Ασημένιο περιβραχιόνιο


Τα μάτια μου καρφώνονταν μια στον έναν καθρέφτη μια στον άλλον. Τίποτα δεν έδειχνε αρκετά ύποπτο σε σημείο να φαίνεται απειλητικό ή επικίνδυνο, ευτυχώς , μέχρι στιγμής. Το σκηνικό έξω από το παράθυρο άλλαζε σταδιακά. Η ζωηρή κίνηση της πόλης εξασθενούσε ενώ περισσότερη βλάστηση αντικατέστησε τα πολυώροφα, φωτεινά οικοδομήματα. Ως που επιτέλους ένιωθα τη φύση, να αγκαλιάζει το δρόμο, που στένευε ολοένα και πιο πολύ. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα, μου φαινόταν αδύνατο να χωράνε δύο αυτοκίνητα, ταυτόχρονα.

Ο Ζααμαήλ ήταν συγκεντρωμένος στην οδήγηση και παρά τον κίνδυνο που παραμόνευε, απολάμβανε το μεγαλείο του υπερπολυτελούς αυτοκινήτου, του φίλου του. Τους ήχους που ακολουθούσαν μετά από αλλαγή ταχυτήτων, τα έντονα μουγκρητά της μηχανής και την ευκολία με την οποία το αυτοκίνητο συμπεριφερόταν κάθε που συναντούσε μερικές λακκούβες. Πολλές φορές είχα πιάσει τον εαυτό μου, να παρακολουθεί και να αναγνωρίζει παρόμοιες αντιδράσεις στο πρόσωπο της Μία, όποτε έβλεπε τον Ντάνιελ να οδηγεί και εκείνη φυσικά να έχει την καλή διάθεση να απολαύσει τη διαδρομή.

Αναμνήσεις, αναμνήσεις, αναμνήσεις... βάλθηκαν να μου κάνουν άλλη μια επίθεση. Τα πάντα είναι εναντίον μου. Η επιστροφή στη χώρα που τους γνώρισα και αγάπησα, το αυτοκίνητό τους, η φύση την οποία εξερευνήσαμε μαζί και φυσικά η εποχή του χρόνου. Όσο πιο κοντά στα Καρπάθια φτάνουμε, τόσο πιο πολύ πέφτει η θερμοκρασία.

Έκλεισα τα μάτια μου, αναγκάζοντας για άλλη μια φορά τον εαυτό μου να διώξει οδυνηρές εικόνες, με την ελπίδα να διώξει τον πόνο και το καινό που διογκώνεται αντί να συρρικνώνετε μέσα στο στήθος μου. «Δεν θα περάσει ποτέ» μου επιβεβαίωσε ξανά ο Ζααμαήλ ωμά, σαν να λέει «πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτό». «Που να είναι ο Ντάνιελ άραγε» μου ήρθε ξαφνικά, ενώσω άπλωνα το χέρι μου πάνω από το ταμπλό αναγνωρίζοντας το αντικείμενο που μόλις πρόσεχα. Η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο, αυτόματα ένα νέο κύμα δακρύων θόλωσε την όρασή μου. «Δεν το φορούσε... την ώρα της μάχης;» κατάφερα να αρθρώσω την κάθε λέξη με μεγάλη δυσκολία, ψάχνοντας τα μάτια του Ζααμύ πανικόβλητα. Φάνηκε να τα χάνει, μόλις αναγνώρισε το παλαιό, ασημένιο περιβραχιόνιο στην παλάμη μου. «Απ' ότι φαίνεται, όχι» είπε με σφιγμένα χείλη. «Μα τι πεισματάρα, φαντάζομαι μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν πίστευε στην ασφάλεια, που θα μπορούσε να της προσφέρει» είπα με σφιγμένα δόντια. Ξαφνικά θύμωσα μαζί της. Θύμωσα με την ξεροκεφαλιά της. Αλλά, καθώς το στριφογυρνούσα ανάμεσα στα δάχτυλά μου, ανακάλυψα καινούρια σχέδια, που χαράχτηκαν πρόσφατα στο παχύ μέταλλο. Ένας πάνθηρας, το κεφάλι του χαμηλωμένο με μάγουλα τραβηγμένα επικίνδυνα πάνω από τα τεράστια και επιβλητικά δόντια του και τα μπροστινά πόδια του προτεταμένα από το υπόλοιπο σώμα του, πίσω από τις μυώδες ωμοπλάτες του, ανθρώπινα πόδια ριγμένα χαλαρά. Τα χείλη μου σχημάτισαν ένα αδύναμο χαμόγελο, διότι ήταν τόσο λεπτομερές το σχέδιο, που μέχρι και τα all star της Μία είχαν αποτυπωθεί άψογα πάνω στην πλάτη του αγαπημένου της. Τα καθημερινά της ρούχα, η ζώνη με τα μεταλλικά τρουκ και το δερμάτινο μπουφάν της. Τα μαλλιά της πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση και φυσικά το άγριο χαμόγελό της, όπως και το ατρόμητο βλέμμα της, σου δειχναν πόσο τέλειοι ήταν ο ένας για τον άλλον, πόσο άψογο συγχρονισμό είχαν οι κινήσεις τους και πόσο επικίνδυνος συνδυασμός ήταν. Τα δάχτυλα της μιας παλάμης της Μία, ήταν ανοιχτά πάνω στον μυώδη λαιμό του πάνθηρα, ενώ της άλλης έσφιγγαν την τεράστια για το σωματότυπό της λαβή της σπάθας της, στην άκρη της οποίας κρεμόταν ένα μαντίλι. Ένα από τα αγαπημένα της όπλα, η σπάθα wushu. Ήταν ειδική παραγγελία, μάλιστα ζήτησε η λεπίδα να φτιαχτεί πιο μακριά και λεπτότερη στο τελείωμά της, προσθέτοντας μια αράδα από αγγελικά σύμβολα , μαζί με το όνομά της στη βάση του ασημένιου όπλου.

