Κεφάλαιο 43°
Καθόταν στο γραφείο του πατέρα του τακτοποιώντας κάτι έγγραφα για τα μηχανήματα και τα κρασιά όταν άκουσε τη πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και έπειτα να κλείνει δυνατά . Σηκώθηκε περίεργος και βγαίνοντας είδε τη μάνα του να τρέχει γρήγορα προς το δωμάτιο. Χωρίς να κάνει ιδιαίτερη φασαρία , την ακολούθησε. Έφτασε έξω από το δωμάτιο της, χτύπησε μια φορά και έπειτα μπήκε.
"Γιατί τρέχεις έτσι;" αποκρίθηκε κι εκείνη του γύρισε τη πλάτη. "Μάνα κάτι σε ρώτησα!"
"Τίποτα. Δεν πρόσεξα το σκαλοπάτι στο φούρνο , έπεσα και έπεσαν και τα ψωμιά...και..." Η Άννα άρχισε να κλαίει στα βουβα κι εκείνος κάνοντας ένα βήμα, την έπιασε και τη γύρισε.
"Ήντα είναι αυτά; Αίματα είναι στα χείλη σου;!" έβαλε ολάκερη τη παλάμη του στο πρόσωπο της και το κοίταξε καλά καλά. "Ποιος σε χτύπησε; Λέγε!!!" Της φώναξε
"Κανείς. Κανένας δε με χτύπησε αλήθεια λέω. Έπεσα πάνω στη πόρτα... Δεν έβλεπα καλά και..."
"Μάνα θα ρωτήσω μια φορά ακόμα και έπειτα δε θέλεις να με δεις νευριασμένο. Ποιος σε χτύπησε!"
"Κανένας!!!"ούρλιαξε βγάζοντας μια δυνατή φωνή και ο Ορέστης έχασε την υπομονή του.
"Τρίτη και τελευταία...." Της είπε έχοντας εκείνη την ανατριχιαστική ηρεμία που είχε και η Αρετή λίγο πριν τη χτυπήσει και η Άννα έκανε ένα βήμα πίσω .
"Πήγα να δω τον πατέρα σου και ήταν κι αυτή εκεί. Πράμα δεν έκανα μα..." ξεκίνησε να λέει ώσπου η παραμάνα έτρεξε στο δωμάτιο δίχως να ενημερώσει.
"Συγγνώμη κύριε Ορέστη, κυρία Άννα... Ήρθαν επισκέψεις!!!" Τους ανακοίνωσε περιχαρής μα σαν είδε τη κατάσταση της Άννας, χαμήλωσε το κεφάλι
"Ποιος ήρθε; Δεν περιμένουμε κανένα" πήρε το λόγο Ορέστης
"Κατέβα κάτω ρε, για θα ανέβω εγώ και θα δεις μονάχος! Ρωτάς κι όλας!" Ακούστηκε μια φωνή από κάτω
"Ο Γιώργης!!!" εσκουξε η Άννα σαν τον άκουσε και σκούπισε αμέσως τα μάτια της. Ήταν το μοναχοπαίδι της αδερφής της η οποία δε ζούσε πια. Ξάδερφος του Ορέστη και μάλιστα ήταν σαν αδέρφια από παιδιά. Μαζί μεγάλωσαν ώσπου ο Γιώργης έφυγε στο στρατό και αποφάσισε να μείνει μόνιμα. Ερχόταν κατά διαστήματα φυσικά στο χωριό μα πέρασαν τουλάχιστον 3 χρόνια από τη τελευταία φορά. Ήταν στρατιωτικός γιατρός , και μάλιστα από τους καλύτερους στο Ρέθυμνο.
