Έρωτας και Τέχνη


⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.


Έρωτας και Τέχνη
της EstelleLuminesCent

Τέχνη.

Ο καθένας την αντιμετωπίζει διαφορετικά. Για μένα ήταν κάτι που αγαπούσα βαθιά από παιδί: ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, το κάλεσμά μου, η μοίρα μου, αν αυτό δεν ακούγεται υπερβολικά δραματικό. Αλλά και ν' ακούγεται, δεν με χαλάει. Ταιριάζει, θα έλεγα, σε μια νεαρή ηθοποιό να μιλάει τοιουτοτρόπως! Έτσι πίστευα για την τέχνη... μέχρι να έρθεις εσύ. Ήρθες και τότε κατάλαβα... Η τέχνη στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μία καλοφτιαγμένη απομίμηση των ανθρωπίνων συναισθημάτων. Μία προσομοίωση όσων δεν ζεις, αλλά θέλεις να νιώσεις· όσων φοβάσαι, απορρίπτεις, ή αδυνατείς να κατανοήσεις. Όλα αυτά καδραρισμένα στο θεατρικό σανίδι, εκεί όπου μπορείς να νιώσεις το μαχαίρι να μπήγεται στη σάρκα σου, χωρίς να πονέσεις στ' αλήθεια. Ένα όμορφο και πολύ παραπλανητικό ψέμα που λες στον εαυτό σου για να τον πείσεις πως είσαι ζωντανή. Μα δεν θα σου προσφέρει κάτι πιο αληθινό. Τώρα πια το ξέρω...

---

Καλοκαίρι 2022, Δίον Πιερίας.

Έπειτα από προτροπή του διευθυντή, τέσσερα παιδιά της σχολής πήγαμε στο αρχαίο θέατρο του Δίου, για να δουλέψουμε ως εθελοντές στο Φεστιβάλ Ολύμπου, λίγο μετά το πέρας των εξετάσεων του δευτέρου έτους. Ήτανε, λέει, μία καλή ευκαιρία να έρθουμε σε πιο άμεση επαφή με τον ενεργό κόσμο του θεάτρου. Βέβαια, στην πράξη, το πράγμα απείχε παρασάγγας...

«Ε όχι κι άλλη τσίχλα, τη ζωή μου μέσα!», άκουσα από κάπου πίσω μου τον Αντρέα να παραπονιέται. «Ήθελα να 'ξερα πότε προφταίνουν και τις πετάνε, οι μαλάκες, κάτω απ' τη μύτη μας!»

«Μη βρίζεις, Αντρίκο», του πέταξα, χωρίς να σηκώσω τα μάτια μου από το αρχαίο κείμενο της 'Ηλέκτρας' του Σοφοκλή.

«Άσε μας, μωρή Βαρβάρα», μου απάντησε κι αν έκρινα απ' τον ήχο της φωνής του, ερχόταν προς το μέρος μου. «Εσύ κάθεσαι με το βιβλιαράκι σου κι όλα τ' άλλα τα 'χεις χεσμένα και σε πήρε ο πόν-»

«Πάλι βρίζεις; Επιτέλους, σεβάσου αυτό τον αρχαίο κι ιερό χώρο».

«Μμμ, εδώ δεν τον σέβονται οι πληρωμένοι εργαζόμενοι, θα τον σεβαστώ εγώ;», ρώτησε κι όταν κατέβασα το βιβλίο από το πρόσωπό μου, αντίκρισα το φαράσι του γεμάτο τσίχλες. «Πέντε κιλά τσίχλες τη μέρα μαζεύω! Πέντε!», έκανε ο συμφοιτητής μου, στέλνοντας μια μούντζα σε ακαθόριστη κατεύθυνση. «Και δεν μου το βγάζεις από το μυαλό, δεν τις πετάνε μόνο οι θεατές. Τις πετάνε και οι ηθοποιοί!»

«Ντροπή τους κι αίσχος τους, αλλά... μάλλον... είναι ένα είδος αντίδρασης στις συνθήκες των καμαρινιών...», προσπάθησα να τους δικαιολογήσω, αν και για να είμαι ειλικρινής, αυτό που άκουγα ήταν πιο αηδιαστικό κι από το θέαμα των τσιχλών. Για τα καμαρίνια παίζει να είχα ακούσει τα περισσότερα παράπονα από όλους τους καλλιτέχνες.

