Κεφάλαιο 1°

°•Με ένα κύκλο, και μια τελεία, η γη σείεται, η συμφωνία σφραγίζεται με αίμα και το μέλλον αλλάζει ριζικα...•°


Οι ψιλες νιφάδες χιονιού που έπεφταν από το απόγευμα είχαν δημιουργήσει πάχνη στο νωπό χώμα με αποτέλεσμα τα χιλιάδες νεκρά πια κλαδάκια, να μένουν καλά κρυμμένα από κάτω. Δεν υπήρχε χειρότερη εποχή για να ξεμείνει από υλικά.
Ο μανδύας που φορούσε ήταν βαρύς, μαύρος με μια κουκούλα που έπεφτε κατά μήκος όλου του προσώπου και κάλυπτε κάθε χαρακτηριστικό.
Στα χέρια είχε το αγαπημένο της καλάθι το οποίο κρατούσε αρκετά σφιχτά και τα βήματα της κάτω από το ολόγιομο φεγγαροφωτο ήταν σιγανα και προσεκτικά. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να τραβήξει τη προσοχή.

Το δάσος έμοιαζε νεκρό και η φύση σε χειμερία νάρκη αυτή την εποχή του χρόνου. Είχε συνηθίσει όμως… Ίσως δεν ήταν επιλογή της να χωθεί βαθιά μέσα σε αυτό και να φτιάξει τη καλυβα της, μα αποδείχθηκε σωτηρία λύση στη νοσηρή της μοίρα. Μια μοίρα που μετά τη μεγάλη καύση του Σάλεμ, ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη για όλους του είδους της. Η υποτιθέμενη Ιερά εξέταση της πολιτείας σε συνδιασμό με τα πολιτικά στελέχη, ενώθηκαν για να καταπολεμήσουν το φαινόμενο αυτό – έτσι το ονόμαζαν, και άρχισε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό έκτοτε.

Έναν αιώνα σχεδόν μετά και αγγίζοντας το 1750, φήμες πως η εκκλησία άρχισε να συνεργάζεται με κάτι απόκοσμο για τη καταστροφή τους, βγήκαν αληθινές.
Η πρώτη επίσημη σφαγή – γιατί ήταν εκατοντάδες οι άλλες , κατοχυρώθηκε στα χαρτιά τέλη του 1789 στη Πενσυλβάνια, όταν ο δήμαρχος εντόπισε κατά την έναρξη του χειμερινού ηλιοστασίου, μια διαμελισμένη γυναίκα να κείτεται στις παρυφές του χωριού.

Τα νέα ταξίδεψαν αρκετά γρήγορα και με τη δημοτική σκηνή να παραδίδει εντελώς τα σκήπτρα στην εκκλησία, η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου. Φήμες για πλάσματα τεράστια που έμοιαζαν με λύκους και κατασπαραζαν δίχως έλεος και οίκτο κάθε γυναίκα και άντρα που ήταν φωτισμένος, δεν άργησαν να εξαπλωθούν.
Αρκετοί δεν πίστεψαν σε αυτά…Ήταν σίγουροι πως η εκκλησία δε θα συνεργαζόταν ποτέ με κάτι τόσο σκοτεινό και πως οι ελάχιστοι που επέζησαν από το πλάσμα αυτό, ήταν υπερβολικοί στις περιγραφές τους. Αυτοί, ήταν και οι πρώτοι που βρέθηκαν σφαγμένοι. Ογδόντα χρόνια μετά , όσοι επέζησαν επικοινωνούσαν σπάνια και πάντα υπό το φως της μέρας τους θερινούς μήνες που ήταν και πιο ασφαλεις. Μέχρι δύο μήνες πριν…

Ήταν τέλη Νοέμβρη όταν εντόπισαν μια γυναίκα με δύο μωρά διαμελισμένη και πεταμένη στα κλαρια ενός δέντρου. Μέρες μετά, και ενώ το φεγγάρι ήταν στη χάση του, ένας ακόμα άντρας βρέθηκε φαγωμενος από «τσακαλια» του δάσους. Όπως τα ονόμασαν…
Οι φόνοι συνεχίστηκαν στις γύρω περιοχές και πλέον κάθε φορά που το φεγγαρι ήταν ολόγιομο, δρούσε σαν απαγορευτικό. Κατά κάποιο τρόπο, τα πλάσματα αυτά απέκτησαν την ικανότητα να σκοτώνουν κάθε ώρα και μέρα απλώς όταν τα φεγγάρια ήταν ψηλά, μπορούσαν να μυρίσουν πιο εύκολα το φωτισμένο. Όχι πως είχαν μείνει και πολλοί…Παρόλα αυτά όσοι έμειναν φροντιζαν να είναι προετοιμασμένοι. Όλοι, εκτός από εκείνη που πίστευε ότι τίποτα δε μπορεί να την αγγίξει πόσο μάλλον ένα πλάσμα τριχωτό, με μεγάλα κοφτερά νύχια και δόντια, όπως το παρουσίαζαν… έτσι πίστευε μέχρι πρότινος. 

