16ο - 1912 μέρος β'

          Τα νέα για τις επιστρατεύσεις δεν ήταν καλά. Για να γίνονται οι πρώτες επιστρατεύσεις στη Τραπεζούντα, τότε θα γίνονταν σύντομα και στην Αμισσό. Πλέον δεν μπορούσαν να μην ξέρουν οι γυναίκες του σπιτιού για τις επικίνδυνες αποφάσεις που είχαν πάρει οι υπόλοιποι. Υπήρξαν σαφώς έντονες αντιδράσεις. 

- Είσαστε με τα καλά σας; Θα πέσετε σον στόμαν του λύκου! Ποίος το νουνίστηκε τούντο το πράμα; Με ποία λογική!; Αναρωτήθηκε η Καρτερή που είχε πέσει στα σύννεφα με αυτή την ανακάλυψη που έγινε. Δε περίμενε οι υιοί της να ήταν τόσο αφελείς και αλαζόνες για να σκεφτούν κάτι τέτοιο και να το πράξουν μάλιστα.

- Μάννα ηρέμησε και άκσε ντο έχομεν να σε λαλήσομεν. Αποκρίθηκε ο Νικηφόρος 
- Κεν εν για το κακό μας βρε μάννα. Για το καλό ούλων μας εν. Κεν ηθέλτ'ς να μεν φοβούσαι να βγεις ατού-έξω με την ραχάτα σ'; Κεν... Πρόλαβε να πει ο Ιεροκλής ώσπου η Καρτερή τον ξαναδιέκοψε μη θέλωντας να ακούσει τίποτα παραπάνω.

- Όχι! Όχι! Φώναζε. 

- Άισε τον να σε πει ντο θέλει μάννα. Μεν γινίσκεσαι παράκουη. Αντέδρασε ο Σωκράτης σα να μάλωνε μωρό παιδί. Εδώ που τα λέμε η κυρά Καρτερή είχε γίνει πολύ επίμονη και αρκετά ανυπόμονη όσο ο Καλλικράτης έλειπε από το σπίτι. Ίσως αυτό της μείωνε την ανασφάλεια που είχε όσο εκείνος ήταν μακριά της και της έδινε ελπίδα πως όπου να 'ναι θα γύριζε. 

- Θα καταφέρομεν να κάμωμεν μιαν παράδοση πραγματικότητα. Νουνίζεσαι πόσο έχει αρτουρεύσ' το δόσιμον για τε με τους Πόντιους που τότε που οι Νεότουρκοι έχουν κάμει δικιά τους την οικουμένη; Την ρώτησε ευθέως περιμένοντας άμεσα την απάντηση της. Εκείνη δεν ήθελε να ομολογήσει ότι είχε δίκιο ο Ιεροκλής.

- Έχουν καζανεύ'ς πολλά μαΐδια είναι η τογρία... Απάντησε η Ελισσώ για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Ιεροκλή ξανά. Αν και δεν έπρεπε αλλά παρατήρησε πως εδώ και ώρα δεν της είχε ρίξει ούτε μισό βλέμμα εκείνος. Ίσως ήταν σωστό αυτό που έκανε εκείνος αλλά δεν το άντεχε ακόμα η Ελισσώ. Δεν μπορούσε να σβήσει η φλόγα που είχε μέσα της για εκείνον. Το ίδιο συνέβαινε και με αυτόν βέβαια, αλλά το διαχειριζόταν πιο ομαλά και ώριμα. Πλέον είχε καταφέρει να φαίρεται σαν άνθρωπος της ηλικίας του, με λογική και υπευθυνότητα. 

- Εσύ συφωνείς με αυτό; Κεν έχ'ς κάτι να λαλήσεις; Ρίχνει το μπαλάκι στον Καλλικράτη η Καρτερή ,ευελπιστώντας πως εκείνος θα μπορέσει να τους αλλάξει μυαλά. 

