Εφιαλτική δίνη

Οι νύχτες, έπειτα από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, ήταν γεμάτες από εφιάλτες που τον τυραννούσαν. Έχανε τον ύπνο του και μαζί του χανόταν η θέληση για την οποιαδήποτε ασχολία. Αισθανόταν περισσότερο εγκλωβισμένος από ποτέ. Τριγύρω του υπήρχαν τοιχώματα και διάδρομοι που όσο και να έτρεχε δεν οδηγούσαν πουθενά.
Έτρεχε δίχως ανάσα. Το ένστικτο της επιβίωσες κυριαρχούσε μέσα του, σαν κάτι να έτρεχε από πίσω του˙ σαν κάτι να τον κυνηγούσε. Αναζητούσε κάποιο καταφύγιο, κάπου να κρυφτεί από τις σκιές που τον ακολουθούσαν σε αυτό τον σκοτεινό λαβύρινθο. Έτρεχε και μέσα του παλλόταν η ελπίδα πως το τέλος θα βρισκόταν στην γραμμή τερματισμού. Κοιτούσε πίσω και μπροστά. Έψαχνε εκείνη την μορφή που επιδίωκε να τον καταστρέψει: να τον αρπάξει με νύχια και με δόντια και ύστερα... τι; Υπήρξαν στιγμές που τα πόδια του σταματούσαν και η καρδιά του ηρεμούσε, ενώ η ανάσα του λιγόστευε. Από τι έτρεχε; Από τι ακριβώς προσπαθούσε να κρυφτεί; Τα μάτια του θόλωναν και το κορμί του έτρεμε. Έτρεχε. Όλη του την ζωή έτρεχε από οτιδήποτε που πίστευε πως τον απειλούσε. Είχε χάσει ευκαιρίες και άλλες τις αγνοούσε. Γιατί; Σταματούσε τον εαυτό και τον ρωτούσε. Γιατί;
Ύστερα έτρεχε...
Οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν στο φως του ήλιου που πλημμύρισε το δωμάτιο. Για ακόμα μια φορά, το σώμα του φάνταζε πιο βαρύ από ποτέ ενώ τύμπανα ηχούσαν στα αυτιά του και το κεφάλι του κόντευε να διαλυθεί από τον πόνο. Τράβηξε μονομιάς το σεντόνι που τον σκέπαζε ελάχιστα και καλύφθηκε έως την κορυφή. Δεν του άρεσε το φως. Φανέρωνε πράματα τα οποία δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Έσφιξε γερά την γροθιά του. Το στομάχι του τον πέθαινε. Δεν είχε συνέλθει από την εγχείρηση και τα πρωινά ξυπνήματα είχαν μετατραπεί σε μορφή βασανιστηρίου. Γόγγυξε και πάλεψε να χωθεί για δεύτερη φορά στην αγκαλιά ενός γαλήνιου ύπνου. Μα, το αποτέλεσμα δεν ήταν εφικτό.
«Ξύπνησες. Τι καλά! Μεσημέριασε» είχαν περάσει τρεις μέρες από τότε που του δόθηκε εξιτήριο και σε κάθε του βήμα αυτή η μορφή τον ακολουθούσε παντού.
«Τι μέρα είναι;» ρώτησε άψυχα, καλύπτοντας τα μάτια του με το χέρι του. «Τετάρτη».
«Ώρα;»
«Να φας» χασκογέλασε ειρωνικά και γύρισε πλάτη στην εκνευριστικά φιλική φωνή. Απομόνωση. Αυτό αναζητούσε, αυτό είχε κάποτε και πλέον το είχε χάσει.
«Καληνύχτα» απάντησε και η απόκριση ήταν απλά ένας μακρύς αναστεναγμός. Όχι από αυτούς που προκαλούνται όταν κάποιος παραδίδει τις προσπάθειές του, αλλά από τους άλλους, τους πιο ισχυρούς και θανατηφόρους. Από εκείνους που δίνουν δύναμη και 'τρέφουν' την ξεροκεφαλιά.
«Λυπάμαι που το λέω αλλά αυτή την φορά θα φας. Θες, δεν θες» μίλησε ήρεμα και τα βήματά του προχώρησαν προς το παράθυρο της κάμαρας. Με μια απότομη κίνηση οι κουρτίνες χωρίστηκαν και επέτρεψαν στον μεσημεριανό ήλιο να λάμψει ακόμα περισσότερο. «Είναι υπέροχη μέρα» κοντοστάθηκε και το βλέμμα του επικεντρώθηκε στον έξω κόσμο «τόσα χρώματα, τέτοια ζωντάνια» έπειτα, γύρισε προς τα εκείνον. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, προσπαθώντας μάταια να προστατέψει τον εαυτό του. «Φαντάζομαι πως για έναν καλλιτέχνη σαν κι εσένα , τέτοιες μέρες αποτελούν πηγή έμπνευσης. Γιατί, δεν σηκώνεσαι να πας στο εργαστήρι σου; Μπορεί να αισθανθείς καλύτερα».
«Όχι σήμερα» βρήκε λίγη ησυχία κάτω από τα σκεπάσματα μα τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και ατένιζαν το γκρίζο χρώμα του υφάσματος.
«Ίσως αύριο...» ανταπάντησε εκείνη η άλλη φωνή και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα.
«Ίσως» επανέλαβε και έφερε τα γόνατά του κοντά στο στήθος του. Τα αγκάλιασε ευλαβικά και επέτρεψε στον εαυτό του να αφεθεί στην θλίψη που βάραινε την καρδιά του. Τα δάκρυα έκαιγαν το πρόσωπό του. Οι βαθιές ανάσες του προκαλούσαν οξύ πόνο. Κάποτε, αυτός ο πόνος του έδινε ώθηση να δημιουργήσει. Όλη η ένταση, η ζωή που έδινε στους πίνακες του αντλούταν από εκεί μέσα: είτε ήταν θλίψη για ό,τι έχασε, ή η τρομακτική απογοήτευση που του έτρωγε την ψυχή. Κύλησε το σώμα του κάτω από τα σκεπάσματα. Βρισκόταν πλέον με χέρια και πόδια ορθάνοιχτα, καλυμμένος από το γκρίζο σκέπασμα και την ανάσα του σχεδόν σκασμένη. Κάποτε παραδιδόταν στην ηδονή της δημιουργίας μόνο και μόνο επειδή ήταν η μοναδική χαρά που μπορούσε να αντλήσει από τον κόσμο. Ένας κόσμος τόσο γκρίζος και μονότονος του έδινε το έναυσμα να του προσφέρει χρώματα, ζωντάνια, μια αναπνοή για μια καινούρια αρχή.
Τα βλέφαρά του έκλεισαν και τα δάκρυα ξεράθηκαν στο πρόσωπό του. Ακόμα μια μέρα θα χανόταν στο αβυσσαλέο μαύρο της ψυχής του. Ακόμα ένας πίνακας θα πήγαινε στράφι. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top