Μια βδομάδα πριν και ενώ ήταν ακόμα απόγευμα άρχισε να νιώθει σκιές ανάμεσα από τα δέντρα να τη παρακολουθούν και ένα βράδυ αφεγγαρο που τα σύννεφα είχαν πνίξει τον ουρανό, είδε δύο μάτια κατακόκκινα να τη θωρουν έτοιμα να ορμήσουν… Τούτα τα μάτια ήταν τρομακτικά μα ο πραγματικός τρόμος ήρθε όταν την επόμενη, τα μάτια έγιναν κίτρινα και το πλάσμα τη πήρε στο κυνήγι. Τότε το είδε καθαρα… Ήταν έτσι ακριβώς όπως το παρουσίαζαν και ακόμα πιο τρομακτικό … Εκείνο το βράδυ σώθηκε από τύχη καθώς πρόλαβε να μπει στη καλύβα της την οποία είχε εξαγνίσει. Μα το έβλεπε .. Τη λοιδορούσε μέσα από τα πυκνά δέντρα κάθε βράδυ…

Τα μάγουλα της είχαν ροδισει από τη παγωνιά ενώ τα δάχτυλα μέσα από τα χιλιομπαλωμενα της  παπούτσια είχαν μελανιασει. Μα δεν σταματούσε. Έσφιξε τοανδυα γύρω της κράτησε ακόμα πιο σφιχτά το καλαθάκι και με το κεφάλι να κοιτάει ευθεία το δρόμο, περπατούσε ασταμάτητα.  Έπρεπε πριν τα μεσάνυχτα να φτάσει στη καλύβα και να ασφαλίσει τη περίμετρο. Ήταν σίγουρη σαν ξεκίνησε  πως θα επέστρεφε πίσω πριν τη δύση μα έκανε λάθος.

Λίγο αλάτι, ένα πόδι κόκορα, τρία στάχυα, δυο μαυροβοτανα και το πιο βασικό, μια χούφτα γιασεμί, ήταν όλα όσα ήθελε για να κρατηθεί ζωντανή τη νύχτα της δολοφονίας της. Πόσο περίεργο ήταν άραγε να ξέρει βδομάδες πριν, πως ετουτη η νύχτα , αν δε τη βρει προετοιμασμένη θα τη βρει το λιγότερο σφαγιασμενη.
Ηταν η τελευταία που έμεινε στη πολιτεία. Είχε να μάθει νέα από κάποια γνωστή για τουλάχιστον  δύο  μήνες κι αυτό τη φόβιζε ολοένα και περισσότερο για το μέλλον το οποίο φάνταζε δυσοίωνο.

Το κοντινότερο χωριό απείχε οκτώ χιλιόμετρα και είχε ήδη κουραστεί κατά την επιστροφή . Ήταν όμως το μόνο μέσο για να αποκτήσει κάποια υλικά όπως τα στάχυα εκείνη την εποχή και έπρεπε να πάρει το ρίσκο παρά τις πολικές θερμοκρασίες.

«Όχι…» ψέλλισε βάζοντας ταυτόχρονα τα χέρια της στα χείλη για να σωπάσει. Το κλαράκι που πάτησε έκανε τόσο θόρυβο όσο έπρεπε για να ακουστεί η ηχώ στο δάσος ενώ αμέσως μετά , ακολούθησε ένα ουρλιαχτό  που έμοιαζε με μακάβρια μελωδία. «Δε θα προλάβω!» τρόμαξε σαν κατάλαβε πως το ξύπνησε και άρχισε να τρέχει πανικόβλητη. Δεν είχαν ιδέα πως ακριβώς να το πολεμήσουν αν το έβρισκαν μπροστά τους και ούτε κάποιο ξόρκι είχε γραφεί για την εξόντωση του. Δεν ήξεραν τι ακριβώς το ελκύει ούτε τι το απωθεί. Δεν είχαν καν ιδέα πως ήταν δυνατόν να τους μυρίζει και να τους εντοπίζει όλους.

Παρά το δύσβατο έδαφος, κατάφερε και έφτασε στο μονοπάτι που οδηγούσε στη καλύβα μα πριν περάσει τον αυλόγυρο μια σκιά πέρασε από μπροστά της με ιλιγγιώδη ταχύτητα και της έριξε το καλάθι μαζί με κάθε υλικό.

Το κορμί της κροταλισε αμέσως από φόβο… Το πλάσμα ήταν σχεδόν αόρατο και η ταχύτητα αυτού, μπορούσε να συγκριθεί με του φωτός.
Μη ξέροντας πως να αντιδράσει , έχοντας το φόβο και το πανικό για οδηγό , έπεσε κάτω και σχημάτισε στο χιόνι ένα κύκλο προστασίας μα η σκιά πέρασε ξανά και τον διέλυσε. Θα ορκιζόταν πως την άκουσε να μουγκρίζει γελώντας…
«Σωσε με Νάνα» Η φωνή ίσα που ακούστηκε σαν σηκώθηκε και έτρεξε προς το σπίτι. Ίσως αν ζούσε ακόμα η γιαγιά της η οποία είχε και εκείνη το χάρισμα, όλα να ήταν αλλιώς.

