάτη, την οποία μισείτε... Τότε όχι, δεν θα σας συνέκρινα ποτέ με τη Λούθια. Τότε θα σας αγαπούσα κι εγώ αβίαστα. Θα σας υπάκουγα με μεγάλη χαρά και θα 'νιωθα ευλογημένη και τιμημένη που σας υπηρετώ».

Η Λιουντέμνια βλέπει τη φλόγα και ταράζεται που τη βλέπει. Η πρασινομαλλούσα υποψιάζεται τι σκέφτεται: ότι είναι η μόνη μέσα στο πλήθος των φοβισμένων και προσποιητών ιερειών που έχει γύρω της που της λέει την πάσα αλήθεια. Η μόνη που της δείχνει πως ο δρόμος που δεν πήρε βρίσκεται ακόμα εκεί και πως είναι καθαρά δικό της φταίξιμο που δεν τον διαβαίνει. Το πρόσωπό της μεγαλύτερης γυναίκας συσπάται από οργή και λύπηση, αυτή τη φορά προς τον ίδιο της τον εαυτό. «Φρόντισε να συνέλθεις γρήγορα και γύρνα στα καθήκοντά σου. Δεν έγινες ιέρεια για να περνάς τη μέρα σου ξαπλωμένη», πετάει λίγο από το γνωστό της δηλητήριο ως μια τελευταία γραμμή άμυνας κι αποχωρεί, πιθανότατα με σκοπό να μαζέψει τα σπασμένα κομμάτια της. Η Ραβάννα αναρωτιέται αν έκανε το σωστό που της μίλησε και μήπως παραήταν σκληρή μαζί της. Μα κρίνοντας από την εξυπνάδα της, κάτι της λέει πως η Λιουντέμνια τα ήξερε ήδη όλα όσα της είπε κι απλά μέχρι τώρα κορόιδευε τον εαυτό της. Καιρός να δει πια την αλήθεια.

Την επόμενη μέρα, η Λιουντέμνια επιστρέφει για να την φροντίσει και πάλι...

«Τι κάνετε εδώ;», τη ρωτά.

«Σου αποδεικνύω ότι με έκρινες λάθος», της απαντά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top