Κεφάλαιο 57°
Παπά μου... Ξομολόγα με αμάρτησα...
Έκανα μαύρες σκέψεις...
Ήθελα να βγάλω το μαχαίρι και να σκοτώσω τη μάνα μου.
Σήμερα έμαθα αλήθειες μα και ψέματα παπά μου. Δεν αντέχω. Πως θα αντικρύσω τη Χαρούλα μου και θα της πω ότι πρέπει να ξεχάσει την αγάπη της; Είναι η μόνη που δεν πείραξε ούτε μύγα. Πως θα της πω ότι απαγορεύεται να αγαπάει με τέτοιο τρόπο το ίδιο της το αίμα;
Και η μάνα μου; Τούτο το θηλυκό αγάπησε το Στρατή και σκότωσε τη Καλλιόπη. Είναι πολλά παπά μου. Δεν αντέχω. Τούτο το βάρος ήρθε και έκατσε πάνω μου σαν το Ψηλορείτη. Δε βασταω να το σηκώσω.
Βεντέτα δεν υπήρχε και όλα θα μπορούσαν να πάψουν να κανείς δε το σταμάτησε ...
Εκείνη θέλησε να προστατέψει την αγάπη της και γέννησε μόνο μίσος...
Ίσως πέρασε δύσκολα αλλά δικαιολογία δεν έχει. Μου είπε πως την έδειραν για τις επιλογές της.
Πως θα αντικρύσω τη κυρά μου και να της πως ότι είμαι σπόρος μιας φόνισσας; Ναι. Είναι φονιάς. Τούτα εδώ τα χέρια δεν είναι χέρια απλού αγρότη. Βάφτηκαν με αίμα. Μα δε σκότωσα κανένα αθώο. Όλοι είχαν κρίματα και ψυχές στο λαιμό τους.
Βόηθα με παπά Μανώλη. Βόηθα με...
Μέχρι και το νιοτερο κοπέλι μου, το Μιχαλιό έστειλα στα Χανιά για να μην είναι παρόν σε τούτη τη φορτούνα. Τον διέταξα να μείνει εκεί μέχρι να γίνει ο γάμος. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω για να προστατεύσω το μικρό μου. Δεν αντέχω παπά μου...
Ήντα λες αγόρι μου ...
Ξέχνα το εξομολογητηριο. Δεν μπορώ να ακούω χωρίς να μιλώ...
Τι πράματα είναι τούτα; Ποια αγάπη;
Ποιο αίμα;
Ορέστη μου σε αγαπάω σα να 'σαι γιος μου. Τι έμαθες αγόρι μου; Πες τα μου ένα ένα και εγώ θα βγάλω τούτο το βάρος από τους ώμους σου...
Καθισμένος παρέα με ένα ποτήρι τσικουδιά αναλογιζοταν όσα του πε ο παπά Μανώλης. Τόσα ψέματα και μυστικά. Τόσες επιτηδευμένες αλήθειες. Το φαγητό που θέλανε να μαγειρέψουν ήταν ιδανικό αλλά όχι αληθινό. Είχε γεύση από εκείνα τα πλαστικά. Το έβλεπες και έδειχνε νόστιμο μα ήταν απλά μια πλάνη...
"Η Μάρθα ήταν στείρα αγόρι μου...
Άκου με.. ξέρω το Στρατή από παιδί.
Σαν πέθανε εκείνη δεν το άντεξε. Μα σερνικά δεν του είχαν μείνει. Ο Αντώνης τον πίεζε για διάδοχο . Βλέπεις... Η Μάρθα πέθανε στα ξαφνικά. Τον αγάπησε πολύ όμως το Στρατή. Σαν παντρεύτηκε το πατέρα σου η Άννα, έστειλε τελεσίδικο στο Στρατή να μη πατήσει πόδι ξανά στο χωριό. Και το έστειλε με τη ξαδέρφη της... Τότε τον γνώρισε η Μάρθα... Νύχτα και μέρα έπειτα παρακαλούσε τη μάνα σου να την αφήσει να προσπαθήσει για την αγάπη της μα εκείνη τα θελε όλα δικά της.
