Κεφάλαιο 3
Οι ώρες περνούσαν και έφτασε η ώρα για το διάλειμμα. Ο κύριος Μάρκου αποφάσισε ότι πρώτα θα πάει η Αλίκη με την Χαρά και μετά από μισή ώρα οι άλλοι δύο.
Τα δύο κορίτσια κατευθύνθηκαν προς το κυλικείο για να πάρουν κάτι να φάνε αφού ήταν νηστικές από το πρωί. Περίμεναν στην ουρά για το ταμείο. Είχαν περάσει ήδη δέκα λεπτά και δεν είχαν πάρει ακόμα το φαγητό στα χέρια τους.
<Θα σου πρότεινα να πάτε απέναντι για φαγητό. Είναι ένας φούρνος που έχει απίστευτη τυρόπιτα.> ακούστηκε ξαφνικά μία αντρική φωνή. Η Αλίκη κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν αυτός που της μιλούσε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει αυτή την φωνή. Την είχε ερωτευτεί.
<Και γιατί πρέπει να εμπιστευτούμε εσάς για το φαγητό μας;> τους ρώτησε καθώς γύρισε να τους αντικρίσει. Ήταν και οι δύο εκεί. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο Αχιλλέας την κοιτούσε στα μάτια ενώ ο Θάνος είχε καρφώσει το πονηρό του βλέμμα στη Χαρά.
<Μα είμαστε ειδικοί στο φαγητό.> της είπε ο Αχιλλέας με μία δόση χιούμορ. <Ελάτε, πάμε μαζί. Πεθαίνουμε της πείνας.> τους πρότεινε αγγίζοντας την κοιλία του.
<Τι λες πάμε;> ρώτησε η Αλίκη τη φίλη της.
<Και δεν πάμε. Εδώ γίνεται χαμός. Παίζει να πρέπει να γυρίσουμε πριν ακόμα πάρουμε φαγητό.> της απάντησε εκείνη.
<Μετά από εσάς.> είπε ο Θάνος στα κορίτσια με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
<Κοντά τα χέρια σου όμως.> τον προειδοποίησε η Αλίκη θυμούμενη την γνωριμία τους. Ο Θάνος γέλασε και έτεινε το χέρι του για να προπορευτούν πρώτα τα κορίτσια.
Η εμφάνιση των δύο αγοριών δεν ήταν καθόλου τυχαία. Από την αρχή του διαλείμματος τους ήταν στο κυλικείο και ο Αχιλλέας ήλπιζε να εμφανιστεί η Αλίκη. Όταν την είδε σηκώθηκε αμέσως από την καρέκλα που καθόταν και άρχισε να περπατάει προς το μέρος των κοριτσιών. Ο Θάνος ήταν απασχολημένος με το κινητό του και ξαφνιάστηκε όταν ένοιωσε μία κίνηση στο τραπέζι. Αμέσως όμως αντίκρισε και εκείνος τον λόγο της βιασύνης του φίλου του και τον ακολούθησε.
Δίπλα στην Αλίκη ήταν μία κοπέλα με ξανθά μαλλιά στο ίδιο ύψος με εκείνη. Ο Θάνος ενθουσιάστηκε. Οι ξανθές ήταν η αδυναμία του. Και από ότι κατάλαβε από το πίσω μέρος της, πρέπει να ήταν και πολύ όμορφή. Η αρχική του άποψη επιβεβαιώθηκε όταν η κοπέλα γύρισε για να κοιτάξει τους ξαφνικούς επισκέπτες.
Στον δρόμο για το μαγαζί απέναντι από το νοσοκομείο ο Θάνος διαπίστωσε ότι δεν ήξερε το όνομα της όμορφης κοπέλας μπροστά του.
<Αλίκη. Δεν θα μας συστήσεις με τη φίλη σου;> την ρώτησε αλλά τα μάτια του ήταν μόνιμα καρφωμένα σε αυτά της Χαράς.
<Ναι φυσικά. Το ξέχασα. Χαρά να σου συστήσω τον Αχιλλέα και τον Θάνο. Αγόρια, η Χαρά.> έκανε της απαραίτητες συστάσεις και τα παιδία έδωσαν τα χέρια για την γνωριμία.
<Χαρά λοιπόν. Για αυτό χάρηκα τόσο πολύ που σε είδα.> είπε ο Θάνος καθώς της έσφιγγε το χέρι.
Η Χαρά κοκκίνισε λίγο αλλά δεν είπε τίποτα. Απομάκρυνε το χέρι της από αυτό του Θάνου και συνέχισαν όλοι να προχωράνε.
Μετά από περίπου δύο λεπτά είχαν φτάσει σε έναν μαγαζί που ήταν φούρνος-καφετέρια. Είχε όλα τα καλούδια ενός φούρνου και στην άκρη είχε τραπέζια για να κάτσεις και να απολαύσεις το φαγητό και τον καφέ σου.
Οι τέσσερις φοιτητές πήραν ο καθένας αυτό που ήθελε να φάει και πήγαν να κάτσουν σε ένα τραπεζάκι κοντά στην είσοδο.
<Λοιπόν κορίτσια από ότι κατάλαβα είστε συμφοιτήτριες και φίλες σωστά;> ρώτησε ο Αχιλλέας. Ήθελε να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για την Αλίκη.
<Ναι σωστά. Σπουδάζουμε Ακτινολογία-Ακτινοθεραπεία και τώρα κάνουμε τη νοσοκομειακή μας άσκηση.> του απάντησε η Αλίκη και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τα δικά του. Μπορεί να είχαν ένα συνηθισμένο καφέ χρώμα αλλά για εκείνη ήταν μοναδικά.