«Αν ενωθούν τα τρία φεγγάρια και η ζωή σου απειληθεί , άνοιξε και αποδεξου το δώρο. Αν το κανεις όμως πριν το ενωμα, κατάρα θα γίνει πάνω σου και οι συνέπειες τρομακτικές…»

θυμήθηκε αξαφνα τα λόγια της μα σαν μπήκε μέσα βρήκε το εσωτερικό της καλύβας σχεδόν κατεστραμμένο. Χωρίς να χάσει χρόνο στάθηκε στο προστατευτικό κύκλο που ήταν χρόνια σχεδιασμένος και άρχισε αμέσως να καλει  «Λόγο στο λόγο , κλειδί στο κλειδί, τη πόρτα για το παρελθόν ζητώ να ανοίξει» κραυγασε απελπισμένα μα πουθενά το φως «Λόγο στο λόγο κλειδί στο κλειδί, τη πόρτα για το παρελθόν ζητώ να ανοίξει!!» είπε πιο δυνατά και με περίσσια πίστη μα πάλι δεν έγινε τίποτα «Ελα Φοίβη , θυμήσου τα λόγια ανάθεμα!» μάλωσε τον εαυτό της όταν ξαφνικά η σκιά πέρασε αστραπιαία από μπροστά της και ένιωσε ένα τσούξιμο χέρι. Την είχε γδάρει σχεδόν στο σημείο που την ακούμπησε γεμίζοντας με αίματα το μπράτσο της. «ΛΟΓΟ ΣΤΟ ΛΟΓΟ, ΚΛΕΙΔΙ ΣΤΟ ΚΛΕΙΔΙ, Η ΠΟΡΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΖΗΤΩ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΝΑ ΜΟΥ ΔΕΙΞΕΙ!» τσιριξε σίγουρη πως ήταν η τελευταία της ευκαιρία και σχεδόν αμέσως τα σανίδια από κάτω της αστραψαν.
Ένας ήχος στριγγλισματος απλώθηκε γύρω της συνοδευόμενος από πυκνή χαμηλή ομίχλη και το μοναδικό παράθυρο που υπήρχε έγινε θρυψαλλα. Το πάτωμα άρχισε να τρίζει ενώ η σκιά ξεκίνησε να ουρλιάζει. «Τελειωνε!» φώναξε δίχως να ξέρει γιατί το φωνάζει όταν αξαφνα το πλάσμα έπαψε να κινείται και πήρε μορφή μπροστά της «Μα τα εκατό φεγγάρια…» αγνός τρόμος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της μονομιάς. Είχαν δίκιο όλοι… τα μάτια του ήταν πελώρια, κίτρινα και εμοιαζαν να στάζουν αίμα… είχε νύχια, τρίχωμα και ήταν σίγουρα δυόμιση μέτρα ψηλό. Μόλις άνοιξε το τεράστιο στόμα του και ύψωσε γύρω της τα χέρια του, μια δίνη εμφανίστηκε στο πάτωμα.

Το πλάσμα γρυλισε και έβγαλε μια απόκοσμη φωνή . Σήκωσε το χέρι , έβγαλε ως το τέρμα τα κοφτερά του νύχια μα λίγο πριν της επιτεθεί σταμάτησε αξαφνα και έμεινε να τη κοιτάζει. Έμοιαζε αναστατωμένο και μπερδεμένο ενώ το βλέμμα του για κάποιο λόγο, ήταν κολλημένο στο σκισμένο της δερμα. Δε προλαβε όμως να αναρωτηθεί τίποτα… η δίνη ξεκίνησε να τη τραβάει προς τα κατω…
«Τι συμβαίνει!» Δεν είχε ιδέα πως λειτουργούν οι χρονοπύλες που συνδέουν μια μάγισσα με το παρελθόν της αλλά έτσι όπως βυθιζόταν προς τα μέσα ένιωθε πως κάτι δεν ήταν σωστό…

Η δίνη την παγίδευε. Έβλεπε προς τα κάτω να απλώνεται ένα σκοτεινό έρεβος και πουθενά μονοπάτια. Η γιαγιά της είπε πως αν βρεθεί σε κίνδυνο, να επικαλεστεί το παρελθόν. Έπειτα θα έχει δέκα λεπτά μαζί της και εκείνη θα της εξηγήσει πώς να προστατευτεί. Μα αυτό σίγουρα δεν εβγαζε στο παρελθόν και σίγουρα δεν έμοιαζε και με τα μονοπάτια από τις περιγραφές….

