Κεφάλαιο 35°

Η ζάλη είχε περάσει εντελώς και καθισμένος έξω από το πλατυσκαλο του σπιτιού, αναλογιζοταν μονάχος του όσα είχαν γίνει.
Η απροσεξία του...
Η αδιαφορία του σε πολλά πράγματα ...
Τυφλώθηκε από το συναίσθημα και δεν έδωσε σε τίποτα σημασία.
Θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο τόσο για το τραυματισμό του Μανούσου όσο και για της Μαρίας.
Ένας άντρας που για εκείνον καμαρωνε όλο το χωριό, φέρθηκε σαν ένας ηλίθιος. Να κρύβεται μέσα στα φαράγγια και να κλαίει σαν παιδάκι.

Όταν έφτασε ήταν ήδη αργά...
Βρήκε ένα χάος...
Οι άντρες έφεραν τα αυτοκίνητα για να φορτώσουν το Μανούσο και τη Μαρία, ο γιατρός δεν ήξερε σε ποιον να πρωτοπαει, γυναίκες ούρλιαζαν... Η μάνα του είχε πέσει κάτω , η Χαρά... Αχ όταν σκέφτηκε τη Χαρά σκίστηκε ολόκληρος.

Σιχαθηκα το κόσμο σας!!!
Μου τον πήρε πριν καν προλάβω να χαρώ!
Κατάρα σε αυτή τη βεντέτα!
Κατάρα σε όλους! Χρόνια τώρα μας ταιζει ένα μίσος και τίποτα άλλο!

Τα λόγια της τον πόνεσαν...
Μα πιο πολύ , πόνεσε γιατί δε πήρε χαμπάρι τίποτα. Σαν να ήταν ένα φάντασμα που περιπλανιόταν τις τελευταίες μέρες...

Η Αρετή είχε σταματήσει να φωνάζει.
Δεν ήξερε αν κουράστηκε η αν τη πήρε ο ύπνος ,μα σταμάτησε..
Στη κατάσταση που ήταν, ο παπάς του έριξε μια δυνατή με τη μαγκουρα και τον ξόρκισε να μη κουνήσει ρούπι έξω από το σπίτι της.
Μα πως τα είχαν κάνει όλα έτσι... αναρωτήθηκε τρίβοντας τα μηνίγγια του.
Ο Ορέστης φοβόταν...
Αν πάθαινε κάτι η Μαρία, η Αρετή θα καταστρεφόταν σαν άνθρωπος. Ήδη ήταν στα πρόθυρα της τρέλας και το έβλεπε. θυμήθηκε το βλέμμα της όταν πήγε κοντά... Τα χέρια της είχαν ακόμα το αίμα της Μαρίας κι εκείνη το μόνο που κατάφερε να του ψέλλισε όταν εκείνος γονάτισε μπροστά της ήταν: φοβάμαι...

Κατάφερε και την έκανε τελικά να φοβάται...
Κατάφερε και έφερε σε εκείνο το χωριό το θάνατο ξανά..

Σηκώθηκε πιάνοντας το δρομάκι που οδηγούσε στη πίσω αυλή και σαν έφτασε, άνοιξε τη βρύση και έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του.

Ξάφνου, το κινητό του χτύπησε

"Ορέστη; Γυρίζαμε προς το χωριό και μείναμε λίγο μετά την αποθήκη" άκουσε τον Λευτέρη

"Κανένα νέο;" ρώτησε δίχως να σχολιάσει παραπάνω

"Ο Μανούσος... Άνοιξε λίγο τα μάτια μα έπειτα έπεσε σε κώμα..." ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια και έβρισε "Η Μαρία... Εκείνη είναι ελαφρώς πιο καλά. Δεν άφησαν κανένα να τη δει μα από ότι έμαθα το χτύπημα στο κεφάλι δε πείραξε βαριά τον εγκέφαλο. Ίσως όμως να μη μπορέσει να περπατήσει. Ακόμα εκεί είναι όλοι όπως θα πρόσεξες.."

Αναστεναξε... Δεν είχε και πολλά να κάνει...

"Σε παρακαλώ μπορείς να φέρεις ένα σχοινί; Κάτι για να το τραβήξω; Κολλήσαμε στη χαράδρα και δεν αφήνω εδώ το αμάξι... "

"Δε τα έχω στο χωριό τα σχοινιά . Αλλά... Άστο. Περίμενε και θα έρθω ή στείλε στα μισά το Παναγή να του τα δώσω σε 15 λεπτά οκ;"

Ο Λευτέρης συμφώνησε. Ο Ορέστης έριξε λίγο ακόμα νερό και έπειτα κάνοντας το κύκλο, κόλλησε το πρόσωπο στο παραθύρι του σπιτιού και την είδε κουλουριασμένη δίπλα στο τζάκι. Όπως τότε... Τότε που τόλμησε και τα έκανε μανταρα.