«Αν έχουν θέμα με τα καμαρίνια, να λερώνουν τα καμαρίνια...»

«...που τα καθαρίζει η Άντζελα κι όχι εσύ, ε; Ωραίος φίλος είσαι, ρε Αντρίκο».

«Κόψε τα 'Αντρίκο' εσύ και σήκω να μαζέψεις! Κουράστηκα».

«Τι λες, καλέ; Δεν είπαμε ότι σήμερα διαβάζω εγώ και μαζεύεις εσύ; Αύριο διαβάζεις εσύ και μαζεύω εγώ».

«Δε θέλω να διαβάσω, ν' αράξω θέλω. Άντε, τράβα!»

Εκνευρισμένη από το επιτακτικό ύφος του, πετάχτηκα όρθια, παρατώντας τον Σοφοκλή και την Ηλέκτρα του στην κερκίδα. «Α, για να σου πω, Αντρίκο...», άρχισα να λέω, στηρίζοντας μάλιστα από το διάφραγμά μου, όπως μας έδειξαν στο μάθημα της ορθοφωνίας, για να με ακούσει καθαρά. «...αν ήθελα να δουλεύω κάτω απ' τον καυτό ήλιο και να 'χω κι έναν δερβέναγα να μου φωνάζει, θα 'χα μείνει στα χωράφια του πατέρα μου!»

«Δεν σ' άκουσα να το λες αυτό στον λατρεμένο σου μπαρμπα-Γιάννη, όταν μας έχωσε».

«Λίγα τα λόγια σου για τον κύριο Κανατά! Μας έστειλε εδώ για να διευρύνουμε το πνεύμα μας στο μεγαλείο του επαγγελματικού θεάματος!»

«Προς το παρόν, το διευρύνουμε στο μεγαλείο του απλήρωτου ξεπατώματος και της πεταμένης τσίχλας. Άααχ, ξεκούτιανε ο Κανατάς κι απ' την πολλή παρέα μαζί του, ξεκούτιανες κι εσύ».

«Ρε άι σιχτίρ, υποανάπτυκτο γομάρι!»

«Επιτέλους, σεβάσου αυτό τον αρχαίο κι ιερό χώρο», με μιμήθηκε κοροϊδευτικά και η μόνη απάντηση που είχα να του δώσω ήταν ένα μουγκρητό και η γυρισμένη μου πλάτη, καθώς περπάταγα μακριά του. «Μην απομακρυνθείς πολύ!», τον άκουσα να φωνάζει. «Έχουμε παραγγείλει καφέδες και θα τους φέρει το παιδί στην είσοδο. Πάνε πάρ' τους! Πού 'σαι; Εσένα σου παραγγείλαμε πορτοκαλαδίτσα, μανταμίτσα». Δεν καταδέχτηκα να του πω κάτι, απλώς έφυγα. Όσο ευγενικός και γλυκός έδειχνε όταν έπαιζε τον πατέρα στο 'Φιντανάκι' του Χορν, τόσο αγενής και παρτάκιας ήτανε εκτός σκηνής.

---

Είχα την πεποίθηση ότι οι ηθοποιοί ήταν άνθρωποι του πνεύματος, καλλιεργημένοι, φωτεινοί! Μα όσο γνώριζα καλύτερα το χώρο, τόσο η εξιδανικευμένη εικόνα μου διαλυότανε. Βέβαια, ο διευθυντής μας, ο κύριος Κανατάς (που παρεμπιπτόντως, δεν έχει καμία σχέση με τον 'μπαρμπα-Γιάννη κανατά' του γνωστού άσματος και για την ακρίβεια, δεν τον λένε καν Γιάννη τον άνθρωπο, απλά έτσι τον κοροϊδεύουν τα παιδιά), έλεγε ότι παρά τα σκάνδαλα που ξέσπασαν ενάμιση χρόνο πριν, η φωτεινή πλευρά υπήρχε κι ήταν πολύ σπουδαιότερη από τις όποιες σκοτεινές. Να σου πω την αλήθεια, τον πίστευα. Του είχα μεγάλη αδυναμία, όπως μου είχε κι αυτός. Ήταν σαν μπαμπάς μου από την πρώτη μέρα, με συμβούλευε και με ενθάρρυνε. Αλλά κι εγώ δεν άφηνα στον εαυτό μου περιθώρια· είχα αποφασίσει ότι θα γινόμουν από αυτούς τους ανθρώπους που 'παντρεύονται τη δουλειά τους'. Ότι θα αφιερωνόμουν στην τέχνη μου ψυχή τε και σώματι και δεν θα ήμουν ούτε σε διασκεδάσεις, ούτε σε οικογένειες, ούτε σε φιλίες.