Το κεφάλι της είχε σχεδόν βυθιστεί προς τα κάτω αφού η μαύρη δίνη ρουφούσε ασταμάτητα όταν αξαφνα, ένα ανθρώπινο χέρι εμφανίστηκε από ψηλά
«Κρατησου!» φώναξε και εκείνη έβαλε τα κλάματα. Όποιος κι αν ήταν αυτός, σίγουρα έδιωξε το τέρας… Δίχως καθυστέρηση και έχοντας σχεδόν βουλιάξει ολόκληρη, έπιασε δυνατά το χέρι του, και εκείνος τη τράβηξε μονομιάς επάνω…

*******

Ρέιστοουν λίμνη, Πενσυλβάνια 
3 αιώνες μετά...

"Αλίνα! Τελείωνε πια! Μόνο εσύ έμεινες!"

"Έρχομαι! Θέλει χρόνο αυτή η ομορφιά!"

"Αν δε φέρεις την ομορφιά σου και τη τσάντα με τις μπάρες δημητριακών στο ξέφωτο, θα μείνεις εκτός σκηνής σήμερα δεσποινίς μου!"

"Έρχομαι σας λέω! Μισό λεπτό γιατί τα κορδόνια μου μπλέχτηκαν σε ένα κούτσουρο!"

Γέλασε και αφήνοντας κάτω τη τσάντα , έριξε ένα βλέφαρο προς το ξέφωτο και έπειτα προσπάθησε να ξεμπερδεψει το κορδόνι της. Χίλιες φορές της είπε η Σάρα να μη βάλει αυτά τα παπούτσια στην εκδρομή μα εκείνη σαν πεισματάρα που ήταν δεν άκουσε κανένα. Ούτε καν τον Όλιβερ που του είχε τρελή αδυναμία και αυτή η εκδρομή θα ήταν ίσως η ευκαιρία τους.

"Άντε!" αναφώνησε ενοχλημένη προσπαθώντας να καταλάβει από πού ακριβώς πιάστηκε το κορδόνι.

"Αλίνα!"

"Έρχομαι! Προσπαθώ μα δε μπορώ να ελευθερώσω το κορδόνι μου!"

Τα παιδιά είχαν στήσει τη σκηνή περίπου πενήντα μακριά δίπλα ακριβώς στη λίμνη. Το φθινοπωρινό τοπίο ολόγυρα τους, ήταν μαγικό και ενώ αρχικά είχαν πάρει την απόφαση να στήσουν τις σκηνές στο δάσος, μετέπειτα θεώρησαν πιο φρόνιμο να είναι κοντα στο νερό.
Τελευταίο έτος και η παρέα είχε απλά τρελαθεί. Όχι πως θα κανόνιζαν μια τέτοια εκδρομή αν η Σάρα δε τα έμπλεκε με το κολλητό του Όλιβερ μα να που τελικά, ίσως τους έβγαινε σε καλό. Τα μάτια του δε πήρε από πάνω της καθόλη τη διαδρομή. Δεν θα έλεγε κανείς πως ήταν αξιόπιστος γενικά μα τους τελευταίους μήνες είχε αλλάξει συμπεριφορά και έδειχνε πιο σοβαρός.

"Αλίνα;" τον είδε να βγαίνει απ' το ξέφωτο και ανασκουμπωθηκε

"Εμ, Όλιβερ... Συγνώμη που αργώ μα δε βλέπω να γίνεται δουλειά. Θα το κόψω..." έβγαλε ένα μαχαιράκι μα εκείνος έσκυψε αμέσως μπροστά της

"Όχι όχι! Περίμενε!" έπιασε την άκρη από το κορδόνι, πάλεψε λίγο με το ξεραμένο ξύλο και ύστερα από ένα δυνατό τράβηγμα το έβγαλε. "ΧΑ! Όχι που θα περνούσε το δικό σου ατιμε!" μονολογησε προς το κορμο του δέντρου και η Αλίνα του χαμογέλασε ντροπαλά

"Ευχαριστώ πολύ..."

"Για αυτό είναι οι άντρες!" Απάντησε χιουμοριστικά δείχνοντας τα μπράτσα του "Πάμε; Ο Τόμας έχει ήδη στήσει και τη δική μας σκηνή!"

"Δική μας;" κομπιασε χάνοντας το χρώμα της

"Ε ναι... Βλέπεις θέλει να είναι μαζί με τη Σάρα και δεν το ήξερα ούτε εγώ... Αν σε πειράζει θα τη βγάλω στον υπνοσακο..."

"Όχι όχι προς Θεού..."

"Μην ανησυχείς! Θα είμαι κύριος! Θα βάλουμε και μαξιλάρια ανάμεσα μας εντάξει;" τη διαβεβαίωσε και της άπλωσε το χέρι "Πάμε; Πρέπει να ανάψουμε και φωτιά πριν μας πάρει η νύχτα και η Σάρα αν δε της πας τις μπάρες θα μας φάει!" σχολίασε στο τέλος γελαστός και εκείνη κράτησε το χέρι του και βγήκαν μαζί από το ξέφωτο. 