- Όχι καλή μου. Κεν έχω να πω τίποτε. Αφού το απεφάσισαν και εν μαζί σε ούλο αυτό, κεν ημπορώ να τους αλλάξω τη γνώμη. Σημασία έχ' ότι θα 'ναι αγκά και ότι θα θυσιάσουν τες δουλείες τους και τας οικογένειάς τους για τη πατρίδα. Αναφώνησε. Τον κοίταζαν όλοι σα να μιλούσε ο θεός προσωποποιημένος. Τόσο είχαν συγκινηθεί με τα λόγια του. 

- Παάινετε να ξεκουραστείτε πίρχον σας κάμω κήρυγμα πάλε. Άντε. Αναφώνησε και αναστέναξε μόλις τελείωσε τη πρότασή της. Ο Ιεροκλής την αγκάλιασε και εκείνη έκανε μια γκριμάτσα αγανάκτησης. 

- Γιάντα κάμεις ετσά; Κεν έχ'ς εμπιστοσύνη στα παιδία μας; Ε; Τη ρώτησε ο Καλλικράτης που τη κρατούσε στην αγκαλιά του σα φυλαχτό.

- Έχω Καλλικράτη μου...Για αυτό φοβούμαι. Γιατί η εμπιστοσύνη που θα τους δείξω εγώ δε θα τους φτάσει...Αν τους ανακαλύψουν δε θα είναι καλά τα πράγματα...Για κανέναν. Παραπονέθηκε και έγειρε στο πονεμένο στήθος του αντρός της.

          Όσο ο Καλλικράτης ακόμα κρυβόταν και πλέον οι φύλακες δεν είχαν την έγνοια του πιστεύοντας πως είχε απεβιώσει καιρό τώρα, ο συνασπισμός "Ηνωμένον Έθνος" , μέσω των διασυνδέσεων του Ιεροκλή με τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο, από μια απλή επίσκεψή του στη νομική σχολή και από μια συνηθισμένη συζήτηση, του έστειλε ένα τηλεγράφημα με κωδικοποιημένες λέξεις, για την ένωση του δικού τους συνασπισμού με εκείνο των Βαλκανίων. Έτσι, οι Έλληνες του Πόντου και της Ελλάδας θα είχαν ένα κοινό σημείο αναφοράς, μια συνέχιση του έργου τους. Για ευνόητους λόγους μόνο ο Ιεροκλής ήταν ικανός να μιλήσει και να επικοινωνήσει με τους έξω και πλέον μιλούσε μόνο με ορισμένους βοηθούς του τότε πρωτοεκλεγμένου Βενιζέλου. Μετά από κάποιες μέρες, σε μια μάζωξη του συνασπισμού, περίμεναν όλοι το τηλεφώνημα που θα έλεγε τα πάντα. Ο Ιεροκλής είχε πάει στη πόλη να πληροφορηθεί για τα μέσα που μπορούσαν να φύγουν από την Αμισσό. Είχε αφήσει στο πόστο του τον Σωκράτη που ήταν πιο ξύπνιος και με τόλμη από τον Νικηφόρο. Περίμενε ανυπόμονα το τηλέφωνο να κάνει εκείνον τον βαρύ ήχο. Το καφενείο ήταν ανοιχτό εκείνην την ώρα οπότε όλα έπρεπε να γίνουν με άκρα μυστικότητα και διακριτικότητα εφόσον στο καφενέ σύχναζαν και Τούρκοι υπήκοοι. Ο Κλέωνας είχε πάει στα χωράφια στο πόστο του Σωκράτη, ο Αβραάμ στο κουρείο με τη λιγοστή ελληνική πελατεία, ο Ευστάθιος στην Εκκλησία και ο παπά Τιμόθεος είχε πάρει μια θέση στο καφενείο κοντά στο τηλέφωνο. Ο Νικηφόρος σερβίριζε τους καφέδες ανυποψίαστος και μη θέλοντας να φανεί η αγωνία του για το τηλεφώνημα. Όσο ο κόσμος καθόταν, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε το άγχος τους. Ξαφνικά, μετά από λίγες ώρες ακούστηκε το τηλέφωνο. Οι περισσότεροι ξαφνιάστηκαν αφού ήταν σπάνιο αρκετά. Ο Σωκράτης δήθεν άνετος, πήγε να το σηκώσει, γύρισε πλάτη και πήρε ένα χαρτί, σα να σημείωνε κάτι. Ο πάτερ αντιλήφθηκε την αμηχανία του αφού τον κοίταξε φευγαλέα για λίγο, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μόλις κατέβασε το παμπάλαιο ακουστικό, ήρεμα πήρε το χαρτάκι και το έβαλε στη τσέπη του. Ο παπά Τιμόθεος σήκωσε το χέρι του για κάποια ασήμαντη παραγγελία. Φυσικά ο Σωκράτης κατάλαβε ότι δεν ήταν πραγματικά αυτό. Τον πλησίασε και με το μπλοκάκι πήγε δίπλα του. 

