Κεφάλαιο 2

Την επόμενη μέρα έχουν μάθημα στην σχολή. Η Αλίκη πάει νωρίτερα για να πάρει έναν φυσικό χυμό αφού δεν πρόλαβε να πιει στο σπίτι. Καφέ δεν πίνει. Όσους έχει δοκιμάσει της φαίνονται πικροί και είπε να παρατήσει την προσπάθεια και να αρκεστεί σε άλλα ροφήματα.

Αφού πάρει τον χυμό της πηγαίνει να κάτσει σε μία αυλή που είναι σχεδόν μπροστά από την αίθουσα που έχει μάθημα. Εκεί βλέπει κάποιους συμφοιτητές της και κάθεται δίπλα τους καλημερίζοντας τους.

Χάζευε στο κινητό της και δεν κατάλαβε τον Νίκο που κάθισε δίπλα της.

<Καλημέρα όμορφη. Τι κάνεις;> την ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο.

<Καλημέρα Νίκο. Καλά είμαι. Νυστάζω λίγο αλλά θα αντέξω. Εσύ;> τον ρώτησε.

<Τώρα που σε είδα πολύ καλύτερα.> της απάντησε χωρίς να χάσει το χαμόγελο του. <Από εχτές δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου το σώμα σου. Μπορώ να πω ότι είναι τέλειο. Με τα πιασίματα του, με τα όλα του.> της είπε και η Αλίκη αυτόματα έγινε πιο κόκκινη και από ντομάτα.

<Νίκο σε παρακαλώ σταμάτα. Με κάνεις να νιώθω άβολα. Ντρεπόμουν πάρα πολύ που έπρεπε να αλλάξω εκεί μπροστά σε άλλους.> του είπε κοιτώντας τα χέρια της από ντροπή.

<Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι. Έχεις υπέροχο σώμα. Για αυτό κιόλας ήρθε αυτός ο ψηλός να σου μιλήσει. Πάντως αν θέλεις μπορώ να τον τακτοποιήσω εγώ την επόμενη φορά.> της είπε θυμίζοντας της το περιστατικό με τον αδιάκριτο φοιτητή.

<Όχι σε ευχαριστώ. Νομίζω πως μπορώ να τον αντιμετωπίσω και μόνη μου. Έλα τώρα πάμε γιατί ο Θεοδώρου ήρθε.> σηκώθηκαν από το παγκάκι και πήγαν να πιάσουν θέσεις στην αίθουσα.

Ο Νίκος δεν ήταν κακό παιδί. Απλά φλέρταρε με όλα τα θηλυκά και αυτό ήταν λίγο σπαστικό. Βέβαια κανείς δεν τον έχει δει να βγαίνει με κοπέλες ή να έχει σχέση. Ξέρει να κρύβει καλά την προσωπική του ζωή. Η Αλίκη τον θεωρούσε φίλο της και η παρέα μαζί του ήταν ευχάριστη, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι της την έπεφτε. 

Τα μαθήματα τελείωσαν και η Αλίκη είχε επιστρέψει σπίτι της. Είδε την μαμά της στην κουζίνα να μαγειρεύει για αύριο αφού δουλεύει τα πρωινά και δεν έχει άλλο χρόνο μέσα στην ημέρα.

<Γεια σου μαμάκα. Τι κάνεις;> την ρώτησε και άφησε την τσάντα της στην καρέκλα.

<Καλώς την. Πονάω λίγο αλλά θα πάρω ένα παυσίπονο και θα μου περάσει.> της απάντησε και κάθισε απέναντι της.

<Πότε έχετε κλείσει ραντεβού για εξετάσεις;> την ρώτησε αφού η μητέρα της πόναγε εδώ και μία εβδομάδα κάτω από το δεξί της στήθος.

<Το Σάββατο το πρωί θα πάω με τον μπαμπά.> της απάντησε. Γενικά η μαμά της, η κυρία Άννα δεν ήταν και τόσο θετική στο να πάει στον γιατρό όταν πόναγε. Και η Αλίκη αλλά και ο Παύλος, ο μπαμπά της, της λένε συνέχεια να κάνει εξετάσεις και ευτυχώς αυτή την φορά τους άκουσε.