Δεν ήθελα να αποσπάσω την προσοχή του Ζααμαήλ από τον δρόμο, οπότε του μεταβίβασα την εικόνα που αντίκρισα, μέσα από τις σκέψεις μου. Εκείνος χαμογέλασε. «Πράγματι, με κάθε λεπτομέρεια. Υπέροχο, έτσι;» είπε. «Ίσως να την έχουμε σύντομα κοντά μας...» απάντησα ονειροπόλα, καθώς μια τέτοια επίδειξη δύναμης αποτυπωμένη σε ασημένιο κόσμημα, μου έδωσε με γέμισε με θάρρος. «Αν υποθέσουμε πως ο Ντρέβεν πρέπει να τεκνοποιήσει και πάλι» συμπλήρωσα με το χαμόγελό μου να γίνεται πιο έντονο, στην πονηρή αναφορά της τεκνοποίησης. Αν και ήξερα, πως το σύντομα, μπορεί να έρθει, μετά από εκατό χρόνια, ασχέτως αν τα πράγματα με τους εχθρούς μας, δεν πάνε καθόλου καλά αυτές τις μέρες. «Δεν ξέρω...» άκουσα από τον Ζαμ να λέει επιτρέποντας στον εαυτό του, να ξεφυσήσει μεγάλη ποσότητα αέρα. «Σαν κάτι να σε προβληματίζει;» ρώτησα αβέβαιη. «Ναι, η αλήθεια είναι...» είπε και τα χείλη του σχημάτισαν μια λεπτή γραμμή. «Όταν η Μία έπεσε και ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε τρέχοντας μακριά. Ο Ντρέβεν άρπαξε το σώμα της Μία και τηλεμεταφέρθηκε στη στιγμή, αφού βέβαια, σιγουρεύτηκε πως ο Ντάνιελ δεν θα τον έβλεπε» ξεστόμισε. Έμεινα να τον κοιτάζω γεμάτη περιέργεια και ανυπομονησία, μιας και μου φαινόταν πως η αφήγηση δεν σταματούσε εδώ. «Δεν βλέπω τίποτε το περίεργο... βασικά» είπα, όταν ο Ζαμ δε συνέχυσε. «Δες το και μόνη σου» μου απάντησε προβάλλοντας την σκηνή στο μυαλό μου.