- Ντο έν'τονε; Πως πάνε τα πράγματα; Αναρωτήθηκε. Ο Σωκράτης έκανε πως έγραφε στο μπλοκάκι.

- Η επιστράτευση των Τούρκων αχπάσκουται την επόμενη εβδομάδα. Εμείς θα φύγουμε αύριον. Έτσι είπε ο Ρέπουλης. Αποκρίθηκε ο Σωκράτης σημειώνοντας.

- Σε ένα χάρτιν ντο έγραφες για; Τον ρώτησε. 

- Θα στο φέρω μετά να το ελέπ'ς. Ρακί να φέρω; Φώναξε λίγο πιο δυνατά για να φανεί πιο πιστευτό. Ο πάτερ έκαμε ένα νεύμα και ο Σωκράτης έφυγε. Όταν παρατήρησε τον Νικηφόρο να μπαίνει του έκλεισε το μάτι. Ήταν σημάδι πως το τηλεφώνημα έγινε. Ο Νικηφόρος τον ξανακοίταξε και έγνεψε θετικά με μια απλή κίνηση. Όσο ο Σωκράτης έφτιαχνε τα πράγματα που υποτίθεται ο πάτερ ζήτησε, πήρε το χαρτάκι και το έβαλε κάτω από ένα πιάτο καλά κρυμμένο. Ο Νικηφόρος το είδε. Αμέσως κατάλαβε τι συνέβαινε. Άρπαξε έναν δίσκο και πήγε εκείνος τη παραγγελιά στον παπά Τιμόθεο. Κάθισε πλάι του και του σέρβιρε τους μεζέδες και το ρακί. Τότε όλοι σώπασαν. Ακούστηκε μιαν φωνή. Καιρό είχε να κάνει αισθητή τη παρουσία της. Μέσα μπήκε ο Αρντά με τον Εμίρ. Μετά τα τρεχάματα των Νεότουρκων είχαν καιρό να ασχοληθούν με τους Ιορδανίδηδες. 

Günaydın. Καλημέρα για όποιον δε ξέρει...που δε θα έπρεπε φυσικά... Είπε ο Εμίρ με εκείνο το βαρύ ύφος που κατείχε. Ο Αρντά τράβηξε μιαν καρέκλα και κάθισε εκεί δίπλα. Ήταν μακριά από τους υπόλοιπους. Ο Σωκράτης με τον Νικηφόρο τους παρατηρούσαν με μια ελαφρά απέχθεια. 

- Ποίος θα τους σερβίρει; Ρώτησε ο Νικηφόρος ελπίζοντας πως ο Σωκράτης θα φιλοτιμηθεί. 

- Να πας εσύ. Εγώ σε αυτούς τους βρωμότουρκους κεν επάω. Ούτε κάφε θα τους κάμω. Αποκρίθηκε. 