Ο Ορέστης έκανε ένα νόημα στη παραμάνα και έπειτα μόλις εκείνη έφυγε κοίταξε τη μάνα του που έλαμπε ολόκληρη από τη χαρά της. "Εμείς θα τα πούμε μετά. Πλύνε το πρόσωπο σου, και κατέβα κάτω" είπε και εκείνη έμεινε να κουνάει το κεφάλι της χαρούμενη. Τον λάτρευε το Γιώργη. Ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμα μωρό , ενώ η αδερφή της όταν εκείνος ήταν μόλις 7. Σαν παιδί της μεγάλωσε κι αυτός μέσα στο σπίτι. Ήταν ελαφρώς πιο ζωηρός μα δεν τον ξεχώρισε ποτέ της.
"Κοίτα να δεις πως σε αλλάζουν τρία χρόνια ! Τι έκανες ρε; στεροειδή έπαιρνες;" αποκρίθηκε μόλις ο Ορέστης φάνηκε στη σκάλα.
"Βλέπω το γιατριλικι σου, δεν σε σοβαρεψε καθόλου!" του απάντησε και σαν κατέβηκε κάτω αντάλλαξαν μια βαριά αντρικια αγκαλιά. "Καλώς ήρθες αδερφέ μου."
"Που είναι η μάνα;" Ρώτησε σαν άφησε τα πράγματα του κάτω.
Μάνα του την αποκαλούσε την Άννα . Αφού η αλήθεια ήταν , πως μεγαλώνοντας εκείνη μόνο γνώρισε . Δεν βασταγε η καρδιά να την αποκαλεί θεία.
"Έρχεται. Ρίχνει κάτι πάνω της και κατεβαίνει. Μαρουσό! Φέρε τη τσικουδιά και γέμισε το τραπέζι!" φώναξε και η παραμάνα έτρεξε ως τη κουζίνα.
"Τίποτα δεν άλλαξε εδώ μέσα... " Ο Γιώργης έριξε μια ματιά στο σπίτι και χαμογέλασε. "Μου έλειψε..." είπε μα πριν πάρει απάντηση , η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο Στυλιανός.
"Έμαθα πως ήρθε ο.."
"Ο ένας και μοναδικός !!!" τον συμπλήρωσε ο Γιώργης "Τι έκαμες ρε; Έβαλες περούκα; Τι είναι αυτά; Αααααα δεν είναι να σας αφήνω ρούπι μόνους!' χαριτολογησε για τα μαλλιά του Στυλιανού και τον αγκάλιασε. Ο Γιώργης ήταν η χαρά του σπιτιού. Πειραχτηρι από τα λίγα μα όπου χρειαζόταν γινόταν ταύρος. Μπορούσε να νευριάσει και να ξεσπάσει σε δευτερόλεπτα και μετά να είναι ήρεμος. Είχε απίστευτα εκρηκτικό χαρακτήρα ενώ δεν έκρυψε ποτέ τη λαλιά του . Για τίποτα και κανένα. Αφού χαιρέτησε και το Στυλιανό, κάθισαν στο τραπέζι και οι τρεις. Η παραμάνα σέρβιρε το τραπέζι και τσουγκρισαν τα ποτήρια.
"Πως και μας θυμήθηκες;" ρώτησε ο Στυλιανός
"Είδα πως δε παίρνετε ούτε ένα τηλέφωνο , και είπα να σας κάνω έκπληξη .." είπε κατεβάζοντας ένα σφηνάκι μονοκοπανια
"Κόψε τις μαλακίες" του απάντησε ο Ορέστης ο οποίος κάθε φορά που ήταν μαζί του, γινόταν χειρότερος. Τόσο σε τρόπους όσο και ομιλία. Σαν να ένιωθε ελεύθερος και εκφραζόταν όπως ήθελε.
"Λοιπόν...βαρέθηκα ! Πήρα άδεια από το στρατόπεδο και ήρθα. Ζωή ήταν εκείνη; Κάθε μέρα έξω. Γκόμενες. Και όλες επουδενί για σπίτι. Κουράστηκα. Τα μάζεψα και ήρθα ! Μάλιστα σκέφτηκα να ζητήσω να έρθω εδώ σαν γιατρός."