Ένα φτωχό κορίτσι από τα βάθη της επαρχίας δεν θα κατάφερνε και πολλά στον χώρο της υποκριτικής χωρίς χρήματα και χωρίς μέσον. Μα ευτυχώς, ο κύριος Κανατάς ήταν εκεί για μένα· πίστεψε στο ταλέντο μου, μου μείωσε τα δίδακτρα, μέχρι και στο σπίτι του με φιλοξένησε τον πρώτο καιρό. Αυτός και η γυναίκα του ήταν πολύ πιο ζεστοί κι ανθρώπινοι μαζί μου, απ' όσο ήταν ποτέ οι δικοί μου γονείς. Και τα παιδάκια τους με έβλεπαν σαν μεγάλη αδελφή. Με τόση καλοσύνη που συνάντησα σε έναν κόσμο γεμάτο πονηρά αρπαχτικά, πώς να μην νιώσω ευγνωμοσύνη; Πώς να μην θέλω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, να γίνω μια σπουδαία ηθοποιός και να ανταμείψω τον καλό μου δάσκαλο για όσα μου προσέφερε; Οι συμφοιτητές μου θέλανε κυρίως να γίνουν διάσημοι· πού τους έχανες, πού τους έβρισκες, όλο στα social media έμπαιναν κι επιδεικνύονταν, αλλά εγώ ήμουν η 'ξενέρωτη της παρέας'. Το Facebook το είχα μόνο για να βρίσκω οντισιόν και ποτέ δεν πήγαινα μαζί τους για ποτό στα hot στέκια της πόλης, προκειμένου να 'κάνω γνωριμίες', όπως το αποκαλούσαν. Ας με λέγαν παράξενη και μανταμίτσα, ούτε που με ένοιαζε. Δεν ήθελα να γίνω διάσημη, ήθελα να γίνω ηθοποιός.

---

Καθώς διέσχιζα τον περίβολο του μουσείου, σκέφτηκα να μπω μέσα, να θαυμάσω για ακόμη μία φορά όλα τα εκθέματα. Το θετικό που ήμασταν εθελοντές ήταν πως μπορούσαμε να κυκλοφορούμε στους γύρω χώρους χωρίς εισιτήριο. Τα αρχαία αγάλματα κι αντικείμενα αποτελούσαν για μένα τη μία πηγή ηρεμίας, όποτε συνέβαινε κάτι που με δυσαρεστούσε. Έβλεπα τους αριστοτεχνικά τοποθετημένους φωτισμούς να πέφτουν στην πέτρα και στο μάρμαρο κι η ολόφωτη όψη του αρχαίου μεγαλείου με γαλήνευε και με ενέπνεε. Βγάζοντας απ' την τσέπη μου το ειδικό πάσο, έκανα να πάω προς τα μέσα, όταν ένα ενοχλητικό κορνάρισμα με σταμάτησε. «Συγγνώμη, η παραγγελία σας», ακολούθησε μια φωνή και θυμήθηκα τι είπε ο Αντρέας. Με βιασύνη, όχι επειδή καιγόμουν να πιώ κάτι, αλλά επειδή ήθελα να του ρίξω τον καφέ του στη μούρη, κατέβηκα τρεχάτη στην είσοδο. Στο τέλος είχα λαχανιάσει κι άσπρες τελίτσες στριφογύριζαν μπροστά μου. Και τότε ξανάκουσα αυτή τη φωνή... τη δική σου φωνή.