Μέσα στις επόμενες  ώρες όλα ήταν όχι μόνο έτοιμα αλλά καλύτερα και από ότι πίστευαν...
Δεν είχε τόση υγρασία όση θα άρμοζε σε ένα μέρος σαν εκείνο και η φωτιά κρατιόταν πολύ εύκολα. Είχαν μαζέψει προμήθειες για το βράδυ, τα αγόρια έπιασαν και λίγα ψάρια έτσι για το κέφι ενώ τα κορίτσια κατάφεραν και δημιούργησαν με λίγους κενούς κορμούς, καθίσματα για να κάθονται γύρω από τη φωτιά.

"Σας πειράζει;" Η Σάρα κοίταξε την Αλίνα και χαμογέλασε διακριτικά δείχνοντας τη σκηνή αλλά και την ώρα

"Μα φυσικά και όχι... Κοντεύει μεσάνυχτα. Και εγώ κοιμάμαι όρθια! Έχουμε εξάλλου μέρες μπροστά μας!" Τη καθησύχασε

"Θέλεις να πας πρώτη;" ρώτησε ο Όλιβερ μόλις σηκώθηκαν η Σάρα με το Τόμας

"Να πάω που;"

"Εμ.. Τουαλέτα... Εννοώ,... Αν θέλεις να περιμένω κάπου , αν φοβάσαι..." Η Αλίνα γέλασε κατακόκκινη. Ακόμα και να φοβόταν που δε το έκανε, δε θα του έλεγε σε καμία περίπτωση να κρατήσει το φαναρι.

"Είμαι μια χαρά. Μπορείς να πας ελεύθερα"

"Σίγουρα;"

"Ναι ναι! Θα ρίξω λίγα ακόμη ξύλα κι αν θελήσω θα πάω από την άλλη κατεύθυνση με το φακό. Ψυχή δεν ακούστηκε στο δάσος άσε που δεν υπάρχει ούτε αγριάδα τόσο χαμηλά"

"Πάλι καλά γιατί έχω ένα θέμα με αυτά..."

"Μη φοβάσαι Όλιβερ. Η Σάρα δέκα μέρες μελετούσε το κατάλληλο σημείο!"

"Εντάξει λοιπόν! Ας ελπίσουμε η Σάρα να μη μας οδήγησε σε τίποτα τσακάλια και αρκούδες!"

Πήρε το φακο του, της έριξε μια χαμογελαστή ματιά και έφυγε.
Η Αλίνα άρχισε να ρίχνει  λίγα ξύλα ακόμα στη φωτιά  έτσι ώστε να κρατηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο  ζωντανή και έπειτα κοίταξε τη σκηνή. Ένιωσε τεράστιο άγχος...

"Γαμωτο..." Ψέλλισε σαν αντιλήφθηκε πως ρίξε ρίξε, έβαλε μέσα σχεδόν ότι ξυλαράκι είχαν για προσάναμμα και για να κρατήσει η φλόγα.  Υποτίθεται θα τα έβαζαν σιγά σιγά αυτά "Τώρα τι να σου πω μωρέ!" Μάλωσε τον εαυτό της ενώ η φωτιά ειχε θεριεψει "Αυτη μέχρι αύριο θα καίει μόνη της..." σχολίασε και σηκώθηκε να μαζέψει λίγα ακόμα. Άναψε το φακό, φώτισε λιγάκι τριγύρω και αρπάζοντας τη σακουλιτσα που είχε τα ξύλα, κίνησε αριστερά έτσι ώστε να μην έχει κάποια ατυχή συνάντηση με τον Όλιβερ.

Με το βλέμμα συνεχώς να κοιτάζει προς τα πίσω για να μην απομακρυνθεί φώτιζε προς τα κάτω και άρχισε να μαζεύει όσα ξύλα ήταν στεγνά και φρεσκοπεσμενα. Αν ήταν πίσσα σκοτάδι δε θα πήγαινε σε καμία περίπτωση μόνη της μα το φεγγάρι ήταν τόσο φωτεινό που ακόμα και ο φακός περίσσευε.