- Δουλεύει το μαγαζί σας εδώ ή θέλετε και davet ; Είπε ο Αρντά. Davet είναι η πρόσκληση στα τουρκικά και ο Νικηφόρος που τα μιλούσε αρκετά καλά ήθελε να απαντήσει ανάλογα αλλά κράτησε χαρακτήρα. Προσπέρασε τα βλέμματα και πλησίασε τον Αρντά. 

- Τσάι σερβίρετε εδώ μέσα ή μόνο ρακές και καφέδες; 

- Σερβίρουμε και τσάι. Απάντησε κοφτά.

- Φέρε μας δύο και ο,τι μεζέδια έχετε σε αυτό το καφενέ. Αμα τρώγονται... Αποκρίθηκε επιδεικτικά ο Αρντά ξανά. Ο Σωκράτης πήγε πίσω στη κουζίνα και δεν έκανε πολύ κόπο να φτιάξει κάτι. Έβαλε κάποια λαχανικά και λίγες αντζούγιες που είχαν περισσέψει. Ίσα με δυο πιατάκια. Δε θα χαράμιζε τα καλά του προϊόντα για εκείνους. Τα παρέδωσε στον Σωκράτη και τον παράτησε να τους τα δώσει εκείνος. Προχώρησε εκεί και έβαλε τα πιατάκια στο τραπέζι μαζί με το τσάι. Εκείνοι το κοίταξαν και το περιεργάστηκαν καλά. 

- Τι είναι αυτά; 

- Δε βλέπεις; Ρώτησε ο Σωκράτης που ήταν πάντα έτοιμος για καβγά. 

- Με αυτές τις αηδίες ταΐζετε το κόσμο σας; Ρε εσείς με αυτά χορταίνετε; Είπε γυρνώντας στο κόσμο. 

- Ο κόσμος τρώει σπίτι του. Αποκρίθηκε άμεσα ο Σωκράτης. Εδώ περνά τον ελεύθερο χρόνο του μακριά από τις γυναίκες και τις έγνοιες. Ο Εμίρ κάρφωσε τα μάτια πάνω του. Ο Σωκράτης από την άλλη αδιαφορώντας γύρισε και πήγε προς τη κουζίνα με τον δίσκο παραμάσχαλα. 

- Αυτός δεν είναι που έχει εκείνη την ομορφούλα; Τη δασκαλίτσα; Με εκείνο το κορμάκι το λιγνό; Ρώτησε φωναχτά ο Εμίρ. Ο Σωκράτης γύρισε, το βλέμμα του έπεσε σαν μαχαίρι στο στόμα του Εμίρ και πέταξε τον δίσκο χάμω. Ο Αρντά με τον Εμίρ γελάγαν

- Δεν έχουν μόνο τη δασκαλίτσα στην οικογένεια. Τράβα ρώτα για τον γέρο τους και άμε στο σπίτι τους μετά να δεις τι γίνεται. Είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος πως δε βλέπει ακόμα τα ραδίκια ανάποδα. Είπε ο Εμίρ μασουλώντας κάτι ελιές. Ο Αρντά σηκώθηκε και πλησίαζε τον πάτερ. Τότε εκείνος έκρυψε το χαρτάκι διακριτικά μέσα σε ένα από τα βιβλία της Αγίας Γραφής που κουβαλούσε πάντα μαζί του. Ωστόσο ο στόχος του Αρντά ήταν ο Νικηφόρος που καθόταν εμέριμνος και διάβαζε τα νέα στην εφημερίδα του χωριού. Ο αξιωματικός πήρε μια φωτογραφία που βρήκε κάπου στον πάγκο και προχώρησε στον Νικηφόρο. 

- Ωραία οικογένεια έχετε. Του είπε. Ο Νικηφόρος συνέχισε να διαβάζει μουρμουρώντας ένα σκέτο να 'σαι καλά. 

- Εσύ ε, τα αδέρφια σου...ο πατέρας σας; Γιατί δεν είναι και αυτός στη φωτογραφία; Αποκρίνεται ο Αρντά. Εκείνη τη στιγμή ο Νικηφόρος παρατά την εφημερίδα και σταυρώνει τα χέρια μπροστά από το στήθος του. 