«Καλημέρα», μου είπες και μόνο από το θρόισμα της σακούλας, κατάλαβα ότι μου προσέφερες κάτι. «Εδώ είμαστε... Α, ναι, ορίστε κι ο χυμούλης», συνέχισες χαρωπά και πάγωσα. Βλεφάρισα πολλές φορές για να σε δω. Έβγαζε τέτοια γλυκύτητα η φωνή σου, τέτοια καλοσύνη που, χωρίς να το καταλάβω, θέλησα να δω σε ποιον ανήκε. Με πολύ κόπο το πεδίο μου καθάρισε· ήσουν κόντρα στον ήλιο και δεν σε έβλεπα καθαρά, μα κατάφερα να διακρίνω τα ξανθά μαλλιά σου και την γκρι σου μπλούζα.

«Ευχαριστώ πολύ», είπα με βλέμμα χαμηλωμένο κι έβγαλα να σε πληρώσω, μια αυτοματοποιημένη κίνηση συνήθειας, «Κρατήστε τα ρέστα», συμπλήρωσα, πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε.

«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ», είπες με την ίδια γλυκύτητα κι αφού με καλημέρισες ξανά, έβαλες το κόκκινο κράνος σου και γύρισες να φύγεις. Δεν τόλμησα να στραφώ στα μάτια σου, ήξερα πως θα σε κοιτούσα έντονα κι αυτό μπορεί να σε τρόμαζε. Δεν είπα τίποτε άλλο. Καθώς έφυγες με το μηχανάκι, σηκώνοντας σκόνη, μέσα μου φώλιασε καθυστερημένα η επιθυμία να μάθω τ' όνομά σου. Γιατί!; Γιατί δεν το σκέφτηκα λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα!; Χάζευα το σημείο που στεκόσουν για ώρα και χωρίς να ξέρω γιατί, ήθελα να κλάψω. Δεν προσπάθησα να συγκρατηθώ, ήμουν μόνη, δεν θα μ' έβλεπε κανείς. Ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν μπορούσα να σταματήσω, δεν ήθελα να σταματήσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να σου μιλήσω, να σε ακούσω λίγο ακόμη.... Δεν θυμάμαι τι έκανα με τους καφέδες, αν τους πήγα στα παιδιά, ή αν ήρθαν και τους πήραν μόνοι τους. Το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό που ένιωσα... η ανάγκη να βρεθώ ξανά κοντά σου.

Δεν πρόσεξα αν ήσουν όμορφος ή άσχημος, μικρότερος ή μεγαλύτερός μου, δεν είδα το χρώμα των ματιών σου, ούτε πώς με κοίταζες. Δεν μ' ένοιαζε πραγματικά αν σε λέγαν Νίκο, Κώστα, ή Αντώνη, μα αυτή η φωνή... αυτό που εξέπεμπες... η σκέψη του με βασάνιζε και με λύτρωνε ταυτόχρονα. Δεν είχα ερωτευτεί ποτέ μου. Αγόρια που μου άρεσαν, ναι, υπήρξαν κάμποσα, αλλά αληθινό έρωτα όχι, δεν είχα νιώσει και το ήξερα ότι δεν τον είχα νιώσει. Για την ακρίβεια, το απευχόμουν. Ούσα άτομο που ένιωθε όλα τα συναισθήματα πολύ πιο έντονα από τους περισσότερους, ήξερα πως κάτι τόσο δυνατό, όσο περιγράφανε οι ποιητές, εμένα θα με τσάκιζε ψυχολογικά. Πράγματι, αισθάνθηκα τσακισμένη, τόσο τσακισμένη, μα... και τόσο αληθινή. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο, παρά έρωτας!