"Νομίζω και αυτό ... Ίσως και αυτό , και τέλος!" κοίταξε περήφανα τη τσάντα. Ήταν σχεδόν γεμάτη. Μάζεψε περισσότερα ξυλαράκια και από όσα είχαν πάρει νωρίτερα. "Τι διάολο ..." γύρισε προς τα πίσω μα το φως της φωτιάς είχε εξαφανιστεί. "Πες μου ότι περπάτησα η ηλίθια τόσο μέσα!" στη σκέψη να μην έδωσε σημασία και να χώθηκε βαθιά στο δάσος την επιασε ρίγος "Όλα καλα Αλίνα. Όλα καλά... Πάνε σιγά σιγά όπως ήρθαμε προς τα πίσω μέχρι να φανεί η..." έπαψε να μιλά βλέποντας κάτι κλαριά να κινούνται γρήγορα λίγα μέτρα μακριά της. Αέρας δεν υπήρχε και η καρδιά της χτύπησε δυνατά μονομιάς . Έστρεψε το φακό προς το σημείο μα δεν είδε τίποτα. Ύστερα ένα κρατς από πίσω σημάδι πως έσπασε κάποιο κλαδί της τράβηξε τη προσοχή και γύρισε απότομα φωτίζοντας το χώρο "Ποιος είναι εκεί;!" ρώτησε κάπως δυνατά μα όπως ήταν φυσικό δε πήρε απάντηση. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, το πόδι της πιάστηκε σε ένα κλαδί και έτσι όπως προσπάθησε να τρέξει, έπεσε και σκίστηκε το γόνατο της.
"Ψυχραιμία..." ψέλλισε φοβισμένη "Λίγο αίμα είναι , θα περάσει αύριο..." Κράτησε τον εαυτό της μα μόλις ένιωσε κάτι να περπατά στο λαιμό της, πέταξε κάτω τη σακούλα και άρχισε να χτυπιέται πανικόβλητη ανοίγοντας παραπάνω τη πληγή.
"Όχι!" σαν άκουσε τον ήχο από το μενταγιόν της που έπεσε κάτω , της γύρισε το μάτι μα όχι από φόβο αλλά από νεύρα "Άι στο καλό, με το δάσος και τους φόβους και τα έντομα και τα ζώα και όλα!" είπε δυνατά ξεχνώντας κάθε της φόβο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα φώτισε για να βρει το μενταγιόν. Ήταν δώρο από τη μάνα της και της το είχε φορέσει από τη γέννα.. Αν πάθαινε κάτι το μενταγιόν αυτό, θα τα έβαζε ακόμα και με αρκούδες. Ήταν το μόνο που της έμεινε άλλωστε αφού λίγο καιρό μετά τη γέννα, η μητέρα της άφησε τη τελευταία της πνοή... Τη βρήκαν δολοφονημένη σε ένα σοκακι κοντά στο σπίτι τους...
"Μα πού είναι! Α... Εδώ είναι δόξα το θεό!" Η αλυσίδα γυαλισε υπό το φως του φακού και με μια κίνηση τη πήρε και στηριζόμενη στο κορμο, σηκώθηκε όρθια.. "Ωραία ... Τώρα αυτό κόπηκε η απλώς βγήκε το κουμπ...Ποιος είναι εκεί;!" ένα μούγκρισμα πίσω από τους θάμνους αυτή τη φορά συνοδευόμενο με ένα γρήγορο τρέξιμο, της ανάγκασαν να γυρίσει μονομιάς. Σίγουρα δεν ήταν η φαντασία της. "Ποιος είναι εκεί!!" Τσιριξε βλέποντας κάτι γρήγορο να περνάει βιαστικά και να αγγίζει τη πλάτη της ενώ έτσι όπως στεκόταν , αισθάνθηκε αξαφνα κάτι ζεστό πίσω της... Έμοιαζε με αέρα που σκάει στη πλάτη της. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. Η σκέψη να γυρίσει και να χτυπήσει αυτόν που ήταν πίσω της με το φακό, ήρθε και έφυγε σαν άκουσε ένα γρυλισμα. Ήταν σίγουρα ζώο...
Κρατώντας σφιχτά το μενταγιόν, άρχισε να γυρίζει με κομμένη την ανάσα προς τα πίσω μα σαν αντίκρυσε το πλασμα , η καρδιά της έπαψε να χτυπά. Άνοιξε τα χείλη να ουρλιάξει για βοήθεια μα φωνή δεν έβγαινε...
Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και εκείνο ήταν πελώριο... Ήταν κατάμαυρο... Έμοιαζε με τεράστιο λύκο. Τα δόντια του ήταν όσο ένα της δάχτυλο μεγάλα και μυτερά ενώ θα ορκιζόταν πως στεκόταν στα δύο του πόδια...

"Θεουλη μου καλέ..." της ξέφυγε πισωπατωντας κι εκείνο γρυλισε μόλις απομακρύνθηκε ένα μέτρο . Δεν είχε ιδέα αν έπρεπε να γυρίσει και να τρέξει. Στον οδηγό έλεγε πως αν δούμε κάποιο άγριο θηρίο, δε γυρίζουμε ποτέ τη πλάτη μας να τρέξουμε. Όχι πως θα μπορούσε και να τρέξει. Η πληγή στο πόδι της ήταν τελικά πιο βαθιά από όσο νομιζε και το αντιλήφθηκε στα πρώτα της κι όλας βήματα. Σκέφτηκε να σβήσει το φακό μα τον είχε στρεψει απευθείας στο πρόσωπο του για να σιγουρευτεί πως ήταν ακόμα στην ίδια απόσταση.
Αυτό το πράγμα σίγουρα δεν έμοιαζε με λύκο. Ήταν τριπλάσιο από αυτό...