- Έτυχε. 

- Θα είχε πάει κανένα εκπαιδευτικό ταξιδάκι τα μαθητούδια του ε; 

- Μπορεί. Απάντησε πάλι κοφτά και με νόημα. Ο Αρντά πλησίασε περισσότερο, άρχιζε να τσαλακώνει με τη φούχτα του το ευαίσθητο χαρτί και στήριξε τα χέρια του στο πάγκο. 

- Ή μήπως ήταν εκεί που τον κρύβετε εσύ και τα αδέρφια σου!; 

- Εμείς να τον κρύβαμε. Πόσο θα άντεχε ο δόλιος. Δεν έχει τα νιάτα μας και προπαντός την επιμονή σας για να ζει και να βασανίζεται. 

- Ποιον πας να κοροϊδέψεις Ιορδανίδη; Του ψιθύρισε έχοντας κάνει τη φωτογραφία αγνώριστη από το τσαλάκωμα. 

- Έννοια σου αξιωματικέ και άμα τύχει να τον έβρω θα είσαι ο πρώτος που θα ενημερώσω για το γλέντι. Απάντησε

- Κάνεις και πνέυμα; 

- Ο,τι μπορεί ο καθένας κυρ' αξιωματικέ. Του είπε χαμογελώντας και ο Αρντά έφυγε κατευθείαν για το σπίτι του Καλλικράτη πετώντας τη φωτογραφία κάτω. Εκείνη τη στιγμή ο Σωκράτης ήταν έτοιμος να βγει έξω για να τον ακολουθήσει. Όμως ο Εμίρ τον απέτρεψε. Έβγαλε το όπλο του και το ακούμπησε στο τραπεζάκι. 

- Όποιος βγει έξω, θα είναι η τελευταία του έξοδος. 


         Ο Καλλικράτης από τότε που ήρθε δεν είχε βγει ούτε στη βεράντα του σπιτιού του. Φοβόταν όσο τίποτα άλλο να είναι μέσα στο σπίτι αλλά ήθελε να περάσει πολύ χρόνο με τη κόρη του και τον εγγονό του. Η Καρτερή βρισκόταν με την Παρασκευή στα υπνοδωμάτια και έφτιαχνε τα χειμερινά μπαούλα. Τα παιδιά ήταν στον κάτω όροφο και μαζί με τον Καλλικράτη μιλούσαν και έπαιζαν. 

- Για πείτε μου. Εν καλή δασκαλίντζα η νύφε ή σας βάνει πολλά; 

- Καλή είναι πάπα. Πολύ καλή. Μας μαθαίνει και τραγούδια. Λέει η δωδεκάχρονη Σουμέλα. Είχε γίνει μια όμορφη κοπέλα με μακριά ξανθά μαλλιά και ολογάλαζα μάτια. Είχε μια ελαφριά μελαγχολία στα μάτια αλλά είχε πάντα όρεξη για να μιλά με τον ανηψιό της και καλύτερό της φίλο, Δήμο. 

- Ντο τραγούδια; Μπορείτε να μου τραγωδέσετε μαζί;

- Ναι παππού! Αποκρίθηκε ο μικρός Δήμος. 

"Παιδία την τραγώδιαεντάμαν αρχινέστεκ' ατό ντο λέγνε παρακάθ'και μουχαπέτ' γουρέψτεν 

 Παιδία τραγωδέστεκ'εντάμαν ουλ' χορέψ'τεΠόσο μικρόν εν' η ζωήΟλόερα τερέστεν" 

Είπαν τα παιδιά με ρυθμό. Ο Καλλικράτης γελούσε και χειροκροτούσε τα παιδιά που  με τόσο κόπο προσπαθούσαν να τον κάμουν να περάσει καλά. 

- Πολλά ωραία! Εύγε! Για πείτε μου. Κανένα νέο φυτό μάθατε; Φυτέψατε τίποτα σον κήπον; Σουμέλα ξέρω πως σ'αρέσ' για αυτό ρώτηξα. 