Όταν κατάφερα να συνέλθω απ' το κλάμα, ρώτησα την Άντζελα και τον Γιώργο από πού είχαν παραγγείλει τους καφέδες και την πορτοκαλάδα μου. Το είχαν κάνει μέσω εφαρμογής, όπως μου είπε η Άντζελα και με ρώτησε τι είχα. Δεν της είπα. Δεν ήθελα να μάθει κανένας τα συναισθήματά μου για σένα. Φοβόμουν μην μου τα κατακρίνουν και μου τα καταστρέψουν. Μην με αποκαλέσουν 'χαζορομαντική' και προσπαθήσουν να με πείσουν ότι με βάρεσε η ζέστη. Αυτό που ένιωθα ήταν δικό μου! Ήταν μοναδικό, ήταν όμορφο και δεν θα το έδειχνα σε κανέναν πέρα από σένα! Κατέβασα την εφαρμογή και παρά τα περιορισμένα μου χρήματα, παρήγγειλα ξανά πορτοκαλάδα. Πόσα μαγαζιά στο χωριό θα κάνανε ντελίβερι; Περίμενα με αγωνία το κορνάρισμα της μηχανής σου και μόλις το άκουσα, έτρεξα στην είσοδο τρισευτυχισμένη, μόνο που... δεν ήσουν εσύ... Ήταν ένας ψηλότερος κύριος, με μαύρα μαλλιά κι αραίωση. Σίγουρα τον κοίταξα με κολοσσιαία απογοήτευση, κρίνοντας από το ύφος του. Τον πλήρωσα, τον ευχαρίστησα και μετά έδωσα την πορτοκαλάδα σε ένα παιδάκι που ήρθε στο μουσείο με τους γονείς του, πριν χάσει τις βιταμίνες της.

---

Οι μέρες πέρασαν και για μία εβδομάδα παράγγελνα συνέχεια από την ίδια εφαρμογή. Μα δεν ξανάρθες. Τελικά αποφάσισα να πάω αυτοπροσώπως στο μαγαζί, με την ελπίδα να σε πετύχω εκεί. Ήταν ένα μπουγατσατζίδικο στην κεντρική πλατεία. Περνώντας από τα χαμηλά κάτασπρα σπιτάκια, σκάναρα με το βλέμμα μου κάθε ντόπιο που συναντούσα, όμως κανείς τους δεν σου έμοιαζε. Μόλις μπήκα στο μαγαζί, κόμπλαρα. Δε γινόταν να ρωτήσω αυτό που ήθελα στα ίσια, θα φαινόμουν αλλόκοτη. Έτσι απλά ρώτησα πόσα παιδιά με μηχανάκια έχουν για τις παραγγελίες. Δεν ήξεραν ακριβώς, γιατί τους πιο πολλούς τους έστελνε η εταιρία της εφαρμογής και δεν ήταν καν από το Δίον. Απελπίστηκα. Άρχισα να ψάχνω μάταια στο Facebook, μπας και πετύχω κάπου το πρόσωπό σου, κάτι που δεν άργησε να γίνει εξαντλητικό και για μένα και για την μπαταρία του κινητού μου... τίποτα.

---

Στη δουλειά πια δεν πρόσεχα, οι συμφοιτητές μου μιλούσαν κι απαντούσα μηχανικά, μέχρι και στα πειράγματα του Αντρέα. Την 'Ηλέκτρα' και τα άλλα κείμενα που σκόπευα να μελετήσω για τις επερχόμενες τελικές εξετάσεις του Υπουργείου, τα χαντάκωσα στη βαλίτσα κι ούτε να τα δω δεν ήθελα. Στις πρώτες μέρες μετά τη συνάντησή μας, όλα φάνταζαν ασήμαντα κι άχαρα. Ακόμα κι η τέχνη του θεάτρου, ο συναρπαστικός κόσμος που λάτρευα περισσότερο απ' οτιδήποτε· ακόμα και η υποχρέωση στον διευθυντή μου, η επιθυμία να τον κάνω περήφανο· όλα μοιάζανε συμβάσεις. Βεβιασμένες, καταπιεστικές, αντιπαθείς συμβάσεις! Αυτό που ζούσα ανέτρεπε κάθε μου στεγανό. Ήταν επώδυνο, μα παράλληλα όμορφο κι απελευθερωτικό. Τότε είπα πως όσα είχα ζήσει, όσα είχα αγαπήσει, όσα είχα νιώσει μέχρι πρότινος δεν είχαν καμία αξία. Για τον έρωτα ήθελα να ξεφύγω από τη ζώνη ασφαλείας μου! Να γίνω μια άλλη! Να ψάξω σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την Πιερία για να σε συναντήσω. Την Πιερία, που στα μάτια μου έγινε ένας τόπος μαγεμένος! Ήταν εκείνο το μέρος γύρω από το θέατρο, που δεν μου άρεσε· τα δέντρα, τα ρυάκια, τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν αδιάκοπα, οι άνθρωποι με τις ντοπιολαλιές τους, το βουνό και η θάλασσα που σμίγανε και το νόημα όλων των ερωτικών τραγουδιών που έβρισκα σαχλά. Ο τόπος που δεν θα ξέχναγα ποτέ!