Αφού μιλήσανε λίγο και για την σχολή της Αλίκης κάθισαν στον καναπέ και είδαν τηλεόραση. Από μικρή θυμόταν ότι πάντα τα βράδια καθόταν με τους γονείς της και έβλεπαν όλοι μαζί τηλεόραση. Ήταν κάτι σαν οικογενειακή παράδοση.

Η μαμά της είχε δικό της μαγαζί με φωτοτυπίες και έλειπε σχεδόν όλη μέρα από το σπίτι εκτός από τα μεσημέρια και τα βράδια. Ο μπαμπάς της δουλεύει οδηγός σε ταξί και δυστυχώς έχει μόνο βραδινές βάρδιες. Οπότε είναι λίγο δύσκολο να τους πετύχει και τους δύο μαζί στο σπίτι. Το πρόγραμμα του πανεπιστημίου είναι απαιτητικό και τώρα με το νοσοκομείο οι ελεύθερες ώρες της μειώνονται κατά πολύ.

Ξημέρωσε Τετάρτη και αυτή τη φορά ξύπνησε στην ώρα της. Έφαγε με την ησυχία της δύο φρυγανιές με μέλι μαζί με τον χυμό της και έφυγε για το νοσοκομείο. Έφτασε είκοσι λεπτά νωρίτερα και πήγε, χωρίς να βιάζεται, να αλλάξει. 

Πήγε να ανοίξει την πόρτα των αποδυτηρίων αλλά ένιωσε να χτυπάει σε ένα σώμα και δεν άνοιξε ολόκληρη. Έβγαλε διστακτικά το κεφάλι της για να δει ποιον χτύπησε και όταν τον κοίταξε έμεινε χωρίς να μπορεί αρθρώσει κουβέντα.

Ήταν το πιο όμορφο αγόρι που είχε δει ποτέ της. Για εκείνη τουλάχιστον. Ήταν ψηλός, μελαχρινός με καστανά μάτια. Όχι κάτι το ιδιαίτερο σε χρώματα αλλά για εκείνη ήταν κάτι το μοναδικό. Έβαλε όλες τις δυνάμεις της για να μπει στο δωμάτιο και να σταθεί απέναντι σε αυτό το αγόρι χωρίς να γίνει αντιληπτή η ευαισθησία της.

<Εμ... συγνώμη για την πόρτα. Δεν ήξερα ότι ήσουν από πίσω. > απολογήθηκε για την πράξη της και αμέσως ένα αστραφτερό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του αγοριού.

<Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Ήταν λάθος μου να κάτσω μπροστά από την πόρτα.> είπε και ακόμα και η φωνή του τη μάγεψε.

<Αλίκη!> αναφώνησε κάποιος από πίσω της. Γύρισε και βρέθηκε αντιμέτωπη με το προχθεσινό αδιάκριτο αγόρι, τον Θάνο. <Καλημέρα.> της είπε με ένα χαμόγελο.

<Καλημέρα Θάνο.> του απάντησε ευγενικά εκείνη. Το χαμόγελο του Θάνου μεγάλωσε και το βλέμμα του από φιλικό μετατράπηκε σε πονηρό.

<Θυμάσαι το όνομα μου. Με κολακεύεις.> της είπε.

<Μην το παίρνεις πάνω σου. Έχω καλή μνήμη.> του απάντησε κάτι που όντως ισχύει. Δεν ήθελε όμως να παρεξηγηθεί για αυτό.

<Καλά καλά. Θα κάνω ότι το πιστεύω. Για την ώρα.> της είπε για πλάκα και το βλέμμα του μετακινήθηκε στο άγνωστο ακόμα για εκείνη αγόρι. <Βλέπω γνωριστήκατε.> είπε κοιτώντας μία τον έναν και μία τον άλλον.

