Γιαμόρ-Γιασμίν



-Δε θέλω μπαμπά να πάω με τον Μίρα.
-Μην μου φέρνεις αντιρρήσεις. Κατάλαβες;
Είπε και τη έσπρωξε τόσο δυνατά για να μπει στο αγροτικό που μελάνιασε το πόδι της.
-Εσύ δεν κατάλαβες!! Εγώ , σαν κι εσάς δε θα γίνω.

Το χαστούκι έφυγε σαν αστραπή και προσγειώθηκε στο μάγουλο της με τόση δύναμη. Από τη θλίψη και την ταραχή της δε μπορούσε να δει μπροστά της. Τα δάκρυα της την είχαν πλημμυρίσει και δεν κατάφερε να διακρίνει τον μπαμπά της που είχε ήδη σκαρφαλώσει πάνω της.

-Έμπα μέσα μωρή!!!Θα γίνεις σαν και μας γιατί είσαι σαν κι εμάς. Είπε και ξέσπασε στα γέλια....
Και θα πεις κι ένα τραγούδι. Κατάλαβες παλιοθήλυκο ; Αει σι χτίρι πια..μου χεις κάνει τη ζωή μου σκατά σαν τα μούτρα σου..Ίδια η μάνα σου. Ούνα φάτσα ούνα ράτσα, παλιο-ιταλιάνικο αίμα! Μια πόρνη είσαι σαν κι αυτήν και θα στο αποδείξω τώρα.

-Μη μπαμπά. Μη με τραβάς. Άσε με ..Όχι πάλι μπαμπά, όχι !!

Βοήθεια φώναζε μα κανείς δεν την άκουγε, ποτέ! Τι περίεργο! Όλοι κλείνανε τα αφτιά τους όταν η μικρή Γιαμόρ, κόρη του Χόρχε και της Μόνικας φώναζε σαν να τη σκότωναν από τόσο δα μικρό παιδί. Αλλά τι λέω; Νοιάζεται κανείς για τα βρωμιάρικα τσιγγανάκια, τα κλεφτρόνια και τα αμόρφωτα αυτά πλάσματα;Σιγά μη δίνανε σημασία στο κοριτσάκι της πόρνης και του κλέφτη. Αυτών των δύο αποβρασμάτων της κοινωνίας.

Τα αδέρφια της γλίτωσαν. Έφυγαν! Η μικρότερη - πριν την Γιαμόρ, λένε πως πουλήθηκε σε καλή τιμή, ίση με του σπιτιού που μένει τώρα η Γιαμόρ. Η Γιαμόρ κρατήθηκε αν και κορίτσι γιατί από μικρή κελαηδούσε σαν αηδόνι και έπαιζε μουσική με οτιδήποτε. Ήξερε πως θα του ήταν χρήσιμη...

Όταν πια βγήκε απ' το αμάξι η "δουλειά" είχε ήδη γίνει.

Πόνος , θυμός , οργή και μίσος. Μόνο αυτό ένιωθε για τον πατέρα της...! Γρατζουνιές και μελανιές παντού, σε όλο της το σώμα.... και αίμα να βγαίνει από μέσα της- κάθε φορά που την άγγιζε με αυτό το βίαιο τρόπο. Τον μισούσε με όλη της την δύναμη. Κάθε βράδυ προσεύχονταν να είχε φύγει αυτός αντί η μαμά της!

Είχε όμως την μικρή της αδερφή και τη γιαγιά της που έπρεπε να φροντίσει. Έπρεπε όμως να φύγει...έπρεπε να βρει τον τρόπο ..και θα τον έβρισκε σύντομα.

Θυμήθηκε την μάνα της, τη Μόνικα. Την αγαπητή σε όλους τους άντρες της πόλης. Ήταν αδιαμφισβήτητα όμορφη, μια σέξυ Ιταλίδα-τσιγγάνα που μάγευε τους πάντες. Όσο ζόύσε εκείνη , τουλάχιστον είχε ένα καλό λόγο να ακούει και ένα ζεστό φιλί πριν κοιμηθεί, ειδικά εκείνες τις βραδιές που οι μελανιές και οι γρατσουνιές έκαναν παράσταση στο κορμί της. Η Μόνικα την έπιανε στην αγκαλιά της κλαίγοντας και της έλεγε "μη κλαις καρδιά μου, θα περάσει...όλα περνάνε"... Αλλά, τίποτα δεν περνούσε.

Ήξερε πως η μαμά της δε πέθανε από μεθύσι όταν οδηγούσε, αλλά την σκότωσαν. Το ήξερε όπως ήξερε πως κάποια μέρα θα εκδικηθεί αυτόν που το έκανε.

- Γιαμόρ , όταν ζητάς λεφτά σε παρακαλώ να είσαι στενοχωρημένη. Το κατάλαβες ή θες να σε κάνω να το νιώσεις ; της είπε ο Μίρα καθώς "δούλευαν".
-Άσε μας κι εσύ. Παράτα με.
-Τι λες μωρή; Ξέρεις σε ποιον μιλάς;
-Δε θέλω να τσακωθούμε. Φύγε Κόζι κι άσε με να κάνω τη δουλειά μου.
-Άντε στα τσακίδια, ηλίθια. Έλεος για σόι.

Η Γιασμίν ακόμα πόναγε. Είδε στα φανάρια πολλούς ανθρώπους αλλά δεν την έβλεπε κανείς. Σήμερα δυστυχώς έπρεπε να δουλέψει εκεί γιατί η ξαδέρφη της ήταν στην πλατεία με το ακορντεόν. Εκτός από έναν σε ένα μεγάλο φορτηγό που την άφησε να του πλύνει τα τζάμια και να του πουλήσει χαρτομάντηλα. Τι καλός που ήταν και τι στενοχωρημένος...

-Κύριε; που πάτε;
-Πάτρα πάω να ξεφορτώσω κάτι έπιπλα. Γιατί;
-Να έρθω μαζί σας;
-Είσαι με τα καλά σου κοπέλα μου; Πάρε όσα έχω και φύγε!!
-Κύριε δε θέλω τα λεφτά σας ούτε το μπελά σας θα βρείτε. Σας το υπόσχομαι. Να φύγω θέλω. Δε θα μιλάω καθόλου αν θέλετε. Δέστε με αρκεί να με γλυτώσετε. Σας ικετεύω...!
-Από τι κοπέλα μου ;
-Απ' αυτόν... είπε κι έδειξε τον μπαμπά της ο οποίος είχε απορροφηθεί στο να κοιτάει μια πόρνη που στεκόταν παραδίπλα...
-Μπες γρήγορα. Θ' ανάψει το πράσινο...
-Ευχαριστώ πολύ. Ο Θεός θα σας το ξεπληρώσει..Όλα καλά σας εύχομαι να σας πάνε στη ζωή σας..Θα σας χρωστάω την ίδια μου τη ζωή...του είπε και τον αγκάλιασε...
Μόνο, σας παρακαλώ, πρέπει να κάνουμε μια στάση δέκα λεπτών. Να πάρω λεφτά να σας πληρώσω τη βενζίνη, να πάρω δύο ρούχα και το βιολί μου και να χαιρετήσω την οικογένειά μου.
- Με βάζεις σε μπελάδες αλλά, έλα, πάμε... τελείωνε! Έχε χάρη που η κόρη μου αν ζούσε θα ήταν περίπου στην ηλικία σου και δε θα ήθελα ποτέ να έχει την τύχη σου. Έμπα, τελείωνε!

Μια πέτρα ακούστηκε να πέφτει πάνω στο τζάμι και μια φωνή να καταριέται θεούς και δαίμονες...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top