"Μόνιμα;" απόρησε ο Στυλιανός
"Ναι ρε! Γιατί έχεις πρόβλημα;" τον κορόιδεψε ο Γιώργης και ο Ορέστης γέλασε.
"Αντιδραστικό στοιχείο από μικρός! Απορώ δηλαδή πως έκατσες , διάβασες και πέρασες και γιατρός στο στρατό. Μερικές φορές νομίζω πως ο πατέρας σε έστειλε εκεί μέσο !" του απάντησε ο Στυλιανός.
"Ο πατέρας!, Που είναι; Ήρθα ο μαλάκας και ούτε ανέβηκα..." Ο Γιώργης έκαμε να σηκωθεί από το τραπέζι μα ο Ορέστης άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε. Το ύφος είχε αλλάξει πια κι εκείνο το χαμόγελο που είχε νωρίτερα έσβησε...δεν ήθελε και πολύ για να το καταλάβει ο Γιώργης ο οποίος κοπανησε το ποτήρι του και τους κοίταξε σοβαρός . "Ούτε ένας ρε δε σκέφτηκε να με πάρει τηλέφωνο; Τι διάολο έχετε μέσα στα κεφάλια σας;!"
Ο Γιώργης είχε κλείσει τα 37 μα δε του φαινόταν καθόλου. Έμοιαζε ίσα με τον Ορέστη. Βέβαια 2 χρόνια διαφορά δεν κάνουν κάποια αλλαγή αλλά και πάλι τον είχανε για μεγαλύτερο στο σπίτι.
Ο λόγος του μετρούσε και είχε αξία. Ο Στυλιανός τον έτρεμε σαν παιδί αλλά τον ακολουθούσε σε ότι χαζομάρα κι αν έκανε μεγαλώνοντας.
Ο Ορέστης από την αλλη διέφερε κάπως. Σε ορισμένα πράγματα ήταν πιο μετρημένος αλλά και πάλι υπήρχαν στιγμές που τον παρεσερνε. Μπορεί να ήταν επιπόλαιος πολλές φορές και σκανταριαρης από παιδί αλλά όπου έπρεπε , άλλαζε πρόσωπο. Και τόσο εκείνος όσο και ο Ορέστης είχαν ένα δεσμό πολύ δυνατό. Ήξεραν ο ένας τα όρια του άλλου.
Δίχως να βγάλει άλλη μιλιά, έβαλε τα χέρια στο κούτελο και ο Στυλιανός του γέμισε το ποτήρι.
"Υπάρχουν κι άλλα που δε ξέρω;" ρώτησε κοιτάζοντας τους.
"Θα τα πούμε αργότερα..." τον ενημέρωσε ο Ορέστης. "Κατεβαίνει η μάνα..." συνέχισε θέλοντας εν μέρη να κλείσει τη πικρή κουβέντα ακόμα δεν ήρθε.
Η Άννα κατέβηκε και φαινόταν αλλαγμένη. Είχε πλύνει το πρόσωπο της, έβαλε λιγάκι κραγιόν ίσα για να ροδισει όλο το χείλος και να κρύψει τη κοκκινίλα και μάζεψε τα μαλλιά της. Η καρδιά της φτερουγισε σαν τον αγκάλιασε.
Κάθισε μαζί τους, μίλησαν, ήπιαν και έφαγαν. Αναπολησαν στιγμές και δεν μίλησαν καθόλου για το χωριό. Ο Γιώργης κατάλαβε ότι κάτι έγινε οπότε έπιασε τη κουβέντα για το Ρέθυμνο και τη δουλειά θέλοντας να αποφύγει τη ταραχή της Άννας.