Αφού σιγουρευτηκε πως κοιμάται κίνησε για το σπίτι του πεθερού του. Θυμήθηκε πως είχαν στην αποθήκη αρκετά από εκείνα τα μεγάλα σχοινιά και γάντζους για τα τρακτέρ. Θα βοηθούσαν το αμάξι σίγουρα..

Το χωριό έμοιαζε έρημο... Σαν να πέρασε ένας οδοστρωτήρας και τα ισοπέδωσε όλα...
Έφτασε έξω από το σπίτι της Μαρίας και για μια στιγμή έφερε στο μυαλό του μνήμες. Δεκάδες μνήμες...

"Ήντα ήταν αν η αγάπη ήρθε αργότερα;" Αναρωτήθηκε "Συνήθεια; Μια ψεύτικη τελειότητα που νόμιζα πως βρήκα; Μια ψευδαίσθηση; " Συνέχισε απογοητευμένος. Γιατί δεν ήταν βλάκας. Τη Μαρία την είχε σαν θεά του... Δε γίνεται λοιπόν κάποιον που λατρεύεις τόσο πολύ να σταματάς για μέρα... Οπότε σίγουρα, δεν ήταν εκείνη ... Ήταν απλά , κάτι άλλο... Κάτι που δεν ήξερε πως να το προφερει για να μην ακουστεί άσχημο.

Μπήκε στην αυλή κίνησε για την αποθήκη και μπαίνοντας άρχισε να ψάχνει. Πετούσε τα εργαλεία δεξιά και αριστερά ώσπου ξαφνου , ένα τούβλο έπεσε και χτύπησε το πόδι του.

"Ανάθεμα!" μουγκρισε μα παραξενεύτηκε μετέπειτα "τι είναι αυτό πάλι;" απόρησε βλέποντας μια τρύπα...

         ***************************

Είχε νυχτώσει για τα καλά.
Τα νέα από το νοσοκομείο ήταν σχεδόν τα ίδια. Ένα απόλυτο τίποτα. Κανένας δεν την ενημέρωσε. Σαν να κοιμήθηκε και να ξύπνησε χωρίς να έχει περάσει ούτε λεπτό. Μα πέρασε... Γιατί κοίταξε από το παράθυρο κι έξω επικρατούσε μαύρη νύχτα.

Ένα τζιτζιρισμα στα ξύλα της τράβηξε τη προσοχή και αντιλήφθηκε πως το τζάκι ήταν αναμμένο. Με ζωντανή φωτιά , όχι ξεχασμένα κάρβουνα.

"Ωραία... Έρχονται, μου ανάβουν τη φωτιά και σε λίγο θα βρω κι ένα κατσαρολάκι με φαι και τελείωσε... " Σχεφτηκε φωναχτά. "Ποια η διαφορά ανάμεσα σε αυτή τη φυλακή η την άλλη..." Η Αρετή μάζεψε τα πόδια στο στήθος και έμεινε σκεπτική. Δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της όσα έγιναν. Θεωρούσε πως έφταιξε. Πως αν δεν έσπρωχνε τη Μαρία όλα θα ήταν αλλιώς...

Κάπου στο βάθος της ψυχής της αναρωτήθηκε αν ο Ορέστης τη μισεί. Στη τελική από τη μέρα που πήγε στο χωριό όλο προβλήματα έφερνε και σαν τελείωμα, του σκότωσε τη γυναίκα...

"Όλοι είναι καλά..." άκουσε αξαφνα και πετάχτηκε ολοκληρη προς τα πάνω από τη τρομάρα. Ο Ορέστης στεκόταν μέσα στο σπίτι και βγαίνοντας από το κουζινακι κρατούσε μια μεγάλη κούπα στα χέρια. "Δεν είμαι ειδικός. Και πρώτη φορά το κάνω... Μα ίσως σε βοηθήσει... " Αποκρίθηκε και άφησε μια κούπα με κάτι που έμοιαζε με σούπα πάνω στο τραπεζάκι. Την είδε να διστάζει...

Δεν ήξερε αν έπρεπε να του μιλήσει η αν έπρεπε να δεχθεί την οργή του μα δεν έβλεπε πουθενά οργή... Έδειχνε τόσο ήρεμος. Τόσο τρομακτικά ήρεμος...

"Αισθάνεσαι καλύτερα;" τη ρώτησε χωρίς να τη πλησιάσει. Η Αρετή κούνησε καταφατικά το κεφάλι σαν απάντηση "Ωραία... Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς εντάξει; Με πήρε πριν λίγο ο παπά Μανώλης. Θα έρθει το πρωί. Η Μαρία άνοιξε εντελώς τα μάτια..."