Έκανε ένα βήμα ακόμα ώσπου το κορμί της ακούμπησε κόντρα σε ένα δέντρο. Μόλις ακινητοποιήθηκε, το πλάσμα χάθηκε από το οπτικό της πεδίο.
Άρχισε να φωτίζει σαν τρελή πέρα δώθε μα το μόνο που έβλεπε ήταν φύλλα και κλαδιά να κουνιούνται μανιακά.

Άθελά της έβαλε τα κλάματα.
Δεν είχε επιλογή τελικά. Η θα καθόταν εκεί και θα γινόταν γεύμα για αυτή την αρκούδα όπως πίστεψέ πως ήταν η θα το έπαιρνε απόφαση και θα έτρεχε δυνατά προς τις σκηνές τους, παρά το φόβο. Φώτισε στα γρήγορα άλλη μια φορά, κούνησε λίγο το πόδι της πέρα δώθε και κρατώντας σφιχτά το μενταγιόν της γύρισε για να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε

"Ει!!" μια ανδρική φωνή και δύο χέρια τυλίχθηκαν γύρω της κι εκείνη άρχισε να τσιριζει έντρομη
"Ηρέμησε κοπέλα μου!! Δε θα σε φάω! Πεζοπόρος είμαι!" τη κούνησε λιγάκι και εκείνη πάνω στην ένταση γύρισε και κοίταξε πίσω της

"Υπαρχει ένα τέρας εκεί! Μια αρκούδα! Γρήγορα!"

"Ηρέμησε!" επέμεινε ο άντρας
"Κι εγώ είδα κάτι... Άναψα μια δάδα και το έδιωξα. Είχα και ένα όπλο, του έριξα μια φορά... Ήταν εκεί..." είπε δείχνοντας τους θάμνους που κουνιοντουσαν νωρίτερα "Νομίζω έφυγε! Ηρέμησε... Είσαι χτυπημένη..."
Η Αλίνα ήταν τόσο φοβισμένη και τρομαγμένη που δεν έδωσε παραπάνω βάση στα λεγόμενα του. Κράτησε το γεγονός πως το πλάσμα έφυγε και υπήρχε ακόμα ένας άνθρωπος εκεί γύρω.
"Έλα να σε πάω πίσω. Μένεις σε κάποιο κάμπινγκ εδώ κοντά; Χάθηκες;"

"Εμ... Όχι... Ήρθαμε με κάτι φίλους... Έχουμε τις σκηνές μας εδώ... αουτς!" εσκουξε αφού σαν άρχισαν να περπατούν, το πόδι της, λύγισε

"Περίμενε!" ο άντρας έκανε έναν ελιγμό και τη σήκωσε αμέσως στα χέρια

"Δε πειράζει δεν είναι ανάγκη είμαι..."

"Είσαι χτυπημένη... Δεν υπάρχει πρόβλημα. Η αδερφή μου είναι εκατό κιλά..!" αστειευτηκε και σαν ξεκίνησαν να περπατούν και βγήκαν σε ένα άνοιγμα η Αλίνα παρατήρησε τα ρούχα του. Σίγουρα δεν έμοιαζαν με πεζοπόρου...

"Νομίζω μπορώ από δω και πέρα..." είπε σιγανα και εκείνος κοντοσταθηκε και τη κατέβασε. Πλέον ήταν σε θέση να δει καθαρά τα χαρακτηριστικά του. Ήταν πανέμορφος... Μάτια γαλανά ... Μπράτσα στιβαρά, όμορφο γλυκό αλλά συνάμα αρρενωπό πρόσωπο. Δε θύμιζε σε τίποτα τα "παιδάκια" της σχολής. Προς στιγμήν κοκκινησε ντροπιασμένη που τη κουβαλούσε τόσα μέτρα και ξέχασε ακόμα και την ενδυμασία του και όλα.

"Άλαν..." συστήθηκε τείνοντας το χέρι του

"Αλίνα..." ανταπέδωσε ήρεμη "Ευχαριστώ πολύ... "

"Δε τίθεται θέμα. Ειναι λογικό να φοβηθεί μια γυναίκα μόνη της στο δάσος... Ίσως η αρκούδα μύρισε φαγητό..."

"Αρκούδα ήταν αυτό;"

"Νομίζω ναι... Δεν ήταν από τις προστατευόμενες. Πρέπει να κατέβηκε από ψηλά λόγω εποχής. Μην ανησυχείς. Απλώς μυρίζουν το φόβο..."