Με τα μάτια του Ζααμαήλ από μακρινή απόσταση παρακολούθησα τις στιγμές, που μόλις μου είχε περιγράψει και ο ίδιος. Μόνο που η φαντασία σε σχέση με την πραγματικότητα, απέχουν πολύ το ένα από το άλλο. Γύρω από το σώμα της κοπέλας στο έδαφος, υπήρχαν αμέτρητα και το τονίζω, αμέτρητα άψυχα κουφάρια, τυλιγμένα σε μαύρες κάπες.

Το έδαφος είχε βαφεί μαύρο, μια λίμνη μαύρης ουσίας που έτρεξε από τις πληγές των δαιμόνων. Είχαν σκοτωθεί από το χέρι της Μίας.

Μια μόνο μικρή κόκκινη κουκίδα σε σχέση με τη μαύρη θάλασσα, σχηματιζόταν γύρω από το κεφάλι της. Τα καινά πλέον μάτια της εστίαζαν σε κάποιο απροσδιόριστο σημείο στο άπειρο, ανέκφραστα.

Ένας βρυχηθμός προκάλεσε ανατριχίλα στο σύμπαν ολόκληρο και τα μάτια του Ζααμαήλ εντόπισαν αμέσως την πηγή. Ο τεράστιος μαύρος πάνθηρας διέσχισε με μερικές δρασκελιές το ξέφωτο, μα τη στιγμή που γονάτιζε δίπλα στο σώμα της αγαπημένης του απέκτησε την ανθρώπινη μορφή του, φωνάζοντας με όλη του τη δύναμη... το όνομά της.

Του πήρε μόλις λίγα δευτερόλεπτα να κατανοήσει πόσο μόνος ήταν πια. Έσκυψε από πάνω της. Τα μακριά, σκούρα μαλλιά του έπεσαν πριν από αυτόν και τα έσπρωξε άτσαλα προς τα πίσω, πασαλείβοντάς τα με μαύρο ιχώρ και αίμα. Έσκυψε για να της δώσει το τελευταίο τους φιλί.

Τα λεμονί γατίσια μάτια του διασταυρώθηκαν για μια στιγμή με του Ζααμαήλ, πριν φύγει τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση, καθώς η μορφή του θόλωσε στο πηχτό σκοτάδι από την αστραπιαία ταχύτητα. Ένας άγγελος τον ακολούθησε. Δεν κατάφερα να τον αναγνωρίσω.

Η μάχη έληξε. Οι δαίμονες εξαφανίστηκαν ενώ οι υπόλοιποι, άγγελοι, προστάτες και μερικοί βρικόλακες παρέμειναν μαρμαρωμένοι στις θέσεις τους από το σοκ που πέρασαν, βλέποντας την Μία να πέφτει. Ο Ντρέβεν όμως δεν τα έχασε πήρε στα χέρια του την κόρη του και δίχως καμία εξήγηση τηλεμεταφέρθηκε.

Πετάρισα τα πονεμένα μου βλέφαρα πριν η όρασή μου επανέλθει και καταφέρω να εστιάσω στο παρών. Ο Ζααμαήλ μου έδωσε μερικά λεπτά να επεξεργαστώ τις πληροφορίες που μου έδειξε, πριν μιλήσει. «Λοιπόν τι έχει να πεις;» ρώτησε με έκδηλη περιέργεια. «Λες να...» πήγα να πω, όμως το απότομο φρενάρισμα σε συνδυασμό με την τεντωμένη ζώνη πάνω στο στήθος, μου στέρησαν τις λέξεις και το οξυγόνο.

Τα αντανακλαστικά μου βέβαια λειτούργησαν γρήγορα και τα μάτια μου στράφηκαν στο δρόμο μπροστά μας. Δεν είχαμε τρακάρει. Μια ντουζίνα όμως από πλάσματα, μας είχαν κλείσει το δρόμο.

Ένας από αυτούς σήκωσε το κελυφώδεςανατριχιαστικό χέρι του με γαμψά νύχια λυκανθρώπου, λυγίζοντας τα δάχτυλά του, μιακίνηση που εξυπηρετούσε σαν κάλεσμα... κοντά του. «Να πάρει...» ψέλλισε ο Ζαμ καιγω συμφώνησα από μέσα μου.     



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top