"Ο Μανούσος; Πες μου πως τα κατάφερε..." ήταν τα πρώτα της λόγια έπειτα από τη σιωπή της

"Το παλεύουν...." της είπε χωρίς να της κρύψει λέξη "Η σφαίρα τον πέτυχε από το πλάι στα κόκαλα της μέσης του καθώς έπεφτε... Αλλά οι γιατροί είναι θετικοί... " η Αρετή δακρυσε.
"Μη μου σκοτεινιάζεις..." ζήτησε μαλακά και αυτή τη φορά πλησίασε. Κάθισε κοντά της και δίχως φόβο της χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια της. Ντρεπόταν ακόμα και να τον κοιτάξει.
"Ξέρεις... Καμιά φορά μαθαίνεις πράγματα που σου αλλάζουν τη ζωή... Τα ίδια σου τα πιστεύω... Μα έτσι δεν συμβαίνει τις περισσότερες φορές; Μας δοκιμάζουν και δοκιμάζουμε... Τέτοια ρημαδα είναι η ζωή..." είδε ένα δάκρυ να κυλάει από τα μάτια της και σταμάτησε
"Συγχώρεσε με... Έπρεπε να σε είχα προφυλάξει ..." της είπε εν τέλει σταματώντας τις αερολογιες και σαν έσκυψε προς το μέτωπο της ένιωσε μια ζεστή αύρα. Άφησε τα χείλη του να πέσουν στο δέρμα της και έπειτα έβρισε
"Καις από το πυρετό γαμωτο!" κοίταξε γύρω του για βρει κάτι να το ρίξει στη πλάτη της ώσπου είδε μια ζακέτα ακουμπισμενη στη καρέκλα.
Η Αρετή τον έβλεπε και άλλο τόσο μπερδεύονταν... Ύστερα από όλα αυτά δε τη μισούσε; αναρωτηθηκε

"Που το βρήκες αυτό;" τον άκουσε να ρωτάει και σκύβοντας τον είδε να σηκώνει ένα σταυρό από το πάτωμα.

"Στο... Στο ερημοσπιτο... Ήταν πεσμένο κάτω όταν πήγα...Με συγχωρείς. Δεν ήξερα αν ήταν κάποιο ενθύμιο η αν άνηκε σε κάποιον. Το πήρα για να ρωτήσω το παπά..." Ο Ορέστης πήρε μια βαθιά αναπνοή που ολάκερο το στήθος του σηκώθηκε προς τα πάνω. Έβαλε το σταυρό στη τσέπη του και δίχως να της δώσει εξηγήσεις έριξε τη ζακέτα στη πλάτη της.

"Ξάπλωσε...Θα πάω μέχρι το σπίτι να ελέγξω το πατέρα μου και έρχομαι" της είπε κι εκείνη κάνοντας τη γνωστή πια κίνηση κούνησε το κεφάλι "Και θα κλειδώσω... Οπότε μη μπεις στο κόπο να σηκωθείς. Κι αν κάνεις καμιά άλλη χαζομάρα..."

"Πήγαινε Ορέστη... Απλά θα ξαπλώσω..." τον καθησύχασε κι εκείνος λίγο πριν φύγει γονατισε μπροστά από το καναπέ και της κράτησε τα χέρια

"Αρετή;" σιγοψιθυρισε "Αν πεθάνω, οποία στιγμή κι αν είναι αυτή, να ξέρεις πως δε σου κρατάω κακία για τίποτα. Ίσα ίσα... Εγώ είμαι ο υπεύθυνος. Εγώ φταίω για όλα. Εσύ..." σταμάτησε και της χαμογέλασε "Εσύ ήρθες και δεν έφερες τη κατάρα... Μα τη λύτρωση. Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό..."

"Γιατί μιλάς έτσι; Τι λόγια είναι αυτά;"

"Τίποτα... Απλά ήθελα να το ξέρεις..." το βλέμμα του χόρευε με το δικο της. Κοιτούσε μια τα μάτια και μια τα χείλη της μαγεμένος από την ομορφιά της.
Παρά τα όσα έγιναν ήταν πολύ βαριά τα συναισθήματα μεταξύ τους..
Μα ήταν σαν να έφταναν μαζί στη πηγή κάθε φορά και πάντοτε έμεναν διψασμένοι. "Κοιμήσου... Θα σε δω το πρωί..." Της είπε και βρίσκοντας το σθένος , σηκώθηκε. Έσβησε τη λάμπα και άνοιξε τη πόρτα.

"Μη φύγεις..." την άκουσε να λέει και γυρίζοντας την είδε όρθια "Μείνε μαζί μου απόψε.." του ζήτησε με παράπονο. Τα χείλη της έτρεμαν... Και δεν ήταν από το πυρετό. Μα από εκείνον το λυγμο που πάσχιζε να βγάλει. Πήγε κοντά και έβαλε για πρώτη φορά τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο του.
"Ένα ύφασμα, δεν δηλώνει που ανήκουμε... Η καρδιά το κάνει..." του είπε και δίχως να του δώσει περιθώρια τον τράβηξε προς το μέρος της, και τον φίλησε...

❤️❤️❤️❤️❤️🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top