Όταν πια νύχτωσε εντελως, η Άννα αποσύρθηκε στο δωμάτιο της και έμειναν οι τρεις τους. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και κουβέντα στη κουβέντα έφτασαν στο σήμερα. Ο Ορέστης του εξήγησε απέξω απέξω κάποια πράγματα κι εκείνος αρκέστηκε σε αυτα. Δεν του είπε πολλά. Ούτε λεπτομερείς που δεν χρειαζόταν. Του είπε ότι ο πατέρας τους πέθανε από καρδιά. Πως τελικά δε ζήτησε εκείνος τη Μαρία μα ο Στυλιανός, ότι η Χαρά έλειπε με τον μέλλοντα άντρα της και τον ενημέρωσε πως είχαν κάποια προβλήματα με τους Ραΐσιδες. Πράμα που δεν άρεσε καθόλου στο Γιώργη ο οποίος είχε κουραστεί με εκείνη τη κατάσταση.
Του υποσχέθηκε σιγά σιγά να του τα πει ολα και πως ήταν η πρώτη μέρα οπότε έπρεπε να χαλαρώσουν και να το γιορτάσουν.
"Λοιπόν, ωραία η παρέα αλλά πρέπει να φύγω. Έχω να σηκωθώ πρωί αύριο" ενημέρωσε ο Στυλιανός αδειάζοντας το ποτήρι.
"Γιατί ρε; Έχεις να αρμεξεις καμία γελάδα πρωί πρωί; Νόμιζα αμπέλια είχαμε..." Τον κορόιδεψε ο Γιώργης πιάνοντας το μπουκάλι.
"Πες το κι έτσι..." Σχολίασε σχεδόν αηχα ο Ορέστης και αναστεναξε αμέσως. Ο Στυλιανός πήρε τα πράγματα του, και τους καληνυχτησε.
"Δε θες να ξεκουραστείς κι εσύ ; Έκαμες μεγάλο ταξίδι. Πήγε 2 η ώρα..."
"Αχ... Τι να ξεκουραστώ που είμαι να σκάσω!" Ο Γιώργης ήπιε και ξαναγεμισε μετέπειτα το ποτήρι.
"Ήντα έπαθες; Έγινε κάτι και δεν ήθελες να το πεις μπροστά στους άλλους;" ρώτησε περίεργα ο Ορέστης . Πάντοτε εξάλλου έλεγαν μεταξύ τους όσα δεν ήξεραν οι υπόλοιποι.
"Έπαθα, δεν έπαθα ..." Το πρόσωπο του Γιώργη άλλαξε και έγινε σκεπτικό. Έπειτα γέλασε δυνατά και ο Ορέστης κατάλαβε ότι δεν είναι κάτι σοβαρό.
"Λέγε μωρέ μαλάκα θα με σκάσεις!"
"Ερωτεύτηκα! Στο πρώτο βήμα! Σαν να πάτησα στο χωριό και εκείνο με καλοδέχτηκε με το πιο γλυκό κρασί του...."
Ο Ορέστης κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε.
"Νομίζω ήπιες πολύ! Άντε τράβα να κοιμηθείς. Εσύ κάθε μέρα αγαπάς και κάθε μέρα χωρίζεις!"
"Αυτή δεν είναι σαν τις άλλες... Έπρεπε να την έβλεπες... Ακόμα και στα μαύρα ήταν πανέμορφη. Ένας ακόμα λόγος να μείνω στο χωριό ! Θα αρχίσω να τους μετράω!"
Ο Ορέστης σφράγισε τη ρακί γελώντας και άρχισε να μαζεύει.
"Και πως τον λένε το "λόγο" σου;" Ρώτησε κοροϊδεύοντας τον "Αν σου είπε δηλαδή, έχουνε γίνει και ντροπαλές παναθεμα τες τα τελευταία χρόνια..."
"Αρετή..." είπε αναστεναζοντας και το μπουκάλι με τη ρακί, έπεσε και έγινε θρυψαλα...
💙🖤💚🖤💛🖤🧡🖤😰😰😰
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top