Κεφάλαιο 47

Νεηθαν: Αριάννα να σε ρωτήσω κάτι;
Εγώ: Μία ψυχή που είναι να βγει ας βγει. Για ρώτα.
Νεηθαν: Τι θα κάνεις το βράδυ;;;;;;;;;;;
Μωρέ λες;;;;;
Εγώ: Δεν θα κάνω κάτι. Γιατί;
Νεηθαν: Έλεγα να έρθεις από το σπίτι μου να φάμε. Θέλω να σου εξηγήσω.
Εγώ: Να μου εξηγήσεις τι;
Νεηθαν: Αν έρθεις θα μάθεις.
Να και κάτι σωστό που είπε.
Εγώ: Καλά. Τι ώρα;
Νεηθαν: Έλα από εδώ κατά τις 9.
Εγώ: Οκ. Είπα και το έκλεισα. Μωρέ λες να θέλει να μου πει να τα ξανά βρούμε; Έχει γούστο;;;;; Ποτέ δεν ξέρεις. Ας πάω. Η ώρα είναι 7:30 και θα πρέπει να πάω να ετοιμαστώ. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έκανα ένα γρήγορο ντουζ και βγήκα από το μπάνιο με δύο πετσέτες, την μία στο σώμα και την άλλη στα μαλλιά, αφού πρώτα έβαλα λίγη ενυδατική στο πρόσωπο και το σώμα μου. Πήγα μπροστά από το κρεβάτι και άνοιξα την ντουλάπα. Τι θα βάλω, τι θα βάλω;;;;;;; 😑😑😶😶
Αχά. Το βρήκα.


{μόνο ζακέτα}

Τα φόρεσα, βάφτηκα και πήρα την τσάντα μου. Έβαλα μέσα τα απαραίτητα που είναι το κινητό μου, το πορτοφόλι μου, την ταυτότητα και άλλα πολλά. Την έβαλα στην κλείδωση του χεριού μου και πήγα στο σαλόνι. Άνοιξα το κινητό και ήταν 8:50. Μου φτάνουν και μου περισσεύουν τα 10 λεπτά να φτάσω σπίτι του Νεηθαν με τα πόδια.
Το σπίτι του Πάνου είναι δίπλα σχεδόν στο δικό μου και το δικό μου σπίτι δίπλα σχεδόν στου Νεηθαν. Οπότε είμαστε αρκετά κοντά.
Έβαλα το μπουφάν μου και τελικά ήταν αρκετά ζεστό οπότε δεν θα κρυώνω. Βγήκα έξω και άρχισα να περπατάω. Έφτασα σπίτι του Νεηθαν και χτύπησα το κουδούνι. Ο Νεηθαν μου άνοιξε και φορούσε ένα μπορντό πουκάμισο με άσπρες βούλες και ένα σκούρο μπλε τζιν παντελόνι. Του πάει πολύ το μπορντό πουκάμισο μπορώ να πω. Μόλις μπήκα μέσα εισχώρησε στα ρουθούνια μου μία τέλεια μυρωδιά από... από... Για μισό. Ο Νεηθαν μαγείρεψε;;;;;
😱😱😨😨😰😰
Εγώ: Νεηθαν μαγείρεψες;;;;;;;;
Νεηθαν: Ναι. Γιατί;
Εγώ: Καλό και το ανέκδοτο. Γελάσαμε και σήμερα. Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις να μου το πεις;;; Είπα και σε κάθε μου λέξη γελούσα.
Νεηθαν: Δεν σου κάνω πλάκα. Δες. Μου είπε και μου έτεινε το χέρι του προς το τραπέζι.
Γύρισα το κεφάλι μου και είδα το τραπέζι στρωμένο με φαγητά. Οκέέέέϋϋϋϋ......
Εγώ: Ελπίζω να είναι νόστιμο. Δεν θέλω να πεθάνω με αυτόν τον τρόπο.
Νεηθαν: Και 'γω το ίδιο ελπίζω.
Είπε και γελάσαμε.
Νεηθαν: Νομίζω όμως ότι μου βγήκαν καλά.
Προχωρήσαμε στην κουζίνα. Έβγαλα το μπουφάν και κάθισα στην καρέκλα. Βρε τον Νεηθαν. Έχει ανάψει και κεριά.
Νεηθαν: Θέλεις να φέρω το φαγητό τώρα ή να αρχίσουμε με λίγο κρασί και βλέπουμε;;;
Εγώ: Το δεύτερο.
Ν