Λεφτά; Ποιος είπε πως δεν είχανε λεφτά; Ίσως να ήταν δύσκολα, μα όλοι στην ίδια μοίρα ήμασταν...
Ο παππούς σου αγόρι μου, ήταν ο πρώτος που δεν ήθελε εκείνο το γάμο. Φοβόταν τη βεντέτα. Πίστευε πως το κοριτσάκι του θα βρεθεί στη μέση μιας μάχης και δε θα το αντεχε αν πάθαινε κάτι κακό..
Ναι... Ίσως τη χτύπησε. Αλλά όχι έτσι.
Ήθελε να της βάλει μυαλό . Η ζώνη δυστυχώς εκείνη την εποχή ήταν ένα βίαιο μέσο και δε το δικαιολογώ. Μα δε το έκανε για να μη κλεφτει με το Στρατή. Το έκανε γιατί έβλεπε πως το χρήμα και η δύναμη τη διέφθειραν. Το έκανε γιατί έβλεπε πως προσπαθούσε να πείσει το Στρατή να αναλάβει τα κτήματα αλλά και την ίδια στιγμή φλέρταρε με το Κωστή. Σαν να περίμενε ποιος από τους δύο θα υπερισχύσει για να διαλέξει πλευρά...
Συγχωρα με αν σου ματώνω τη καρδιά...
Για τη Καλλιόπη δεν το ήξερα...
Μου μαυρισες τη ψυχή..
Δε πίστευα πως θα ήταν ικανή. Ούτε πίστευα ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ημερολόγιο; Ανάθεμα δε μπορούσα να το βρω εγώ; Τώρα όλα θα είχαν τελειώσει... "
"Παπά Μανώλη; όλα αυτά είναι... "
"Είναι πολλά... το ξέρω. Μα δεν πίστευα ποτέ πως θα ήταν ικανή να πει τόσα ψέματα... Ανάθεμα δεν ξέρω γιατί έχει τέτοιο μισος. Ήταν η δύναμη; Τόσο πια; Δεν ξέρω... Ίσως κι εγώ να κάμω λάθος σε κάποια πράγματα αλλά εγώ ξέρω την ιστορία. Έτσι μου εξολομολογηθηκε ο παππούς σου πριν πεθάνει. Εγώ του έκλεισα τα μάτια γιε μου... Και του νεκρού ο λόγος, δε νομίζω να είναι ψεύτικος...ίσως τελικά να είναι πολύ απλά τα πράγματα. Τόσο απλά που δεν τα σκεφτήκαμε γιατί πιστεύαμε πως θέλοντας και μη πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο από πίσω... Μα... Μα ίσως απλά να ήταν μια διεφθαρμένη γυναίκα διψασμένη για δύναμη εκείνη την εποχή και τίποτα παραπάνω. Απλό; Ναι. Αλλά όχι απίθανο. Εύχομαι μόνο να μην ήταν εκείνη που δηλητηρίασε τη Μάρθα... Ξέρεις γιε μου... Εκείνη την εποχή όντως ο Στρατής κατέβηκε και την έκλεψε. Μα είχαν ήδη αρχίσει να έχουν μια οικειότητα μεταξύ τους. Η Μάρθα ηταν καλός άνθρωπος. Και του είχε πει του Στρατή πως δε μπορούσε να κάνει παιδιά. Αλλά εκείνος κατάφερε και την αγάπησε.. Είχε φάει κάτι όταν τη βρήκαν νεκρή και τότε είπαν πως απλά δηλητηριάστηκε. Εύχομαι να ήταν έτσι..."