- Ναι πάπα! Έμαθα για το μαγιοβότανο και το δενδρολίβανο. Η θεία Ανδρονίκη  τα έβανε απ'όξω. Να πάω να σου φέρω;! Ρώτησε με τρελή επιθυμία η Μελλιώ. Ο Καλλικράτης έγνεψε θετικά και η Σουμέλα αμέσως έτρεξε έξω

- Παππού! Να σου δείξω και εγώ το τετράδιό μου; Όλα δέκα τα έχω! 

- Άμε και συ άντε! Του είπε. 

Την στιγμή που η Σουμέλα ήταν έξω φτιάχνοντας τα φυτά, ένα άγγιγμα στον ώμο τη τάραξε. Ο Αρντά ήταν εκεί όσο εκείνη έκοβε τα λουλούδια. Μαζεύτηκε κάπως και τον κοίταξε με απορία. 

- Γεια σου Σουμέλα. Είπε

- Γεια σου Αρντά. Τι κάνεις; Τον ρώτησε σα να τον ήξερε χρόνια, με τέτοια οικειότητα. 

- Είμαι καλά. Εσύ; Οι δικοί σου; Ο παππούς σου; 

- Καλά. Πρέπει να πηγαίνω... Αποκρίθηκε. Εκείνος της κράτησε τον ώμο για λίγο. Τόσο γρήγορα θα φύγεις; Έχουμε καιρό να τα πούμε. Μη ξεχνάς, είμαστε φίλοι εμείς οι δύο, σωστά; 

- Ναι...Απλά με χρειάζεται η μαμά μου και πρέπει να φύγω. 

- Μια τόσο καλή κοπέλα δε θα μου ζητήσει να μπω μέσα; Νόμιζα εσείς οι Πόντιοι είστε ευγενικοί και φιλόξενοι. 

- Τι να πω...είναι λίγο παράξενη η ώρα...

- Δε πειράζει. Θα πάω να πω μια καλημέρα στη μαμά σου. Λέει και μπουκάρει μέσα στο σπίτι. Η Μελλιώ είχε τη κακή συνήθεια να κρυφακούει πίσω από τις πόρτες, οπότε γνώριζε πως κανείς δεν έπρεπε να μάθει για τη παρουσία του Καλλικράτη. Ο Αρντά μπαίνοντας μέσα έψαξε σε όλα τα δωμάτια. Η Καρτερή κατέβηκε από τον πάνω όροφο και αμέσως του μίλησε. 

- Εντάξει; Το βρήκατε αυτό που ψάχνετε; 

- Όχι. Είπε και την παραμέρισε ανεβαίνοντας τις σκάλες. Εκείνη του φώναζε αλλά αυτός συνέχιζε ακάθεκτος. Μπήκε στο δωμάτιό τους και δεν βρήκε κάτι, στου Νικηφόρου, στου Σωκράτη και στης Μελλιώς που εκεί ήταν η Παρασκευή με τον Δήμο και δίπλωναν ρούχα. 

- Δε θα βρεις τίποτα. Τόση ώρα ψάχνεις, χωρίς την άδειά μου, και δεν βρήκες κάτι. Είπε η Καρτερή. Τότε πήγε να ανοίξει και το μπαούλο αλλά η Παρασκευή τον απέτρεψε. 

- Εδώ κρατάμε οι γυναίκες τα απόβρακά μας. Μήπως θέλεις να τα δεις και αυτά; Τον ρώτησε επιδεικτικά. Αυτός το μετάνιωσε. Πέταξε κάτω κάποια ασπρόρουχα και έφυγε ντροπιασμένος που δεν βρήκε τίποτα χρήσιμο. Μόλις έστειλαν τον Δήμο να δει αν είχε φύγει, έβγαλαν τον Καλλικράτη από το μπαούλο. 

- Πήγα να κρεπάσω...Αναφώνησε και ανάσαινε γρήγορα. Οι κλειστοί χώροι πλέον του έφερναν άσχημες αναμνήσεις και δεν άντεχε για πολύ ώρα. 