Με το χρόνο, η ανάγκη να σε βρω και να κάνω την υπέρβαση, αυτός ο γλυκός πόνος άρχισε να γίνεται πιο ενοχλητικός· το συναίσθημα βαρύ κι η ανάγκη για κάτι πιο γνώριμο, πιο βολικό ολοένα και ισχυρότερη. Κι αν απλώς σε είχα φανταστεί; Κι αν ο έρωτας ήταν μια παραίσθηση που δημιούργησα εγώ για να μετριάσω το άγχος μου; Κι αν σε έβρισκα... τι θα σου έλεγα; Δεν το είχα σκεφτεί... Σίγουρα δεν θα σου άρεσε μια εκκεντρική κουλτουριάρα σαν εμένα. Θα έβρισκες τα μαλλιά μου πολύ μαύρα, πολύ κοντά, πολύ κατσαρά. Θα πρόσεχες την ελιά στο πιγούνι μου. Θα σε ενοχλούσε η ασυνήθιστα μπάσα φωνή μου και το ότι δεν είχα επίπεδη κοιλιά. Αυτά σκεφτόμουν και πίεζα τον εαυτό μου να θυμώσει και να σε ξεχάσει. Άκουγα τη λογική και τη ρουτίνα να σιγοψιθυρίζουν πίσω από τα κουκουνάρια των ταφικών μνημείων του μουσείου. Άκουγα την καθημερινότητα να με καλεί να επιστρέψω, μα όχι! Δεν ήθελα! Πάλεψα με νύχια και με δόντια να κρατήσω το συναίσθημα αναλλοίωτο μέσα μου! Μισούσα τον κυνικό εαυτό μου, που ήθελε να αρκεστεί στο ότι τώρα που κατάλαβα πώς είναι να είσαι ερωτευμένη, θα μπορούσα να παίξω καλύτερα τις σκηνές μου. Μισούσα την τέχνη που μ' έκανε να θέλω να εκμεταλλευτώ όσα ένιωθα για χάρη της. Και μάλιστα, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανα. Όλες μου οι εμπειρίες είχαν θυσιαστεί στο βωμό του θεάτρου· τις χρησιμοποιούσα για να γίνω καλύτερη ηθοποιός. Πλέον θα χρησιμοποιούσα όσα με δίδαξε η ηθοποιία για να γίνω καλύτερος άνθρωπος!

---

Ήταν απόγευμα, ο ήλιος κόντευε να δύσει. Το εργαστήριο της κυρίας Αμανατίδου για τη φωνητική και την ορθοφωνία για νέους με θεατρική εμπειρία, το δρώμενο που ήθελα να παρακολουθήσω και να συμμετάσχω περισσότερο απ' όλα στο φεστιβάλ, ξεκινούσε σε λίγο. Αποφάσισα να πάω σε μια τελική προσπάθεια να ευθυγραμμιστώ κάπως. Να ξεφύγει το μυαλό μου και να δω πιο καθαρά. Μισή ώρα μετά, βρέθηκα να τραγουδώ το 'Τέσσερα μάτια δυο καρδιές' στη μέση του θεάτρου κι όλοι, συμφοιτητές και λοιποί συμμετέχοντες, να με κοιτάζουν έκθαμβοι. Δεν ξέρω γιατί. Έψαξα τα πρόσωπά τους, να καταλάβω αν τους τρόμαξα ή τους εντυπωσίασα. Κι ανάμεσα στα πρόσωπά τους, είδα ξαφνικά ένα ξανθό κεφάλι, έναν νεαρό που με κοίταζε συγκινημένος. Αυτόν τον νεαρό κάπου τον είχα ξαναδεί... ήσουν εσύ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top