<Τέλεια. Σε ποιο έτος είστε;> ρώτησε με τη σειρά του ο Θάνος.
<Στο τρίτο. Εσείς τι σπουδάζετε;> είπε για ακόμα μία φορά η Αλίκη. Η Χαρά δεν είχε μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που κάθισαν και κοίταζε αποκλειστικά και μόνο την σπανακόπιτα που έτρωγε και τον καφέ της. Γενικά ήταν κοινωνικός χαρακτήρας αλλά η παρουσία του Θάνου την έκανε να νοιώθει άβολα.
<Εμείς είμαστε το τέταρτο έτος της ιατρικής. Εγώ σκοπεύω να ακολουθήσω την ειδικότητα του καρδιολόγου και το παιδί από εδώ, του παθολόγου.> απάντησε ο Αχιλλέας περήφανος για τον εαυτό του αλλά και για τον κολλητό του. Ήξερε καλά τον κόπο και των δύο για να περάσουν στη σχολή των ονείρων τους και ήταν πολύ ικανοποιημένος που τα κατάφεραν.
<Ουάου! Γιατροί λοιπόν. Ενδιαφέρον.> είπε η Αλίκη. Ενθουσιάστηκε που είχε μπροστά της δύο φοιτητές της ιατρικής.
<Εσύ Χαρά δεν μιλάς καθόλου. Μήπως θες να φύγουμε για να νιώσεις πιο άνετα;> την ρώτησε ο Θάνος που είχε αρχίσει να ενοχλείται με την αδιαφορία της.
Μόνο όταν άκουσε το όνομα της σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν έβλεπε κάποιο συναίσθημα στα μάτια του.
<Όχι όχι. Συγνώμη αλλά δεν κοιμήθηκα καλά εχτές και δεν είμαι και στα καλύτερα μου.> είπε την πρώτη δικαιολογία που της ήρθε στο μυαλό.
<Μάλιστα.> αναφώνησε ο Θάνος ο οποίος προφανώς και κατάλαβε το ψέμα της.
<Αλίκη μήπως πρέπει να γυρίσουμε; Έχει περάσει η ώρα.> της είπε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της.
<Ναι πάμε. Αγόρια σας ευχαριστούμε πολύ για την παρέα σας. Θα τα πούμε σύντομα ελπίζω.> είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο.
<Ναι φυσικά. Τώρα που γνωριστήκαμε μπορούμε να γίνουμε και φίλοι.> συμφώνησε ο Αχιλλέας. Η Αλίκη ξίνισε λίγο με τη λέξη φίλοι αλλά δεν το έδειξε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να τον δει ως φίλο της. <Τι ώρα τελειώνετε;> ρώτησε πριν προλάβουν να απομακρυνθούν.
<Στις δύο.> απάντησε η Χαρά και άρχισαν να προχωρούν προς την είσοδο του νοσοκομείου.
<Στις δύο λοιπόν.> μουρμούρισε ο Αχιλλέας και μαζί με τον Θάνο έφυγαν και αυτοί από το μαγαζί.
Η ώρα πήγε δύο και οι τέσσερις τριτοετής φοιτητές Ακτινολογίας πήγαιναν στα αποδυτήρια για να αλλάξουν και να φύγουν. Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη από παιδία αλλά η Αλίκη αμέσως αναγνώρισε τον Αχιλλέα όπως και εκείνος. Του χαμογέλασε και άρχισε να περπατάει προς το ντουλαπάκι της. Για να πάει όμως εκεί, έπρεπε να περάσει από δίπλα του. Έτσι συνέχισε να περπατάει χωρίς να διακόψει την οπτική τους επαφή.
Τρία βήματα μακριά του είδε μία κοπέλα να εμφανίζεται ξαφνικά και να τυλίγει τα χέρια της γύρω του. Σταμάτησε το βήμα της αλλά συνέχισε να τους κοιτάζει. Ώσπου είδε κάτι που δεν ήθελε να το είχε δει. Η κοπέλα φίλησε τον Αχιλλέα τρυφερά στα χείλη και εκείνος, αν και κοίταζε ακόμα την Αλίκη, δεν αντιστάθηκε, δεν την έσπρωξε.
Και τότε η Αλίκη κατάλαβε ότι το αγόρι των ονείρων της θα παραμείνει στα όνειρα της. Δεν θα μπορούσε ποτέ να μπει ανάμεσα σε ένα ζευγάρι όσο ερωτευμένη και αν ήταν. Θα προσπαθούσε να θάψει τα αισθήματα της για το συγκεκριμένο άτομο και να προχωρούσε την ζωή της.
Ο Αχιλλέας μπόρεσε και είδε το πληγωμένο της βλέμμα και έβρισε τον εαυτό του που δεν της είχε μιλήσει εκείνος νωρίτερα. Δεν ήθελε να το μάθει με αυτό τον τρόπο. Μπορεί να την γνώριζε στην ουσία μόνο μία μέρα αλλά είχε γίνει σημαντική για εκείνον και ένοιωθε την ανάγκη να απολογηθεί και να της εξηγήσει για την Στέλλα, την κοπέλα του.
Έτοιμο και το τρίτο κεφάλαιο του νέου βιβλίου.
Ελπίζω να σας άρεσε!
Τα λέμε σύντομα στο επόμενο. Μέχρι τότε καλά να περνάτε!!!
Φιλιά πολλά!!!
Υ.Γ. Επειδή σε λίγο αρχίζει η εξεταστική και πρέπει να διαβάσω περισσότερο, θα ανεβαίνουν το πολύ δύο κεφάλαια την εβδομάδα. Λογικά κάθε Δευτέρα και Πέμπτη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top