- Το σημερινό ήταν μάθημα. Κεν θα μείνεις άλλο αβδά. Θα πας να ελέπ'ς ένα μέρος αλλιώτικο να μείνεις. Με τούντη τη τρομάρα που πήρα απόψε, δε θα ξανακοιμηθώ. Αποκρίθηκε η Καρτερή και αναστέναξε. 


          Όταν το βράδυ γύρισε ο Ιεροκλής και έμαθε τι έγινε ταράχτηκε. Όχι για το συμβάν στο καφενείο, αλλά για εκείνο στο σπίτι. Είχε ετοιμάσει τα πάντα για την αυριανή νύχτα. Θα έφευγαν όλοι του συνασπισμού με το τρένο των τέσσερα για την Πόλη και μετά θα έφευγαν στα ανοιχτά με Ελληνικό πλοίο. Τώρα σκεφτόταν όλο και περισσότερο να πάρει και τον πατέρα του μαζί στον πόλεμο. 

- Ντο με λέτε; Μιαν μέρα πριν την φυγή μας μπήκε εδώ μέσα ο Αρντά χωρίς ίχνος αντρικής παρουσίας!; Φώναξε. 

- Σους. Εσείς είχατε άλλες δουλείες. Κεν ημπορούσατε να είστε και εδώ ταυτόχρονα. Είπε η Παρασκευή. Εξάλλου μια χαρά τα καταφέραμε μαζί. Συμπλήρωσε αγκαλιάζοντας την Καρτερή.

- Με το να φωνάσκεις κεν κερδίζεις τίποτε. Σημασία έχ' να ετοιμαστούμε και να τα κανονίσουμε όλα καλά. Απάντησε ο Νικηφόρος. Οι γυναίκες είχαν αναλάβει το ρόλο των ετοιμασιών και ήταν οι απολύτως κατάλληλες για αυτή τη δουλειά. 

- Πάπα θα έρθεις και συ. 

- Ντο λες ρίζα μ'; Άκ'σες ντο είπες. Εγώ γέρος άνθρωπος; 

- Έχει δίκιο ο πατέρας Ιεροκλή. Καλύτερα θα 'ναι να βρίσκεται αδά τριγύρου και να φυλά τες γυναίκες, τα παιδία και το σπίτ'.  Είπε ο Σωκράτης και τελικά αυτό υπερίσχυσε. Τόσες γυναίκες μόνες τους με δύο παιδιά δεν γινόταν να μένουν σε ένα τέτοιο σπίτι. Έτσι αποφάσισαν να μείνει μαζί τους ο πάτερ Τιμόθεος. 

- Παιδία μου την ευκή μου να έχετε και να ζείτε με τη παρουσία του Ύψιστου μαζί σας. Θα σας φιλά! Θα προσευχόμαστε κάθε μέρα. Ευχήθηκε και ευλαβικά τους σταύρωσε. 

       Τα παιδιά όσο κοιμόντουσαν, οι υπόλοιποι συζήταγαν τα σχέδιά τους και τα βλέμματα των ερωτευμένων έπεφταν βροχή. Η αυριανή μέρα ήταν του αποχαιρετισμού και το πάθος θα ξεχείλιζε από κάθε σπιθαμή. Τι θα ήταν αυτό που θα παρέμενε μετά τον πόλεμο όμως. Ο έρωτας, το πάθος ή η αγάπη; 




Τι κάνετε παιδάκια μου; Πως περνάτε; Το κεφάλαιο αυτό είναι τεράστιο πραγματικά. Σε λίγα κεφάλαια θα δείτε και νέες παρουσίες στο κάστ των ηρώων. Αλήθεια εσείς τι πιστεύετε; Υπερισχύει ο έρωτας, το πάθος ή η αγάπη μετά από ένα σχεδόν καταστροφικό γεγονός; 

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!

Σας φιλώ!


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top