εηθαν: Οκ. Είπε, σηκώθηκε από την θέση του και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Επέστρεψε με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και δύο ποτήρια. Τα τοποθέτησε επάνω στο τραπέζι και  κάθισε κι εκείνος. Που σέρβιρε λίγο κρασί και αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα.
Νεηθαν: Αριάννα δεν σε κάλεσα εδώ μόνο για να περάσουμε καλά αλλά και για να μιλήσουμε.
Εγώ: Το ξέρω: Λοιπόν;;; Τι ήθελες να μου πεις και να μου εξηγήσεις;;;
Νεηθαν: Αριάννα ότι έκανα το έκανα για το καλό σου. Δεν μπορώ όμως να σου αποκαλύψω περισσότερα γιατί άλλωστε δεν θα με πιστέψεις ποτέ.
Εγώ: Και γιατί να μην σε πιστέψω;;; 😶😶😶😶😶😶😶
Νεηθαν: Γιατί αυτά που μπορεί και να μάθεις μπορεί να σε σοκάρουν ή και να σε κάνουν να μην θες να ξαναδείς τον Πάνο. Θέλω να πω ότι και να ήθελες δηλαδή να τον δεις δεν μπορείς  γιατί έχει πεθάνει.
Ναι, έχει πεθάνει αλλά αυτό τώρα τι ήταν;; 😌😌😌😮😮😮😶😶😶😒😒😒
Εγώ: Ναι. Έχει πεθάνει. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί κάνουμε αυτή τη συζήτηση.
Νεηθαν: Θα ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη που έκανα όλα αυτά και που σκότωσα τον Πάνο αλλά το δεύτερο σου είπα και πριν ότι το έκανα για το καλό σου.
Εγώ: -
Πήγα να μιλήσω αλλά με διέκοψε. Είχα ανοιχτό το στόμα μου για να μιλήσω αλλά δεν πρόλαβα και περίμενα πάλι την σειρά μου.
Νεηθαν: Και σου είπα ότι δεν μπορώ να σου πω παραπάνω. Είπε και εγώ έκλεισα το στόμα μου.
Νεηθαν: Τώρα κατάλαβες;;;;;;;;
Εγώ: Ναι.
Νεηθαν: Και θα ήθελα επίσης να σου ζητήσω κάτι.
Εγώ: Τι;;;
Νεηθαν: Θα ήθελα να ξαναγίνεις το κορίτσι μου. Πριν πεις το ότι δίποτε
θέλω να σου ξεκαθαρίσω ότι σε αγαπάω, ότι δεν μπορώ λεπτό μακριά σου, ότι αν με παρατήσεις έχω τελειώσει, ότι είσαι η ανάσα μου, είσαι η ίδια μου η ζωή. Είσαι η μικρή μου και θα σε αγαπώ για πάντα ακόμα κι αν εσύ δεν θέλεις να είσαι μαζί μου.
WHATTTTTTTTTTTTTTT???????????? Εγώ τώρα τι λέω;;;;;; 😑😑😮😮😶😶
Εγώ: Νεηθαν. Δεν ξέρω τι να κάνω πάντως αν σε συγχωρήσω και ξαναγυρίσω πίσω σε εσένα και ξαναγίνουμε ζευγάρι θα φταίει ένας και μοναδικός. Που δεν μπορώ να αποκαλύψω. Τουλάχιστον όχι τώρα.
Εσύ; Αν τα βρούμε θα μου πεις ποιος ήταν ο λόγος που τον Πάνο τον σκότωσες για το καλό μου;;;
Νεηθαν: Ναι. Θα σου πω.
Εγώ: Ωραία. Με αφήνεις μία μέρα διορία και σου απαντάω αύριο.
Νεηθαν: Εντάξει. Ευχαριστώ που με άκουσες.
Εγώ: Τίποτα.
Η υπόλοιπη βραδιά συνεχίστηκε με γέλια, αφού ο Νεηθαν έλεγε συνέχεια αστεία και γελούσαμε. Μπορώ να πω τελικά ότι μαγειρεύει φανταστικά. Είναι από τα καλύτερα φαγητά. Που έχουν μαγειρέψει άντρες.
Η βραδιά μας τελείωσε με λίγα ακόμα γέλια. Σηκώθηκα από την καρέκλα και αφού καληνύχτισα τον Νεηθαν, έφυγα για το σπίτι μου. Όταν έφτασα άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Αμέσως βγάζω μπουφάν και το αφήνω στον καλόγερο μαζί με την τσάντα μου. Τρέχω πάνω και ξεντύνομαι. Βάζω τα παπούτσια μου πάλι πίσω στην θέση τους και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Βάζω μουσική και χαλαρώνω ακούγοντας τα αγαπημένα μου τραγούδια.
Αυτό που έκανε ο Νεηθαν σήμερα και το όνειρο που είδα πριν μου φάνηκαν κάπως περίεργα. Δεν ξέρω αλλά θα πρέπει να δώσω μια απάντηση στον Νεηθαν. Και γρήγορα. Αύριο κιόλας.

Το επόμενο πρωί
Ξυπνάω και θυμάμαι αμέσως τι έγινε εχτές. Τι πρέπει να κάνω; Βασικά το τι πρέπει να κάνω το ξέρω, πως θα το κάνω δεν ξέρω. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πάω στο μπάνιο. Κάνω τα απαραίτητα και μετά πιάνω το κινητό. Πληκτρολογώ τον αριθμό του Νεηθαν και βολεύομαι καλύτερα. Χτυπάει 3 φορές και το σηκώνει.
Νεηθαν: Έλα Αριάννα. Τι κάνεις;
Εγώ: Καλά Νεηθαν εσύ;
Νεηθαν: Καλά.
Εγώ: Χαίρομαι. Λοιπόν. Σε πήρα να σου πω πως έχω απάντηση στο ερώτημά σου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top