"Υποτίθεται ψάξαμε καλά το μέρος... Δε πειράζει. Αν δεν ήσουν εσύ ίσως ήμουν ακόμα εκεί" του απάντησε κάπως ντροπαλά

"Ο κατάλληλος άνθρωπος λοιπόν, τη κατάλληλη στιγμή!" αστειευτηκε κοιτώντας τη κατάματα και έτσι όπως κοιτούσε τα μάτια της, κατέβασε το βλέμμα απευθείας στη πληγή της "Πρέπει να επιστρέψεις... Αιμορραγείς... Μη ξεχνάς πως τα... Τα θηρία έλκονται από το αίμα και το δικό σου είναι μάλλον γλυκό..." γέλασε στο τελείωμα και εκείνη κοκκινησε "Να σε συνοδεύσω;"

"Όχι όχι... Να!" εκεί στο φως είμαστε... Χίλια ευχαριστώ και πάλι..."

"Εις το επανιδείν λοιπόν..." της έκανε ένα νεύμα και χαρίζοντας της ένα άκρως γοητευτικό χαμόγελο , γύρισε τη πλάτη του και έφυγε.

"Αν είναι να έχω τέτοιους σωτήρες, να χάνομαι καθε μέρα..." μονολογησε ξεχνώντας σχεδόν και το φόβο αλλα και το τρόμο και πιάνοντας το μενταγιόν της , κοίταξε το κούμπωμα. Ευτυχώς δεν είχε χαλάσει... Το φόρεσε και ύστερα εριξε ακόμα ένα βλέμμα προς τη κατεύθυνση που πήγε ο άντρας. Τίποτα... Επικρατούσε ησυχία. Ούτε καν τα βήματα του άκουγε πια...
Αναστεναξε βαθιά, και με βήματα σιγανα επέστρεψε πίσω...
Σίγουρα θα είχε μια καλή ιστορία να διηγηθεί την επόμενη...

******

"Κάνε ότι θες! Άφησες το Γέιλ και βρέθηκες χιλιόμετρα μακριά για να διδάξεις σε ένα πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια;" Ήταν έξαλλος και φαινόταν στη φωνή του. Για αυτό επέλεξε άλλωστε να τον ενημερώσει τηλεφωνικά

"Ακριβώς αδερφέ! Εδώ με... Τράβηξε!"

"Άλαν συνελθε! Κανόνισε να έχει συμβεί κάτι και να μου το κρύβεις!"

"Σαν τι να κρύβω μωρέ Λόγκαν;"

"Σαν το γεγονός που σε ανάγκασε να αφήσεις εκείνη τη θέση για μια κάπου κατώτερα ίσως;" αναρωτήθηκε προς εκείνον

"Δεν είναι όλοι οι Μπλέικ επιτυχημένοι επιχειρηματίες!" Τον ειρωνεύτηκε

"Άλαν; Ξεχνάς κάποια πράγματα νομίζω..."

"Τίποτα δε ξεχνάω! Θα δείξει εντάξει;"

"Πες το έτσι! Γιατί δε μιλάς καθαρά από την αρχή;"

"Νομίζω τη γνώρισα..."

"Ποια γνώρισες;"

"Έλα μωρέ Λόγκαν μη ξεκινάς τα ίδια! Το ότι εσύ δε πιστεύεις σε αυτό, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει! Μερικοί το βιώνουμε νωρίς άλλοι σαν εσένα αργά κι αν συνεχίσεις να πηδάς τη μια και την άλλη, ίσως και πότε!"

"Κάθε βδομάδα το νιώθεις και θέλεις να σε πάρω στα σοβαρά;"

"Αυτή είναι η μία..."

"Πρόσεχε μόνο μη τη δαγκώσεις!" αστειευτηκε και ο Άλαν ξεφυσησε

"Δε θα το σχολιάσω... Τέλος πάντων... Όταν λέω είναι η μία το εννοώ... Μύριζε..."

"Μύριζε; Τι είναι ρε σκύλος;"

"Δε θα σχολιάσω το μαύρο σου χιούμορ!"

"Κανόνισε μόνο να έχει μαύρη γούνα να μη βγάλετε διχρωμία!"

"Λόγκαν! Δεν..."

"Δεν;"

Ο Άλαν ξεροβηξε και κοίταξε το ακουστικό

"Τίποτα..."

"Μίλα γιατί ξέρεις καλά πως αν θέλω σε μισή είμαι εκεί και θα ακυρώσω τα πάντα..."

"Δεν είναι σαν εμάς Λόγκαν... Είναι... Είναι άνθρωπος..." είπε και το αμέσως επόμενο πράμα που εισέπραξε ήταν το κλείσιμο του τηλεφώνου στα μούτρα...

"Μη με πίστευεις!" φώναξε θυμωμένα στο νεκρό ακουστικό και το έκλεισε δυνατά "Αυτή είναι... Η δική μου... Η μία και μοναδική... Και ανάθεμα δε με νοιάζει τι είναι! Είναι δικιά μου! Μόνο δικιά μου!"  γρυλισε και αμέσως τα μάτια του κοκκίνισαν...

❤️❤️❤️❤️❤️


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top