"Σαν όλα πια περάσουν, θα κινήσω μονάχος για το Στρατή παπά. Θέλω να ανοίξω πια κάθε χαρτί. Θέλω να βρω την αλήθεια. Όσο για εκείνη, ένιωσα πως μου λέει ψέματα... Καθόταν και έκλαιγε με τη πλάτη γυρισμένη μα ένιωθα πως με στραβοκοιτα να δει τις αντιδράσεις μου. Και εκτός αυτού... Με κατηγόρησε για το θάνατο εκείνου άντρα.. δε το βασταξα. Στο ορκίζομαι δε τον πείραξα..."
"Το ξέρω γιε μου... Θέλει να σε χειραγωγήσει η μάνα σου. Μέσα από τη λύπη , από τη συμπόνια που ξέρει ότι κρύβεις... Θέλει να διαφυλάξει το τομάρι της. Γι αυτό και προσπάθησε να δει την αντίδραση σου λέγοντας σου πως έπραξες αθώο φονικό..."
"Τι εννοείς; Ξέρεις;"
"Παπάς είμαι ωρέ! Μα πήρα όρκο να μη μιλάω για την εξομολόγηση... Έτσι που γίναμε όμως, θα πάω στη κόλαση... "
"Ξέρεις ποιος τον σκότωσε έτσι; Μιλα παπά μου! Μίλα για δε βασταω να μου λογιζουν τέτοιο βάρος.."
"Κάποιοι άνθρωποι γιε μου, αγαπούν πιο πάνω από το αίμα... Δε λογαριάζουν τίποτα αν νιώσουν απειλή. Ίσως μερικές φορές κάνουν πράγματα που δε τα ήθελαν... Από τη πίστη... Την αφοσίωση και τη βαθιά αληθινή αγάπη που έχουν στο κύρη ή τη κυρά τους..."
"Πάψε παπά..."
"Γιατί; Κατάλαβες έτσι;"
"Πράμα μη πεις άλλο. Πες πως δεν εμιλησες και τον όρκο σου δεν πάτησες..."
Ο Ορέστης ετριψε ελαφρά τους κροτάφους του και τότε είδε το Λευτέρη να φτάνει στο αρχοντικό. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος... Ήταν λίγο μικρότερος σε ηλικία από τους άλλους. Λίγο παρορμητικός μερικές φορές μα ο λόγος του Ορέστη ήταν νόμος. Από τότε που ήταν παιδιά και οι δύο τον ακολουθούσε παντού. Στα χωράφια , στο οινοποιείο. Ήταν ένα ορφανό που το μάζεψαν εκείνη την εποχή... Και έκτοτε δεν έφυγε λεπτό από το πλάι τους.
"Συγχωρα με που άφησα το πατρικό και κίνησα για να σε βρω... " Ξεκίνησε να λέει "Μα έπρεπε να μάθω από το Στυλιανό τα ευχάριστα;" Ο Ορέστης σηκώθηκε και ο Λευτέρης πήγε πιο κοντά "Έλα να σε κάμω μια αγκαλιά... Άλλο δεν έχω σε τούτο το κόσμο να μου δώσει χαμόγελο στα χείλη..."
Ο Λευτέρης τον αγκάλιασε και ύστερα δακρυσε.
"Έχω κρίματα στο λαιμό μου... Ίσως δεν είμαι τίποτα άλλο από ένας υπηρέτης, ένα δουλικό, μα... Μα να ξερες πόση περηφάνια νιώθω. Σαν να έχω έναν αδελφό και τον βλέπω επιτέλους ευτυχισμένο...Και εσύ, δεν γινηκες μόνο αδερφός κύρη μου. Μα μάνα και πατέρας...Την ευχή μου να έχετε. Κι εγώ εδώ... Εδώ θα μείνω να κάνω τις δουλειές μας. Δεν έχω άλλου να πάω ..."
Ο Ορέστης αναστεναξε.
"Πέντε αδέλφια έχω Λευτέρη μου... πέντε...." Αρκέστηκε να πει, και έπειτα τον αγκάλιασε αντρικια. "Όλοι έχουμε κρίματα... Γι αυτό υπάρχει ο θεός. Για να συγχωρεί..."
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top