<Περίπου. Θα το κάναμε δηλαδή αν δεν εμφανιζόσουν εσύ.> είπε το αγόρι ρίχνοντας ένα δολοφονικό βλέμμα στον Θάνο. Στράφηκε στην Αλίκη, η οποία τον κοιτούσε ήδη. <Αχιλλέας. Χάρηκα για την γνωριμία Αλίκη.> της συστήθηκε.

<Και εγώ χάρηκα Αχιλλέα. Έχεις πολύ ωραίο όνομα. Φαντάζομαι ότι το ακούς συχνά αυτό.> είπε και κοκκίνισε για την παρορμητικότητα της. Ο Αχιλλέας της χαμογέλασε για να την κάνει να νιώσει πιο άνετα.

<Σε ευχαριστώ. Η αλήθεια είναι ότι μου το λένε συχνά αλλά δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των πολλών αλλά μόνο όσων με νοιάζει.> της είπε και κάτι στον τρόπο που την κοιτούσε ή κάτι στο χαμόγελο του, η Αλίκη ένοιωσε ότι μπορεί να είναι και εκείνη σε αυτούς που τον ενδιαφέρει η γνώμη τους.

<Πάω.. πάω να αλλάξω. Δεν θέλω να αργήσω από την δεύτερη μέρα.> είπε ακόμα με κόκκινα μάγουλα η Αλίκη και κατευθύνθηκε προς το ντουλαπάκι της.

Τα δύο αγόρια έμειναν να την παρατηρούν καθώς απομακρυνόταν. Ο Θάνος και ο Αχιλλέας ήταν συμφοιτητές και κολλητοί. Σπούδαζαν ιατρική. Ο Αχιλλέας ήθελε να ακολουθήσει την ειδικότητα του καρδιολόγου, ενώ ο Θάνος του παθολόγου.

<Θα καρφωθείς.> τον προειδοποίησε ο Θάνος. Ο Αχιλλέας δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Αυτή η κοπέλα τον μαγνήτιζε. Δεν το είχε ξαναζήσει αυτό πότε ξανά. Πρώτη φορά την είδε προχτές σε αυτό εδώ το δωμάτιο. Αλλά ντρεπόταν να πάει να της μιλήσει. Γενικά ήταν πολύ κοινωνικός και είχε τον τρόπο του με τις κοπέλες αλλά με την Αλίκη έχανε την ικανότητα του.

<Πάντως θα μου το πληρώσεις αυτό εχτές. Ακόμα δεν σε έχω συγχωρέσει.> του είπε ο Αχιλλέας όταν πήρε το βλέμμα του μακριά από την Αλίκη. Είχαν αρχίσει να έρχονται και άλλα άτομα και δεν μπορούσε να ήταν το ίδιο άνετος με πριν.

<Δεν φταίω εγώ. Απλά βρήκα έναν πιο ωραίο τρόπο για να κάνω αυτό που μου είπες.> του απάντησε ο Θάνος παίζοντας τον αθώο.

<Εγώ σου είπα να πας να της μιλήσεις για να μάθουμε το όνομα της. Όχι να την χουφτώσεις.> του είπε με άγριο τόνο.

<Στόχος επετεύχθη όμως. Αυτό να σκέφτεσαι.> του απάντησε με ένα γελάκι στο τέλος και ο Αχιλλέας του έδωσε μία φάπα στο σβέρκο. Ξεκίνησαν να ντύνονται και εκείνοι γιατί η ώρα περνούσε και θα αργούσαν.





Δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας. Εμφανίστηκε και ο Αχιλλέας μας.

Πως σας φαίνεται μέχρι τώρα;

Θέλω να αναφέρω ότι σπουδάζω Ακτινολογία-Ακτινοθεραπεία και είμαι στο 3ο έτος, αλλά λόγω της δεύτερης καραντίνας ακυρώθηκαν οι νοσοκομειακές μας ασκήσεις. Οπότε δεν ξέρω ακριβώς πως λειτουργεί ένα νοσοκομείο και τι ακριβώς δικαιώματα έχουν οι φοιτητές. Ελπίζω να με συγχωρέσετε αν γράψω κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

Ελπίζω να είστε όλοι καλά. Τα λέμε στο επόμενο!


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top